ΓΝΗΣΙΑ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ Ἱεραποστολικόν,
Ἑποικοδομητικόν καί Ἀντιαιρετικόν φυλλάδιον.
Ἀριθμ. Φύλλου 268 - Σεπτέμβριος 1995 |
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
Τό ἀκόλουθο ὅραμα ἀποκαλύπτει μέ ἐνάργεια τό μεγάλο ὄφελος καί τή σωτηρία πού προκύπτει ἀπό τή μελέτη ἐποικοδομητικῶν βιβλίων, ὅπως ἐπίσης καί τό μίσος τῶν δαιμόνων ἐναντίον τους, ἀφοῦ τά βιβλία ἀποκαλύπτουν τίς παγίδες καί τίς μεθοδεῖες τους. Τό ὅραμα τό εἶδε ἐδῶ καί ἑκατό περίπου χρόνια ἕνας εὐλαβής ἡγούμενος τῆς μονῆς Νιάμετς, πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν ὁσιώτατο Παΐσιο Βελιτκόφσκυ. Μερικά χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου Παϊσίου, ἡ αὐστηρότητα τῆς ζωῆς στό μοναστήρι ἄρχισε νά χαλαρώνει, ἀφ᾿ ἑνός ἐπειδή τό μοναστήρι εἶχε ἀποκτήσει πολύ πλοῦτο καί ἀφ᾿ ἑτέρου, ἐπειδή εἶχε δοθῆ μεγάλη ἐλευθερία στούς κοσμικούς ἀνθρώπους πού τό ἐπισκέπτονταν. Μερικοί ἔρχονταν μέ ὅλη τήν οἰκογένειά τους γιά νά μείνουν στό μοναστήρι δύο-τρεῖς μῆνες κατά τήν διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ καί περνοῦσαν τόν καιρό τους μέ διάφορες κοσμικές διασκεδάσεις. Οἱ μοναχοί ἔγιναν ἀμελεῖς στά καθήκοντά τους καί πρόσεχαν περισσότερο τ᾿ ἀμπέλια καί τούς κήπους τοῦ μοναστηριοῦ. ῞Ενας ἀπ᾿ τούς μαθητές τοῦ ὁσιώτατου Παισίου, ὁ Σωφρόνιος, πού ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν ἡγούμενος, ἦταν αὐστηρός ἀσκητής καί πνευματικός ἄνθρωπος. Μία νύχτα, νομίζοντας πώς πλησίαζε νά ξημερώσει, ὁ Σωφρόνιος βγῆκε ἀπ᾿ τήν πύλη τοῦ μοναστηριοῦ καί κοίταξε πρός τήν ἐξωτερική πύλη, ἐκεῖ πού σήμερα βρίσκεται τό ἁγίασμα. ᾿Εκεῖ εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πού ἦταν μαῦρος στήν ὄψη καί φοβερός στό θέαμα. Φοροῦσε στρατιωτικό μανδύα καί φώναζε δυνατά, ὅπως κάνουν οἱ ἀξιωματικοί ὅταν δίνουν διαταγές στούς στρατιῶτες. Τά μάτια του ἦταν κόκκινα καί γυάλιζαν σάν φλόγες. Τό στόμα του ἦταν σάν τῶν πιθήκων καί τά δόντια του ἐξεῖχαν ἀπ᾿ αὐτό. Στή μέση του ἦταν περιτυλιγμένο ἕνα τεράστιο φίδι, τοῦ ὁποίου τό κεφάλι κρεμόταν πρός τά κάτω κι ἀπ᾿ τό στόμα του ἔβγαινε ἡ γλῶσσα σάν ξίφος. Στούς ὤμους του εἶχε συρίτια πού εἶχαν τό σχῆμα κεφαλῶν φιδιῶν καί στό κεφάλι του φοροῦσε ἕνα καπέλο ἀπ᾿ ὅπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια καί τυλίγονταν σάν μαλλιά γύρω ἀπ᾿ τό λαιμό του. Μόλις ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἀντίκρυσε ὅλ᾿ αὐτά, πέτρωσε ἀπό τό φόβο. Μετά ἀπό λίγο πού συνῆλθε κάπως, ρώτησε τόν ἄρχοντα αὐτό τοῦ σκότους τί γύρευε τέτοια ὥρα στόν περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ. - "Εἶναι δυνατό νά μήν ξέρεις ὅτι ἐγώ δίνω διαταγές ἐδῶ στό μοναστήρι σου;" ἀπάντησε ὁ μαῦρος. - "᾿Εμεῖς δέν ἔχουμε στρατό ἐδῶ κι ἡ πατρίδα μας διανύει περίοδο ἀπόλυτης εἰρήνης, εἶπε ὁ ἡγούμενος." - "Τότε, συνέχισε ὁ μαῦρος δαίμονας, μάθε πώς ἐμένα μ᾿ ἔστειλαν οἱ ἀόρατοι ἄρχοντες τοῦ σκότους καί βρισκόμαστε ἐδῶ γιά νά ἐγείρουμε πόλεμο ἐναντίον τῆς μοναχικῆς τάξεως. ῞Οταν κατά τήν κουρά σας δίνετε τούς μοναχικούς σας ὅρκους, δηλώνετε ὅτι θά μᾶς πολεμᾶτε καί μᾶς προξενεῖτε πολλές πληγές μέ τό πνευματικό σας ὁπλοστάσιο. Πολλές φορές ἀναγκαζόμαστε νά ὑποχωροῦμε μέ ντροπή, γιατί ἡ φλόγα τῆς προσευχῆς σας μᾶς καίει. Τώρα ὅμως δέ σᾶς φοβόμαστε, ἰδιαίτερα μετά τό θάνατο τοῦ Παϊσίου, τοῦ ἡγουμένου σας. ᾿Εκεῖνος μᾶς τρόμαζε καί ὑποφέραμε πολύ στά χέρια του. ᾿Από τότε πού ἦρθε ἐδῶ ἀπ᾿ τό ῞Αγιο ῎Ορος μαζί μέ ἑξήντα ἄλλους μοναχούς, ἐμένα μ᾿ ἔστειλαν ἐδῶ μέ ἑξήντα χιλιάδες στρατιῶτες μας γιά νά τόν σταματήσουμε. ῞Οσο καιρό εἶχε αὐτός τήν ἡγουμενία δέν μπορούσαμε νά ἡσυχάσουμε. Παρ᾿ ὅλους τούς πειρασμούς, τά τεχνάσματα καί τίς μεθοδεῖες μας ἐναντίον ἐκείνου καί τῶν μοναχῶν του, δέν καταφέρναμε τίποτα. Καί ταυτόχρονα δέν μπορεῖ νά διηγηθεῖ ἀνθρώπινη γλώσσα τίς φοβερές ὀδύνες, τίς ταλαιπωρίες καί τίς δοκιμασίες πού ὑποστήκαμε κατά τή διάρκεια τῆς διαμονῆς αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ. ῏Ηταν ἕνας ἔμπειρος στρατιώτης καί ἡ στρατηγική του μᾶς εὕρισκε πάντα ἐκτός θέσης. Μετά τό θάνατό του ὅμως τά πράγματα ἄλλαξαν κάπως καί μπορέσαμε ν᾿ ἀποδεσμεύσουμε ἀπ᾿ αὐτό τό φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. ῎Ετσι μείναμε ἐδῶ πενήντα χιλιάδες. ῞Οταν οἱ μοναχοί ἄρχισαν νά ἀμελοῦν τόν κανόνα τους καί νά ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τούς ἀγρούς, τά κτίρια καί τ᾿ ἀμπέλια, ἀπαλλάξαμε ἄλλους δέκα χιλιάδες ἀπ᾿ τά καθήκοντά τους ἐδῶ καί οἱ ὑπόλοιποι σαράντα χιλιάδες μείναμε γιά νά συνεχίσουμε τίς προσβολές μας. Λίγα χρόνια ἀργότερα, μερικοί ἀπ᾿ τούς μοναχούς ἀποφάσισαν ν᾿ ἀλλάξουν τό τυπικό τοῦ Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους καί μερικοί ἔφυγαν. Στό μεταξύ δόθηκε ἄδεια σέ λαϊκούς νά νοικιάζουν δωμάτια στό μοναστήρι κι ὅταν μάλιστα ἔφεραν καί τίς γυναῖκες τους μέσα, κάναμε γιορτή γιά τή νίκη μας καί μειώσαμε τό στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ἀκόμα. ᾿Αργότερα πού ἄνοιξαν καί τό σχολεῖο γιά νεαρά ἀγόρια ὁ πόλεμος πλησίαζε πρός τό τέλος του πιά καί μπορέσαμε νά μειώσουμε τίς δυνάμεις μας κατά δέκα χιλιάδες ἀκόμα, ἀφήνοντας ἐδῶ μόνο εἴκοσι χιλιάδες δικούς μας γιά νά ἐπιβλέπουν τούς μοναχούς". Μόλις ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἄκουσε ὅλ᾿ αὐτά ἀναστέναξε μέσα του καί ρώτησε τό μαῦρο δαίμονα. - "Τί ἀνάγκη ἔχετε νά μένετε ἀκόμα στό μοναστήρι, ἀφοῦ βλέπετε, ὅπως κι ὁ ἴδιος ὁμολογεῖς, πώς οἱ μοναχοί ἔχουν παραιτηθεῖ ἀπ᾿ τόν πόλεμο; Τί ἄλλη δουλειά ἔμεινε ἀκόμα ἐδῶ γιά σᾶς;" Καί ἐκεῖνος ὁ παγκάκιστος, ἐξαναγκασμένος ἀπ᾿ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀποκάλυψε τό μυστικό του. - "Εἶναι ἀλήθεια πώς δέν ὑπάρχει κανένας πιά νά μᾶς πολεμήσει ὅπως παλιά, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη ἔχει ψυχρανθεῖ, κι ἔχετε προσκολληθεῖ σ᾿ ἐπίγειες καί κοσμικές ὑποθέσεις. ῾Υπάρχει ὅμως κάτι ἀκόμα στό μοναστήρι πού μᾶς ἐνοχλεῖ καί μᾶς ἀνησυχεῖ. Εἶναι αὐτά τά κουρελόχαρτα, τά βιβλία - στόν ὄλεθρο νά πᾶνε - πού ἔχετε στή βιβλιοθήκη σας. Ζοῦμε μέ τό φόβο καί τόν τρόμο μήπως κάποιος ἀπ᾿ τούς νεώτερους μοναχούς τά πιάσει στά χέρια κι ἀρχίσει νά τά διαβάζει. Μόλις ἀρχίσουν νά διαβάζουν τά καταραμένα αὐτά κουρελόχαρτα, μαθαίνουν τήν ἀρχαία εὐλάβεια καί ἐχθρότητά σας ἐναντίον μας κι οἱ νεαροί ἀρχάριοι ξεσηκώνονται. Μαθαίνουν ἀπ᾿ αὐτά πώς οἱ παλιοί χριστανοί, μοναχοί καί λαϊκοί, συνήθιζαν νά προσεύχωνται ἀδιάλειπτα, νά νηστεύουν, νά ἐξετάζουν καί νά ἐξαγορεύωνται τούς λογισμούς, ν᾿ ἀγρυπνοῦν καί νά ζοῦν σάν ξένοι καί παρεπίδημοι σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Μετά ἁπλοϊκοί ὅπως εἶναι, ἀρχίζουν νά θέτουν σέ ἐφαρμογή τίς ἀνοησίες αὐτές. ᾿Ακόμα παίρνουν στά σοβαρά ὅλη τήν ῾Αγία Γραφή. Μᾶς βρίζουν καί ὀρύονται ἐναντίον μας σάν ἄγρια θηρία. ᾿Αρκεῖ νά σοῦ πῶ, πώς ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς τούς ἀνόητους θερμοκέφαλους εἶναι ἀρκετός γιά νά μᾶς διώξει ὅλους ἀπ᾿ ἐδῶ. Εἶναι τόσο ἀνηλεεῖς κι ἀσυμβίβαστοι ἐναντίον μας ὅσο κι ὁ θανατωμένος ἀρχηγός σας (ὁ Σωτήρας). ᾿Επί τέλους ἔχουμε τόση εἰρήνη καί ἡρεμία μαζί σας. Αὐτά τά ἀποκαλούμενα πνευματικά βιβλία σας ὅμως εἶναι μιά διαρκής πηγή ἐχθρότητας καί ταραχῆς. Γιατί δέν μποροῦμε νά ἔχουμε εἰρήνη; Γιατί ἐσεῖς δέ διαβάζετε τά βιβλία μου; Δέν εἶναι κι αὐτά πνευματικά; Κι ἐγώ πνεῦμα δέν εἶμαι; Κι ἐγώ ἐμπνέω ἀνθρώπους νά γράφουν βιβλία. Δέ φτάνει παρά νά πέσει ἕνα ἀπ᾿ αὐτά τά παλιόχαρτα πού λέτε περγαμηνές, στά χέρια ἑνός ἁπλοῦ κι ἀνόητου κι ἀρχιζει ἐκ νέου καινούργιος πόλεμος κι ἀναγκαζόμαστε νά φεύγουμε καί ν᾿ ἀρπάζουμε πάλι τά ὅπλα ἐναντίον σας". ᾿Ανήμπορος πιά νά κρατήσει σιωπή ὁ φτωχός ἡγούμενος τόν ρώτησε. - "Ποιό εἶναι τό μεγαλύτερο ὅπλο ἐναντίον τῶν μοναχῶν στούς καιρούς μας;" Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: - "῞Ολο τό ἐνδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται στό νά κρατήσουμε τούς μοναχούς καί τίς μοναχές μακριά ἀπό πνευματικές ἐνασχολήσεις. ᾿Ιδιαίτερα δέ ἀπ᾿ τήν προσευχή καί τή μελέτη αὐτῶν τῶν καπνισμένων βιβλίων. Γιατί δέν δαπανᾶτε περισσότερο χρόνο στή φροντίδα τῶν κήπων καί τῶν ἀμπελιῶν, στό ψάρεμα, στά σχολεῖα γιά τούς νέους, στή φιλοξενία ὅλων αὐτῶν τῶν καλῶν ἀνθρώπων πού ἔρχονται ἐδῶ τό καλοκαίρι γιά καθαρό ἀέρα καί ὑγιεινό νερό; Οἱ μοναστές πού ἀσχολοῦνται μέ τέτοια πράγματα πιάνονται στά δίχτυα μας ὅπως οἱ μύγες στόν ἰστό τῆς ἀράχνης. ῾Ως ὅτου ὅλα αὐτά τά βιβλία καταστραφοῦν ἤ φθαροῦν ἀπ᾿ τό χρόνο, δέ θά εἰρηνέψουμε. Εἶναι σάν σαΐτες καί βέλη γιά μᾶς". Δέν εἶχε καλά καλά τελειώσει τά λόγια αὐτά καί σήμανε τό σήμαντρο γιά τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου. ῾Ο ἀρχηγός τῶν δαιμόνων ἐξαφανίστηκε ἀμέσως σάν καπνός. ῾Ο γέροντας ξεκίνησε μέ μεγάλο πόνο ψυχῆς, ἐξαιτίας τῶν ἀποκαλύψεων αὐτῶν, καί μπῆκε στήν ἐκκλησία. ῞Οταν μαζεύτηκαν οἱ μοναχοί τούς διηγήθηκε μέ δάκρυα στά μάτια ὅλα ὅσα εἶδε κι ἄκουσε κατά τή διάρκεια τῆς φοβερῆς αὐτῆς ὁπτασίας. Καί μετά ἔδωσε ἐντολή νά καταγραφοῦν ὅλα αὐτά γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ ἐπιγενόμενοι. |