ΓΝΗΣΙΑ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ Ἱεραποστολικόν,
Ἑποικοδομητικόν καί Ἀντιαιρετικόν φυλλάδιον.
ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛΟΥ 513 – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2006 |
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
ΣΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ
Τήν
Δευτέρα 18/31.7.2006 μέ ὁμάδα προσκυνητῶν ἀπό Λάρισα, ἐπσκέφθημεν τά
Μετέωρα. Σκοπός νά προσκυνήσωμεν τό λείψανον τοῦ ἁγίου Κηρύκου πού
εἶναι θησαυρισμἐνο εἰς τήν Μονήν τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. ‘Από τό
«ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΤΩΝ ΜΕΤΕΩΡΩΝ», τό ὁποῖον ἐξεδόθη ἐπί τῆ συμπληρώσει
ἑξακοσίων ἐτῶν ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἐπιλέξαμε διά τά
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ» τά κάτωθι:
α) ‘Από τόν Πρόλογο τοῦ Μητροπολίτου τῆς περιοχῆς (τῆς ν.ἐ.) κ. ‘Αλεξίου: «’Εκδίδεται τό παρόν πόνημα διά νά ἀποτελέση τόν ὁλοκληρωμένο καί σύγχρονο ὁδηγό σ’ ἕνα ὁδοιπορικό παρουσίας καί μαρτυρίας στό παρελθόν καί τό παρόν τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας τοῦ Μετεωρίτικου χώρου. Πρόκειται γιά μιά δημιουργία μέ κύριο μέλημα τήν σωστή καί ὑπεύθυνη ἐνημέρωσι τοῦ καθενός ἐπισκέπτη, ὥστε νά καταστῆ λυχνία φωτός σέ κάθε του βῆμα στήν ἱερή λιθόπολι καί βηματοδότης τῆς καρδιᾶς του σ’ ἕνα χῶρο πού τό σήμερα παρακολουθεῖ μέ δέος τό χθές, ὅπως τό διεμόρφωσαν οἱ αἰῶνες στήν ἁγιασμένη γῆ τῶν Μετεωρίτικων βράχων. Διότι τά Μετέωρα σ’ ὅλη τους τήν ἔκτασι εἶναι «Ἁγία Γῆ», εἶναι ἕνας Θεόκτιστος καί Θεοφρούρητος ἱερός χῶρος, εἶναι ἕνας χῶρος πού τόν περπάτησε χορεία Ὁσίων, ‘Ασκητῶν καί Μαρτύρων τῆς Μετεωρίτικης Θηβαίδος. Εἶναι ἕνας χῶρος πού νιώθεις τήν πνοή τοῦ παρελθόντος νά σμίγη ἁρμονικά μέ τήν ἀναπνοή τοῦ σήμερα, ἕνας χῶρος πού ἡ πίστι, ἡ ἀφοσίωσι καί ἡ θυσία στό Θεό χαλύβδωσε τίς ταπεινές ψυχές καί τό μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως καί τῆς ‘Εθνικῆς μας κληρονομιᾶς. Κάθε ἐπισκέπτης ἤ προσκυνητής περιδιαβαίνοντας τήν Μοναστική Πολιτεία αἰσθάνεται τήν μεγαλωσύνη μιᾶς μακραίωνης δημιουργίας, μιᾶς κοινωνίας ὑπερκόσμιας, ἑνός θείου Πολιτεύματος καί τό βάρος μιᾶς πανορθόδοξης κληρονομιᾶς μέ κληροδόχους τούς ταπεινούς πολῖτες μιᾶς τόσο μικρῆς, ἀλλά καί τόσο πελώριας πολιτείας...». β) ‘Από τόν Πρόλογο τοῦ Ἡγουμένου τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ‘Αρχ/του ‘Αθανασίου: «Ὁ Μοναχισμός σάν βιοθεωρία, εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι ἡ τελειότερη καί συνεπέστερη ἔκφρασίς του. Τά Μοναστήρια εἶναι ἕνας ἁγιοτόκος θεσμός τῆς Ἐκκλησίας μας, πού προσέφερε στόν κόσμο τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἀγίων μας. Τά Μοναστήρια ὑπῆρξαν σπουδαιότατα κέντρα ἀναπτύξεως τῶν Γραμμάτων, τῶν καλῶν τεχνῶν, καί σημαντικοί συντελεστές προαγωγῆς τοῦ Πολιτισμοῦ. Τά Μοναστήρια καί μέσα στήν σύγχρονη κατάλυση ὅλων τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν εἶναι μιά σιωπηλή φωνή διαμαρτυρίας καί μιά φωτεινή κατάθεση, ὄτι ἡ ζωή τοῦ κόσμου θά συνεχίζεται, ἀφοῦ θά ὑπάρχουν ἁγνοί ἱκέτες τῆς θείας μεγαλωσύνης. Τά Μοναστήρια ὑπῆρξαν συγχρόνως οἱ προμαχῶνες τοῦ Ἔθνους μας. Διέσωσαν καί διασώζουν μέσα στήν λατρεία τή γλῶσσα τῆς Ἐκκλησἰας, τήν ἄφθαρτη Ἑλληνική. Διέσωσαν τό Ἔθνος, πρωτοστατώντας καί ἐνισχύοντας ὑλικά τούς ἐθνικούς ἀγῶνες». Καί γ) ‘Από τά «Εἰσαγωγικά» τοῦ συγγραφέως Δ. Σοφιανοῦ ἀντιγράφομεν: «Τό πέτρινο δάσος τῶν θεόσταλτων βράχων τους σχηματίζει ἕνα ἀπό τά θαυμαστότερα καί ὑποβλητικώτερα τοπία τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ ὁ κουρασμένος ἀπό τήν τύρβη καί τόν τάραχο τῶν ἐγκοσμίων ἀναχωρητής βρῆκε τόν ἁρμοδιότερο τόπο γιά τήν ἀσκητική βιοτή καί ἀνάπαυση, τό καταλληλότερο καταφύγιο γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ψυχικῆς ἡρεμίας καί γαλήνης, στήν ἀγωνιώδη προσπάθειά του, μέ τόν ἴλιγγο τοῦ ὕψους, νά δαμάσει καί νά κατασιγάσει τόν ἴλιγγο τῶν παθῶν καί τοῦ βιοτικοῦ του ἄγχους. Στίς ἀπάτητες ἐκεῖνες καί κακοτράχαλες κορφές ὁ παράτολμος καί ἀποφασιστικός ἀσκητής ἀνακάλυψε τήν μυστική κλίμακα πού ὁδηγεῖ στά οὐράνια δώματα καί καταλήγει στήν ἕνωση μέ τό Θεό, ὅπως χαρακτηριστικά ἀπεικονίζει τό πράγμα ὁ ὑμνογράφος: «Λέγει τοῖς μονασταῖς ἡ σαργάνη (=τό καλάθι, τό δίχτυ), προσέχετε, οὐ μόνον ὑμᾶς ἀνάγω ἀπό γῆς εἰς τό ὄρος, ἀλλά καί εἰς οὐράνια». ‘Επίσης ἀντιγράφομεν: «Τά πρῶτα ἴχνη τῆς ἱστορίας τῶν Μετεώρων χάνονται μέσα στήν ἀχλύ τῶν θρύλων καί τῶν παραδόσεων. Φαίνεται πῶς ἤδη ἀπό τόν ΙΑ ἤδη αἰῶνα οἱ πρῶτοι ἐρημῖτες, ἀψηφώντας μέ τήν ἀλύγιστη θέλησή τους τ’ ἀγριοκαίρια καί τίς καταιγίδες, σκαρφάλωσαν σάν τ’ ἀγριοπούλια τ’ οὐρανοῦ καί κούρνιασαν στά κοιλώματα τῶν ἀνεμόδαρτων βράχων, ἀναζητώντας ἐκεῖ τήν ψυχική τους πληρότητα καί λύτρωση. Ἡ παράδοση, ἡ ὁποία ὅμως ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἔγγραφες μαρτυρίες, ἀναφέρει πάνω ἀπό εἴκοσι μοναστήρια, πού ἀποτελοῦσαν τήν «λιθόπολη» τῶν Σταγῶν. Φαίνεται πώς πρωτοκτίστηκαν γύρω στό ΙΔ αἰώνα, ἀλλά πολλά ἀπ’ αὐτά ἀνακαινίσθηκαν ἤ ἀνεγέσθηκαν ἀπό τά θεμέλιά τους κατά τόν ΙΣΤ αἰῶνα., πού ἀποτελεῖ περίοδο ἰδιαίτερης ἀκμῆς καί ἄνθισης τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ». Καί ἕνα ἀκόμη σημεῖον πού ὑπεγραμμίσαμεν: «Μέ τήν καταλυτική φθορά τοῦ χρόνου, μέ τίς κάθε λογῆς περιπέτειες καί δυσκολίες στό πέρασμα τῶν αἰώνων οἱ περισσότερες ἀπό τίς μονές ἐρημώθηκαν καί παραδόθηκαν στόν ἀφανισμό. Τά χαλάσματα καί τ’ ἀπομεινάρια, ἄλλοτε λιγοστά καί ἄλλοτε περισσότερα (Ἁγίας Μονῆς, Παντοκτάτορος, Προδρόμου, Ὑψηλοτέρας, κ.ἄ.), πάνω στούς ἀπρόσιτους καί σκιαχτερούς βράχους, ἄφωνα καί θλιμμένα, χωρίς τούς ἤχους πιά τῆς γλυκιᾶς ψαλμωδίας καί τήν εὐωδία τοῦ μοσχοθυμιάματος ἐδῶ καί χρόνια τώρα ταράζονται μόνο ἀπό τούς θρηνητικούς κρωγμούς τῶν γυπαετῶν καί τῶν κοράκων... ‘Ἐπ’ αὐτά τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν». |