ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γ.Ο.Χ. ΚΕΙΜΕΝΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 2002 |
ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ Α.Π. 232 ᾿Εν Ι.Ν. ῾Αγίου Δημητρίου Αχαρνῶν
τῇ 1η Μαίου 2002 (ἐκ.ἡμ.)
Ο ΨΕΥΔΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ Σημείωμα 4.1.2007: Παραθέτομεν
τήν ὑπ’ ἀριθμ. 232/1.5.02 ἐπιστολἠν τοῦ ‘Επισκόπου Κηρύκου,
Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς, τῆς Γνησίας ‘Ορθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐγράφη τό ἔτος 2002, ἐξ’ ἀφορμῆς τῆς ὑποστηριχθείσης
ὑπό τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, βλασφήμου, οἰκουμενιστικῆς καί αἱρετικῆς
δοξασίας, καθ’ ἥν «ἐξ’ ὁρισμοῦ ἡ Ἐκκλησία σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα
τῶν πρίν διεστώτων» καί ἑπομένως «ἡ ‘Εκκλησία ἦτο κάποτε χωρισμένη, ἤ
ὑπάρχει δυνατότης νά χωρισθῆ», καί ἐάν χαρακτηρίσωμεν τήν Ἁγίαν Τριάδα
ὡς «πρώτην, ἄναρχον, αἰωνίαν καί ἀόρατον ‘Εκκλησίαν», «προσβάλομεν τό
ἀδιαίρετον Αὐτῆς». Βλέπε Εἰσήγησιν τοῦ Πειραιῶς Νικολάου ἀπό 1/14.
2.2002.
Ὁ ὅρος "᾿Εκκλησία" ἀναφερόμενος
εἰς τήν Τριαδικήν ἑνότητα, ὅπως αὐτός ἐτέθη εἰς τήν διατύπωσιν τοῦ
θεολόγου κ. ‘Ελευθ. Γκουτζίδη, ἔχει τήν ἔννοιαν τῆς "Κοινωνίας" καί
"ἑνότητος" τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐπί τοῦ
Τριαδολογικοῦ δόγματος. Δηλαδή, ὅταν ὁ κ. Γκουτζίδης λέγη ὅτι «δέν θά
ὁμιλήση διά τήν πρώτην ἄναρχον αἰωνίαν καί ἀόρατον Ἐκκλησίαν» διότι
αὕτη εἶναι «ἡ πλήρης καί τελεία κοινωνία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί
τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος" αὐτήν τήν κοινωνίαν καί ἐνότητα τῶν τριῶν θείων
Προσώπων ἐννοεῖ. Μέ τό ψευδές ὅμως καί ἀναπόδεικτον ἐπιχείρημα τῶν περί
τόν «Πειραιῶς» Νικόλαον, ὅτι «ἡ διατύπωσις εἶναι ἀμάρτυρος» καί δι’
αὐτῆς ὁ κ. Γκουτζίδης προωθεῖ «μίαν καινοτομίαν - κακοδοξίαν καί
αἵρεσιν», οἱ Φλωρινικοί καί τινες ἡμέτεροι, ἐπιμένουν νά παραπλανοῦν
ἑαυτούς καί ἀλλήλους. Τήν συγκεκριμένην διατύπωσιν ἐχρησιμοποίησαν ὡς
γνωστόν ξένα Κέντρα (Νεοημερολογιτικά, Φλωρινικά καί «ἡμέτερα») κατά
τοῦ θεολόγου ‘Ελ. Γκουτζίδη, διότι ἔπρεπε, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν
τοῦ νεοημερολογιτικοῦ καί παλαιοημερολογιτικοῦ Οἱκουμενισμοῦ, νά τόν
θέσουν ἔξω, διότι ἀρνεῖται τήν «παρωδίαν» εἰς τόν θεολογικόν διάλογον
μετά τῶν Φλωρινικῶν, ὅπως τόν θέλουν ἐκεῖνοι, καί ἐπιμένει εἰς τόν
διάλογον «ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία», ὅπως καλῶς ἐξειλίχθη εἰς τήν πρώτην
φάσιν αὐτοῦ.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν χρησιμοποιοῦν τήν λέξιν «‘Εκκλησίαν», ἐννοοῦν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν ‘Εκκλησίαν, τήν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Μάξιμος καί ἄλλοι, χαρακτηρἰζουν ὡς εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Παραλλήλως ὅμως κινούμενοι εἰς τό πνεῦμα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς καί ἡμεῖς ἕν ἐσμέν», ἐχρησμοποίησαν καί «λέξεις» καί «ρήματα» μέ τήν ἀντίστοιχον ἔννοιαν. Εἶναι κλασσικόν παράδειγμα τό τοῦ Ἁγίου Φωτίου: "῾Η τῆς Τριάδος ἑνότης ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΑΣΑ τῷ ἐνιαίῳ τῆς γνώμης βουλήματι...". ῾Ο συντάκτης τῆς Εἰσηγήσεως τοῦ Πειραιῶς Νικολάου (1/14-2-02), τόν ὅρον "ἐκκλησιάσασα" τοῦ ῾Αγίου Φωτίου τόν ἑρμηνεύει κυριολεκτικῶς. Τόν ἀποδίδει, μέ τήν λέξιν "συναθροισθεῖσα". Ὅπως κυριολεκτικῶς ἑρμηνεύει τόν ὅρον «Ἐκκλησία» ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος. Μποροῦμε ὅμως ἐδῶ νά ἑρμηνεύσουμε τόν ὅρον "ἐκκλησιάσασα" κυριολεκτικῶς, ἤτοι ὡς μίαν τρόπον τινά «συγκέντρωσιν» τῶν τριῶν θείων Προσώπων, κατά τήν συγκέντρωσιν μιᾶς ὁμάδος ἀνθρώπων; Μποροῦμε νά δώσουμε ὁρισμόν καί νά ἑρμηνεύσουμε κυριολεκτικῶς λέξεις καί χαρακτηρισμούς πού ἀποδίδονται εἰς τόν Τριαδικόν Θεόν Κατά τούς Πατέρας ὄχι, δέν μποροῦμε. Οὔτε ὅμως τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ δυνάμεθα νά ἐκλάβωμεν ὡς ἁπλῆν συνάθροισιν ἀνθρώπων, ὅπως ἐθεωρεῖτο παλαιά ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Δήμου τῶν ‘Αθηναίων», ἤ ὅπως τήν ἐκλαμβάνουν οἱ Προτεστάνται, οὔτε δυνάμεθα νά ἐρμηνεύσωμεν τούς ὅρους «‘Εκκλησία» – «‘Εκκλησιάσασα», ὅπως τούς ἑρμηνεύη ὁ Πειραιῶς Νικόλαος, ὁ ὁποῖος ἐν τελικῆ ἀναλύσει, διά τῆς συγκεκριμένης δικῆς του διατυπώσεως, ἐκλαμβάνει τήν ‘Εκκλησίαν, οὐχί ὡς τό μυστικόν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὑπό τήν προτεσταντικήν καί οἰκουμενιστικήν ἔννοιαν. Ἡ ὑπό τοιαύτην ὅμως ἔννοιαν ἐκλαμβανομένη «Ἐκκλησία» δέν εἶναι ‘Εκκλησία Χριστοῦ, ἀλλά «συναγωγή πονηρευομένων». Ἔτσι ὅμως τήν ἐκλαμβάνουν καί οἱ σύγχρονοι παναιρετικοί οἰκουμενισταί, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ἡ ‘Εκκλησία διηρέθη διά τῶν αἱρέσεων καί κατακερματίσθη, καί προσπαθοῦν τώρα νά τήν «ἀναστήσουν». Αὐτό εἶναι τό σύγχρονο κήρυγμα τῶν οἰκουμενιστῶν «’Ελᾶτε ὅλοι οἱ διασπασμένοι νά ἀναστήσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ταῦτα ὅμως εἶναι φρικτά καί μόνον λεγόμενα, πολλῳ μᾶλλον ὅταν λέγωνται καί ἀκούωνται ἐνώπιον μιᾶς ὑποτίθεται ‘Ορθοδόξου Συνόδου καί γίνωνται ἀποδεκτά ὑπό τῆς πλειοψηφίας. Παραθέτομεν πρός ἐνημέρωσίν σας ἕν χαρακτηριστικόν ἀπόσπασμα ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ῾Ιεροσολύμων (Κατήχησις 18), διά νά ἴδητε τήν διαφοράν μεταξύ τῆς «ἐξ’ ὁρισμοῦ» κατά κυριολεξίαν ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας, (ὅπως τήν διατυπώνει ὁ Πειραιῶς Νικόλαος) ἤτοι τῶν «συναγωγῶν πονηρευομένων», καί τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί ‘Αποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν διδάσκει ἡ ‘Εκκλησία. «Κεφ. ΚΔ: ᾿Εκκλησία" ὀνομάζεται, γιατί, ὅπως δηλώνει καί ἡ λέξη, συγκαλεῖ σέ μιά σύναξη ὅλους τούς ἀνθρώπους, καθώς ὁ Κύριος λέει στό βιβλίο τοῦ Λευϊτικοῦ: ῞Ολους τούς ᾿Ισραηλῖτες πού ἔχουν ὑποχρέωση καί δικαίωμα γιά τά κοινά "ἐκκλησίασον", δηλαδή συγκέντρωσέ τους μπροστά στίς θύρες τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου (Λευι. 8,3). Πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι τό "ἐκκλησίασον" ἀναφέρεται πρώτη φορά σ᾿ αὐτό τό σημεῖον τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ὅταν ὁ Κύριος καθιστοῦσε τόν ᾿Ααρών ᾿Αρχιερέα. Στό βιβλίο ἐπίσης τοῦ Δευτερονομίου λέει ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ: "᾿Εκκλησίασον" δηλαδή συγκέντρωσε "ἐνώπιόν μου τόν λαόν καί ἄς ἀκούσουν τούς λόγους μου, γιά νά μάθουν νά μέ σέβονται καί νά μέ φοβοῦνται" (Δευτ. 4,10). ῾Η λέξη "᾿Εκκλησία" ἀναφέρεται πάλιν ὅταν γίνεται λόγος γιά τίς πλάκες τοῦ Νόμου: "Πάνω σ᾿ αὐτές ἦταν γραμμένο καθετί πού εἶπε σ᾿ ἐσᾶς ὁ Κύριος ὁ Κύριος, πάνω στό ὅρος Σινᾶ, μέσα ἀπό τό θεϊκό πῦρ, κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐκκλησίας" (Δευτ. 9,10). Σάν νἄθελε μέ αὐτό τό "κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐκκλησίας" νά πεῖ πιό καθαρά "κατά τήν ἡμέρα πού ὁ Θεός σᾶς κάλεσε καί σᾶς σύναξε". ῾Ο Ψαλμωδός ἐπίσης λέει: "Θά προσευχηθῶ ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς μου Κύριε, μέσα σέ μεγάλη ἐκκλησία, ἀνάμεσα σέ πολύ πυκνό πλῆθος λαοῦ, θά σέ ὑμνήσω". Κεφ. ΚΕ: Πρωτύτερα λοιπόν ἔψαλε ὁ Ψλαμωδός: "Μέσα στήν ᾿Εκκλησία νά δοξολογεῖτε τόν Θεό, τόν Κύριο, ὅλοι σεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ" (Ψαλμ. 67,27). ᾿Αφοῦ ὅμως οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἔχασαν τήν Χάρη τοῦ θεοῦ, ἐξ᾿ αἰτίας τῆς κακόβουλης στάσης τους ἐνάντια στόν Σωτῆρα Χριστό, ὁ Σωτήρας ἵδρυσε δεύτερη ᾿Εκκλησία, τήν χριστιανική, ἡ ὁποία συγκροτεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού ἀνήκουν σέ διάφορα ἄλλα ἔθνη, ἐκτός τοῦ ᾿Ισραήλ. Γι αὐτή τήν ᾿Εκκλησία εἶπεν ὁ Κύριος στόν ᾿Απόστολο Πέτρο: "Πάνω σ᾿ αὐτή τήν πέτρα θά οἰκοδομήσω τήν ἐκκλησία μου καί δέν θά τήν κατανικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδου" (Ματθ. 16,18). Προφητεύοντας γι᾿ αὐτές τίς δύο ᾿Εκκλησίες ἔλεγε ξεκάθαρα ὁ Προφήτης Δαυίδ. Γιά μέν τήν πρώτη ᾿Ιουδαϊκή ᾿Εκκλησία "Μίσησα τήν ἐκκλησία τῶν δόλιων καί πονηρῶν ἀνθρώπων" (Ψαλμ. 25,5). Γιά δέ τήν δεύτερη πού θά δημιουργόνταν ἀπό τόν Χριστό; "Κύριε ἠγάπησα μ᾿ ὅλη μου τήν ψυχή τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου Σου" (Ψαλμ. 25,8). Καί ἀμέσως στή συνέχεια: "Μέσα στήν ᾿Εκκλησία θά εὐλογήσω Κύριε τό ῎Ονομά Σου" Ψαλμ. 25,12). ᾿Αφοῦ λοιπόν ἡ μιά, ἡ ᾿Ιουδαϊκή ἐκκλησία στερήθηκε τήν θεία Χάρη, οἱ ᾿Εκκλησίες τοῦ Χριστοῦ πληθύνθηκαν καί γέμισαν ὅλη τήν οἰκουμένη. Γι αὐτές τίς ἐκκλησίες εἶναι γραμμένο στούς Ψαλμούς: "Ψάλατε στόν Κύριο καινούργιο ὕμνο"...... Κεφ. ΚΣΤ: ῾Η λέξη ὅμως ἐκκλησία ἔχει πολλές χρήσεις, ὅπως π.χ. ἔχει χρησιμοποιηθεῖ στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων, ὅπου ὁ συγγραφέας λέγοντας ἐκκλησία ἀναφέρεται στόν ὄχλο τῶν ᾿Εφεσίων, πού ἦταν συγκεντρωμένος στό θέατρο: "᾿Αφοῦ εἶπε αὐτά ἀπέλυσε τήν ἐκκλησία" (Πράξ. 19,40). Κατά κυριολεξία βέβαια θά μποροῦσε κανείς πραγματικά νά ὀνομάσει "ἐκκλησία πονηρευομένων" τίς συνάξεις τῶν αἱρετικῶν, ἐννοῶ τίς συγκεντρώσεις τῶν ὁπαδῶν τοῦ Μαρκίωνος, τοῦ Μάνη καί ὅλων τῶν ἄλλων. Γι αὐτό καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, γιά νά εἶσαι σίγουρος ὅτι μιά ἀνθρώπινη συγκέντρωση εἶναι ἐκκλησία, σοῦ παρέδωσε καί αὐτό πού ἀναφέρει τό ἴδιο ἄρθρο στή συνέχεια, δηλαδή τό: "Εἰς Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικήν ᾿Εκκλησίαν". ῞Ωστε νά ἀποφεύγεις τίς μιαρές συγκεντρώσεις τῶν αἱρετικῶν καί νά παραμένεις ἰσόβια μέλος τῆς ῾Αγίας, Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, στούς κόλπους τῆς ῾Οποίας ἀναγεννήθηκες". Κι᾿ ἄν καμμιά φορά βρεθεῖς σέ ξένη πόλη, ὅποια καί ἄν εἶναι, νά μή ρωτᾶς ἁπλῶς ποῦ εἶναι ὀ Ναός - γιατί καί οἱ ἄλλοι ἀσεβεῖς αἱρετικοί τολμοῦν νά ἀποκαλοῦν τίς σπηλιές τους Ναούς - οὔτε νά ρωτᾶς ἁπλῶς ποῦ εἶναι ἠ ἐκκλησία, ἀλλά νά ζητᾶς νά μάθης "ποῦ βρίσκεται ἡ Καθολική ᾿Εκκλησία". Γιατί αὐτό εἶναι τό ἰδιαίτερο ὄνομα πού χαρακτηρίζει αὐτήν τήν ῾Αγία Μητέρα ὅλων μας, ἡ ῾Οποία εἶναι Νύμφη τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος λέγει στήν πρός ᾿Εφεσίους ἐπιστολή του: "Καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν ᾿Εκκλησία καί παρέδωσε τόν ῾Εαυτό του γιά χάρη της" (᾿Εφεσ. 5,25). ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι τύπος καί ὁμοίωμα τῆς ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, "ἡ ὁποία εἶναι ἐλεύθερη καί μητέρα ὅλων μας" (Γαλατ. 4,6). Εἶναι ᾿Εκείνη πού "προηγουμένως ἦταν στεῖρα, τώρα ὅμως εἶναι πολύτεκνη" (Γαλ. 4, 27). Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, λοιπόν, διδάσκει ὅτι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί ‘Αποστολική Ἐκκλησία» δέν εἶναι μία ἁπλῆ συγκέντρωσις ἀνθρώπων, ὅπως οἱ συνάξεις τῶν αἱρετικῶν, ὅπου πράγματι ἐφαρμόζεται ἡ «ἐξ’ ὁρισμοῦ κλῆσις πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», καί «αἱ ὁποῖαι κάποτε ῆσαν χωρισμέναι, ἤ ἔχουν τήν δυνατότητα κάποτε νά χωρισθοῦν εἰς τό μέλλον», ὅπως τήν ἐκλαμβάνει ὁ Πειραιῶς Νικόλαος, ὅπερ βλάσφημον, παναιρετικόν καί οἰκουμενιστικόν, ἀλλά εἶναι τό «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ», «ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου ἡμῶν ‘Ιησοῦ Χριστοῦ». ‘Ερωτῶνται οἱ συντάκται τῆς πολλαπλῶς βλασφήμου Εἰσηγήσεως τῆς 14.2.2002 τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, δέν γνωρίζουν ὅτι Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, τό ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ, (κατά τόν ὅρον τοῦ Ἁγίου Μαξίμου) (ἡ ὁποία οὔτε ἦτο χωρισμένη ποτέ, οὔτε ὑπάρχει δυνατότης κάποτε νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον), ἤτοι τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, (τό ἀρχέτυπον) ἐχαρακτήρισεν ὁ θεολόγος ‘Ελευθέριος Γκουτζίδης ὡς «πρώτην ἄναρχον, αἰωνίαν καί ἀόρατον ἐκκλησίαν». Οὐχί τῆς «ἐκκλησίας», ἡ ὁποία κατά τόν Πειραιῶς «ἦτο κάποτε χωρισμένη, ἤ κάποτε ὑπάρχει ἡ δυνατὀτης νά χωρισθῆ», διότι αὕτη δέν εἶναι ἡ ‘Εκκλησία, ἀλλά εἶναι καί «ἐξ’ ὁρισμοῦ» καί εἰς τήν πραγματικότητα «ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΠΟΝΗΡΕΥΟΜΕΝΩΝ» (κατά τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων). Καί ἄν τό γνωρίζουν, καί ἔκαμαν ἐν γνώσει των αὐτό τό ἔγκλημα, δέν σκέφτονται ὅτι «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»; + Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς
Κήρυκος |