ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ Ἐκδίδεαι ἀπό τό Κέντρο Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, (Διεύθυνσις: Στρογγύλη 194.00 Κορωπί Τ.Θ. 54. Τηλ. 210 60 20 176) Ὑπεύθυνος:
Μητροπολίτης
Μεσογαίας
καί
Λαυρεωτικῆς
Κήρυκος ΑΡΙΘΜ. 59
|
ΤΑ ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΑ
ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ (Εἰσαγωγικά τινά διά τούς ἀναγνώστας τῆς
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΟΣ) Οἱ
περισσότεροι ἀπό τούς ὁπαδούς τοῦ
ψευδαρχιεπισκόπου Νικολάου, ἄν καί
γνωρίζουν
τάς βλασφημίας του καί τά αἱρετικά του φρονήματα, ἄν καί δέν συμφωνοῦν
μετ’ αὐτοῦ,
ὅμως παραμένουν μαζί του, διότι ὑπέπεσαν εἰς τήν πλάνην νά θεωροῦν
ἀνώτερον τό
κριτήριον τῆς πλειοψηφίας, ἀπό τό κριτήριον τῆς ἀληθείας καί τῆς
δικαιοσύνης. Καί
ἀσφαλῶς παραθεωροῦν τήν βεβαίωσιν τοῦ Κυρίου μας ὅτι «ἐπί ταύτην τήν
πέτραν» (τῆς
καθαρᾶς Ὁμολογίας καί Πίστεως), οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν». Βεβαίως
τινές ἐξ’
αὐτῶν, ἔχουν δηλώσει ὅτι περιμένουν τήν κατάλληλον στιγμήν διά νά
ὑψώσουν τήν
σημαία τῆς Ἐνστάσεως, καί τῆς Ὁμολογίας. Ὅλοι αὐτοί, ὅμως, κάτω ἀπό τήν
ἀπατηλή
«λάμψη» τῶν έσχάτως τελεσθειςῶν ψευδοχειροτονιῶν τοῦ Νικολάου, ξέχασαν
τά
σοβαρά θέματα Πίστεως, πού βαρύνουν καί κολάζουν τόν ἀμετανόητον
αἱρετικόν, ἐκκλησιομάχον
καί βλάσφημον «Πειραιῶς» Νικόλαον, καί ὅπως φαίνεται, ἔχουν βυθισθεῖ
καί αὐτοί
μαζί του αὔτανδροι εἰς τό πέλαγος τῶν παρανομιῶν καί τῶν βλασφημιῶν
του, καί οὐδένα
ἔλεγχον συνειδήσεως διαθέτουν πλέον. Οὔτε
καί τό γεγονός ὅτι αἱ χειροτονίαι ἐβάφησαν
εἰς τό αἷμα, ἤ ὅτι οἱ «χεοροτονηθέντες» κατηγγέλθησαν ὡς «ἀνάξιοι»
ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν.
Καί τοῦτο συμβαίνει διότι, καθ’ ἡμᾶς, ποτέ δέν εἶχον ἀποθέματα
ὀρθοδόξου
συνειδήσεως, τά ὁποῖα ἦτο δυνατόν νά τούς ἐβοήθουν τήν κατάλληλον
στιγμήν, ὥστε
νά ἐξήρχοντο καί αὐτοί ἐκ μέσου τῆς «πονηρᾶς συναγωγῆς» τοῦ Νικολάου
καί τῶν
σύν αὐτῶ. Ὁ λόγος
εἶναι δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἔδειχναν, εἰς τό παρελθόν, ὅτι
κατενόησαν τήν
σημασίαν τῆς ἀρνήσεως καταδίκης τῶν Ἀπαλλακτικῶν Βουλευμάτων, καί πόσον
ἐπιβαρύνουν
τόν Νικόλαον καί τούς σύν αὐτῶ, τώρα φαίνεται ὅτι ἐσκοτίσθησαν τόσον,
ὥστε ὄχι
μόνον ὑπερασπίζονται τάς βλασφημίας τοῦ Νικολάου, καί ἐπομένως καί τά
‘Απαλλακτικά Βουλεύματα, ἀλλά καί στρέφονται ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι
ἀποκαλύπτουν
τήν αἱρετικήν δυσοσμίαν τοῦ δυστυχοῦς Νικολάου. Εἰς
αύτούς ἀφιερώνεται τό παρόν δημοσίευμα,
(ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ 59/ΙΟΥΝΙΟΣ 2006) εἰς τό ὁποῖον καταχωροῦνται αὐτούσια τά
«ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΒΠΥΛΕΥΜΑΤΑ» μετά προλογικοῦ σημειώματος, μέ τήν ὑπόμνησιν
ὅτι ταῦτα
βαρύνουν πλέον ὅλους τούς μετά τοῦ Νικολάου συμπορευομένους. Καί
γίνεται αὐτή ἡ
δημοσίευσις, διότι θέλομεν νά ἐλπίζωμεν. Εἰς κανένα δέν μποροῦμε νά
κλείσουμε
τό δικαίωμα τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς. Παρακαλοῦμε δέ τούς
ἀναγνώστας τῆς ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΟΣ,
ἐάν ἔχουν τήν δυνατότητα, νά ἐκτυπώσουν τό δημοσίευμα καί νά τό
μεταδώσουν διά
τῆς φωτοτυπικῆς μεθόδου καί εἰς ἄλλους. Ὅταν «πίστις τό κινδυνευόμενον»
ὅλοι
πρέπει νά συμμετέχωμεν εἰς τόν ἀγῶνα. Ὁ δέ ἐπιστρέφων τινά ἐκ τῆς ὁδοῦ
τῆς
πλάνης αὐτοῦ «ἐξάγει ψυχήν ἐκ θανάτου... καί καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν».
Ὁ Θεός
θά μᾶς ζητήση λόγον, ἐάν κρύψωμεν διά τῆς σιωπῆς τό «τάλαντον» τῆς
Ὁμολογίας, ὑπό
τήν γῆν... Παραθέτομεν τήν «ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΝ» Νο 59. ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΑ
ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ ΥΠ’
ΑΡΙΘΜ. 54/76 (ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ)
ΚΑΙ 46/91 (ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΔΡΑΜΑΣ) Εἶναι
τοῖς πᾶσι γνωστόν ὅτι τήν τελευταίαν Ἐκκλησιαστικήν κρίσιν εἰς
τόν χῶρον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προεκάλεσεν ἡ προσπάθεια τοῦ
Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ (κυρίως ἀπό τήν πλευρά τῶν
Φλωρινικῶν, ἀλλά
καί «ἡμετέρων») νά γίνη ἀποδεκτή, ἔστω ἐκ τῶν ὑστέρων, ἡ Ἀπόφασις τῶν
Ρώσων τῆς
Διασπορᾶς, καθ’ ἥν ἐπί τῶν Ἐπισκόπων Κορινθίας Καλλίστου καί Κιτίου
‘Επιφανίου
ἐγένετο χειροθεσία κατά τόν Η΄ Κανόνα, ἤτοι ἐπί σχισματικῶν. Ἤδη
ἀπό τό 1991 οἱ Φλωρινικοί ἠρνήθησαν
τήν συνέχισιν τοῦ διαλόγου ἐπί τῶν συμφωνηθέντων θεμάτων, ἐπί τῶ λόγω
ὅτι μᾶς
ἀναγνωρίζουν βάσει τῆς «χειροθεσίας τοῦ 1971», ἐνῶ τό 1994 - 1995 μέ
μίαν
«ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ» τοῦ Φλωρινικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου
καί μέ
τήν δημοσίευσιν ὑπό τοῦ Καλλιοπίου εἰς τά «Πάτρια» τῶν δύο Ἀπαλλακτικῶν
Βουλευμάτων 54/76 Πλημμελειοδικείου Πειραιῶς, καί 46/91 τοῦ
Πλημμελειοδικείου Δράμας,[1]
ἐξεδηλώθη καί ἐπισήμως ἡ νέα «ἐκστρατεία» κατά τῆς Ὁμολογίας καί
Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἤτοι ἡ πρόθεσις τῶν Φλωρινικῶν καί τῶν ἄλλων
Κέντρων τοῦ
παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά παρασύρουν τούς πάντας εἰς τήν
ἀποδοχήν ἐκ
μέρους ἡμῶν μιᾶς «ὁμολογίας», ὅτι τό 1971 ἐγένετο χειροθεσία συμφώνως
τῶ Η΄
Κανόνι τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὡς προέβλεπε ἡ ἀπόφασις τῶν Ρώσων.
Ἐπεδιώχθη
τοῦτο, διότι μέ τήν ὑπάρχουσαν Ὁμολογίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καθ’ ἥν τό
1971
οὐδεμία χειροθεσία ἐγένετο, ἀλλά ἁπλῶς ἐγένετο ληστρική ἐπίθεσις κατά
τῆς
‘Αποστολικῆς Διαδοχῆς, ἡ ὁποία ὅμως ΑΠΕΤΥΧΕ ἅμα τῆ ἐκδηλώσει της, ἐνῶ
ἀπεκαλύφθησαν
τά βλάσφημα κατά τῆς Ἀποστολικῆς σχέδια τῶν Φλωρινικῶν καί ἄλλων, ὁ
Παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός δέν ἠδύνατο νά ἐφαρμόση τά σχέδιά
του, οὔτε
καί ὁ Νεοημερολογιτικός ἠδύνατο νά ἠσυχάζη. Παράλληλα
καί ὁ κ. Βασίλειος Σακκᾶς γύρω στά 1997 δι’ ἑνός ἀνωνύμου του,
μέ παραπλανητικάς ἐρωτήσεις περί τοῦ 1971 ἐπιχειρεῖ καί αὐτός νά περάση
ὡς πραγματικόν γεγονός τήν «χειροθεσίαν» καί ὅτι
βάσει αὐτῆς «δέν ὑπάρχει καμμία διαφορά
μεταξύ Ματθαιϊκῶν καί Φλωρινικῶν εἰς τό θέμα τῶν χειροτονιῶν», ἐνῶ
ἀποκαλύπτεται ἀπό συγκεκριμένα γεγονότα, ὅτι πίσω ἀπό τήν ὅλην
«ἐπιχείρησιν»
κρύπτεται ὁ νεοημερολογιτισμός (ὁ κ. Χριστόδουλος), διό «ἐξῆλθε
δόγμα παρά Καίσαρος» ὅτι «εἶναι δυνατή ἡ λύσις τοῦ
Παλαιοημερολογιτικοῦ προβλήματος βάσει τῶν χειροτονιῶν καί χειροθεσιῶν
τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν Ἐπισκόπων ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς». Ἡ ἐπίμονος
ἄρνησις τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας ‘Ορθοδόξου Ἐκκλησίας
νά ἐπιληφθοῦν
τοῦ θέματος, ἄν καί κατηγγέλθη τό γεγονός ἐπισήμως, ἡ παράλειψις νά
δώσουν
ὁμολογιακήν ἀπάντησιν εἰς τάς νέας προκλήσεις, αἱ ὁποῖαι ἅπτονται τῆς
Ὁμολογίας
καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, καί αἱ ὁποῖαι δέν ἐπεδέχετο καμμίαν
καθυστέρησιν,
ἡ κατάλυσις τῆς Κανονικῆς Τάξεως προκειμένου νά διωχθοῦν ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι
ἐζήτησαν ἐπιμόνως τήν ὁμολογιακήν ἀντιμετώπισιν, ὡδήγησε τρεῖς
‘Αρχιερεῖς νά
εὑρεθοῦν εἰς τήν θέσιν τῆς Ἐνστάσεως ὑπέρ τῆς καθαρᾶς Ὁμολογίας καί τῆς
ἀνοθεύτου Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς.. Ἐκ
τῶν γεγονότων τούτων, καί πρός δημιουργίαν ψευδῶν ἐντυπώσεων, ἡ
πλειοψηφία τῶν Ἀρχιερέων, (ἡ πλευρά τοῦ ἱεροσύλως καί συμπαικτικῶς
παραιτηθέντος Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου καί τοῦ ἐν συνεχίεα
ψευδοαρχιεπισκόπου
ἀναδειχθέντος «Πειραιῶς» Νικολάου) ἠναγκάσθη νά δηλώση ψευδῶς ὅτι «τό
περιεχόμενον τοῦ 54/76 οὐδέποτε ἐγένετο
δεκτόν οὔτε ὑπ’αὐτῶν, οὔτε ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου». Εἶναι δέ τοῦτο ψευδέστατον,
διότι, καθά ἀποδεικνύεται, ὁ Πειραιῶς Νικόλαος ἐδέχθη καί μάλιστα
πανηγυρικῶς
καί τό περιεχόμενον καί τήν ἀπόφασιν τοῦ ἀφορῶντος αὐτόν Ἀπαλλακτικοῦ
Βουλεύματος, καί μάλιστα καί μέ τάς ἐπευφημίας τοῦ Δικαστοῦ, ὁ ὁποῖος
μετά τήν
συζήτησιν τοῦ εἶπε: «τώρα σέ παραδέχομαι
διά ‘Επίσκοπον καί ζητῶ τήν εὐχή σου»,
ἀλλά καί ὅταν ἐδημοσιεύθη ἀπό τά «Πάτρια»
τό Βούλευμα καί ἐνῶ κατηγγέλθη καί ἐπισήμως, οὐδέν ἔπραξε ἀλλά καί
μέχρι
σήμερον τό καλύπτει, ἐνῶ καταφέρεται ἐναντίον ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τό
ἀποκαλύπτουν καί δημοσιοποιοῦν τήν προδοσίαν. Ἡ ἀνωτέρω δήλωσις εἶναι
καί
δολία, δεδομένου ὅτι εἶναι ἀναμφισβήτητον, ὅτι τό Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα
ἔγινε
πανηγυρικῶς δεκτόν, διότι ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἴδιος καί ὁ τότε Ἀττικῆς
Ματθαῖος
Μακρῆς «ἔχομεν δικαστήρια, καί δέν
μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τώρα τήν χειροθεσία, βάσει τῆς ὁποίας μᾶς
ἀπαλλάτουν»,
ἤ «διά νά καταγράφωνται τά μυστήριά μας
εἰς τά Ληξιαρχεῖα», ὅπως εἶπεν ἄλλος
«ἀδάμας» τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ
οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ ἡ δήλωσις ὅτι «τό
περιεχόμενον τοῦ Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος 54/76 οὐδέποτε ἐγένετο δεκτόν»
γίνεται μόνον διά τούς ἀφελεῖς. Ἡ
ἀνωτέρω δήλωσις θά ἦτο ἀληθής, ἐάν ἔλεγε ὅτι τό περιεχόμενον τοῦ
Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος 54/76 οὐδέποτε ἐγένετο ἐπισήμως δεκτόν ὑπό τῆς
Γνησίας
Ὀρθοδόξου ‘Εκκλησίας, δεδομένου ὅτι ὁ Πειραιῶς Νικόλαος οὐδέποτε ἔκαμε
γνωστόν
τό περιεχόμενόν του, ὥστε νά δοθῆ ἡ ἀνάλογος ὁμολογιακή ἀπάντησις. Ὅταν
τό 1981
ἔκαμε ἕνα βῆμα νά ἐνημερώση τήν Σύνοδον, τόν ἠμπόδισε, κατά τά
φαινόμενα ὁ τότε
Ἀττικῆς Ματθαῖος, διότι εἶχε τούς λόγους του, ἤτοι τόν «βόλευε» εἰς τά
....
σχέδιά του. Τἀ
Ἀπαλλακτικά αὐτά Βουλεύματα «ἀποφαίνονται» καί «νομοθετοῦν»
ἐπισήμως, ὅτι οἱ «Φλωρινικοί» καί οἱ
«Ματθαιϊκοί» εἶναι τό ἴδιο, ὡς «ἕλκοντες
ἀμφότεροι τήν ‘Αποστολικήν των Διαδοχήν ἀπό τούς Ρώσους
τῆς Διασπορᾶς»,
οἱ μέν διά τῶν «χειροτονιῶν» τοῦ 1960, οἱ δέ διά τῶν «χειροθεσιῶν» τοῦ
1971, αἱ
δέ χειροτονίαι τοῦ 1935 καί τοῦ 1948 εἶναι ἄκυροι καί παράνομοι. Ταῦτα
διετυπώθησαν εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τούς Φλωρινικούς, ἐπί τῆ βάσει τῶν
ἐγγράφων, τά
ὁποῖα οὗτοι προσεκόμισαν, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ δέ τόν Πειραιῶς καί Νήσων
Νικόλαον, ἐπί
τῆ βάσει τοῦ ἀπό 28.10.74 Ὑπομνήματός του, τό ὁποῖον κατέθεσε ἀρχικῶς
καί μέ τό
ὁποῖο συνυπέβαλε καί τήν ἀπό 16/11.15/28.9.1971 Ἀπόφασιν τῶν Ρώσων τῆς
Διασπορᾶς, κατά τήν ὁποία ἐπί τῶν Ἐπισκόπων Καλλίστου καί Ἐπιφανίου
ἐγένετο
χειροθεσία κατά τόν Η΄ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤτοι ὡς ἐπί
σχισματικῶν. Λόγω ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ περιεχομένου
τά Ἀπαλλακτικά αὐτά Βουλεύματα
ἐπεχείρησεν ἐσχάτως ὁ νεοημερολογιτικός καί παλαιοημερολογιτικός
Οἰκουμενισμός
νά θέση εἰς ἐφαρμογήν. Θά ἦτο δέ μεγάλη ἐπιτυχία δι’ αὐτούς, ἐάν ἔστω
καί
σιωπηλῶς ἐγένοντο ἀποδεκτά ὑφ’ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, πράγμα τό ὁποῖον ἐν μέρει ἐπετεύχθη, διά τῆς καλύψεως καί
τῆς μή
καταδίκης αὐτῶν ὑπό τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἀρχιερέων. Δέν
ὑπάρχει μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν τῶν Βουλευμάτων,
ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἐν λόγω Ἀρχιερεῖς συμμετέσχον εἰς τήν συμπαιγνίαν
τῆς
ἱεροσύλου παραιτήσεως τοῦ ‘Αρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, ἐνῶ ἐγνώριζον, ὅτι
οὗτος
«ἠναγκάσθη» νά παραιτηθῆ ὑπέρ τοῦ Πειραιῶς Νικολάου, ὡς
«ἀνεγνωρισμένου» ὑπό
τοῦ 54/76 Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος, εἰς περίοδον μάλιστα καθ’ ἥν
κατηγγέλλετο (ὁ
Πειραιῶς Νικόλαος) ἐπί προδοσία τῆς Πίστεως καί διά τό συγκεκριμένον
βλάσφημον Ἀπαλλακτικόν
Βούλευμα. Τά
Ἀπαλλακτικά Βουλεύματα (καί ὡς ἀποφάσεις καί ὡς περιεχόμενον)
ἐγένοντο ἐπισήμως ἀποδεκτά ὑπ’ αὐτῶν (τήν πλειοψηφία τῶν Ἀρχιερέων),
ἀπό τήν
στιγμήν πού ἐδημοσιεύθησαν (ὑπό τῶν Φλωρινικῶν) καί προκλητικῶς ἡ
πλειοψηφία αὕτη
τῶν Ἀρχιερέων ἠρνήθη νά λάβη ὁμολογιακήν θέσιν, ἠρνήθη νά τά
καταδικάση, ἠρνήθη
νά καταδικάση τάς ὁμοίας βλασφημίας τῶν Φλωρινικῶν, τοῦ Σακκᾶ κλπ. Ἡ
προδοσία αὕτη ὡλοκληρώθη μέ τήν «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ» ὁμαδικήν ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΙΝ
τοῦ 2003, ἡ ὁποία συμπυκνοῦται εἰς τήν δήλωσιν τοῦ «Ἀργολίδος»
Παχωμίου, ὅτι «ἔχομεν ἅπαντες οἱ ‘Αρχιερεῖς τήν
χειροτονίαν μας παρά χειροθετημένων ... τό δέ γενόμενον, οὐκ ἀπογίνεται»
καί τήν δήλωσιν τοῦ «Περιστερίου» Γαλακτίωνος καθ’ ἥν «καί εἰς
Ἀμερικήν καί εἰς Ἑλλάδα ἀνεγνώσθησαν εὐχαί χειροτονίας»,
καί εἰς τήν ἄρνησιν νά δηλώσουν τήν
θέσιν των σχετικά μέ τήν ἀπό τήν Μονήν Μεταμορφώσεως περιγραφήν τῶν
γεγονότων
τῆς 17 καί 18 Σεπτεμβρίου 1971 ἐν
Ἀμερικῆ. Τά
σχέδια τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ βέβαια ἀπέτυχον, διότι
ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν ἄφησε νά σημειωθῆ καθολική πτῶσις καί ἀλλοτρίωσις
ἀπό τήν Ἐκκλησία,
διότι μετά τήν ἀπό 16.6.2005 διακοπήν κοινωνίας τοῦ ‘Επισκόπου Κηρύκου
μετά τῆς
ψευδοσυνόδου ὑπό τόν ψευδαρχιεπίσκοπον Νικόλαον καί τήν διαγραφήν τῶν
ὀνομάτων
των ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας, συνεχίζεται ἀπροσκόπτως τό ἔργον τῆς
γνησίας
Ὁμολογίας καί τῆς ἀνοθεύτου Ἀποστολικῆς Ἀποστολικῆς, ἤγουν τῆς
‘Εκκλησίας, διά
τοῦ μικροῦ ποιμνίου. Ὁ Ἐπίσκοπος Κήρυκος
ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν, ἵνα μή ἐξέλθη μετ’ αὐτῶν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, καί
διεχώρισε τάς εὐθύνας του διά τάς ἀποφάσεις των καί τάς βλασφημίας των
καί τάς
παρανομίας των, μέ ἀποτέλεσμα ἡ βλασφημία
καί ἡ προδοσία νά παραμένη μόνον εἰς
αὐτούς καί εἰς ὅσους τούς ἀκολουθοῦν. Εἰς
τήν ἐρώτησιν, ἐάν μία ἐνδεχομένη σήμερον καταδίκη τοῦ 54/76
Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος, λύει τό πρόβλημα, ἀπαντῶμεν. Ὄχι, διότι δέν
εἶναι
μόνον τό Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα, εἶναι καί τόσα ἄλλα, τά ὁποῖα τούς
βαρύνουν,
εἶναι καί αἱ συνέπειαι ἐπ’ αὐτοῦ (ἤ ἐπ’ αὐτῶν) ὁ ὁποῖος (ἤ οἱ ὁποῖοι)
ἀπεδέχθη (ἤ
ἀπεδέχθησαν) σκοπίμως τήν βλασφημίαν καί κατεστάθησαν προδόται. Δηλαδή
μία
καταδίκη χωρίς ἀντιμετώπισιν καί τῶν συνεπειῶν, δέν τούς καλύπτει, ἀλλά
τούς
ἀποκαλύπτει. Ἀποκαλύπτει τήν γεγενημένην βλασφημίαν, ἡ ὁποία συνιστᾶ
ἄρνησιν
τῆς Ἀρχιερωσύνης, διά τήν ὁποίαν κατά τούς ἱερούς Κανόνας δέν
προβλέπεται
ἐπάνοδος εἰς αὐτήν, ἀλλά μόνον μετάνοια πρός σωτηρίαν. Ἰδού τά δύο «Ἀπαλλακτικά
Βουλεύματα» 54/76
(Πειραιῶς) καί 46/91 (Δράμας), τά ὁποῖα ἐν ὅσω παραμένουν ἀναπάντητα,
ἐπιβεβαιώνουν τήν ὁμαδικήν πτῶσιν τῶν «Νικολαϊτῶν» Ἀρχιερέων. Α΄ ΤΟ
54/76 ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Αριθμός Βουλεύματος 54/1976 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ
ΤΩΝ
ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ Συγκείμενον
εκ των Δικαστών Αθανασίου Γκιούρα, Προέδρου, Πριάμου Ιωάννου και
Σπυρίδωνος
Κολυβά, Ανακριτού, Πλημμελειοδικών. Συνελθόν
εν τω προς διάσκεψιν δωματίω του, την 17ην
Δεκμβρίου 1975, παρουσία
του τε Αντιεισαγγελέως Αργυρίου Τσίχλα (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και
της
Δικ. Γραμματέως Μαρίας Τσαγγάρη, ίνα αποφανθή επί της κάτωθι ποινικής
υποθέσεως. Ησκήθη
ποινική δίωξις κατά των α) Ευθυμίου ή Νικολάου ΜΕΣΣΙΑΚΑΡΗ του Γεωργίου
κ.λ.π.
επί αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας
λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, διετάχθη δε
επ’ αυτής και ενηργήθη κυρία ανάκρισις, μετά το πέρας της οποίας ο
ενταύθα
Εισαγγελεύς υπέβαλλε προς το Συμβούλιον τούτο την σχηματισθείσαν
ποινικήν
δικογραφίαν, μετά της υπ’ αριθμόν 713/1975 εγγράφου προτάσεώς του,
εκθέτων τα
κάτωθι. Εισάγοντες,
συνωδά τω άρθρω 308 παράγρ. 1Κ.Π.Δ., υπό την κρίσιν του Υμετέρου
Συμβουλίου,
τας προκείμενας (Β.Μ.8140 και 8140α/1974)
ποινικάς δικογραφίας, κατά
των κατηγορουμένων α)Ευθυμίου ή Νικολάου ΜΕΣΣΙΑΚΑΡΗ του Γεωργίου,
γεννηθέντος
εις Πεδινό Καρδίτσης το έτος 1924, κατοίκου Αθηνών, (Κων/πόλεως 22
Ρούφ),
επισκόπου Παλαιοημερολογιτών, και β) Γεωργίου-Γεροντίου ΜΑΡΙΟΛΗ του
Κυριάκου
γεννηθέντος εις Δρυν-Οιτύλου Λακωνίας το έτος 1921, κατοίκου Μεγάρων
Αττικής
(Ιεράν Μονήν Αγίου Ααθανασίου), Μητροπολίτου Παλαιοημερολογιτών, ων
είναι νόμιμος
περίπτωσις προς συνένωσιν συντρέχει – εκτίθεμεν ότι, συνεπεία της από
1-7-1974 μηνύσεως του Μητροπολίτου Πειραιώς
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, κατά κόσμον Εμμανουήλ Ταβλαδωράκη κατοίκου Πειραιώς, (Ζανή
2),
εκινήθη συμφώνως ταις συνδεδυασμέναις διατάξεσι των άρθρων 27 παρ.
1,36,43,50,243 παρ. 1και 240 Κώδ. Ποιν. Δικονομίας, δυνάμει των υπ’
αριθμ. 45
και 46/75 ημετέρων παραγγελιών προς τον Πταισματοδίκην Β΄Τμήματος
Πειραιώς, και
των υπ’ αριθμ. 20 και 19/75 τοιούτων προς τον ενταύθα Ανακριτήν Δ
Τμήματος΄, δι
ων παρηγγέλθη προανάκρισις και εν συνεχεία συμπλήρωσις ταύτης δια
κυρίας
ανακρίσεως, ποινική κατά των ως άνω κατηγορουμένων δίωξις επί
αντιποιήσει
ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού
Εκκλησίας
(άρθρ. 175 παρ. 2 και 1 Ποιν. Κώδ.), εφ’ ης υποθέσεως, περατωθείσης της
παραγγελθείσης ανακρίσεως, ήτις περάτωσις εγνωστοποιήθη νομοτύπως εις
τε τους
κατηγορουμένους και τον πολιτικώς ενάγοντα-μηνυτήν, ίνα ασκήσωσι τα εκ
του
άρθρου 101 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., δικαιώματά των, επαγόμεθα τα ακόλουθα
το υπό του άρθρου 175 παρ. 1 Ποιν. Κώδ.
προβλεπόμενον έγκλημα της αντιποιήσεως προσβάλλει την πολιτειακήν
εξουσίαν, ως
διασύρον το κύρος των οργάνων της Πολιτείας και διασαλεύον την παρά
τοις
πολίταις πεποίθησιν περί της νομίμου ενεργείας αυτών. Προς θεμελίωσιν
τούτου
απαιτείται η εκ προθέσεως αντιποίησις της ασκήσεως υπηρεσίας τινός,
δημοσίας,
δημοτικής ή κοινοτικής. Η διάταξις αύτη, κατά την παράγραφον 2 του
άρθρου 175,
εφαρμόζεται, εκτός άλλων και εν αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας
λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του
Χριστού Εκκλησίας. Η άσκησις πρέπει να είναι παράνομος, ως σαφώς
προκύπτει εκ
της εν τω άρθρω λέξεως «αντιποιείται» εις ην περιέχεται το παράνομον
της
πράξεως. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος εφ όσον η πράξις δέον να
γίνηται εκ
προθέσεως. Ούτος δε περιλαμβάνει την γνώσιν της άνευ δικαιώματος
ενεργείας με
την αντίστοιχον θέλησιν. Πλάνη ως προς την ύπαρξιν του δικαιώματος
ενεργείας
αποκλείει τον δόλον (Ηλία Γάφον Προσβολαί κατά της Πολιτειακής Εξουσίας
Ποιν.
Χρον. Ζ σελ. 71 επ. Μπουροπούλου Ποιν. Κώδ. Τόμος Δεύτερος σελίς 115
επ.). Ως
άσκησις υπηρεσίας νοείται η ενέργεια πράξεως ανηκούσης εις την καθ’
ύλην
αρμοδιότητα του υπαλλήλου ή λειτουργού, υπό προσώπου μη κεκτημένου την
ιδιότητα
ταύτην ή (του τελευταίου τούτου) μη χειροτονηθέντος νομίμως και δη
συμφώνως
προς τους Ιερούς Κανόνας (Α.Π.326/52, 39/1956, 250/56, Α.Π.140/1964,
Ποιν.
Χρονικά Γ΄508, ΣΤ.191, Ζ.27 ΙΔ.369). Χειροτονία είναι η μυστηριακή
θεοσύστατος
εκείνη τελετή, καθ’ ην δι ευχής και επιθέσεως των χειρών του επισκόπου,
κατέρχεται η Θεία Χάρις προχειριζομένη τον υποψήφιον εις ένα των τριών
ιερατικών βαθμών (Χρήστου Ανδρούτσου Δογματική της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, έκδοσις δευτέρα σελίς 389 παράγραφος 64, Αναστασίου
Χριστοφιλοπούλου
Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, έκδοσις δευτέρα, σελίς 133, στιχ.26). H δια της χειροτονίας
ιδιότης
παρέχει εις τους φορείς ταύτης την ικανότητα προς τέλεσιν των μυστηρίων
και
λοιπών ιεροπραξιών (τελετουργική εξουσία ) και την συμπαρομαρτυρούσαν
προς
διδαχήν των πιστών και κήρυγμα του Θείου Λόγου (διδακτική εξουσία).
Παραλλήλως
προς την εκ της χειροτονίας ευθέως πηγάζουσαν λειτουργικήν και
διδακτικήν
εξουσίαν, υφίσταται η ανάγκη και διοικητικής εξουσίας, δι ης
κατευθύνεται ο
βίος της Εκκλησίας (Χριστοφιλοπούλου ένθ’ ανωτέρω σελ. 134 και 135). Η
χειροτονία
τελείται υπό κληρικού φέροντος τον τρίτον της ιερωσύνης βαθμόν
(επισκόπου) ενός
μεν προκειμένου περί της χειροτονίας πρεσβυτέρου ή διακόνου (Αποστολ.
Κανών
β΄), τριών δε ή τουλάχιστον δύο, προκειμένου περί της χειροτονίας
επισκόπου
(Αποστολικός Κανών Α΄Πηδάλιον της νοητής νηός της Μιάς Αγίας Καθολικής
και
Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας σελίς 1, Κανόνες ΙΓ’ και ΜΘ΄της εν
Καρθαγένη Συνόδου. Πηδάλιον σελ. 470 και 492). Εν προκειμένω ο μηνυτής
δια της
από 1-7-1974 μηνύσεώς του, εξ’ αφορμής της οποίας εκινήθη η εν αρχή ,
κατά των
κατηγορουμένων αναφερομένη δίωξις, ισχυρίζεται ότι ούτοι, όντες
παλαιοημερολογίται, προς αδίστακτον εκμετάλλευσιν της λαϊκής ευσεβείας
και
πλουτισμόν, εστερημένοι πάσης ιερωσύνης, προβάλλουν εαυτούς ως
επισκόπους,
εκτελούν δε άπαντα τα αρχιερατικά του επισκόπου καθήκοντα, ως να
επρόκειτο περί
πραγματικών αρχιερέων, νομίμως εγκύρως και κανονικώς χειροτονηθέντων
και υπό
της Πολιτείας αναγνωρισθέντων ως νομίμων Μητροπολιτών Πειραιώς.
Ειδικώτερον ο
εξ’ αυτών Νικόλαος Μεσιακάρης χειροτονηθείς δήθεν ως Μητροπολίτης
Πειραιώς την
25-1-1973, υπό άλλων ψευδεπισκόπων, ανύπαρκτον εχόντων την ιερωσύνην ως
προερχομένην εκ καθηρημένων κληρικών, ενεθρονίσθη εν επισήμω τελετή εν
Πειραιεί, έκτοτε δε αντιποιούμενος την ιδιότητα του Μητροπολίτου
Πειραιώς,
ασκεί εν Πειραιεί και αλλαχού, άπαντα τα
καθήκοντα αυτού, ήτοι ιερουργεί ως Μητροπολίτης Πειραιώς, χειροτονεί
άλλους
ψευδοκληρικούς, υπογράφεται ως Μητροπολίτης Πειραιώς κ.ο.κ. Ότι ο
δεύτερος
τούτων Γεώργιος ή Γερόντιος Μαργιόλης, ιδρύσας από ετών παράνομον
γυναικείον
μοναστήριον εν Μεγάλω Πεύκο Αττικής, εις ο όλως παρανόμως και
αντικανονικώς
προς σκανδαλισμόν των Χριστιανών, εκτελεί χρέη ηγουμένου, εχειροτονήθη
υπό του
αρχηγού των εν Ελλάδι Παλαιοημερολογιτών Ακακίου Παππά, της παρατάξεως
του
πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, δήθεν ως επίσκοπος Σαλαμίνος,
αντικαταστήσας
εσχάτως τον τίτλον του εις Μητροπολίτην Πειραιώς. Και τέλος ότι προς
εξαπάτησιν
και προσηλυτισμόν των απλοϊκών ανθρώπων εμφανίζεται ως επίσκοπος και δη
Μητροπολίτης Πειραιώς, εκτελών άπαντα τα αρχιερατικά του επισκόπου
καθήκοντα
και ειδικώτερον του Μητροπολίτου Πειραιώς ήτοι ιερουργεί ως
Μητροπολίτης
Πειραιώς, χειροτονεί και υπογράφεται ως Μητροπολίτης, του τίτλου τούτου
αναγνωριζομένου υπό της Πολιτείας αποκλειστικώς και μόνον εις αυτόν
(μηνυτήν)
ως νόμιμον και κανονικόν Μητροπολίτην Πειραιώς. Οι κατηγορούμενοι ως
εικός
αρνούνται πάσαν ενοχήν υποστηρίζοντες
ότι η εκλογή των ως Μητροπολιτών υπήρξεν νόμιμος η δε χειροτονία των
έλαβε
χώραν συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας και είναι έγκυρος και κανονική.
Ίδομεν
Υπό της εν Νικαία Βιθυνίας συνελθούσης εν έτει 325 Πρώτης Οικουμενικής
Συνόδου,
καθωρίσθη αμετακλήτως η τέλεσις εν τη Ανατολική Ορθοδόξω Εκκλησία, των
τε
κινητών και ακινήτων, θρησκευτικών εορτών, βάσει του γνωστού τότε,
Ιουλιανού
Ημερολογίου. Ειδικώτερον περί της εορτής του Πάσχα ωρίσθη όπως
εορτάζηται καθ’
ημερομηνίαν, κυμαινομένην μεταξύ δύο σταθερών τοιούτων, ήτοι ούτε προ
της
εαρινής ισημερίας, ούσης κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον της 21ης
Μαρτίου εκάστου έτους, ούτε και προ της πρώτης μετ’ αυτήν Πανσελήνου,
αλλά την
πρώτην μετά ταύτην Κυριακήν, πάντοτε δε υπό τον όρον του προεορτασμού
του
Ιουδαϊκού Πάσχα (ούτω και Ζ΄Αποστολικός Κανών καθ’ ον «ει τις Επίσκοπος
ή
Πρεσβύτερος ή Διάκονος, την Αγίαν του Πάσχα ημέραν προ της εαρινής
Ισημερίας
μετά Ιουδαίων επιτελέσοι, καθαιρείσθω». Η πάροδος όμως των αιώνων, κατά
τους
ειδικούς περί την Αστρονομίαν, απέδειξε το εσφαλμένον του Ιουλιανού
ημερολογίου, διότι η εαρινή δεν ήτο, κατ’ αυτό υπολογιζομένη, ακριβής,
ως
εκπίπτουσα εκ της 21ης Μαρτίου κατά 11΄λεπτά καθ’ έκαστον
έτος,
άτινα εις 128 έτη απετέλουν μίαν ολόκληρον ημέραν. Η αστρονομική αύτη
απομάκρυνσις έσχεν ως αποτέλεσμα την μετακίνησιν της εορτής του Πάσχα
εκ της
βάσεως του Πασχαλίου Κανόνος της εν Νικαία Α΄Οικουμενικής Συνόδου,ως
και των εκ
ταύτης εξαρτωμένων υπολοίπων κινητών εορτών,μη εορταζομένην πλέον κατά
την
αστρονομικώς ωρισθείσαν ημέραν, αλλά κατ’ ανάλογον μετακίνησιν. Την
αστρονομικήν ταύτην ανωμαλίαν, κατιδούσα η Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία, ήρεν εν έτει 1582,
εισαγάγουσα
το εκ του Πάπα της Ρώμης Γρηγορίου ΙΓ΄ονομασθέν Γρηγοριανόν
Ημερολόγιον, όπερ
παραβαίνει και αγνοεί παντελώς τον Πασχάλιον Κανόνα της εν Νικαία
Α΄Οικουμενικής Συνόδου. Ένεκα τούτου, και ανεξαρτήτως του ότι η δια του
ως άνω
ημερολογίου γενομένη αστρονομική διόρθωσις δεν εθεωρήθη τελεία και
ακριβής εν
πάσι, η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία αποκρούουσα την καινοτομίαν
απέρριψε
την μεταρρύθμησιν του Ιουλιανού Ημερολογίου. Ούτω η επί Ιερεμίου
συνελθούσα
εν Κων/πόλει Σύνοδος τω 1583, τη συμμετοχή των Πατριαρχών Αλεξανδρείας
Σιλβέστρου, Ιεροσολύμων Σωφρονίου και πολλών άλλων αρχιερέων απεκήρυξε
και
κατεδίκασε το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον ως παραβιάσαν τον περί της εορτής
του
Πάσχα κανόνα της Α΄εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, εκδόσασα Σιγγίλιον
εν ω
μεταξύ άλλων διαλαμβάνονται και τα εξής « Σιγγίλιον Πατριαρχικής
διατυπώσεως
εγγυκλίου τοις απανταχού Ορθοδόξοις Χριστιανοίς εις το μη παραδέχεσθαι
το
νεώτερον πασχάλιον ή Καλενδάριον του καινοτομηθέντος Ημερολογίου, αλλ’
εμμένειν
ταις άπαξ και καλώς διατυπωθείσι παρά τοις Αγίοις (318) τριακοσίοις
δέκα οκτώ
Θεοφόροις Πατράσι της Αγίας Οικουμενικής πρώτης Συνόδου μετ’ επιτιμίου
και
αναθέματος (ίδητε Π. Παναγιωτάκου – Σ. Αλεξανδροπούλου Το Ελληνικόν
Παλαιοημερολογιακόν Ζήτημα, Αρχείον Εκκλησιαστικού και Κανονικού
Δικαίου, τόμος
Στ. σελ. 29 και επ., Ι. Πετριτάκη Η θέσις του Ελληνικού
Παλαιοημερολογιακού
Ζητήματος, σελ. 5 και οπ.). Εν Ελλάδι από του έτους 1918 εμελετάτο ήδη
η
ημερολογιακή αναπροσαρμογή, πλην ουδέν απεφασίσθη προ του έτους 1923,
οπότε η
Κυβέρνησις Στ. Γονατά, επιθυμήσασα να θέση τέρμα εις την ανωμαλίαν,
ανέθηκεν ις
επιτροπήν ( απαρτιζομένην εκ των Γ. Κοφινά, Δ. Αιγινήτου, Χρυς.
Παπαδοπούλου,
Π. Τσιτσεκλή και Α. Αλιβιζάτου), την μελέτην του ζητήματος. Υπήκουσα δε
εις την
εν τη από 16 Ιανουαρίου 1923 εκθέσει ταύτης περιληφθείσαν υπόδειξίν
της, καθ’
ην «πρέπον εκρίθη να διατηρηθή προσωρινώς εν ισχύει το Ιουλιανόν
Εορτολόγιον,
καθ’ όσον δηλαδή αφορά τας θρησκευτικάς εορτάς και τα της Εκκλησίας εν
γένει,
μέχρις ου συννενουθώσι και συναινέσωσιν εις την μεταβολήν αυτού πάσαι
αι Ορθόδοξοι
Εκκλησίαι, παρακαλουμένου του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως όπως
αναλάβη την πρωτοβουλίαν της προς τούτο συννενοήσεως, εισηγήθη εις τον
Βασιλέα
Γεώργιον Β΄την υπογραφήν Διατάγματος, δι ου καθιερούτο ως πολιτικόν
Ημερολόγιον
το Γρηγοριανόν τοιούτον, ως εκκλησιαστικόν δε παρέμενε το Ιουλιανόν,
βάσει του
οποίου θα καθορίζοντο αι κατά τους κειμένους νόμους εορτάσιμοι και
εξαιρετέαι
ημέραι ως και η Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου. (Χρυσοστόμου
Αρχιεπισκόπου Αθηνών, η διόρθωσις του Ιουλιανού Ημερολογίου, σελ. 14
επ.). μεθ’
ο εξεδόθη το από 18/1/25/1/1923 Β.Δ.,δι ου καθωρίσθη όπως, το μεν
κράτος
ακολουθεί το Νέον Ημερολόγιον η δε Εκκλησία το Ιουλιανόν. Δι αυτού η 16η
Φεβρουαρίου 1923 εγένετο 1 Μαρτίου 1923. Την 10ην Μαρτίου
εις τον
θρόνον των Αθηνών ανήλθεν ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, όστις εισηγήθη εν
τη
συνελθούση εν Αθήναις την 18ην Απριλίου Σύνοδον της
Ιεραρχίας «την
ανάγκην ταυτίσεως του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το Πολιτικόν…. Η
Σύνοδος
εδέχθη τας απόψεις ταύτας υπό την προϋπόθεσιν της συννενοήσεως με των
λοιπών
Ορθοδόξων Εκκλησιών. Tην
23-12-1923 ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, υπέβαλε προς την Σύνοδον
της
Ιεραρχίας, συνελθούσαν προς επικύρωσιν του Καταστατικού Νόμου της
Εκκλησίας,
τας αποφάσεις του Διορθοδόξου Συνεδρίου της Κωνσταντινουπόλεως (1923)
και έλαβε
την γνώμην της πλειοψηφίας δια την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν,
μειοψηφισάντων
των Δημητριάδος Γερμανού, Πατρών Αντωνίου, Θήρας Αγαθαγγέλου και
Χαλκίδος
Γρηγορίου. Ούτω δια της υπ’ αριθμ. 430/1 Μαρτίου 1924 εγκυκλίου
γνωστοποιείται
εις τας Εκκλησιαστικάς και πολιτικάς αρχάς της Ελλάδος και του
Εξωτερικού ότι η
10η του αυτού μηνός Μαρτίου, θα ελαμβάετο ως η 23η.
Η
αποδοχή του υπό της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Διοικήσεως της Ελληνικής
Εκκλησίας
εισαχθέντος διορθωμένου Ιουλιανού Εορτολογίου δεν υπήρξεν, ατυχώς,
ομόθυμος υπό
του Χριστεπωνύμου εν αυτή πληρώματος. Η κατά της εορτολογικής
καινοτομίας
αντίδρασις βαθμηδόν και κατ’ ολίγον ήρξατο αυξουμένη, ενισχυθείσα
σοβαρώς υπό
των εκ του Αγίου Όρους προς αποτροπήν αυτής εξορμησάντων Μοναχών και
Ιερομονάχων. Ταυτοχρόνως ηκούοντο επίσημοι γνώμαι χαρακτηρίζουσαι την
διόρθωσιν
ως «ημερολογιακήν καινοτομίαν» (Ίδετε Π. Παναγιωτάκου – Σ.
Αλεξανδροπούλου Το
Ελληνικόν Παλαιοημερολογιακόν Ζήτημα, Αρχείον Εκκλησιαστικού και
Κανονικού
Δικαίου, τόμος ΣΤ. σελ. 34 παρ. ΙΥ και αυτόθι παραπομπάς).Eν έτει δε 1926 συνεκροτείτο
νομίμως και η πρώτη αυτοκληθείσα «Ελληνική Θρησκευτική Κοινότης των
Γνησίων
Ορθοδόξων Χριστιανών», ήτις θρησκευομένη κατά το ορθόδοξον δόγμα, αλλ’
ακολουθούσα το Ιουλιανόν Εορτολόγιον, προέβη εις την ίδρυσιν Συλλόγων
και
Σωματείων ανά την Χώραν, ανήγειρεν ιδίους ευκτηρίους οίκους και
κτητορικάς
Ιεράς Μονάς δια την λατρείαν του Θείου κατά το Ιουλιανόν Εορτολόγιον.
Πλήν το
υπέρ του Ιουλιανού Εορτολογίου κίνημα εν Ελλάδι εκορυφώθη, λαβόν
δυσάρεστον
εθνικώς τροπήν, αφ’ ότου κατά Μάϊον 1935 Έλληνες εν ενεργεία και μη,
Αρχιερείς
δι εγγράφου διαμαρτυρίας προς την Ιεράν
Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος κατεδίκαζον την εισαγωγήν του
διορθωμένου
Ιουλιανού Εορτολογίου, επιμένοντες μάλιστα ότι επρόκειτο περί εισαγωγής
αυτού
τούτου του Γρηγοριανού Ημερολογίου, θεωρούντες περαιτέρω ότι δια της
κανονικής
ταύτης καινοτομίας παρεσύρθη η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος εις
«διακοπήν» εκ
του θριγγού των Θείων και Ιερών Κανόνων και των Ιερών Παραδόσεων της
Ανατολικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας,,. Εν συνεχεία δε «αποσχίζοντες εαυτούς εκ της
Διοικούσης
Εκκλησίας» εδήλουν ότι, «εν τω πλαισίω της Μιας Αγίας Εκκλησίας
αποτελούντες
την πατροπαράδοτον και ακαινοτόμητον Αυτοκέφαλον Ορθόδοξον Εκκλησίαν
της
Ελλάδος, την ανύστακτον φρουράν, την αγρύπνως φρυκτωρούσαν επί των
αδαμαντίνων
επάλξεων της μιας Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας» εχειροτόνουν αυθημερόν
κατωτέρους κληρικούς εις επισκόπους και μετ’ αυτών συνεκρότουν την Ι.
Σύνοδον
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος, των
ακολουθούντων
το Πάτριον Εκκλησιαστικόν Εορτολόγιον. Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος
εφήρμοσε κατά των άνω Αρχιερέων και των υπ’ αυτών χειροτονηθέντων εις
Επισκόπους την εκκλησιαστικήν ποινικήν νομοθεσίαν, εισαγάγουσα αυτούς
εις δίκην,
βάσει της ισχυούσης εν Ελλάδι εκκλησιαστικής ποινικής δικονομίας,
ενώπιον του
Πρωτοβαθμίου δια τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, και κατηγορήσασα αυτούς
επί
φατρία, παρασυναγωγή, τυρεία, καταφρονήσει της κανονικής και νομίμου
Εκκλησίας
της Ελλάδος και παροτρύνσει του κλήρου και του λαού προς αποκήρυξιν
αυτής
κ.λ.π. κατά τας διατάξειςτων θείων και Ιεών Κανόνων ΛΔ΄τυης ΣΤ
Οικουμενικής
Συνόδου, Ε΄της εν Αντιοχεία και ΙΔ και ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας κατεδίκασε
πάντας
εις την ποινήν της καθαιρέσεως μετά των επακολουθούντων εν τη ποινή
ταύτη
κανονικών συνεπειών. Οι καταδικασθέντες όμως, κατά τα ανωτέρω ερήμην
Αρχιερείς,
ως μη προσελθόντες ίνα δικασθώσιν επί τω προταχθέντι υπ’ αυτών κανονικώ
λόγω,
ότι αναρμοδίως εισήγοντο εις δικην ενώπιον Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου
της Διοικούσης
Εκκλησίας από της οποίας, κηρυχθείσης υπ’ αυτών σχισματικής, είχον
προηγουμένως
«αφ’ εαυτών αποκοπή» δι’ εκκλήτου ήχθησαν κατά τους κανόνας (ΛΣΤ΄
Καρθαγένης,
ΣΤ΄της Β΄Κων/πόλεως, ΙΒ΄Αντιοχείας) ενώπιον της υπό τον Οικουμενικόν
Πατριάρχην
Κων/πόλεως μείζονος Συνόδου, κατηγορούντες τους εισαγάγοντας εν τη
Ορθοδόξω
Εκκλησία της Ελλάδος Αρχιερείς την Ημερολογιακήν μεταρρύθμησιν άνεϋ
συμφώνου
γνώμης ολοκλήρου της ανά τον κόσμον Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν
ταυτώ δ’
αμφισβητούντες και την κανονικότητα της εισαγωγής αυτών εις δίκην και
καταδίκην
εις την ποινήν της καθαιρέσεως.Έκτοτε δε, μη εκδικασθείσης εισέτι της
εκκλήτου
ταύτης, μετά του ακολουθούντος αυτούς Ποιμνίου εξακολούθησαν
εκκλησιάζοντες και
εκκλησιαζόμενοι κατά το Ιουλιανόν Εορτολόγιον, ενεργούντες πάσης φύσεως
ιερατικάς πράξεις, διδάσκοτες ότι δεν αποτελούν ιδιαιτέραν σχισματικήν
Εκκλησίαν εν Ελλάδι, αλλ’ εν τω πλαισίω της Μιας Εκκλησίας αποτελούν
την
πατροπαράδοτον και ακαινοτόμητον Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος, ει
και
παρουσιάζονται κατά το φαινόμενον και την εξωτερικήν εκδήλωσιν της
πίστεως, ως
έχοντες ιδίαν λατρείαν, ιδίους ευκτηρίους οίκους και ιδίους
λειτουργούς,
τελούντες εν ακοινωνησία προς την καινοτομήσασαν Ιεραρχίαν της Ελλάδος
και
ασκούντες τα της λατρείας ελευθέρως, ει και διηρημένοι όντες από τινος
εις δυο
εκκλησίας, διευθυνομένας, εκατέρας τούτων, υπό ιδίας Συνόδου
Παλαιοεορτολογιτών
Αρχιερέων. Διότι από του έτους 1937 ο κατά την 26ην
Μαϊου 1935
χειροτονηθείς εις επίσκοπον Βρεσθένης Αγιορείτης Ιερομόναχος Ματθαίος
Λαυρεώτης,
περιελθών εις έριδα μετά των λοιπών Αρχιερέων, ην και τύποις
περιέγραψεν,
ίδρυσε νέαν Θρησκευτικήν κοινωνίαν, ην ωνόμασεν ωσαύτως Εκκλησίαν των
Γνησίων
Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος. Εν δ΄έτος βραδύτερον, θεωρήσας την
υπ’ αυτόν
Εκκλησίαν ως εν διωγμώ τελούσαν και επικαλεσθείς «απαρρησίαστον
επισκόπων
καιροίς χαλεποίς» προέβη εις χειροτονίαν ιερομονάχου εις επίσκοπον και
ευθύς
μετά τούτου εις Χειροτονίας ετέρων τριών ιερομονάχων εις Επισκόπους,
μεθ’ ων
συνεκρότησεν εν συνεχεία την Ιεράν Σύνοδον της Ματθαιϊκής λεγομένης
παρατάξεως
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος. Η εν λόγω
δευτέρα
των Παλαιοημερολογιτών Εκκλησία υποστηρίζει την συγκρότησιν αυτής κατά
τα εν τη
Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων τηρηθέντα, μεριμνά δε να διακρίνη
φανερώς την
θέσιν αυτής εν τη Πολιτεία, από πάσης άλλης Παλαιοημερολογιακής
τοιαύτης,
υποδεικνύουσα τούτο κατά την εκτός των ιεροτελεστιών αμφίεσιν των των
κληρικών
και μοναχών εν αυτή. Αι υπό των Παλαιοημερολογιτών όμως υποστηριζόμεναι
ως άνω
απόψεις, περί του απολύτως κανονικού της ιερωσύνης αυτών ως και η
ενισχυτική
τούτων (απόψεων) γνώμην καθ’ ην, ο καθηρημένος ορθόδοξος Αρχιερεύς
χειροτονών
μετά την καθαίρεσιν δεν διαπράττει το αδίκημα της αντιποιήσεως της
αρχής, η δε
υπ’ αυτού γενομένη χειροτονία ουδόλως είναι άκυρος ή ανυπόστατος, αφού
και μετά
την καθαίρεσιν δεν εκπίπτει του ιερατικού αυτού αξιώματος, άπερ άπαξ τη
επικλήσει του Αγίου Πνεύματος αποκτηθέν είναι αναφαίρετον και εσαεί
ανεξάλειπτον, διότι η θεία χάρις παραμένει δυνάμει εν αυτώ, αιρομένης
δε της
καθαιρέσεώς του επανέρχεται εις τον οικείον ιερατικόν βαθμόν άνεϋ
αναχειροτονήσεως, ήτις θα ήτο απαραίτητος εάν είχε στερηθή ταύτης
(Πρόβλ. και
ΒΑΛΣΑΜΩΝΑ εν τη ερμηνεία του 19ου της Σαρδικής (3.277) «ότι ουδένα
προκριματισμόν υπέστησαν οι παρά τινων καθαιρεθέντων ή και
αναθεματισθέντων
κληρωθέντες» - Δ. Πετράκου «Περί του κύρους των χειροτονιών σελ. 21 και
αυτόθι
παραπομπάς, Ι. Παναγοπούλου «Περί του κύρους της χειροτονίας κληρικού
παρά
καθηρημένου παλαιοημερολογίτου επισκόπου γενομένης» Μ.Ο.Β.18 σελ. 900
και επ.,
και αυτόθι παραπομπάς) δεν εγένοντο αποδεκταί υπό της Νομολογίας των
Δικαστηρίων άτινα δέχονται ότι κατά το έτος 1935 καθαιρεθέντες
αρχιερείς
μετέστησαν εις την τάξιν του Μοναχού, μηδεμίαν εξουσίαν έχοντες προς
ενέργειαν
των εις τους Επισκόπους επιτρεπομένων, εν οις και η χειροτονία ιερέως ή
και
Αρχιερέως, ήτις τυχόν γενομένη είναι άνεϋ εννόμου αξίας και δεν
περιποιεί τω
χειροτονηθέντι την ιδιότητα του κληρικού ή του επισκόπου (Α.Π.
39/1956 Ποιν. Χρον. ΣΤ.190, Α.Π.
178/1957 Ποιν. Χρον. Ζ΄372). Προς θεραπείαν της τοιαύτης
«αδυναμίας» αι δυο
θρησκευτικαί κοινωνίαι των Παλαιομερολογιτών προσέφυγον κεχωρισμένως
εκάστη,
εις την Υπερόριον Ρωσσικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ήτις εδέχθη το μεν δια
χειροθεσίας, κατ’ οικονομίαν του Η΄Αποστολικού Κανόνος της Πρώτης
Συνόδου
«Περί των ονομαζόντων μεν εαυτούς καθαρούς ποτε, προσερχομένων δε τη
καθολική
και Αααποστολική Εκκλησία, έδοξε τη Αγία και μεγάλη Συνόδω, ώστε
χειροθετουμένους αυτούς, μένειν ούτως εν τω κλήρω…» να καταστήση
κανονικάς
τας εκ του Ματθαίου προερχομένας χειροτονίας της «Ματθαιϊκής» Ιεραρχίας,
δυνάμει της αρχής καθ’ ην μία άνομος πράξις επικυρώνεται ως Μυστήριον
άνεϋ της
ανάγκης της επαναλήψεως, η οποία (Ιεραρχία) δεν ανεγνωρίσθη υπό της
άλλης
παρατάξεως των Παλαιοημερολογιτών, το δε δια χειροτονίας να
εξασφαλίση την
διαδοχήν της Ιεραρχίας εις την παράταξιν των τελευταίων τούτων. Ούτω τον
Δεκένβριον του 1960 επέτυχε
να χειροτονηθή εν Αμερική υπό των Αρχιεπισκόπων Σικάγου Σεραφείμ και
του
Επισκόπου Θεοφίλου ο Αρχιμανδρίτης Ακάκιος Παππάς εις Επίσκοπον
Ταλαντίου. Επανελθών
εξ Αμερικής ο Επίσκοπος Ταλαντίου, ανέλαβε την ποιμαντορίαν της
Εκκλησίας των
Γ.Ο.Χ. επικουρούμενος εκ μιας εξ’ Αρχιμανδριτών Επιτροπής. Τον Μάϊον
1962 ο
ανωτέρω εν συνεργασία μετά της περί αυτόν Εκκλησιαστικής Επιτροπής προσεκάλεσεν
εκ Νοτίου Αμερικής τον Αρχιεπίσκοπον Χιλής και Περού Λεόντιον, και
εχειροτόνησαν εις την εν Παιανία Αττικής Ιεράν Μονήν του Αγίου Νικολάου
τον
Αρχιμανδρίτην Παρθένιον Σκουρλή εις επίσκοπον Κυκλάδων, τον
Αρχιμανδρίτην
Αυξέντιον Πάστραν εις επίσκοπον Γαρδικίου, και τον Αρχιμανδρίτην
Χρυσόστομον Νασλίμην εις επίσκοπον Μαγνησίας (ίδετε εν σελίδι 37 και
επομ. την
σύντομον Ιστορικήν Περιγραφήν της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων
Χριστιανών
Ελλάδος, την εκδοθείσαν εν έτει 1973 υπό των Ζηλωτών Αγιορειτών
Πατέρων). Εν
συνεχεία την 6ην Ιουνίου 1962 εν τη ως είρηται Ιερά Μονή
οι
επίσκοποι Ταλαντίου Ακάκιος, Κυκλάδων Παρθένιος και Γαρδικίου Αυξέντιος
εχειροτόνησαν τον Αρχιμανδρίτην Γερόντον Μαργιόλην δεύτερον των
κατηγορουμένων
εις επίσκοπον Σαλαμίνος (ίδετε το υπ’ αριθμ. Πρωτ. 5/6-6-1962
Πιστοποιητικόν
Χειροτονίας της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της
Ελλάδος), όστις
κατόπιν της υπ’ αριθμ. Πρωτ. 198/5-7-1971 Συνοδικής αποφάσεως της
Εκκλησίας των
Γ.Ο.Χ. Ελλάδος φέρει τον τίτλον του Μητροπολίτου των Γνησίων Ορθοδόξων
Χριστιανών Πειραιώς και Σαλαμίνος. Εκατέρωθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ.
Πρωτ.
16-11 της 15/18ης Σεπτεμβρίου 1971 αποφάσεως της Συνόδου των Επισκόπων
της
Υπερορίου Ρωσσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ενετάλησαν οι Αρχιερείς
Γερμανίας
Φιλόθεος και Αυστραλίας Κων/νος, όπως μεταβαίνοντες εις Βοστώνην χειροθετώσι
τους επισκόπους Κορινθίας Κάλλιστον και Κιτίου Επιφάνιον. Όντως την μεν
17ην Σεπτεμβρίου 1971 εχειροθετήθη υπό των άνω Αρχιερέων ο Μητροπολίτης
Κορινθίας Κάλλιστος εν τη Ιερά Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος εις
Μπρούκλιν της Μασσαχουσέτης, την δε επομένην
εις τον ως άνω Ναόν εχειροθετήθη ο Επίσκοπος Κιτίου Επιφάνιος.
Επανελθόντες οι
ανωτέρω εις την Ελλάδα, εχειροθέτησαν, τους υπόλοιπους Αρχιερείς της
Ματθαιϊκής
παρατάξεως και οι Αρχιερείς τον κλήρον (ίδετε το Περιοδικόν ΚΗΡΥΞ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ Περίοδος Δ΄- Τόμος 17ος Μήν Νοέμβριος σελ. 6 και επόμενα).
Ακολούθως
την 26ην Ιανουαρίου 1973 και εν τω Ι. Ναώ Αγίου Νικολάου, της Ιεράς
Μονής
Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κουβαρά Αττικής, οι επίσκοποι Αθηνών Ανδρέας,
Θεσσαλονίκης Δημήτριος, Κορινθίας Κάλλιστος, Τρίκκης και Σταγών
Βησσαρίων και
Μεσσηνίας Γρηγόριος εχειροτόνησαν τον Αρχιμανδρίτην Νικόλαον
Μεσσιακάρην –
πρώτον των κατηγορουμένων – εις επίσκοπον Πειραιώς. Ερευνητέον μετά
ταύτα
τυγχάνει το θέμα περί της νομικής θέσεως εν τη Ελληνική Πολιτεία των
ανηκόντων
εις την Εκκλησίαν των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, κληρικών τε και
λαϊκών,
αδιακρίτως. Περί τούτου υπεστηρίχθησαν δύο γνώμαι Κατά την πρώτην
τούτων, η
Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος δύναται μεν ένεκα της προς αυτήν
απειθίας να
επιβάλη εις τους Παλαιοημερολογίτας κληρικούς τας ποινάς του κανονικού
δικαίου,
όμως ούτε την τέλεσιν των εορτών κατά το παλαιόν ημερολόγιον δύναται να
απαγορεύση ούτε να αξιώση την διάλυσιν των θρησκευτικών ενώσεων των
παλαιοημερολογιτών, καθ’ όσον η θρησκευτική κοινωνία αυτών, αναγνωρισθείσα
DE FACTO
υπό της Πολιτείας, αλλά και
DE JYRE δια της
περιληφθείσης εν άρθρω
2 του Σχεδίου Συντάγματος του έτους 1948 της Επιτροπής επί του
Συντάγματος της
Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ερμηνευτικής δηλώσεως, καθ’ ην εις την έννοιαν
του
όρου «ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως περιλαμβάνεται και το
θρησκεύεσθαι
κατά το παλαιόν ημερολόγιον» δηλώσεως ήτις περιελήφθη και εις τα
πρακτικά της
Συντακτικής Επιτροπής του ΞΗ΄Ψηφίσματος, ως και της ετέρας τοιαύτης του
Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Χ. Καραπιπέρη εις την
Ε΄Αναθεωριτικήν Βουλήν κατά την συζήτησιν του άρθρου 13 του εν ισχύει
Συντάγματος καθ’ ην …οι ούτω αυτοαποκαλούμενοι Γνήσιοι Ορθόδοξοι
Χριστιανοί
(Παλαιοημερολογίται) δύνανται να τελούν ακωλύτως τα λατρευτικά των
καθήκοντα»
(επίσημα πρακτικά, Συνεδρίασις ΟΣΤ. Σελ. 2140), απολαύει πλήρους
θρησκευτικής
ελευθερίας και εκδηλώσεως λατρείας των οπαδών της, υπό τους
περιορισμούς
πάντοτε τουΣυντάγματος και των νόμων (Πρόβλεπε, Γνωμοδότησιν Γιδοπούλου
–
Βαμβέτσου – Ανδρούτσου, εν δικαιοσύνη 1933 σελ. 32). Εν τη εννοία δε
της
πλήρους θρησκευτικήε ελευθερίας, ήτις είναι συνταγματικώς κατωωχυρομένη
δια του
άρθρου 13 παρ. 1 και 2 του εν ισχύει Συντάγματος, περιλαμβάνονται τα
δικαιώματα
α) της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και λατρείας, ως
συναρτήματος
των αναγνωρισμένων β) της ελευθερίας
πίστεως, ήτοι της εσωτερικής διαμορφώσεως των σχέσεων του ατόμου προς
το θείον,
γ) της ελευθερίας της εκδηλώσεως και εκφράσεως των θρησκευτικών
δοξασιών, δ)
της Ελευθερίας της λατρείας, ήτοι της εκδηλώσεως της προς το θείον
αφομοιώσεως,
ε) της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι δια θρησκευτικούς
σκοπούς
και στ) της ελευθερίας ανεγέρσεως Ναών και ευκτηρίων οίκων, ως
συνέπειαια του
δικαιώματος του συνέρχεσθαι δια θρησκευτικούς σκοπούς και του
δικαιώματος της
ελευθέρας τελέσεως λατρείας, καθ’ όσον αύτη δεν αντίκειται εις τα
χρηστά ήθη
και την δημόσιαν τάξιν και δεν ασκείται προσηλυτισμός (πρβλ. Πλημ.
Ηρακλείου
115/1967 Ποιν. Χρον.12 σελ. 243 και την υπ’ αυτήν πρότασιν του
εισαγγελέως Πρωτοδικών Θ. Μπαντούνα και αυτόθι
παραπομπάς, Γνωμοδότησις Ιωάν. Σόντη Ν.Β. 13 σελ. 996). Όλως αντίθετος
η ετέρα
γνώμη. Κατ’ αυτήν οι Παλαιοημερολογίται, άτε μη όντες αιρετικοί, μηδέ
σχισματικοί κηρυχθέντες, εξακολουθούσιν υπαγόμενοι εις την Αυτοκέφαλον
Εκκλησίαν της Ελλάδος, τούτων δε ένεκα υπόκεινται κατά πάντα εις τους
νόμους
και κανόνας τους διέποντας την Εκκλησίαν ταύτην και τα κελεύσματα
αυτής. Κατά
την γνώμην ταύτην, η Επίσημος Εκκλησία δικαιούται ν’
απαγορεύση
εις τους Παλαιοημερολογίτας την τέλεσιν εορτών κατ’ άλλας ημέρας, πλην
των υπό
της επισήμου Εκκλησίας οριζομένων 9ίδετε γνωμοδότησιν Γ. Ράμμου – Χρ.
Σγουρίτσα
– Κ. Τσάτσου εν θέμιδι ΞΒ 1951 σελ. 4). Ορθωτέραν θεωρούμεν την
πρώτην γνώμην.
Κατά ταύτα εφ’ όσον επιτρέπεται η ίδρυσις νέας θρησκευτικής Κοινωνίας,
κατά
λογικήν ακολουθίαν πρέπει αύτη να έχη
και ιερείς και επισκόπους δια την τέλεσιν των της λατρείας των. Οι
κληρικοί ούτοι είτε προερχόμενοι εκ της επισήμου Εκκλησίας, είτε εξ’
άλλης
ορθοδόξου Εκλησίας, γίνονται ιερουργοί της νέας θρησκευτικής Κοινωνίας
προς ην
ενσωματούνται πνευματικώς, ασκούντες δε τα
ιερατικά των καθήκοντα δεν αποποιούνται τα έργα του λειτουργού της
Ανατολικής Οροδόξου του Χριστού Εκκλησίας (πρβλ. και Π. ΣΜΑΊΛΗ «ΤΟ
ΚΥΡΟΣ ΤΩΝ
ΓΑΜΩΝ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΤΟΥΤΩΝ»
σελ. 59). -Ως εκ τούτου τόσον η Χειροτονία εν Αμερική του
Ακακίου Παππά,
όσον και αι επακολουθήσασαι τοιαύται των Σκουρλή, Πάστρα και Νασλίμη,
εις ας
συμμετέσχε και ο Αρχιεπίσκοπος Χιλής και Περού Λεόντιος, δεν δύνανται
να
χαρακτηρισθώσιν ως παρ’ ενορίαν γενόμεναι, διότι ο τελευταίος ούτος
επίσκοπος Λεόντιος προσεκλήθη υπό του Αρχιερέως του τόπου της
χειροτονίας (Κανών ΛΕ΄των Αγίων Αποστόλων).
Κατ’ ακολουθίαν, όθεν των ανωτέρω εκτεθέντων, δεν προέκυψαν αποχρώσαι
ενδείξεις
ενοχής προς επιστήριξιν δημοσίας επ’ ακροατηρίω κατηγορίας κατά των
κατηγορουμένων, επί τη αποδιδομένη αυτοίς ως άνω πράξει, οίτινες εν
πάσει
περοπτώσει και εάν έτι ήθελε γίνει δεκτόν ότι,
δεν εχειροτονήθησαν κανονικώς και ένεκα τούτου άνεϋ δικαιώματος
επεχείρουν τάς όσας δια της μηνύσεως
τοις αποδίδονται εκκλησιαστικάς πράξεις, εν όψει και των ως άνω
διδασκομένων, ευλόγως
και συγγνωστώς επίστευον ότι κατέστησαν επίσκοποι και εδικαιούντο να
φέρουν την
στολήν του επισκόπου και να επιχειρούν πάντα τα Αρχιερατικά του
επισκόπου
καθήκοντα και δέον όπως
συνωδά τοις
άρθροις 309 παρ. 1α και 310 παρ. Κ.Π.Δ.., μη γίνη κατ’ αυτών
κατηγορία.- Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα και τέλη της παρούσης δεν
συντρέχει
περίπτωσις επιβολής αυτών εις βάρος τινός. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ. Μεθ’ ο ο Εισαγγελεύς
προέτεινε τα εν αυτή. Εν Πειραιεί τη 31η
Οκτωβρίου 1975. Ο Αντεισαγγελεύς Αργύριος
Τσίχλας. Ακούσαν αυτού και προφορικώς
και αποχωρήσαντος. Ιδών την Δικογραφίαν Σκεφθέν κατά τον Νόμον 1. Επειδή,
κατά των κατηγορουμένων α) Ευθυμίου ή Νικολάου Μεσσιακάρη, Επισκόπου
Παλαιοημερολογιτών και β) Γεωργίου-Γεροντίου Μαριόλη, Μητροπολίτου
Παλαιοημερολογιτών ησκήθη ποινική δίωξις και απηγγέλθη κατηγορία επί
αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του
Χριστού
Εκκλησίας (αρθρ.. 175 παρ. 1 και 2 Π.Κ.). 2. Επειδή, εις την παράβασιν της
διατάξεως του άρθρου 175 του Π.Κ. υποκύπτει ο επιχειρών πράξεις,
αίτινες μόνον
εις νόμιμον φορέα ιερωσύνης είναι επιτετραμέναι. Αντιποιείται, όθεν,
άσκησιν υπηρεσίας αρχιερέως της Αν. Ορθοδόξου Εκκλησίας ο ενεργών
ιεροπραξίας (βαπτίσεις, γάμους κ.λ.π.), χωρίς να έχη χειροτονηθή
εκκλησιαστικός λειτουργός κατά τους κανόνας της Εκκλησίας ή υπό
καθηρημένου
τελεσεδίκως επισκόπου (Α.Π. 39/1956, 178/1957, 140/1964). – Εν
προκειμένω,
εκ της ενεργηθείσης προανακρίσεως και της επακολουθησάσης και νομίμως
περατωθείσης κυρίας ανακρίσεως προέκυψεν ότι αμφότεοι οι κατηγορούμενοι
εχειροτονήθησαν επίσκοποι κατά τους κανόνας της Εκκλησίας και ουχί υφ’
άλλων ψευδεπισκόπων, ως χειροτονηθέντων υπό των καθαιρεθέντων
τελεσεδίκως
Μητροπολιτών, καθ’ α ο μηνυτής δια των από 1-7-1974 δύο μηνύσεών του
κυρίως
διατείνεται. Όθεν, οι κατηγορούμενοι εγκύρως ιερουργώσιν, κατά τα εν τη
Ευαγγελική προτάσει ειδικώτερον διαλαμβανόμενα. Κατ’ ακολουθίαν, μη
υπαρχουσών εν προκειμένω αποχρωσών ενδείξεων προς παραπομπήν
τωνκατηγορουμένων
εις το ακροατήριον επί τη δι ην ούτοι κατηγορούνται ως άνω αξιοποίνω
πράξει της
αντιποιήσεως ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του
Χριστού
Εκκλησίας, δέον όπως μη γίνη κατ’ αυτών κατηγορία επί τη πράξει ταύτη
(άρθρ.
309 παρ. 1α, 310 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) δεκτής ούτω κατά
τούτο, αλλά και
κατά τα σκέλη αυτής, περί της μη επιβολής των εξόδων και τελών εις τον
μηνυτήν,
ως μη συντρεχούσης νομίμου περιπτώσεως (άρθρ.585 Κ.Π.Δ., ως ισχύει νυν)
και
περί συνενώσεως των προκειμένων δύο δικογραφιών (υπ’ αριθμ. Β.Μ. 8140
και 8140α/1974),
λόγω της προφανούς μεταξύ τούτων συναφείας (άρθρ. 128, 129 Κ.Π.Δ.)
καθισταμένης
της εισαγγελικής προτάσεως.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Ιδόν και τα άρθρα 309 παράγρ. 1α και 310
παράγρ. 1 Κ.Π.Δ.
Δεχόμενον την Εισαγγελικήν
πρότασιν
Α) Διατάσσει την συνένωσιν και συνεκδίκασιν των
δικογραφιών εφ’ ων αι υπ’ αριθμ. 19 και
20/1975 παραγγελίαι του
ενταύθα εισαγγελέως.
Β) Αποφαίνεται να μη γίμη κατηγορία κατά των 1) Ευθυμίου ή
Νικολάου
Μεσσιακάρη και 2) Γεωργίου - -Γεροντίου Μαριόλη, επί αντιποιήσει
ασκήσεως
υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας,
πράξει
φερομένη ως υπ’ αυτών πραχθείση εν Πειραιεί και αλλαχού κατά το από του
έτους
1973 μέχρι και του μηνός Αυγούστου 1975 περλαμβανόμενον χρονικόν
διάστημα. Και
Γ) Να μην επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και τέλη του
παρόντος εις βάρος
του μηνυτού.
Απεφασίσθη και εγένετο εν Πειραιεί τη 17η
Δεκεμβρίου 1975
και εξεδόθη τη 21η Ιανουαρίου 1976.
Ο Πρόεδρος
Η Δικ.
Γραμματεύς
Εθεωρήθη
Ο
Εισηγητής
Β΄ ΤΟ
46/91 ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΤΟΥ
ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΔΡΑΜΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
46/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΔΡΑΜΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗ
ΑΥΤΟΥ: Γεώργιος
Γιαννούλης Πρόεδρος,
Δημήτριος Βόσκας, Ευστράτιος
Μανάβης,
Πλημμελειοδίκες. ΙΣΤΟΡΙΚΟ: το Συμβούλιο συνεδρίασε στο
γραφείο του προέδρου, την 17.1.1991, παρουσία και του Εισαγγελέα
Ζαχαρία
Μουράτη και της Γραμματέας Φωτεινής Καραγιάννη για να αποφασίσει σε
ποινική
υπόθεση για την οποία ο Εισαγγελέας έχει υποβάλλει την με αριθμό
106/1990
πρότασή του που έχει ως εξής.
Εισάγω ενώπιόν σας,
σύμφωνα με το άρθρο
245 παρ. 1 ΚΠΔ, την σχηματησθείσα προανακριτική δικογραφία κατά των
1)Κων/νου ή
Καλλιοπίου Παναγιώτου Γιαννακουλόπουλου, Επισκόπου Παλαιοημερολογιτών,
κατοίκου
Πιραιώς και 2) Ιωάννη ή Αμβροσίου Αγαπ. Νικηφορίδη, ιερέως των
Παλαιοημερολογιτών, κατοίκου Δράμας, που κατηγορούνται για παράβαση του
άρθρου
176 σε συνδυασμό με το άρθρο 175§ 2 ΠΚ, κατόπιν αυτεπάγγελτης διώξεως,
και εκτίθενται
τα εξής.
Ι) Στους
κατηγορουμένους αποδίδεται ότι
στη Δράμα στις 22-5-1989 δημόσια και χωρίς δικαίωμα, φορούσαν στολή ή
άλλο
διακριτικό σημείο θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας
του Χριστού ή παράσιμο ή τίτλο που δεν δικαιούνταν να φέρουν νόμιμα,
ήτοι ότι
κατελήφθησαν από αστυνομικά όργανα σε χώρο κοντά στο Διοικητήριο δράμας
κατά
την διάρκεια διαμαρτυρίας των Παλαιοημερολογιτών της πόλεως για την
απαγόρευση
ανεγέρσεως ιερού Ναού τους, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος, Καλλιόπιος
Γιαννακουλόπουλος, αποκαλούμενος Μητροπολίτης των Γνησίων Ορθοδόξων
Χριστιανών
(ΓΟΧ) Πενταπόλεως να φέρει κανονικήν περιβολήν προσιδιάζουσα στον
Ελληνικό
Ορθόδοξο Κλήρο, καθώς και διακριτικά σημεία, ήτοι αχιερατικό εγκόλπιο
και
Ποιμαντορικήν ράβδο, ως να επρόκειτο για πραγματικό αρχιερέα,
χειροτονηθέντα
νόμιμα, έγκυρα και κανονικά
αναγνωρισθέντα δε από την Πολιτεία ως νόμιμο Μητροπολίτη, ο δε
δεύτερος,
Αμβρόσιος (κατά κόσμον Ιωάννης) Νικηφορίδης, αποκαλούμεος Πρεσβύτερος
των ΓΟΧ
στη δράμα, να φέρει στολήν Κληρκού αρμόζουσα στους θρησκευτικούς
λειτουργούς
της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, αν και οι δύο ανωτέρω
δεν είχαν
νόμιμο δικαίωμα να φέρουν τα παραπάνω, καθ’ όσον έχουν ανύπαρκτη την
ιερωσύνη,
ως χειροτονηθέντες από καθηρημένους κληρικούς.
ΙΙ) Κατά το άρθρο
176 του ΠΚ όποιος
δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο
Δημοσίου,
Δημοτικού, Κοινοτικού ή Θρησκευτικού
Λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παράγραφος 2 του άρθρου 175,
δηλαδή, της
Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ή παράσημο ή τίτλο που δεν
δικαιούται να φέρει νόμιμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξη μηνών ή
χρηματική
ποινή. Με την διάταξη αυτή προστατεύονται οι στολές και τα άλλα
διακριτικά
σημεία υπαλλήλων, καθώς και τα παράσημα και οι τίτλοι από παράνομη
χρήση (βλ.
Γάφου, Προσβολαί κατά της Πολιτειακής εξουσίας, Ποιν. Χρονικά Ζ΄σελ.
74).
Θρησκευτικός λειτουργός κατά την έννοια του άρθρου 176 ΠΚ είναι εκείνος
που
φέρει ένα εκ των τριών βαθμών της ιερωσύνης, δηλαδή Επισκόπου,
Πρεσβυτέρου και διακόνου (Πλημ.
Θεσ/νίκης 9128/1969 – Ποιν. Χρον. Κ:
σελ. 202, Πλημ. Αθ. 3881/1972 Ποιν. Χρονικά ΚΓ: σελ. 67), οι οποίοι
αποκτώνται
με την χειροτονία, που είναι η μυστηρακή εκείνη τελετή κατά την οποία
με ευχή
και επίθεση των χειρών του Επισκόπου κατέρχεται η Θεία Χάρις,
προχειριζομένη
τον υποψήφιο σ’ ένα από τους παραπάνω ιερατικούς βαθμούς (Ανδρούτσου,
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ, σελ. 328 επομ. Χριστοφιλόπουλου Ελλην. Εκκλης. Δικ. Έκδ.
β΄σελ. 131)
και έτσι τον καθιστά μέτοχον της Εκκλησιαστικής εξουσίας και του
δικαιώματος
της μεταδόσεως της Θείας Χάριτος με την τέλεση των νενομισμένων
Μυστηρίων και
Ιεροπραξιών (ΑΠ 101/1951 Ποιν. Χρον. Α΄- σελ. 228, ΑΠ 380/1955 Ποιν.
Χρον.
ΣΤ΄σελ. 92, Πλημ. Ηρακλείου 115/1967 Ποιν. Χρον. ΙΖ΄σελ. 242). Η
χειροτονία
Πρεσβυτέρου ή Διακόνου τελείται από ένα επίσκοπο, (Αποστολικός Κανών
Β΄που
επαναλήφθηκε με τον ΙΓ΄Κανόνα της εν Αγκύρα συνελθούσης Ιεράς Συνόδου
και του
της εν Αντιοχεία τοιαύτης. «Πρεσβύτερος υπό ενός Επισκόπου
χειροτονείσθω, και
οι διάκονοι και οι λοιποί»), ενώ του επισκόπου από τρεις ή
τουλάχιστον
δύο επισκόπους (Αποστολικός Κανών Α΄- Καν. ΙΓ΄της εν Καρθαγένη Συνόδου,
Χριστοφιλοπούλου οπ. παρ. σελ. 140 σημ. 3). Και στολή μεν θρησκευτικού
λειτουργού
της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι
η καθιερωμένη περιβολή ή αμφίεση, όπως αυτή ορίστηκε με το ΠΔ της 21/22
Ιανουαρίου 1931, ενώ διακριτικά σημεία, καθορισθέντα με το ΒΔ της 15
Ιουνίου /
10 Ιουλίου 1856, είναι εκείνα που προσδιορίζουν τον βαθμό ή την
ιδιότητα του
φέροντος την στολή. Τέτοια είναι το αρχιερατικό εγκόλπιο και η
Ποιμαντρική
ράβδος (βλ. Μπουροπούλου Ερμην. Ποιν. Κώδ. τόμ. Α΄σελ. 120, Τούση –
Γεωργίου
Ποιν. Κώδ. τόμ. Α΄σελ. 480 σημ. 3, Χριστοφιλοπούλου. Ο νέος ΠΚ. Κα το
εκκλης.
Δίκαιο. Θεμ. ΞΓ΄- - σελ. 305, Πλημ. Καβ. 412/1966 Ποιν. Χρον. ΙΣΤ΄σελ.
625). Από
τα παραπάνω συνάγεται ότι η στολή και τα διακριτικά σημεία είναι
επιτετραμένα
μόνο στο νόμιμο φορέα της Ιερωσύνης, δηλαδή τον χειροτονηθέντα σύμφωνα
με τους
κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας (ΑΠ 101/1951 οπ.
παρ.,
ΑΠ 140/1964 Ποιν. Χρον. ΙΔ΄σελ. 369). Για να κριθή όμως η νομιμότητα
του
δικαιώματος του θρησκευτικού Λειτουργού να φέρη την στολή και τα
διακριτικά
σημεία, πρέπει να ερευνηθεί το νόμιμο του κατεχόμενου από αυτόν βαθμού
και το
κύρος της χειροτονίας του με την οποία απέκτησε τούτον. Διότι
ενεργητικό
υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 176 ΠΚ μπορεί να είναι και ο
θρησκευτικός
λειτουργός που καθαιρέθηκε τελεσίδικα
(ΑΠ 225/1934, 359//1934, 148/1940, 524/1940 στο σχολιασμένο ΠΚ
Βαβαρέτου έκδ.
1974 σελ. 595, ΑΠ 486/1966 Ποιν. Χρον. ΙΖ΄σελ. 144, Α.Π 323/1974 Ποιν.
Χρον.
ΚΔ΄σελ. 611, ΑΠ Ολομ. 378/1980 Ποιν. Χρον. Λ΄σελ. 568) ή που
χειροτονήθηκε από
καθηρημένο επίσκοπο, ο οποίος στερείται της εξουσίας προς τέλεση του
Μυστηρίου
της Ιερωσύνης (ΑΠ 39/1956 Ποιν. Χρον. ΣΤ΄σελ. 190, ΑΠ 290/1956 Ποιν.
Χρον. Σελ.
27, ΑΠ 178/1957 Ποιν. Χρον. Ζ΄σελ. 372) ή χειροτονήθηκε από άτομο που
ουδέποτε
απέκτησε το αξίωμα του επισκόπου (ΑΠ 101/1951 οπ. παρ.). Εξάλλου, για
την
υποκειμενική θεμελίωση του ιδίου πιο πάνω εγκλήματος απαιτείται δόλος
που ενέχει
την γνώση του δράστη ότι δεν έχει δικαίωμα να φέρει στολή ή τι
διακριτικό
σημείο (Μπουροπούλου οπ. παρ. σελ. 122 Καρανίκα Εγχ. Ποιν. Δικ. Ειδ.
Μέρος τομ.
Β΄σελ. 178, ΑΠ 326/1953 Ποιν. Χρον. Γ΄σελ. 508). Γίνεται λοιπόν δεκτό
από τους
συγγραφείς και την Νομολογία των Δικαστηρίων μας ότι με την διάταξη του
άρθρου
60§1ΚΠΔ παρέχεται στο Ποινικό Δικαστήριο
(άρα και στο Δικαστικό Συμβούλιο) η εξουσία να κρίνει παρεμπιπτόντως
για τα
ενώπιόν του αναφυόμενα ζητήματα οποιασδήποτε φύσεως (όχι μόνο αστικής)
και δη
και εκκλησιαστικής (Π. Καίσαρη Κωδ. Ποιν. Δικον. Τόμ. Α΄σελ. 732, Γ.
Βαβαρέτου
ΚΠΔ έκδ. Ε, 1972 σελ. 221, Ζησιάδη Ποιν. Δικον. Έκδ. Γ΄1976 σελ.
409-410, ΑΠ.
178/1957 οπ. παρ., ΑΠ 454/1966 Ποιν. Χρον. ΙΖ΄σελ. 101, Συμβ. Εφ. Πειρ.
206/1986 Ελλ. Δικ. 27, 1245).
ΙΙΙ) Η άσκηση της
Εκκλησιαστικής
Δικαιοσύνης, αποβλέπουσα στην διασφάλιση της Εκκλησιαστικής πειθαρχίας
(άρθρο 1
Ν. 5383/1932) που ανάγεται στον πνευματικό και θρησκευτικό τομέα δράσης
της
Εκκλησίας, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα αυτής, διότι συνδέεται
με την
εσωτερική της τάξη, και γίνεται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (άρθρο
44§1Ν.
590/1977), που δεν είναι δικαστήρια της πολιτείας, οι δε αποφάσερις των
δεν
είναι αποφάσεις πολιρτειακών δικαστηρίων ούτε εκτελεστές Διοικητικές
πράξεις (Σ.τ.Ε.
Ολομ. 2880/1972 ΝοΒ-21. 109, Σ.τ.Ε. 36/1975 ΝοΒ 25.809, Συμ. Εφ. Πειρ.
206/1986
οπ. παρ.). Τα Δικαστήρια αυτά, προβλεπόμενα από τον Ν. 5383/1932, που
κατά μίαν
άποψη είναι αντισυνταγματικός (βλ. Ι. Παναγοπούλου ΝοΒ 20.281),
επιβάλλουν
εκκλησιαστικές ποινές έχουσες καθαρώς πνευματικό χαρακτήρα, μεταξύ των
οποίων η
καθαίρεση (βλ. Χριστοφιλοπούλου Εκκλ. Δικ. Τεύχος Γ΄, 1962§53 σελ. 264,
Γνωμ.
Εις. Πρωτ. Αθ. 7/1971 ΝοΒ 20.563) και η αργία, οι οποίες επιβάλλονται
και στους
Αρχιερείς από το Πρωτοβάθμιον και Δευτεροβάθμιον γι αυτούς Δικαστήρια
(άρθρα 1
στοιχ. Γ΄-20, 23 στοιχ. Β΄και δ§ 24 Ν. 5383/1932). Με την καθαίρεση
αποβάλλεται
η ιδιότητα του Κληρικού και ο καταδικασμένος επανέρχεται στην τάξη των
μελών
της Εκκλησίας, στην οποία ανήκε πριν την χειροτονία του, με περαιτέρω
συνέπεια
την απώλεια κάθε εξουσίας που πηγάζει από αυτήν την ιδιότητα. Αν ωστόσο
ο
καθηρημένος ασκήσει μία από τις αρμοδιότητεςς που είχε προηγουμένως, η
σχετική
πράξη είναι ανίσχυρη (βλ. Σπ. Τρωϊάννου, Παραδόσεις Εκκλ. Δικαίου, έκδ.
Β΄, 1984,
σελ. 421, Κ. Βαβούσκου Εγχ. Εκκλ. Δικ. Έκδ. Γ΄1978 σελ. 339, ΑΠ 1/1947,
ΕΕΝ
ΙΔ΄σελ. 169, ΑΠ 27/1947, ΕΕΝ ΙΕ΄σελ. 142), και ο ίδιος φέροντας αμφίεση
κληρικού, διαπράττει όπως λέχθηκε ανωτέρω, το έγκλημα του άρθρου 176
ΠΚ. (βλ.
και άρθρο 54 Ν. 590/1977). Με την αργία δεν στερείται ο κληρικός την
ιδιότητά
του, ούτε τις εξουσίες που απορρέουν απ’ αυτήν, αλλά και του
απαγορεύεται η
άσκησή τους για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Εάν δε κατ’ αυτό ασκήσει
ιερατική εξουσία, οι πράξεις του είναι έγκυρες, αλλ’ η συμπεριφορά του
συνεπάγεται την επιβολή νέας ποινής (Τρωϊάνος οπ. παρ. σελ. 422). Όμως,
από τον
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 126, 127, 129, 134, 135 και 147 του
Ν.
5383/1982 «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων» με σαφήνεια προκύπτει ότι ο
Αρχιερέας που καταδικάσθηκε ερήμην στις παραπάνω ποινές, δικαιούται να
ασκήσει
κατά των αποφάσεων που τις επέβαλαν ανακοπή και έφεση εντός 10 ημερών
από την
προς αυτόν κοινοποίηση των αποφάσεων. Τόσο τα ένδικα μέσα όσο και η
προθεσμία
τους αναστέλλουν την εκτέλαση των αποφάσεων, πλην των επιβαλλουσών την
ποινή
της αργίας. Τέλος κατά το άρθρο 151 του ιδίου Νόμου, οι εκτελεστές
μόλις
καταστούν τελεσίδικες, δηλαδή όταν κατ’ αυτών δεν χωρεί ανακοπή ή
έφεση.
Επομένως, η επέλευση των εκτεθεισών εννόμων συνεπειών της ποινής
καθαιρέσεως
αρχίζει μόνο με την τελεσίδικη επιβολή της (Σ. Τρωϊάνος οπ. παρ. σελ.
168, ΑΠ
486/1966 οπ., ΑΠ 856/1973, 869/1973 Ποιν. Χρον. ΚΔ΄σελίδες 97, 99).
Τούτο
σημαίνει ότι ο φέρων στολήν κληρικού και προβαίνων σε ιεροπραξίες μετά
την περί
καθαιρέσεως απόφαση, εφ’ όσον ήσκησε κατ’ αυτής έφεση που δεν
εκδικάσθηκε
εισέτι δεν τελεί το έγκλημα του άρθρου 176 ΠΚ, διότι η αναστολή
εκτελέσεως της
αποφάσεως που επέρχεται με την άσκηση της εφέσεως, νόμιμη συνέπεια έχει
ότι ο
καταδικασθείς κληρικός διατηρεί τον βαθμόν του στην ιερατική τάξη και
μπορεί
ακολύτως να ασκήσει τα καθήκοντά του (ΑΠ 9/1934 Θέμ. ΜΕ΄σελ. 342). Το
ίδιο
ισχύει και για τον κληρικό που χειροτονήθηκε από καθηρημένο Μητροπολίτη
πριν
καταστεί τελεσίδικη η περί καθαιρέσεως απόφαση (ΑΠ 290/1956 οπ. παρ..),
καθώς
σε κάθε περίπτωση κληρικού που δεν του κοινοποιήθηκε η ανωτέρω απόφαση,
ώστε ν’
αρχίσει τρέχουσα η προθεσμία των ενδίκων μέσων, διότι και στην
τελευταία
περίπτωση η πιο πάνω απόφαση στερείται τελεσιδικίας. Για την εκτέλεση
όμως,αοφάσεων κατ’ Αρχιερέων, δεν αρκεί η τελεσιδικία, αλλ’ απαιτείται
και η
έκδοση Προεδρικού Διατάγματος ανεξάρτητα από το είδος της επιβληθείσης
ποινής
(άρθρο 152 Ν. 5383/1932). Ειδική μορφή ενδίκου μέσου αποτελεί το
έκκλητο στον
Οικουμενικό Πατριάρχη, στρεφόμενο κατά των τελεσιδίκων αποφάσεων των
Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων που επιβάλλουν τις ανωτέρω ποινές. Τούτο
ασκείται
εντός 30 ημερών από την επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως, η δε
προθεσμία
και η άσκησή του δεν αναστέλλουν την εκτέλεση αυτής (άρθρο 44 § 2 Ν.
590/1977).
Εξ’ άλλου, στην Εκκλησιαστική Δικονομία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική
πρόβλεψη για ακυρωτική αρμοδιότητα των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων (Σπ.
Τρωϊάνος
οπ. παρ. σελ. 168). Επομένως, αποφάσεις εκδιδόμενες με τέτοιο
αντικείμενο είναι
ανύπαρκτες και ανίσχυρες, μη δυνάμενες να παράγουν έννομα αποτελέσματα
(π.χ. το
Εκκλησιαστικό Δικαστήριο από καμμιά διάταξη νόμου δεν έχει αρμοδιότητα
να
κηρύξει άκυρη την σε επίσκοπο χειροτονία).
ΙV)
Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΓΟΧ ή
Παλαιοημερολογίτες) αποκαλούνται τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της
Ελλάδος
που αποσπάσθηκαν από αυτήν διοικητικά μετά την επέκταση του νέου
(Γρηγοριανού)
ημερολογίου του 1924 και στις εκκλησιαστικές σχέσεις για τον υπολογισμό
των
ακινήτων εορτών (βλ. σχετ. Μητρ.
Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαϊδη, Ιστορική και κανονική θεώρηση
του
Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος 1982, Σπ. Τρωϊάνου οπ. παρ. σελ. 155,
ιδίου
Γνωμ. Στον Αρμ. 1985 σελ. 453, Γνωμ. Χ. Παπαστάθη Αρμ. 1985 σελ. 459,
Μον.
Πρωτ. Αθ. 2157/1984 Αρμ. 1985 σελ. 464). Οι ανωτέρω (ΓΟΧ), αποτελούντες
απλή
παρασυναγωγή (βλ. Ι. Παναγοπούλου, Περί του κύρους της χειροτονίας
κληρικού
παρά καθηρημένου Παλαιοημερολογίτου Επισκόπου γενομένης, ΝοΒ 18.900
επόμ. Κανών
ΑΠ. Βασιλείου εν Συν. Δ 89, Γνωμ. Εισ. ΑΠ 8/1989 Ελλ. Δοκ. 30. 1396),
σύμφωνα
με την άποψη που επικράτησε για την νομική τους θέση στην Ελληνική
Πολιτεία,
δεν είναι ετερόδοξοι ή αιρετικοί ή σχισματικοί, αλλ’ εξακολουθούν ν’
ανήκουν
στο πλήρωμα της Αυτοκεφάλου Ανατολικής Εκκλησίας, υπαγόμενοι στην
δικαιοδοσία
της υπέρτατης Εκκλησιαστικής Αρχής που διοικεί την Εκκλησία και
υποκείμενοι
στις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτου αυτής, δηλ. τον Ν. 590/1977, ο
οποίος
όμως δεν έχει την ηυξημένη τυπικήν ισχύν (Σ.τ.Ε. 1956/1986 Ελλην. Δικ.
27.1032), καθώς και στην πειθαρχική εξουσία της αρμόδιας εκκλησιαστικής
αρχής
(γνωμ. Ράμμου – Σγουρίτσα – Τσάτσου Θεμ. ΞΒ΄σελ. 4 επόμ., ΑΠ 486/1966
οπ. παρ.,
Συμ. Εφ. Πειρ. 206/1986 οπ. παρ.). Με το από 18/25 Ιανουαρίου 1923 Β.
Δ/μα
καθωρίσθηκε ότι το μεν κράτος αακολουθεί το Νέο ημερολόγιο, η δε
Εκκλησία το
Ιουλιανόν. Έκτοτε το Διάταγμα αυτό ουδέποτε τροποποιήθηκε ή
καταργήθηκε. Δι
αυτού η 16η Φεβρουαρίου 1923 εγένετο 1 Μαρτίου 1923.
Με την υπ’ αριθμ. 430/1-3-1924 εγκύκλιό της η
Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Εξωτερικού ότι
και αυτή
ακολουθεί το Νέον Ημερολόγιο, με βάση το οποίο η 10η
Μαρτίου θα
ελαμβάνετο ως η 23η, παρόλο που δεν
υπήρχε προηγούμενη συννενόηση με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η
στάση αυτή της Εκκλησίας πρόκαλεσε την αντίδραση κυρίως μοναχών και
ιερομονάχων
του Αγίου Όρους, οι οποίοι πλαισιούμενοι από τους πιστούς και ευσεβείς
Ορθοδόξους συγκρότησαν το έτος 1926 την
πρώτη αυτοκληθείσα (Ελληνική Θρησκευτική Κοινότητα των Γνησίων
Ορθοδόξων
Χριστιανών), ενώ στην συνέχεια, τον Μάϊο του έτους 1935 η παραπάνω
αντίδραση
κορυφώθηκε, διότι ορισμένοι Αρχιερείς της Εκκλησίας απεσπάσθησαν απ’
αυτήν και
προέβησαν σε χειροτονίες κατωτέρων κληρικών και τοιούτων Επισκόπων,
συγκροτήσαντες την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων
Χριστιανών
της Ελλάδος, που ακολούθησαν το Πάτριον ημερολόγιον. Μεταξύ των ανωτέρω
Αρχιερέων που πρωτοστάτησαν ήταν οι Μητροπολίτες τέως Δημητριάδος
Γερμανός,
πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και τέως Ζακύνθου Χρυσόστομος, οι οποίοι
στις
8-6-1935 χειροτόνησαν, μεταξύ άλλων, τον Επίσκοπον Βρεσθένης Ματθαίον
(βλ. Ι.
Παναγοπούλου ΝοΒ 18.900 επόμ.). Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία της Ελλάδος,
εφαρμόζουσα την εκκλησιαστική ποινική νομοθεσία εισήγαγε τους πιο πάνω
Αρχιερείς σε δίκη και, με την υπ’ αριθμ. 2 (ΣΠ 1546) της 14-6-1935
απόφασή του,
το πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο κατεδίκασε αυτούς ερήμην
σε
καθαίρεση από το Αρχιερατικό αξίωμα και υπαγωγή τους στην τάξη των
μοναχών,
καθώς και σε πενταετή σωματικό περιορισμό για τουε λόγους που
μνημονεύονται σ’
αυτή (βλ. αντίγραφο αποφάσεως). Η ανωτέρω όμως απόφαση δεν
κατέστη ποτέ
τελεσίδικη, ώστε να είναι εκτελεστή,
σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις
του Ν. 5383/1932, διότι: α) εφ’ όσον εκδόθηκε ερήμην των Αρχιερέων,
έπρεπε να
κοινοποιηθή ώστε ν’ ασκηθή ένδικο μέσο (ανακοπή ή έφεση) ή να παρέλθει
άπρακτη
προθεσμία προς άσκησή του, πράγμα που δεν έγινε, διότι παρ’ όλο που με
το υπ’
αριθμ. 80/26/85 ΞΑ 24-9-1990 έγγραφο του Πταισματοδικείου Αθηνών
ζητήθηκαν τα
αποδεικτικά επιδόσεως από την Γραμματεία της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της
Ελλάδος σε εκτέλεση της προανακριτικής παραγγελίας μας, δεν απεστάλησαν
αυτά,
β) εάν πράγματι ήταν τελεσίδικη, κατόπιν ασκηθέντος ενδίκου μέσου, θα
έπρεπε να
εξεδίδετο απόφαση του Δευτεροβαθμίου δια τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, γ)
για να
ήταν εκτελεστή η παραπάνω απόφαση (εφ’ όσον ήταν τελεσίδικη), θα έπρεπε
να
εκδοθεί και Προεδρικό Διάταγμα περί της καθαιρέσεώς των, όπως απαιτεί ο
νόμος,
πράγμα που δεν συνέβηκε , διότι ουδέποτε αναφέρθηκε κάτι τέτοιο, δ)
στην
Γνωμοδότηση των Ράμμου-Σγουρίτσα-Τσάτσου, σχετικά με τη νομική θέση των
ΓΟΧ
(βλ. αυτήν στη Θεμ. ΞΒ΄σελ. 7), δεν αναφέρεται τίποτε περί τελεσιδικίας
αποφάσεως, αλλ’ απλώς γίνεται υπόθεση ότι: «η μνησθείσα απόφασις εφ’
όσον
εγένετο τελεσίδικος δια της παρόδου απράκτων των προθεσμιών ασκήσεως
ενδίκων
μέσων ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως ή δια της ασκήσεως και
απορρίψεως αυτών,
παράγει πάντα τα νόμιμα αποτελέσματα….,. Το γεγονός ότι οι ανωτέρω
Αρχιερείς
ήσκησαν το έκλητον ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου, δεν αναιρεί τα
παραπάνω
λεχθέντα, καθόσον δικονομικά αυτό ήταν απαράδεκτο, αφού στρεφόταν κατ’
αποφάσεως μη τελεσίδικης, και έπρεπε, χωρίς άλλη έρευνα, να απορριφθεί.
Γι αυτό
το υποστηριζόμενο περί μη τελεσιδικίας της υπ’ αριθμ. 2/1935 αποφάσεως
του
Πρωτοβαθμίου δια τους Αρχιερείς Δικαστηρίου λόγω μη εισέτι εκδικάσεως
του κατ’
αυτής εκκλήτου (βλ. Βούλ. Συμβ. Πλημ. Πειρ. 54/1976 Ποιν. Χρον.
ΚΣΤ΄σελ. 674,
Βούλ. Συμβ. Πλημ. Πειρ. 1344/1964 αδημ.), δεν είναι ορθόν. Αντίθετα εάν
πράγματι η ως άνω απόφαση ήταν τελεσίδικη, η μη εκδίκαση του εκκλήτου
δεν θα
ανέστειλε, σύμφωνα με τον Ν. 590/1977, την εκτέλεση της επιβληθείσης
ποινής. Ο
Άρειος Πάγος δεν ασχολήθηκε ποτέ με το θέμα
της τελεσιδικίας της πιο πάνω αποφάσεως. Πράγματι, με τις υπ’ αριθμ.
39/1956 (Ποιν. Χρον. ΣΤ΄σελ. 190) και 178/1957 (Ποιν. Χρον. Ζ΄σελ. 372)
αποφάσεις του, που αναφέρονται ειδικά στον εκ των πιο πάνω
καθαιρεθέντων Αρχιερέα πρώην Φλωρίνης
Χρυσοστόμου, απεφάνθη ορθές τις Εφετειακές αποφάσεις, κατά τις οποίες ο
ανωτέρω
Αρχιερέας δεν είχε την εξουσία να χειροτονεί, καθόσον κατεδικάσθη σε
καθαίρεση
με την άνω (τελεσίδικη) απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δηλαδή
ότι ορθά
έκριναν τις συνέπειες της τελεσιδικίας. Εκ τούτων έπεται ότι οι
αποφάσεις των
Εφετείων, χωρίς να ερευνήσουν την εκτελεστότητα της αποφάσεως, θεώρησαν
αυτή
τελεσίδικη, ίσως στηριζόμενες στο άρθρο 124 § 3 του Ν. 538-3/1932, κατά
τον
οποίον «Αι περί δεδικασμένου διατάξεις της ποινικής δικονομίας
επεκτείνονται
και επί του παρόντος» δηλαδή ότι αποτελεί δεδικασμένο γι αυτά. Ωστόσο
το
δεδικασμένο προϋποθέτει μεταξύ άλλων αμετάκλητη (εδώ τελεσίδικη)
καταδικαστική
ή αθωωτική απόφαση (αριθμ. 57 § 1 ΚΠΔ), πράγμα που δεν ερευνήθηκε.
Σύμφωνα
λοιπόν με τις σκέψεις μας αυτές, η μη τελεσιδικία της ανωτέρω αποφάσεως
και η
μη έκδοση Π.Δ./τος περί καθαιρέσεως των παραπάνω Αρχιερέων, δεν επέφερε
τις
νόμιμες συνέπειες της ποινής αυτής και επομένως οι ανωτέρω δεν
στερήθηκαν
ΠΟΤΕ της εξουσίας προς τέλεση Μυστηρίων και ιερατικών πράξεων, με
συνέπεια, μη
αποβάλλοντες το Αρχιερατικό αξίωμα, οι γενόμενες απ’ αυτούς χειροτονίες
να
είναι ισχυρές, τελεσθείσες από νόμιμους φορείς της ιερωσύνης.
V)
Για τον χειροτονηθέντα από τους πιο πάνω Αρχιερείς (προ της καθαιρέσεώς
των)
Επίσκοπον Βρεσθένης Ματθαίον, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 3 της 2-7-1935
(ΣΠ. 1988,
1992) και από 18-7-1935 αποφάσεις των Πρωτοβαθμίου και Δευτεροβαθμίου
για τους
Αρχιερείς Δικαστηρίων αντίστοιχα (οι οποίες καίτοι ζητήθηκαν δεν
ανευρέθηκαν
από την Γραμματεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα
με το
από 19-3-1990 έγγραφο αυτής προς τον Πταισματοδίκη Πειραιώς), με τις
οποίες
αυτός καταδικάσθηκε στις ποινές της καθαίρεσης και της αργίας ενός
έτους
αντίστοιχα (βλ. Γνωμ. Ράμμου οπ. παρ.). Με την τελευταία όμως απόφαση
το
Δικαστήριο (Δευτεροβάθμιο) κήρυξε επίσης άκυρη την σε Επίσκοπο
χειροτονία του
ανωτέρω, δηλαδή, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, ήσκησε αρμοδιότητα που δεν
παρείχετο σ’ αυτό από την εκκλησιαστική ποινική νομοθεσία ή άλλο νόμο,
και κατά
συνέπεια η παραπάνω απόφαση είναι ανίσχυρη, ως προς το σκέλος αυτό, και
δεν
παράγει αποτελέσματα.
Επομένως και ως προς τον Επίσκοπον τούτον δεν έχουμε
στέρηση του
Αρχιερατικού αξιώματος (διότι η αργία δεν επιφέρει τοιαύτην), με
συνέπεια οι
παρ’ αυτού γενόμενες χειροτονίες να είναι ισχυρές, τελεσθείσες από
νόμιμο φορέα
της Ιερωσύνης. Συνεπώς οι απ’ αυτόν χειροτονηθέντες νομίμως φέρουν το
ιερατικό
σχήμα. Πράγματι ο ανωτέρω Αρχιερεύς χειροτόνησε κατώτερους κληρικούς
και
Επισκόπους, μετά των τελευταίων δε συγκρότησε την Ιερά Σύνοδο της
Ματθαιϊκής
Παρατάξεως της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος,
η οποία
μετά την Νομολογία του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 39/1956 και 178/1957 οπ.
παρ.),
κατά την οποία οι το έτος 1935 καθαιρεθέντες Αρχιερείς στερούνται της
εξουσίας
να χειροτονούν και ότι οι υπ’ αυτών χειροτονηθέντες δεν έχουν την
ιδιότητα του
κληρικού, προσέφυγε στην εν Αμερική Υπερόριον Ρωσική Οορθόδοξον
Εκκλησία της
Ρωσίας (είναι το τμήμα εκείνο της Ρωσικής Εκκλησίας που εξήλθε της
Ρωσίας μετά
την Επανάσταση του 1917, η δε διοίκηση των Επισκόπων αυτής
αναγνωρίσθηκε το
έτος 1920 από τον Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα), η οποία δέχθηκε την δια
χειροτονίας
(σημ. «Πατρίων»: το ορθόν είναι δια «χειροθεσίας») εξασφάλιση της
διαδοχής στην
Ιεραρχία της.
Έτσι, από την Ιεράν Σύνοδον της ανωτέρω Εκκλησίας, που
ακολουθεί το
Πάτριον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον, μεταξύ των ετών 1960 και 1962,
χειροτονήθηκαν
με την σειρά: α) Ο Αρχιμανδρίτης Ακάκιος Παππάς σε Επίσκοπον Ταλαντίου,
από τον
Αρχιεπίσκοπο Σικάγου Σεραφείμ και τον Επίσκοπο Θεόφιλο. β) Ο
Αρχιμανδρίτης
Αυξέντιος Πάστρας σε Επίσκοπο Γαρδικίου, από τον Ακάκιο Παππάν και τον
Αρχιεπίσκοπον Χιλής και Περού Λεόντιο. γ) Ο Αρχιμανδρίτης Γερόντιος
Μαργιώλης
σε Επίσκοπο Πειραιώς και Σαλαμίνος από τους Ακάκιον Παππάν, Αυξέντιον
Πάστραν
και τον Επίσκοπον Κυκλάδων Παρθένιον. δ) Το έτος 1971, οι Μητροπολίτες
Κορινθίας Κάλλιστος και Κιτίου Επιφάνιος, από τους Αρχιερείς Γερμανίας
Φιλόθεον
και Αυστραλίας Κων/νον, οι οποίοι ενεκλήθηκαν από την Σύνοδο των
Επισκόπων της
Εκκλησίας αυτής. Οι ανωτέρω χειροτονηθέντες, (σημ. «Πατρίων»: Το ορθόν
είναι
«οι ανωτέρω (Κορινθίας Κάλλιστος και Κυτίου Επιφάνιος) χειροθετηθέντες,
εχειροθέτησαν περαιτέρω τους υπόλοιπους Αρχιερείς της Ματθαιϊκής
Παρατάξεως),
χειροτόνησαν τους υπόλοίπυς Αρχιερείς, τον κλήρο (βλ. εκτενέστερη
ανάπτυξη στο
Βουλ. Συμβ. Πλημ. Πειρ. 54/1976 οπ. Πειραιώς).
VI) Στην προκειμένη περίπτωση, από την προανάκριση
που διενεργήθηκε και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της
δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα εξής
περιστατικά:
Στις 22-5-1989 στην Δράμα
και πλησίον του
Διοικητηρίου έγινε συγκέντρωση διαμαρτυρίας από οπαδούς των
Παλαιοημερολογιτών
Δράμας εξ αφορμής της αρνήσεως του Μητροπολίτου Δράμας να επιτρέψει
τηνανέγερση
Ναού τούτων. Επί κεφαλής του πλήθους ήταν οι κατηγορούμενοι Καλλιόπιος
Γιαννακουλόπουλος, αποκαλούμενος Μητροπολίτης Πενταπόλεως των ΓΟΧ και ο
Αρχιμανδρίτης
και εφημέριος του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών των ΓΟΧ Δράμας
Αμβρόσιος
Νικηφορίδης. Ο πρώτος τούτων, ενδεδυμένος το ιερατικόν σχήμα, έφερε το
δι
Αρχιερείς εγκόλπιον και κρατούσε ποιμαντορική ράβδο, ο δε δεύτερος
έφερε την
στολήν του κληρικού (βλ. εφημερίδες). Ο πρώτος κατηγορούμενος
χειροτονήθηκε
διάκονος το έτος 1945 από τον Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίον, που, κατά τα
προλεχθέντα είχε κανονική ιερωσύνη, καθόσον χειροτονήθηκε πριν την
καθαίρεση
των χειροτονησάντων τούτον Αρχιερέων, ενώ δεν απώλεσε το Αρχιερατικό
του αξίωμα
λόγω των αποφάσεων των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Στη συνέχεια το έτος
1950 ο
Καλλιόπιος χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο από τον πρώην Φλωρίνης
Χρυσόστομο, ο
οποίος, όπως είπαμε, ενώ καθαιρέθηκε με την υπ’ αριθμ. 2/1935 απόφαση
του Πρωτοβαθμίου
για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, η απόφαση αυτή δεν κατέστη τελεσίδικη,
ώστε να
παράγει τις εκ της καθαιρέσεως έννομες συνέπειες. Επομένως ο πρώτος
κατηγορούμενος χειροτονήθηκε νομίμως από τον έχοντα την προς τούτο
εξουσία
Αρχιερέα. Μετά ταύτα ο Καλλιόπιος στις 12-2-1979 χειροτονήθηκε σε
Μητροπολίτη
Πενταπόλεως των ΓΟΧ από τους Κορινθίας Κάλλιστον, Αχαϊας Καλλίνικον και
Αιολίας
Γερμανόν, που έλκουν την διαδοχή τους από την Υπερόριον Ρωσσική
Ορθόδοξη
Εκκλησία (βλ. χειροτονητήρια για πρώτο κατηγορούμενο). Ο δεύτερος
κατηγορούμενος χειροτονήθηκε στις 30-1-1976 διάκονος και στις 30-1-1981
πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη των ΓΟΧ Φθιώτιδος και Θαυμακού
Καλλίνικον (βλ.
χειροτονητήριο). Ο τελευταίος, που ανήκε αρχικά στην επίσημη Εκκλησία
της
Ελλάδος, χειροτονήθηκε διάκονος το έτος 1954 από τον Μητροπολίτη Σύρου
Φιλάρετο. Το έτος 1965 προσχώρησε στην Θρησκευτική κοινότητα των ΓΟΧ
και το έτος 1971 χειροτονήθηκε Επίσκοπος της
παραπάνω Μητροπόλεως από τον Αυξέντιο Πάστρα (Αρχιεπίσκοπο τότε των
ΓΟΧ),
Πειραιώς και Σαλαμίνος Γερόντιο με σύμψηφο του Εξάρχου Αμερικής
Μητροπολίτη
Αστορίας Πέτρου. Περί της χειροτονίας των τελευταίων εγένετο ήδη λόγος.
VII)
Όπως είναι φανερό, εφ’ όσον, κατά τα ειπωθέντα παραπάνω, νόμιμος φορέας
της
ιερωσύνης, είναι αυτός που χειροτονήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες και
τις
παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, η τήρηση των
οποίων
γίνεται τόσον από την επίσημη Εκκλησία όσον και από τους ΓΟΧ,οι οποίοι
διαφοροποιούνται από την πρώτη μόνο ως προς τον χρονικό προσδιορισμό
του
Εορτολογίου, συνάγεται ότι οι κληρικοί των τελευταίων, υπό την
προϋπόθεση ότι
δεν έχουν καθαιρεθεί τελεσίδικα ή δεν έχουν χειροτονηθεί από
τελεσιδίκως
καθηρημένους Αρχιερείς, νόμιμα φέρουν το ιερατικόν σχήμα και επομένως
δεν
διαπράττουν το έγκλημα του άρθρου 176 ΠΝ (βλ. αντίγραφο υπ’ αριθμ.
713/1983
απόφ. Μον. Πλημ. Χίου αδημ.). Τα’ ανωτέρω ισχύουν και για τους
κατηγορούμενους,
οι οποίοι έχουν νόμιμο δικαίωμα να φέρουν την στολήν του Κληρικού και
να τελούν
τις ιερατικές πράξεις που προσιδιάζουν στον βαθμό που κατέχουν.
Επιχειρήματα
ενισχυτικά των ανωτέρω απόψεών μας είναι: α) Υπήρχαν περιπτώσεις που η
επίσημη
Εκκλησία δέχθηκε στους κόλπους της κληρικούς των ΓΟΧ (βλ. ΝοΒ 18 σελ.
902 και
υπ’ αριθμ. 4796/80/371/27-2-1981 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της
Ελλάδος προς Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος. β) Υπάρχουν Ορθόδοξες
Εκκλησίες, που
ακολουθούν το Παλαιόν ημερολόγιον, με τις οποίες η Ελληνική Εκκλησία
βρίσκεται
σε κανονική κοινωνία (π.χ. Πατριαρχείο Ιεροσολύμων). γ) Η Ελληνική
Πολιτεία αναγνωρίζει,
με την προϋπόθεση του κανονικού της χειροτονίας των, τα από τους
κληρικούς των
ΓΟΧ τελούμενα Μυστήρια, απαλλάσει αυτούς
της στρατεύσεως και παρέχει σ’ αυτούς δωρεάν ιατροφαρμακευτική
και νοσοκομειακή περίθαλψη (βλ. σχετικά
έγγραφα Υπουργείων ). Έτσι φαίνεται ότι
η αρχικώς κρατήσασα άποψη για την νομική θέση των Παλαιοημερολογιτών
στην
Ελλάδα, που εκτέθηκε παραπάνω αρχίζει να εγκαταλείπεται, διότι: α) Ο
καθηγητής
του Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπ. Τρωϊάνος, ενώ
στο
σύγγραμά του «Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου» υπεστήρηξε την
ανωτέρω κρατήσασα άποψη (βλ. έκδοση 1984
σελίδες 155-156), στην συνέχεια, στην από 28-2-1984 Γνωμοδότησή του επί
θεμάτων
που του έθεσαν οι ΓΟΧ υπεστήρηξε την άποψη της μειοψηφίας στην υπ’
αριθμ.
378/1980 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία
οι ΓΟΧ
αποτελούν νομίμως υφισταμένη Θρησκευτική Κοινότητα επί της οποίας δεν
εφαρμόζεται η νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. β) Στην υπ’ αριθμ.
8/1989
Γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Σπ. Κανίνια (Ελλ. Δικ.
30.1396)
αναφέρεται ότι «Ο Παλαιοημερολογιτισμός δεν συνιστά αυτός καθ’ εαυτόν
παρανομίαν και οι κληρικοί του δικαιούνται να ασκούν ακωλύτως την
υπηρεσία τους
ως λειτουργοί της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε τρόπον ώστε όταν
ιερουργούν ή τελούν Ιερά Μυστήρια ή όταν φέρουν το ορισμένο για τους
κληρικούς
ιερατικό σχήμα, δεν διαπράττουν τα προβλεπόμενα από τα άρθρα
175-176 ΠΚ αδικήματα της αντιποιήσεως». Από
την Γνωμοδότηση αυτή προκύπτουν κατά την άποψή μας τα εξής: αα) Οι
κληρικοί των
ΓΟΧ είτε προέρχονται από την επίσημη Εκκλησία είτε από άλλη Ορθόδοξη
Εκκλησία,
είναι λειτουργοί της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και επομένως
νόμομοι φορείς
της Ιερωσύνης, εκτός αν έχουν καθαιρεθεί τελεσίδικα ή προέρχονται από
χειροτονίες τελεσιδίκως καθηρημένων Αρχιερέων.
Τούτο σημαίνει ότι οι κληρικοί που χειροτονήθηκαν από μη τελεσεδίκως
καθαιρεθέντες Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος ή άλλων Ορθοδόξων
Εκκλησιών
νόμιμα φέρουν το ιερατικό σχήμα. Άλλωστε τούτο είναι λογικό, καθόσον η
διοικητική
οργάνωση των ΓΟΧ ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο από τους Ιερούς
Κανόνες και
τις Ιερές Παραδόσεις, η απαρασάλευτη τήρηση των οποίων επιβάλλεται και
στην
Εκκλησία της επικρατούσης στην Ελλάδα θρησκείας. ββ) αναγνωρίζεται η
ελευθερία
της θρησκευτικής συνειδήσεως και λατρείας (άρθρο 13 Συντάγματος 1975,
βλ. και
Βουλ. Συμ. Πλημ. Πειρ. 54/1976 οπ. παρ.). γγ) Οι κληρικοί των ΓΟΧ
ασκούντες τα
ιερατικά τους καθήκοντα δεν αντιποιούνται τα έργα του λειτουργού της
Ανατολικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας (πρβλ. και Π. Σμαϊλη, «Το κύρος των γάμων των
Παλαιοημερολογιτών και η θέσις της θρησκευτικής κοινωνίας τούτων, σελ.
59). δδ)
Ο Ν. 590/1977 (περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που
προβλέπει τον τρόπο εκλογής από την Ιερά Σύνοδον της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας
της Ελλάδος του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών, δεν υπεισέρχεται σε
ζητήματα πίστεως και λατρείας, όπως η χειροτονία Επισκόπου, και
επομένως άφησε
άθικτους τους ιερούς Κανόνες ΙΔ΄Αποστολικό Κανόνα, ΙΘ΄, της Συνόδου
Αντιοχείας,
ΣΤ΄της Συνόδου Σαρδικής, ΙΒ΄και ΙΓ΄της Συνόδου Λαοδικείας, ΙΓ΄της
Συνόδου
Καρθαγένης, Δ΄της εν Νικαία Αης Οικουμενικής Συνόδου και Γ΄της εν
Νικαία
Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου (βλ. προτ. Αντ. ΑΠ-Β. Σακελλαρίου υπό ΑΠ
454/1966 Ποιν.
Χρον. ΙΖ΄σελ. 101). εε) Η ανωτέρω Γνωμοδότηση, εφ’ όσον δεν κάνει
διάκριση,
αναφέρεται τόσο στους κληρικούς που από την αρχή ακολούθησαν το παλαιό
ημερολόγιο, όσο και εκείνους της επίσημης Εκκλησίας που αργότερα
προσχώρησαν
στους ΓΟΧ, υπό τον όρον βέβαια ότι δεν είχαν τελεσίδικα καθαιρεθεί.
Επομένως
αυτή δέχεται ως νόμιμη και συνεχεί την Αποστολική διαδοχή και στους
κόλπους
αποκλειστικά των ΓΟΧ.
VIII) Σύμφωνα με τα παραπάνω,
ακώλυτη έχουν την
ιερωσύνη, καθόσον δεν είναι καθηρημένοι και δεν έχουν χειροτονηθεί από
τελεσιδίκως καθηρημένους Αρχιερείς. Συνεπώς είναι λειτουργοί με την
προεκταθείσα
έννοια, δικαιούμενοι νομίμως να περιβάλλονται και να φέρουν το ιερατικό
σχήμα,
ο δε πρώτος και τα διακριτικά σημεία του Επισκόπου. Επομένως δεν
στοιχειοθετείται αντικειμενικά το κρινόμενο έγκλημα. Αλλά και στην
περίπτωση
που δεν θα γινόταν δεκτές οι παραπάνω απόψεις, δηλ. αν αντίθετα
υποστηριζόταν
ότι οι κατηγορούμενοι δεν έχουν χειροτονηθεί κανονικά και επομένως ότι
δεν
δικαιούνται να φέρουν τα διακριτικά σημεία και την στολή του κληρικού
της
Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενόψει της επί του θέματος διχογνωμίας
και του
γεγονότος ότι αυτοί πιστεύουν ότι εγκύρως φέρουν την στολή, καθόσον η
διαφωνία
τους για την ορθότητα του Ιουλιανού ημερολογίου δεν θίγει τα δόγματα
της
Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οποία ανήκουν και της οποίας κατά
την
εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ως επίσκοπος και πρεσβύτερος
αντίστοιχα, ακολουθούν τους λειτουργικούς και εκκλησιαστικούς τύπους,
τους
ιερούς Κανόνες και τις ιερές Παραδόσεις, φρονούμε ότι η άποψη τους αυτή
είναι
εύλογη και συγγνωστή, με αποτέλεσμα την αδυναμία καταλογισμού σ’ αυτούς
της
ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως του άρθρου 176 ΠΚ (άρθρο 31 § 2 ΠΚ).
ΙΧ)
Κατ’ ακολουθίαν τούτων
δεν προέκυψαν αποχρώσεις ενδείξεις σε βάρος των
κατηγορουμένων προς παραπομπή τους στο ακροατήριο και πρέπει, σύμφωνα
με τα
άρθρα 309 § 1α και 310 §
1 ΚΠΔ, να μη γίνει κατηγορία κατ’ αυτών για
την πιο πάνω πράξη, επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του
Δημοσίου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω να μη
γίνει κατηγορία κατά των 1) Κων/νου ή Καλλιοπίου Παναγ.
Γιαννακουλόπουλου,
Επισκόπου Παλαιοημερολογιτών, κατοίκου Πειραιώς και 2) Ιωάννη ή
Αμβροσίου Αγαπ.
Νικηφορίδη, ιερέως των Παλαιοημερολογιτών κατοίκου Δράμας, για παράβαση
του
άρθρου 176 σε συνδυασμό με το άρθρο 175§2 του ΠΚ, πράξη που φέρονται
ότι ετέλεσαν
στην Δράμα στις 22-5-1989, σύμφωνα με όσα αναπτύχθησαν στο ιστορικό της
παρούσας. Δράμα 31
Δεκαμβρίου 1990 ΟΕισαγγελέας
Ζαχαρίας Μουράτης. Εισαγγελέας
Πρωτοδικών Δράμας
Αφού
το
Συμβούλιο άκουσε και την προφορική ανάπτυξη της πρότασης του
Εισαγγελέα, αυτός
αποχώρησε. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΝΟΜΙΜΑ
Από τη
διάταξη
του άρθρου 176 ΠΚ, σε συνδυασμό με κείνη του άρθρου 175 §2 του ιδίου
κώδικα,
σαφώς προκύπτει ότι αυτός που χωρίς δικαίωμα δημόσια φέρει στολή ή άλλο
διακριτικό σημείο υπαλλήλου δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησεως ή
θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας
ή άλλης
γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή
με
χρηματική ποινή. Ως στολή θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής
Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Ελλάδας νοείται η οριζόμενη από το ΠΔ της 21/22
Ιανουαρίου 1931
περιβολή ή αμφίεση, μεταξύ δε των διακριτικών αυτών περιλαμβάνονται τα
οριζόμενα στο Β.Δ. της 15.6/10./7/1956, τα οποία προσδιορίζουν το βαθμό
ή την
ιδιότητα του φέροντος θρησκευτικού λειτουργού (εγκόλπιο, ποιμαντορική
ράβδος).
Ως θρησκευτικός λειτουργός της ιδίας εκκλησίας νοείται αυτός που φέρει
τον
βαθμό του επισκόπου, πρεσβυτέρου ή διακόνου. Για την απόκτηση των
βαθμών αυτών
απαιτείται εκλογή και τέλεση του Μυστηρίου της χειροτονίας, με την
οποία ο
χειροτονούμενος προχειρίζεται την θεία χάρη στο βαθμό που έχει εκλεγεί.
Σύμφωνα
με τον πρώτο Αποστολικό Κανόνα, καθώς και το δεύτερο, που επαναλήφθηκε
με τον
ΙΓ΄κανόνα, της Ιεράς Συνόδου της Αγκύρας και τον Χ κανόνα της Ιεράς
Συνόδου
Αντιοχείας, οι διάκονοι και οι πρεσβύτεροι χειροτονούνται από έναν
επίσκοπο,
ενώ οι επίσκοποι χειροτονούνται από τρεις ή τουλάχιστον δύο επισκόπους.
Εξάλλου
βάσει του ΚΑ΄κανόνα της ΣΤ΄Οικουμενικής Συνόδου στον Τρούλλο η
χειροτονία που
γίνεται από μη επισκόπους είτε διότι δεν είχαν εκλεγεί, είτε διότι
χειροτονήθηκαν όχι από επισκόπους, είτε διότι είχαν καθαιρεθεί
προηγουμένως
είναι ανυπόστατη και συνεπώς ο με τον τρόπο αυτό χειροτονημένος δεν
δικαιούται
να φέρει τη στολή θρησκευτικού λειτουργού ή άλλα διακριτικά σημεία
αυτού
(Φραγκίστα στοιχ. Εκκλης. Δικ. §19 σελ. 117 επόμενα). Η καθαίρεση
αρχιερέως
(επισκόπου αποτελεί είδος εκκλησιαστικής ποινής πνευματικού χαρακτήρα,
που
επιβάλλεται από το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο για τους αρχιερείς
δικαστήριο
(αριμ. 1 περ. γ, 20, 23 περδ και 24 του Ν. 5383/1932). Οι
καταδικαστικές
αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων γίνονται εκτελεστές όταν
τελεσιδικήσουν. Τελεσίδικες δε, είναι οι αποφάσεις που δεν υπόκεινται
σε
ανακοπή ή έφεση (αριθμ. 151 ν. 5383/1932). Η προθεσμία ανακοπής από τον
ερήμην
δικασθέντα είναι 10 ημερών από της
επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, της δε εφέσεως δεκαήμερος από
της
κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον ερήμην δικασθέντα ή της δημοσιεύσεώς
της
εφόσον δικάστηκε αντιμωλία, παρεκτείνονται δε οι προθεσμίες αυτές κατά
8 ή 15
ημέρες (άρθ.126 επόμενα, 133 επόμενα ν. 5383/1932). Η προθεσμία και η
άσκηση
κάποιου ενδίκου μέσου αναστέλλει τηνεκτέλεση της αποφάσεως, οι δε
τελεσίδικες
καταδικαστικές κατά Αρχιερέων αποφάσεις εκτελούνται με έκδοση
Προεδρικού
Διατάγματος με πρόταση του Υπουργού Παιείας και Θρησκευμάτων (αρθ. 129,
135 και
152 του ιδίου νόμου). Στην κρινόμενη περίπτωση κατά των
κατηγορουμένων Κων/νου ή Καλλιοπίου
Γιαννακουλοπούλου και Ιωάννη ή Αμβροσίου Νικηφορίδη ασκήθηκε ποινική
δίωξη για
παράβαση του άρθρου 176 ΠΚ, σε συνδυασμό με άρθ. 175 §2 του ιδίου
Κώδικα. Από
όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της σχετικής προανακριτικής δικογραφίας
προκύπτουν
τα εξής: Την 22-5-1989 σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας πλησίον του
Διοικητηρίου της
Δράμας παραβρέθηκαν και οι κατηγορούμενοι, ο πρώτος των οποίων είναι
Μητροπολίτης Πενταπόλεως των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ΓΟΧ) και ο
δεύτερος
αρχιμανδρίτης του Ιερού Ναού Τριών Ταξιαρχών ΓΟΧ Δράμας. Έφεραν στολή
θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος
και ο
πρώτος αυτών κρατούσε Ποιμαντική ράβδο και είχε κραμασμένο στο λαιμό
του
εγκόλπιο. Ο πρώτος των κατηγορουμένων χειροτονήθηκε διάκονος το 1945
από τον
Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίο, ο οποίος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος την
8-6-1935
από τους επισκόπους Δημητριάδος Γερμανό, Φλωρίνης Χρυσόστομο και
Ζακύνθου
Χρυσόστομο, οι οποίοι προηγουμένως είχαν διαφοροποιηθεί από την
Ανατολική
Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, διότι δεν ασπάσθηκαν την εισαγωγή του
Γρηγοριανού ημερολογίου και συνεκρότησαν Ιερή Σύνοδο της Εκκλησίας των
Γνησίων
Ορθοδόξων Χριστιανών, μετά δε την άνω χειροτονία ερήμην καταδικάσθηκαν
σε
καθαίρεση με την 2/14-6-1935 απόφαση του Πρωτοβαθμίου για τους
Αρχιερείς
Δικαστηρίου. Το 1950 ο πρώτος των κατηγορουμένων χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος από
τον επίσκοπο Φλωρίνης Χρυσόστομο, εναντίον του οποίου δεν είχε
εκτελεστεί μέχρι
τότε η ως άνω ποινή της καθαιρέσεως, (δεν έχει εκδοθεί σχετικό
διάταγμα,
κυρίως, διότι η ως άνω 2/1935 απόφαση δεν επιδόθηκε σ’ αυτόν για να
αρχίσει η
προθεσμία ανακοπής και εφέσεως κατ’ αυτής, συνεπώς δεν έγινε
τελεσίδικη. Την
12-2-1979 ο πρώτος των κατ/νων, μετ’ εκλογή του χειροτονήθηκε επίσκοπος
από
τους Μητροπολίτες ΓΟΧ Κορινθίας Κάλλιστο, Αχαϊας Καλλίνικο και Αιολίας
Γερμανό,
οι οποίοι χειροτονήθηκαν από επισκόπους που είχαν χειροτονηθεί από
άλλους
επισκόπους χειροτονημένους από δύο τουλάχιστο επισκόπους της Υπερόριας
Ρωσικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με όσα αναλύονται ειδικότερα την άνω
Εισαγγελική
πρόταση. Οι γενόμενες από επισκόπους άλλων ομοδόξων Χριστιανικών
Εκκλησιών
χειροτονίες αναγνωρίζονται ως έγκυρες, αρκεί οι εκκλησίες αυτές, όπως η
άνω
Υπερόριος Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, να ανγνωρίζουν την χειροτονία
(ιερωσύνη) ως
μυστήριο (Φραγκίστας, όπου παραπάνω σελ. 119). Ο δεύτερος των
κατηγορουμένων
χειροτονήθηκε την 30-1-1981 πρεσβύτερος από το Μητροπολίτη ΓΟΧ Φθιώτιδος και Θαυμακού Καλλίνικο, ο
οποίος χειροτονήθηκε διάκονος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας το
1950 και πρεσβύτερος το 1954 από το Μητροπολίτη Σύρου Φιλάρετο, μετά δε
προσχώρησή του στους ΓΟΧ (1965) χειροτονήθηκε το 1971 επίσκοπος από τον
Αρχιεπίσκοπο ΓΟΧ Αυξέντιο Πάστρα και το Μητροπολίτη Πειραιά και
Σαλαμίνος
Γερόντιο, οι οποίοι είχαν χειροτονηθεί επίσκοποι όπως διαλαμβάνεται
στην άνω
Εισαγγελική πρόταση (σειρά χειροτονιών από Υπερόριο Ρωσική Ορθόδοξη
Εκκλησία
της Αμερικής). Συνεπώς οι
κατηγορούμενοι, μετ’ εκλογή τους, χειροτονήθηκαν από επισκόπους που
επίσης
είχαν χειροτονηθεί νόμιμα και δεν είχε κατ’ αυτών εκτελεστεί
προηγουμένως
απόφαση αρμοδίου εκκλησιαστικού δικαστηρίου που τελεσίδικα επέβαλε την
ποινή
της καθαιρέσεως και δικαιούνται να φέρουν στολή θρησκευτικού λειτουργού
της
Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, ο δε πρώτος αυτών να φέρει
εγκόλπιο
και να κρατά Ποιμαντορική ράβδο ως χειροτονημένος επίσκοπος
Πενταπόλεως.
Συνακόλουθα, σύμφωνα και με τις ορθές σκέψεις της άνω Εισαγγελικής
Προτάσεως το
Συμβούλιο αυτό θα κρίνει ότι ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ κατηγορία κατά των
κατηγορουμένων επειδή δεν προέκυψαν αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής τους
για την
αποδιδομένη σ’ αυτούς αξιόποινη πράξη. Τέλος δεν πρέπει να επιβληθούν
τα
δικαστικά έξοδα σε βάρος κάποιου προσώπου, επειδή η ποινική δίωξη δεν
ασκήθηκε
ύστερα από σχετική μήνυση ή έγκληση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αποφαίνεται ΝΑ ΜΗ γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων
1) Κων/νου ή
Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου του Παναγιώτη, Επισκόπου Γ.Ο.Χ., κατοίκου
Πειραιώς
και 2) Ιωάννη ή Αμβροσίου Νικηφορίδη του Αγαπίου, Ιερέως ΓΟΧ, κατοίκου
Δράμας
για παράβαση του άρθρου 176 ΠΚ, σε συνδυασμό με άρθ. 175 § 2 ΠΚ, πράξη
που
φέρονται ότι έχουν τελέσει στη Δράμα την 22-5-1989. ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ Στην Δράμα την
17-1-1991, και ΕΚΔΟΘΗΚΕ την 24-1-1991
στον ίδιο τόπο. Ο
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
Καραγιάννη
Φωτεινή [1] Τά δύο ταῦτα Ἀπαλλακτικά Βουλεύματα
54/76
(τοῦ Πλημμελειοδικείου Πειραιῶς) καί 46/91 (τοῦ Πλημμελειοδικείου
Δράμας),
ἅτινα παραθέτομεν καί εἰς τήν παροῦσαν σειράν τῆς «ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ», πρός
καλυτέραν
ἐνημέρωσιν τῶν ἐνδιαφερομένων, ἐδημοσιεύσαμεν κατά τό παρελθόν ἔτος,
(2005) εἰς
τήν περιοδικήν Ἔκδοσιν «Γνώσεσθε τήν ‘Αλήθειαν» (Τόμος Α). |