ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ Ἐκδίδεαι ἀπό τό Κέντρο Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, (Διεύθυνσις: Στρογγύλη 194.00 Κορωπί Τ.Θ. 54. Τηλ. 210 60 20 176) Ὑπεύθυνος:
Μητροπολίτης
Μεσογαίας
καί
Λαυρεωτικῆς
Κήρυκος ΑΡΙΘΜ.
252 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008
|
Η
ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΝ
«ΛΥΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ» Ἀπόσπασμα ἀπό μίαν ἐνημερωτικήν ἀπαντητικήν ἐπιστολήν τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς εἰς ἀναγνώστην τῆς Ἰστοσελίδος Α.Π. Ε/62 Ἐν Κορωπίω 23 Ἀπριλίου 2008 (Ε.Η.) Ὅλοι
γνωρίζομεν, ὅτι σκοπόν τῆς ζωῆς του ὁ ἤδη ἀποθανών νεοημερολογίτης
Ἀρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος εἶχε θέσει τήν «λὐσιν τοῦ
παλαιοημερολογιτικοῦ»,
καί ὅτι τήν λύσιν ταύτην ἐπεδίωκε μέ τήν ὁλοκληρωτικήν ἐξαφάνισιν τῆς
γνησίας
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας καί ἀνοθεύτου Ἀποστολικῆς
Διαδοχῆς), ἡ
ὁποία θά ἐπήρχετο μέ τήν οἰκουμενιστικήν ἕνωσιν μετά τῶν Φλωρινικῶν καί
τήν
ὑπαγωγήν ὅλων εἰς τόν νεοημερολογιτισμόν καί δι’ αὐτοῦ τήν συγχώνευσιν
εἰς τό
«χωνευήρι»τοῦ πανθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μόνος ὁ
ὁποῖος ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἐξέφραζε «διαφορετικήν ἄποψιν»
ἦτο ὁ μοναχός Μάξιμος καί τό μετ’ αὐτοῦ παρασυνοδικόν κατεστημένον, ὁ
ὁποῖος
διά νά «ἀποδείξη» ὅτι «ὁ Κήρυκος λέει φαντασίες» ὑπεστήριζεν ὅτι «ὁ
Χριστόδουλος δέν ἀσχολεῖται μέ μᾶς». Τήν ἄποψιν ταύτην μοῦ
ὑπενθύμισε
ἀναγνώστης τῆς ἰστοσελίδος, πρός τόν ὁποῖον εἰς προσωπικήν μου
ἐπιστολήν
ἀπήντησα: «Θά συμφωνοῦσα μέ τήν ἄποψιν
τοῦ μον. Μαξίμου, ὑπό τήν ἔννοιαν ὅμως, ὅτι ὁ Χριστόδουλος ὡς ἅριστος
διπλωμάτης καί καλός ἐπικοινωνιολόγος, εὑρῆκε τά κατάλληλα πρόσωπα,
Σακαρέλλο,
Σακκᾶ, Κάτσουρα καί Μάξιμο καί τούς ἐπεφόρτισε νά ἀσχοληθοῦν ἐκεῖνοι μέ
τήν
διάλυσιν τῶν Ματθαιϊκῶν καί τήν ὑπαγωγήν των ὑπό τόν
Νεοημερολογιτισμόν. Πρός
τί λοιπόν νά ἀσχοληθεῖ ὁ ἴδιος»; «....
Ἀπό τό 1998, ἤρχισεν, ὡς γνωστόν ὁ νέος διάλογος μετά τῶν Φλωρινικῶν
διά τοῦ ὁποίου
ἐπεδιώκετο, οὐχί ἡ κατά Θεόν ἕνωσις, ἀλλά ἡ ἐξάρτησις τῆς Ἀποστολικῆς
μας
Διαδοχῆς ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς μέσω τῆς χειροθεσίας τοῦ 1971
(τήν
ὁποίαν ὡς γνωστόν οὐδέποτε ἀπεδέχθη ἡ Ἱερά Σύνοδος) καί κατόπιν ἡ
ἕνωσις μετά
τῶν Φλωρινικῶν (βάσει τῶν Ἀπαλλακτικῶν Βουλευμάτων Πειραιῶς 54/76 καί
Δράμας
46/91) καί ἐν συνεχεία ἡ ὑπαγωγή τῶν παάιοημερολογιτῶν ὑπό τόν
Νεοημερολογιτισμόν ὡς παλαιοημερολογιτῶν οὐνιτῶν διά τήν «λύσιν τοῦ
παλαιοημερολογιτικοῦ». Αὗται ἦσαν αἱ προτάσεις καί τά σχέδια τοῦ μόλις
τότε
ἀναδειχθέντος εἰς «Ἀρχιεπίσκοπον» Ἀθηνῶν κ. Χριστοδούλου. Ἡ ἐλαχιστότης
μου
εὐθύς μόλις διεπίστωσα ὅτι τόν νέον τοῦτον θεολογικόν διάλογον
κατευθύνει, ἐκ
τῶν παρασκηνίων, ὁ νεοημερολογιτισμός, κατήγγειλα τήν προδοσίαν, καί ὡς
Πρόδερος τῆς ἡμετέρας Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, διεχώρισα τήν θέσιν μου
καί
ἐδήλωσα ὅτι δέν συμφωνῶ μέ τήν ἐπιδιωκομένην «παρωδίαν διαλόγου», ὅπως
ἐχαρακτηρίσθη καί κατηγγέλθη καί ὑπό ἄλλων. Ἀποτέλεσμα νά δεχθῶ
καταιγισμόν
ὕβρεων καί συκοφαντιῶν, ἐγγράφως καί προφορικῶς. Ἡ κυριωτέρα κατηγορία
ἦτο ὅτι
ἡ ἀνάμειξις τοῦ κ. Χριστοδούλου εἰς τόν διάλογον τοῦτον καί γενικώτερα
εἰς τά
θέματα τῶν παλαιοημερολογιτῶν, ἦτο ψεῦδος τό ὁποῖον παρήγαγεν «ἡ
φαντασία τοῦ
Κηρύκου», ἐνῶ κατά τόν μον. Μάξιμο «Ὁ Χριστόδουλος δέν ἀσχολεῖται μέ
τούς
Ματθαϊκούς. Σιγά νά ἀσχοληθεῖ ὁ Χριστόδουλος μαζί μας». Ὅποιος
ὅμως
παρακολουθεῖ τά πράγματα καί συνειδητοποιεῖ τί γίνεται, διαπιστώνει ὅτι
ὄχι
μόνον ὁ Χριστόδουλος, ἀλλά μία ὁλόκληρη οἰκουμενιστική «Σύναξις τῶν
Προκαθημένων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου», ἠσχολήθη μέ ἡμᾶς. Ἰδού τί
ἀπεφάσισαν οἱ
οἰκουμενισταί «Προκαθήμενοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου» καί τί διεμήνυσαν
εἰς ὅλον
τόν κόσμον, τά Χριστούγεννα τοῦ 2000, εἰς τήν Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας,
ὅπου παρών
ἦτο καί ὁ Χριστόδουλος καί ἴσως καί εἰσηγητής τῆς σχετικῆς διατυπώσεως.
Εἰς τήν
παράγραφον 10 τοῦ Μηνύματός των γράφουν οἱ οἰκουμενισταί Προκαθήμενοι: «Ἐξ’ ἴσου ἀπαράδεκτος καί καταδικαστέα δέον
νά θεωρηθῆ πᾶσα διάσπασις τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί προφάσει
τηρήσεως
ἐθίμων καί παραδόσεων, ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς
μαρτυρεῖ
ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διαφορά περί τά ἔθιμα οὐδόλως
ἐμποδίζει
τήν εὐχαριστιακήν κοινωνίαν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἡ τήρησις τῆς
γνησίας
Ὀρθοδόξου Πίστεως διασφαλίζεται διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον
ἀνέκαθεν
ἐν τῆ Ἐκκλησία ἀπετέλει τόν ἔσχατον κριτήν περί θεμάτων πίστεως». Εἰς
τήν συνέχειαν ὅταν
ὁ κ. Χριστόδουλος ἐπέστρεψεν εἰς Ἑλλάδα καί ἐνημέρωσε τούς Ἱερεῖς του
διά τήν
πορείαν τοῦ διαλόγου μετά τῶν παλαιοημερολογιτῶν «διά τήν ἔνταξίν των
εἰς τήν
Ἐκκλησίαν», ἐρωτηθείς ὑπό τῶν Κληρικῶν του «εἰς ποῖον σημεῖον
εὑρίσκεται ὁ
διάλογος μέ τούς παλαιοημερολογίτας» ἀπήντησε: «Μέ τούς
Φλωρινικούς ἔχουμε φθάσει σέ ἕνα καλό σημεῖο ..., μέ τούς
Ματθαιϊκούς φέρνουν ἐμπόδια ὁ Κήρυκος καί ὁ Γκουτζίδης, ἀλλά ἐλπίζομεν
ὅτι θά
ξεπεραστοῦν...». Όλίγον
ἀργότερον, ὁ κ. Χριστόδουλος βλέπων πόσον δύσκολον ἦτο αὐτό, τό ὁποῖον
ἐπεδίωκε, ἤτοι «ἡ πλήρης ἔνταξις τῶν παλαιοημερολογιτῶν», ἤλλαξε
γνώμην. Ἐνῶ
εἰς τήν διατριβήν του κατηγορεῖ καί τήν χειροτονίαν τοῦ Ἀκακίου καί τήν
χειροθεσίαν
τοῦ 1971 ὡς ὑπερορίως καί παρανόμως γενομένας, διότι οἱ
παλαιοημερολογῖται
ὤφειλον νά θέσουν τό πρόβλημά των εἰς τήν Μητέρα των Ἐκκλησίαν, δηλαδή
τήν
νεοημερολογιτικήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, καί νά μή κάμουν τό «λάθος» νά
μεταβοῦν εἰς Ἀμερικήν, τώρα (γύρω στό 2003) ἤλλαξε γνώμην καί δηλώνει
εὐκαίρως
ἀκαίρως, ὅτι «αἱ χειροτονίαι τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν αἱ ὁποῖαι προέρχονται ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς
εἶναι
ἀναγνωριστέαι, «ἀρκεῖ οἱ παλαιοημερολογῖτες νά δεχθοῦν τήν ἔνταξίν των
εἰς τήν
Ἐκκλησίαν». Ταῦτα
ἐγράφησαν κατά καιρούς εἰς τάς Ἐφημερίδας, ἀναφέρω ὅμως καί ἑτέραν
μαρτυρίαν,
ἀπό τήν ὁποίαν βεβαιώνεται, ὅτι ὁ Χριστόδουλος μετ’ ἐπιμονῆς ἠσχολεῖτο
μέ τούς
παλαιοημερολογίτας καί ἐπεδίωκε τήν ὑπαγωγήν των εἰς τόν
Νεοημερολογιτισμόν.
Γράφει τό Φλωρινικό περιοδικό «ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ ΑΥΛΟΣ»: «Διά
τήν ἱστορίαν ἀναφέρομεν καί τό ἑξῆς: Κατά τόν
Ἰούνιον τοῦ 2003, ὀ ὑπεύθυνος τοῦ ἰδιαιτέρου Γραφείου τοῦ κ.
Χριστοδούλου,
ἐκάλεσεν ἐκ μέρους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀντιπρόσωπον τῆς Μονῆς
Θεογεννήτορος
Αὐλῶνος, τήν Μοναχήν Κεχαριτωμένην, ἡ ὁποία ἐκ περιεργείας μᾶλλον καί
κατόπιν
ἡμετέρας ἀδείας, ἐπεσκέφθη τόν κ. Χριστόδουλον. Ὁ δέ κ. Χριστόδουλος,
ἐν μέσω
πολλῶν φιλοφρονήσεων διά τήν ἐλαχιστότητά μου, συνωμίλησε ἐπί δίωρον
μαζί της
ὁμνύων καί κοπτόμενος, ὅτι «ἐγώ τόν Γέροντα Μητροπολίτην σας τόν
δέχομαι ἄνευ
χειροτονίας, διότι εἶναι ἰσχυροτάτη ἡ χειροτονία του καί ἀναμφισβήτητος
ἡ
Ἀποστολική Διαδοχή πού φέρει, ὡς χειροτονηθείς ἐκ τῶν Διασποριτῶν
Ρώσων, μέ τήν
σύμψηφον μάλιστα τοῦ Προκαθημένου των (σημ. τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου
Βιταλίου), ἀρκεῖ νά προσχωρήση εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ὁ
Μητροπολίτης Ὁ
Αὐλῶνος καί Βοιωτίας Ἄγγελος». Καθ’
ἡμᾶς αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὁ ἀπό Πειραιῶς ψευδαρχιεπίσκοπος
Ἀθηνῶν
Νικόλαος, δέν ἠθέλησε ποτέ νά καταδικάση τό βλάσφημον Ἀπαλλακτικόν
Βούλευμα,
βάσει τοῦ ὁποίου ἐθεωρήθη ὑπό τῶν Δικαστικῶν Ἀρχῶν νόμιμος καί
Κανονικός
Ἐπίσκοπος καί ὡς ἔχων ἰσχυράν τήν χειροτονίαν, διότι «ἐχειροτονήθη
παρά τῶν χειροθετηθέντων ὑπό τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς». Περαιτέρω
ἐδῶ εὑρίσκεται καί τό βαθύτερον νόημα τῆς περί «λάθους» δηλώσεως τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, ὅσον ἀφορἀ «τούς χειρισμούς εἰς τό θέμα τῆς
χειροθεσίας». Ἐδῶ εὑρίσκεται καί ἡ ἑρμηνεία τῶν λόγων τῆς παραιτήσεως
τοῦ ἰδίου
ὑπέρ τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, ὡς ἀναγνωριζομένου ὑπό τῆς Πολιτείας δι’
Ἀπαλλακτικοῦ
Βουλεύματος. Ἐνταῦθα πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ
κειμένου
τῆς μηνύσεως τήν ὀποίαν ὑπέβαλε ὁ νεοημερολογίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος
Ταβλαρουδάκης, ἕνας ἀπό τούς μάρτυρας κατηγορίας πού ἐπροτάθησαν ἦτο
καί ὁ τότε
Ἀρχιμ. Χριστόδουλος. Ἡ δέ «καταδίκη τῆς χειροθεσίας» παρά τῶν
Νικολαϊτῶν, δέν
ἦτο ἄλλο τι παρά ἡ ἐπιβεβαίωσις τῆς ἀπόψεως ὡρισμένων ἡμετέρων, ἀλλά
προπάντων
τῶν Φλωρινικῶν καί τῶν Νεοημερολογιτῶν, ὅτι τώρα «ὅλοι εἴμεθα ἀπό
χειροθετημένους» καί ἑπομένως τό θέμα τῆς «ὑποδικίας» τῶν χειροτονιῶν
τοῦ 1948,
εἶναι εἰς τάς χεῖρας τοῦ κ. Χριστοδούλου. Διά τούς ἀποροῦντας ἤ
ἀμφιβάλλοντας
δι’ αὐτήν τήν θέσιν παρακαλοῦμε νά διερωτηθοῦν καί νά ἀπαντήσουν μόνοι
των εἰς
τόν ἑαυτόν των: «Διατί οἱ Νικολαῖται
ἄφησαν ἐκτός καταδίκης τά Ἀπαλλακτικά Βουλεύματα 54/76 καί 46/91».
Καί ἄν
θέλουν καί τήν ἀπάντησιν: Εἶναι αὐταπόδεικτον, ὅτι ἐκεῖνοι πού τούς
συνέταξαν
αὐτήν τήν Ἐγκύκλιον, δέν τούς ἄφησαν νά προβοῦν εἰς μίαν τοιαύτην
πράξιν
(καταδίκης καί τῶν Ἀπαλλακτικῶν Βουλευμάτων) διότι οἱ Φλωρινικοί καί οἱ
νεοημερολογῖται τά ἤθελαν ὡς ντοκουμέντα (ἀποφάσεις δικαστηρίων γάρ,
κατά τόν
π. Νεόφυτον) διά νά μᾶς ἀναγνωρίζουν. Ἀντιλαμβάνεσθε, ἀγαπητέ, ποῦ
ἐστιάζεται
τό παιχνίδι τῆς προδοσίας καί τῆς ὑποκρισίας; Καί
ἔτερον ντοκουμέντο
ὅτι ὁ Χριστόδουλος παρηκολούθει ἐκ τοῦ σύνεγγυς τά πράγματα καί τά
κατηύθυνε.
Πρίν μεταβῆ εἰς τό Μαϊάμι, ἐδέχθη διά καθαρά ὑπηρεσιακούς ἱατρικούς
λόγους, τήν
ἐπίσκεψιν προσώπου τό ὁποῖον τοῦ ἐδήλωσεν ὅτι ἀκολουθεῖ τήν Ὁμολογία
τοῦ
Βρεσθένης Ματθαίου, τήν ὁποίαν σήμερον συνεχίζει ὁ Ἐπίσκοπος Κήρυκος.
Καί ὁ
Χριστόδουλος φανερά ἐνωχλημένος ἐδήλωσεν: «Ναί
διαβάζω τά περιοδικά σας, παρακολουθῶ ...». Δηλαδή, καί ἠσχολεῖτο
μέ ἡμᾶς ὁ
Χριστόδουλος καί παραησχολεῖτο, ἀφοῦ πέραν τῶν ἀνωτέρω, εἶχε
ἀπεσταλμένους του
ἀνάμεσά μας, διά νά κατευθύνουν τά πράγματα ἐκεῖ πού ἤθελεν αὐτός, ἀλλά
καί
πρώην δικούς μας ἀνθρώπους, πρώην Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀπηρνήθησαν τήν
Πίστιν,
τούς ἔκαμε πειθήνια ὄργανά του καί τούς εἶχεν εἰς τό περιβάλλον του.
Αὐτός
κατηύθυνε τά γεγονότα τήν τελευταίαν δεκαετίαν (τό ὀρθώτερον ἀπό τό
1969) μέχρι
καί τήν τελευταίαν «βιαστικήν»καί καθαρά σκόπιμον κίνησιν τῆς
ψευδοσυνόδου τοῦ
Νικολάου διά τήν ψευδοκαθαίρεσίν μου, διότι ἔπρεπε ἡ «συνείδησίς» τοῦ
κ.
Χριστοδούλου νά ἀναπαυθῆ ὅτι «τό ἔργον του ὡλοκληρώθη». Τό ἐδήλωσεν
ἄλλωστε ὁ
ἴδιος εἰς τάς ἐφημερίδας, ὅτι παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν ἀφήσει νά
ὁλοκληρώση τό
ἔργον του. Καί ἡ «ὁλοκλήρωσις τοῦ ἔργου
του» ὅπως καθ’ ἡμᾶς προκύπτει, εἶναι ἡ «λύσις τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ».
Καί πράγματι «ὡλοκληρώθη τό ἔργον του», ἀφοῦ κατώρθωσε νά δημιουργήση
μίαν
ἀκόμη σχισματοαίρεσιν (τοῦ Νικολάου) μυστικῶς ἀλλά οὐσιαστικῶς
ὑποτεταγμένη εἰς
τόν νεοημερολογιτισμόν καί νά «βγῆ ἐκ
τοῦ μέσου» τό «ἐμπόδιον διά τήν λύσιν τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ
προβλήματος»,
δηλαδή ὁ Ἐπίσκοπος Κήρυκος. Ἀλλά
ἡ Χάρις
τοῦ Θεοῦ δέν ἄφησε νά ἀφανισθῆ τό μικρόν ποίμνιον. Δέν ἄφησε τούς
προδότας νά
παρασύρουν τούς πάντας εἰς τήν προδοσίαν τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. «Αἱ πῦλαι τοῦ ἅδου οὐ
κατίσχυσαν τῆς Ἐκκλησίας», διότι αὕτη ὡς τό ‘Εσφαγμένον Ἀρνίον, τό
Ὀποῖον
«ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήση», «δέχεται
τραύματα, ἀλλ’οὐ καταπίπτει, κλυδωνίζεται ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται».
Ἡ
Ἐκκλησία ἀείποτε καί νῦν «πολεμουμένη νικᾶ» καί ὅσον πολεμεῖται
«τοσοῦτον
λαμπροτέρα καθίσταται». ...
Κατόπιν τῶν
ἀνωτέρω, θά συμφωνοῦσα μέ τήν ἄποψιν τοῦ μον. Μαξίμου, ὅτι ὁ
«Χριστόδουλος δέν
ἠσχολεῖτο μέ ἡμᾶς», μόνον ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ὁ Χριστόδουλος ὡς ἅριστος
διπλωμάτης εὑρῆκε τά κατάλληλα πρόσωπα (Σακαρέλλο, Σακκᾶ, Κάτσουρα καί
Μάξιμο)
νά ἀσχοληθοῦν μέ τούς Ματθαιϊκούς, ἤτοι μέ τήν διάλυσίν τους. Καί ἀφοῦ
αὐτοί
ἔκαναν καλά τήν ἀποστολή τους, διατί νά ἠσχολεῖτο ὁ Χριστόδουλος.
Ἄλλωστε εῑχε
νά ἀσχοληθεῖ πρῶτα μέ τόν Πάπα καί τήν πανθρησκεία τοῦ ἀντιχρίστου ἀπό
τήν
ὁποίαν δέν ἠθέλησε ποτέ νά ἐξέλθη ...» Μετ΄
εὐχῶν
+ Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος
|