ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Ἐκδίδεαι ἀπό τό Κέντρο Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη,

(Διεύθυνσις: Στρογγύλη 194.00 Κορωπί Τ.Θ. 54. Τηλ. 210 60 20 176)

Ὑπεύθυνος: Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος

ΑΡΙΘΜ. 204 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2008


ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ  ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΟΥ ΚΛΗΡΙΚΟΥ

Εἰς τό περιοδικόν «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ», τεῦχος 4, Ὀκτ. - Δεκ. 2007, σελ. 520-528, ἐδημοσιεύθη ἄρθρον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Εὒθυμίου Τρικαμηνᾶ, ὑπό τόν τίτλον «ΠΕΡΙ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ», εκ του οποίου δανειζόμεθα μικρόν αποσπασμα, το οποιον παραθέτομεν:

 «Στό σημεῖο αὐτό νομίζω ὅτι πρέπει νά ἐπισημάνουμε ἕνα πρόβλημα, τό ὁποῖο καθημερινά μᾶς ἀπασχολεῖ, ἀλλά οὐδόλως ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τίς διαστάσεις του. Πῶς ἐννοοῦμε τήν Ἐκκλησία, καί ποιά εἶναι τέλος πάντων αὐτή ἡ Ἐκκλησία, τήν ὀποίαν περιγράφει ὁ Ἀπόστολος καί ἐβίωσαν οἱ Ἅγιοι; Ἡ σημερινή Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἴδια διαχρονικῶς ἤ μήπως αὐτή πού βιώνουμε ἐμεῖς σήμερα εἶναι κάποια ἄλλη κατασκευασμένη στίς ἡμέρες μας μέ τελείως διαφορετικές προδιαγραφές καί ὁδηγούμενη σέ τελείως ἀντίθετη ὁδό ἀπό τήν διαχρονική; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία τῶν Ἀγίων, καί ἄλλοι νά τήν κατευθύνουν σέ δρόμο διαφορετικό ἀπό αὐτόν τοῦ εὐαγγελίου; Πῶς εἶναι δυνατόν στήν Ἐκκλησία πού ἀνήκουμε νά ἔχουν δικαίωμα νά διευθετοῦν τά προβλήματά της μόνον αὐτοί πού θέλουν τό κακό της; Πῶς εἶναι δυνατόν νά φωνάζουμε γιά ὅλα τά παράνομα πού στίς ἡμέρες μας δίκην λοιμικῆς νόσου ἔχουν ἐπιβληθῆ στήν Ἐκκλησία καί ἡ φωνή μας νά εἶναι φωνή βοῶντος ἐν τῆ ἐρήμω; Πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία στήν ὁποία ἰσχύει τό «ἕως ἄν παρέλθη ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία οὐ μή παρέλθη ἀπό τοῦ νόμου ἕως ἄν πάντα γένηται» (Ματθ. 5,18) καί «ὅστις γάρ ὅλον τόν νόμον τηρήση, πταίση δέ ἐν ἑνί γέγονε πάντων ἔνοχος»(Ἰακ. 2, 10) καί «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3,10), καί «εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθιεμα ἔστω» (Γαλ. 1,9), ἴδια μέ αὐτήν τήν Ἐκκλησία πού ἔχουν γίνει νόμος τά ἐντελῶς ἀντίθετα;
Μήπως ἐθελοτυφλοῦμε καί νομίζουμε ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων καί τῶν Συνόδων, ἀλλά στήν πραγματικότητα συνοδοιποροῦμε καί συμπλέουμε μέ τό κατασκεύασμα αὐτό τῶν καιρῶν μας, πού ἔχει ἰσοπεδώσει τά πάντα; Μήπως προσηλωθήκαμε κατά τά παπικά πρότυπα στά πρόσωπα, προκειμένου νά ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία, καί ἐγκαταλείψαμε τούς θεσμούς, τούς ὁποίους πρέπει νά ὑπηρετοῦν τά πρόσωπα, προκειμένου νά τά ἀκολουθοῦμε; Μήπως εἴμεθα καί ἐμεῖς, φωνασκοῦντες βέβαια καί διαμαρτυρόμενοι, σέ ἕνα πλοῖο πού ἔχασε τόν προσανατολισμό του καί ἄλλαξε τόν αἰώνιο κυβερνήτη του, ἤ τόν ἔχει ἁπλῶς πρός ἐφησυχασμό ὡς διακοσμητικό στοιχεῖο. Μήπως καί ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ ὑπακοή καί ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο εἶναι ἡ ἐγγύησις γιά τό ὅτι εἴμεθα ἐντός Ἐκκλησίας, ἀσχέτως τῶν δογματικῶν καί λοιπῶν τοποθετήσεων τοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς Συνόδου γενικώτερα; Μήπως αὐτό πού διακηρύττουμε, ὅτι δηλαδή θά ἀγωνισθοῦμε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, πρέπει νά τό ξεκαθαρίσουμε μέσα μας καί νά ἰδοῦμε μέσα ἀπό ποιά Ἐκκλησία θά ἀγωνισθοῦμε, ὥστε νά εὑρισκώμεθα ἐντός τῆς σωστικῆς κιβωτοῦ; Ἐπειδή σύμφωνα μέ τήν διακήρυξι τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ, τήν ἐποχή τοῦ λατινόφρονος Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου, ταυτιζόμαστε κατά τήν πίστι, μέ αὐτόν τόν ὁποῖο μνημονεύουμε, ἔστω καί ἄν ἔχωμε ὁποιεσδήποτε διαφωνίες.
Πῶς στήν προκειμένη περίπτωσι θά εἶναι σύμφωνες οἱ γνῶμες τῶν Πατέρων, ὅπως π.χ. τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου: «Ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία» καί «ὁ λάθρα ἐπισκόπου τι πράσσων τῶ διαβόλω λατρεύει» (ΒΕΠΕΣ 2, Σμυρναίοις, ΙΧ, 29), μέ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καί οἰ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποιμένας ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι. μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθεία καί ἀκριβεία πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (ΕΠΕ 3, σελ. 608). Ὅταν δηλαδή ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι τῆς ἀληθείας, ἀλλά ἀπεναντίας μᾶς ὁδηγεῖ σέ δογματικές πλάνες καί αἱρέσεις, πῶς πρέπει νά τόν ἀντιμετωπ΄ζουμε; Καί ποῦ εὑρίσκεται τότε ἡ Ἐκκλησία, ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ἤ ὅπου ὑπάρχει ἡ δογματική ἀλήθεια, ἔστω καί χωρίς τόν Ἐπίσκοπο; Πιό συγκεκριμένα ἐπί παραδείγματι, ποῦ εὑρίσκετο ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ ὅπου ὁ Νεστόριος, ὁ Ἰωάννης Βέκκος, οἱ εἰκονομάχοι καί τόσοι ἄλλοι αἱρετικοί Ἐπίσκοποι καί Πατριάρχες ἤ ἐκεῖ ὅπου ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, κληρικοί καί λαϊκοί, διεχώριζε τή θέσι του καί τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ἀπό αὐτούς, ὅπως π.χ. οἱ ἐπί εἰκονομαχίας ἅγιοι καί μάρτυρες καί οἱ ἐπί Βέκκου μαρτυρήσαντες  ἑβδομήκοντα τέσσαρες (74) ἁγιορεῖτες Θεοφόροι Πατέρες;
Τό θέμα πάντως αὐτό τῆς διαχρονικῆς καί τῆς συγχρόνου Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκρως δογματικό καί συνάμα ἀπολύτως ἐμπειρικό, δέν ἔχει σχέσι μόνο μέ τήν διαδοχή τῆς ἱερωσύνης, διότι τότε αὐτομάτως τό μετατρέπουμε σέ παπικό δόγμα, ἀλλά μέ τήν διαδοχή τῆς ἱερωσύνης καί τήν δογματική ἀλήθεια καί ἀκρίβεια τῆς πίστεως, κατά τήν θαυμάσια διασάφησι τοῦ Ἁγ.  Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁπότε τό τοποθετοῦμε στά ὀρθόδοξα πλαίσια τῶν Πατέρων. Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά τονίσουμε, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὑπάρξη ἔστω καί ἔνα σημεῖο διαφορετικῆς πίστεως ἀπό τήν διαχρονική Ἐκκλησία, τή μία ἐν οὐρανῶ καί γῆ καί μία διά μέσου τῶν αἰώνων, αὐτομάτως ὑπάρχει καί ἄλλη ‘Εκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι αἱρετική καί ὡς τοιαύτη ἀναθεματισμένη καί ἀπό τήν Ἀγία Γραφή καί ἀπό τίς Συνόδους τῆς διαχρονικῆς Ἐκκλησίας».

ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΣΧΟΛΙΟΝ: 
Εἰς αὐτό τό ἄρθρον, πέραν τῶν ὄσων ὀρθῶς ἐπισημαίνει  ὁ συγγραφεύς, διά το θέμα τῆς «ἁγιοποιήσεως» ὑπό τῶν Νεοημερολογιτῶν τοῦ έθνομαρτυρος Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Σμύρνης, θετει καί έναν σοβαρόν προβληματισμόν. Ἐπισημαίνει τό ΠΡΟΒΛΗΜΑ, τό ὁποῖον, ἀπασχολεῖ καί τόν ιδιον, όπως γράφει, αλλά και πολλούς καλοπροαιρέτους Νεοημερολογίτας Κληρικούς καί λαϊκούς, όπως προσθέτομεν ἡμεῖς. Εἶναι τό «ἐκκλησιολογικόν», δηλαδή αὐτό πού ἐκφράζουν οἱ πολλοί σήμερον λέγοντες: «Ποιοι τέλος πάντων μέσα σ’ αὐτήν τήν πανσπερμία τῶν παρατάξεων, νεοημερολογιτικῶν καί παλαιοημερολογιτικῶν, αἱ οποιαι εμφανιζονται ως εκκλησιαι, εκφράζουν την γνησία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ»;
Χαιρόμεθα ἰδιαιτέρως διά τόν προβληματισμόν τοῦ ἐν λόγω ἀγωνιστοῦ Κληρικοῦ, τόν ὁποῖον (προβληματισμόν του) ἔχομεν διαπιστώσει καί εἰς ἄλλα κείμενά του, ὅσα τουλάχιστον ἔτυχε νά ἀναγνώσωμεν, εὐχόμεθα δε ὁ προβληματισμός του αυτός νά μή παραμείνη θεωρητικός καί στάσιμος, ἀλλά νά προχωρήση καί νά ὁλοκληρωθῆ….
Ταπεινή μας προτοπή, είναι, μέσα εἰς τόν προβληματισμόν του ὁ ἀγωνιστης Κληρικός, νά συμπεριλάβη καί τό «παλαιοημερολογιτικόν πρόβλημα», ὅπως τό χαρακτηρίζουν οἱ νεοημερολογῖτες, ἤτοι το «νεοημερολογιτικόν και οἰκουμενιστικόν πρόβλημα», ὅπως είναι πράγματι. Καθ’ ἡμας, τό «πρόβλημα» δέν εἶναι οὔτε «νεοημερολογιτικόν», (διότι διά τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει νέον Ἡμερολόγιον καθόσον ἡ χρῆσίς του εἶναι καταδεδικασμένη ὑπό Πανορθοδόξων Συνόδων), οὔτε «παλαιοημερολογιτικόν», διότι (δέν εἶναι μόνον τό παλαιόν Ἡμερολόγιον, τό ὁποῖον μᾶς καθιστᾶ ὀρθοδόξους).
Τό πρόβλημα ἔγκειται εἰς τό κατά πόσον ἔχομεν σχέσιν μέ τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Διότι κατά τούς ἁγίους Πατέρας μᾶς καθιστᾶ Ὀρθοδόξους καί «μετόχους της Χάριτος» μόνον ἡ  γνησία Ὀρθόδοξος Ὁμολογία καί ἡ ἀδιάκοπος καί ἀνόθευτος Ἀποστολική Διαδοχή, ὅταν τά διαφυλάσσωμεν «ἀκαινοτομήτως καί ἀμειώτως», ἔστω και ἄν μείνωμεν «πάνυ ολίγοι», ἀφοῦ κατά τούς Ἁγίους Πατέρας, ἡ Ἐκκλησία «ἐστίν καί ἐν τρισίν προσώποις ὁριζομένη».

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
@ ΓΟΕΕ 2008