ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΙΕΡΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ  ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ 
194 00 Τ.Θ. 54  ΚΟΡΩΠΙ  ΤΗΛ. 210. 6020176, 210.6021467, 210.2466057
Α.Π. 448
Ἐν τῶ ἱερῶ Ἐπισκοπείω τῆ 7/20 Σεπτεμβρίου  2007
                                  (Τῶν ὁσίων 99 Πατέρων ἐν Κρήτη



ΘΕΜΑ: ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΠΟ 15 ΣΕΠΤ. 1954
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗΣ ΑΜΑ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΟΧ ΕΛΛΑΔΟΣ 

Πρός Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν τήν ἔκδοσιν εἰς ἕν τομίδιον τῆς εἰς συνεχείας δημοσιευθείσης ἱστορικῆς Ὁμολογιακῆς ἐν λόγω Ἐγκύκλιος, εἰς τό περιοδικόν «Γνώσεσθε τήν Ἀλήθειαν»

Εἰσαγωγικά τινά.

Τήν ἀπό 15.9.1954 Ποιμαντορικήν Ἐγκύκλιον Ἐγκύκλιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, λόγω τοῦ ἱστορικοῦ Ὁμολογιακοῦ της χαρακτῆρος, τήν ἐπανατυπώσωμεν φωτοτυπικῶς ἐν ἔτει 2004, ἐπί τῆ συμπληρώσει πεντήκοντα ἐτῶν (1954—2004) ἀπό τῆς ἐκδόσεώς της καί εἴχομεν σκοπόν νά τήν ἐκδώσωμεν καί κανονικῶς εἰς τήν σειράν τῶν Ἱεραποστολικῶν Ἐκδόσεων, διορθώνοντες συγχρόνως καί τά ὑπάρχοντα εἰς τήν ἔκδοσιν τοῦ 1954 τυπογραφικά λάθη. Ἐπειδή ὅμως τοῦτο ἦτο δύσκολον, τήν παραθέσαμεν εἰς συνεχείας εἰς τό περιοδικόν «ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ», διότι τήν θεωροῦμεν ὡς τήν πλέον ἐπίκαιρον άπάντησιν εἰς τάς συγχρόνους προκλήσεις τοῦ νεοημερολογιτικοῦ καί παλαιοημερολογιτικοῦ (φλωρινικοῦ) οἰκουμενισμοῦ, αἱ ὁποῖαι προκλήσεις δέν διαφέρουν καθόλου (ἤ μᾶλλον ἤλλαξαν ἐπί τό δολιώτερον) ἀπό τάς τότε προκλήσεις τῶν ἰδίων ὀργάνων τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ καί νεοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ Ἐγκύκλιος αὕτη περιλαμβάνει τήν Ὀρθόδοξον Ὁμολογιακήν — Ἐκκλησιολογικήν τοποθέτησιν τἡς τότε Ἱερᾶς Συνόδου, ὑπερασπίζεται τήν δεινῶς διωκομένην Ἱεράν Μονήν καί ἀναλύει τούς δογματικούς καί Κανονικούς λόγους, οἱ ὁποῖοι ἐπέτρεψαν καί ἐπέβαλον εἰς τόν Βρεσθένης Ματθαῖον νά χειροτονήσει μόνος του «ψήφω Κλήρου καί Λαοῦ» Ἐπίσκοπον καί μετ' αὐτοῦ ἄλλους Ἐπισκόπους.
Διά νά βοηθήσωμεν τόν ἀναγνώστην νά κατανοήση τήν ἱστορικήν καί ὁμολογιακήν σημασίαν τἠς Ἐγκυκλίου, παραθέτομεν ἐν εἴδει προλόγου ἀποσπάσματα ἀπό τά προλογικά σημειώματα τῆς φωτοτυπικῆς ἐκδόσεως τοῦ 2004, καί σχόλια ἐκ τοῦ «Γνώσεσθε τήν Ἀλήθειαν».
Εἰς τήν ἐπανέκδοσιν τοῦ 2004 ἐγράφομεν: «Ἡ «ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ» τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τὡν Γ.Ο.Χ. ἡ ὁποία ἐξεδόθη τήν 15.9.1954 ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τῆς ὁποίας μέλος ἦτο ὡς Μητροπολίτης Πατρῶν καί ὁ σημερινός Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἀνδρέας, ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ τότε Τοποτηρητοῦ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου ἀειμνήστου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Δημητρίου, εἶναι μία Ἐγκύκλιος μέ σαφῆ Ἐκκλησιολογικήν τοποθέτησιν καί Ὁμολογιακόν πνεῦμα, διά τῆς ὁποίας μέ ἀφορμήν τάς διώξεις τῶν τότε Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, ἐδόθη (ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου), μία πράγματι ἠχηρά ἀπάντησις, ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἀείμνηστος π. Εὐγένιος, εἰς τούς νεοημερολογίτας καί παλαιοημερολογίτας οἰκουμενιστάς. Τήν ἀναδημοσιεύομεν, καί διότι εἶναι πολύ σημαντική καί ἀνταξία τῶν περιστάσεων, ἀλλά καί διά νά τήν ἐνθυμηθῆ καί ἡ Αὐτοῦ Μακαριότης, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἀνδρέας, (σ.σ. εὑρίσκετο ἐν ζωῆ ὁ Μακαριώτατος) καί νά διερωτηθῆ, ἄν καί ἡ σημερινή ὑπό τήν Προεδρίαν του Ἱερά Σύνοδος δίδει παρομοίας ἀπαντήσεις. Νά τήν ἐνθυμηθῆ, διότι φαίνεται ξέχασε μερικά πράγματα. Ἰδού ἕνα παράδειγμα: Ὁ σημερινός σύμβουλός του, ἀλλά καί στέλεχος τοῦ παρασυνοδικοῦ κατεστημένου, μοναχός Μάξιμος, ὁ ὁποῖος ἀποδεδειγμένως κατευθύνει ἐκ τῶν παρασκηνίων τά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἔχει δηλώσει καί προσπαθεῖ νά περάση τό μήνυμα, ὑποκινούμενος βέβαια ἀπό ξένα Κέντρα, ὅτι ὁ ἅγιος Πατέρας Ματθαῖος «βιάσθηκε τό 1937, ἐνῶ μποροῦσε νά ἀποφύγη τό σχῖσμα». Πέραν αὐτοῦ ἔχει καταγγελθεῖ πολλάκις ἐπί μειοδοσία εἰς θέματα ὀρθοδόξου Ὁμολογίας. Παρά ταῦτα ὁ Μακαριώτατος τόν ἐκάλυψε καί τόν καλύπτει προκλητικώτατα. Θά ἀνείχετο κάτι τέτοιο ὁ Μακαριώτατος ἐκείνη τήν ἐποχή; Πρέπει νά κατανοηθῆ ἀπό ὅλους, ὅτι ἡ σημερινή Ἱερά Σύνοδος, διά νά εἶναι ἐκείνης τῆς Συνόδου ἀκόλουθος, καί ἀσφαλῶς καί ὅλων τῶν προηγουμένων ἁγίων Ὀρθοδόξων Συνόδων, θά πρέπει νά ἐπανέλθη εἰς ἐκεῖνο τό ὀρθόδοξο ὁμολογιακό καί ἀγωνιστικό πνεῦμα, τό ὁποῖον ἐνῶ μέχρι πρό τινος τό διεκήρυσσε πεπαρρησιασμένως, ἐσχάτως τό ἀποφεύγει, «ἴνα μή ἀποσυνάγωγος γένηται», ἤτοι διότι φοβᾶται ὅτι θά ἀπομονωθῆ ἀπό τόν εὐρύτερο οἰκουμενιστικό (νεοημερολογιτικό καί παλαιοημερολογιτικό) χῶρο. Θά πρέπει νά ἐντερνισθεῖ τό ὁμολογιακόν καί ἀγωνιστικόν πνεῦμα ἐκείνης τῆς Ἐγκυκλίου, διότι αὐτό τό πνεῦμα μπορεῖ σήμερα νά ἀνατρέψη τόν ἐμφιλοχωρήσαντα ἀπό τήν δεκαετίαν τοῦ 1970 καί εὑρισκόμενον εἰς ἔξαρσιν σήμερον Παλαιοημερολογιτικόν Οἰκουμενισμόν, καθ' ὅν τό σχῖσμα τοῦ 1937 δέν ἔχει σχέσιν μέ Ἐκκλησιολογίες, ἀλλά μέ προσωπικές διενέξεις, ἤ κατ' ἄλλην «ἔκδοσιν», ἤτοι κατά τά Ἀπαλλακτικά Βουλεύματα «αἱ χειροτονίαι τοῦ 1935 καί τοῦ 1948 εἶναι παράνομες, καί ἀπεκατεστάθησαν ὡς μυστήριο τό 1971 διά τῆς ἐπί σχισματικῶν χειροθεσίας». Καιρός νά ἐμποτισθῶμεν ἀπό τό ὁμολογιακόν πνεῦμα τῶν τότε Ἀρχιερέων πού ὑπέγραψαν ἐκείνην τήν Ἐγκύκλιον καί νά ἀνανήψωμεν».
Ἐπίσης εἰς τό «Γνώσεσθε τήν Ἀλήθειαν ἐγράφομεν μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «... Αὐτήν τήν Ἐγκύκλιον, λόγω τοῦ ὁμολογιακοῦ της χαρακτῆρος ὀφείλουν νά ἀναγνώσουν καί οἱ πρώην ἐν Χριστῶ ἀδελφοί, οἱ περί τόν βλάσφημον ψευδαρχιεπίσκοπον Νικόλαον, ὥστε νά ἐνθυμηθοῦν τήν ἱστορίαν καί νά καταλάβουν πόσον ἐξέφυγον τῆς Ἀληθείας. Νά ἴδουν πῶς ἀντιμετώπιζε ἡ τότε πράγματι Ὀρθόδοξος Ἱερά Σύνοδος τάς τότε προκλήσεις τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ καί Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά ἴδουν καί τήν σημερινήν ἰδικήν τους παρέκκλισιν καί προδοσίαν καί τά ἐγκλήματά των κατά τῆς Ἐκκλησίας, καί ἄν θέλουν νά ἀνανήψουν. Καί νά ἀνοίξουν τά μάτια των καί νά ἀντιληφθοῦν τούς λόγους διά τούς ὁποίους τούς ἀπεκηρύξαμεν καί διεγράψαμεν τά ὀνόματά των ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια σήμερον δέν ἔχομεν διώξεις, ὅπως τότε, οὔτε κλείσιμο Ναῶν, οὔτε φυλακίσεις, οὔτε τραυματισμούς μέ τόν ὑποκόπανο τοῦ χωροφύλακος ἀκόμη καί θανάτους, ὅπως εἴχομεν εἰς τό παρελθόν. Σήμερον ἔχομεν ἕναν ἄλλου εἴδους διωγμόν, ὕπουλον, δόλιον, καταχθόνιον, διά τοῦτο καί ὀλεθριώτερον. Σήμερον δέν ἀσχολοῦνται ἐμφανῶς οἱ διῶκται, ἀλλά βάζουν πράκτορες, διά νά μήν γίνωνται ἀντιληπτοί. Καί οἱ πράκτορες αὐτοί, μέ τήν παραχάραξιν καί ἀλλοίωσιν τῆς Ὁμολογίας καί τήν νόθευσιν τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, θέλουν νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν Ἀληθινή Ἐκκλησία καί νά μᾶς ὑποτάξουν εἰς τόν εὐρύτερον Οἰκουμενισμόν. Θέλουν νά μᾶς ἐντάξουν, ἔστω καί παραμένοντας εἰς τό παλαιόν (δεκατριμερίτας) εἰς τήν παγκοσμιοποιημένην «ἐκκλησίαν» τοῦ νέου ἡμερολογίου. Σήμερον ἔχομεν διωγμόν ἐκ τῶν «ὁμοφύλων», ὅπως ἔλεγε ὁ Μ. Βασίλειος. Ἔχομεν βάρβαρον συμπεριφοράν τῶν ἀδελφῶν μας, παπιστικήν νοοτροπίαν τῶν συνεπισκόπων μας, καταλήψεις ναῶν κλπ. Καί δυστυχῶς αὐτός ὁ διωγμός ἀποδεικνύεται ὁ πιό «ἀποτελεσματικός». Τό βλέπομεν εἰς τό γεγονός, ὅτι ἡ προπαγάνδα τοῦ μ. Μαξίμου, ὅτι «βιάσθηκε ὁ ἅγιος Πατέρας καί ἔκανε σχῖσμα», ἤ τοῦ Κάτσουρα ὅτι «ὑπάρχουν στοιχεῖα διά τό τί ἔγινε εἰς Ἀμερικήν τό 1971», ἤ τοῦ Β. Σακκᾶ ὅτι «μετά τήν χειροθεσίαν δέν ὑπάρχει διαφορά εἰς τάς χειροτονίας Ματθαιϊκῶν καί Φλωρινικῶν», εἶχεν ὡς ἄμεσον ἀποτέλεσμα, οἱ πρώην συνεπίσκοποί μας, οἱ ὁποῖοι ἐπί 30 ἔτη ὡμολόγουν τήν «χειροθεσίαν» ὡς μίαν «ἁπλῆν συγχωρητικήν εὐχήν» ὑπό τάς γνωστάς προϋποθέσεις, τώρα (τήν τελευταίαν δεκαετίαν) ἐπιχειροῦν νά μεταποιήσουν αὐτήν εἰς «πραγματικήν ὡς ἐπί σχισματικῶν χειροθεσίαν», καί νά ὑποστηρίζουν ὅτι ὅλοι «εἴμεθα ἀπό χειροθετημένους», ὅπερ ἔχει σοβαράς ἐκκλησιολογικάς συνεπείας δι' αὐτούς, ἀφοῦ τούς καθιστᾶ διά τῆς ὑπαναχωρήσεώς των βλασφήμους καί ἀρνητάς τῆς Ἀποστολικῆς των Διαδοχῆς, ὅπως τό 1976 κατέστησεν ἀρνητήν τῆς Ἀρχιερωσύνης του τό ἐν μέλος τῆς Ἐξαρχίας, τόν Κορινθίας Κάλλιστον, διό καί καθηρέθη».
Εἰς ἄλλο προλογικόν σημείωμα ὑπεγραμμίσαμεν: «... Ὅπως διεκήρυξεν ὁ ἅγιος πατήρ Ματθαῖος, ὅτι «λόγοι πίστεως καί οὐχί προσωπικαί διαφοραί μᾶς ἐχώρισαν ἀπό τόν πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομον», οὕτως ὁμολογεῖ καί διακηρύττει καί ἡ τότε τοῖς ἐκείνου βήματι καί ρήμασι πορευομένη Ἱερά Σύνοδος, ἡ ἐκ τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1948 προελθοῦσα ἀπό τήν ὁποίαν ἐλάβομεν καί ἡμεῖς τήν γνησίαν καί ἀνόθευτον Ἀποστολικήν Διαδοχήν. Εἰς τήν παροῦσαν συνέχειαν, διατυπώνεται ἡ θέσις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅσον ἀφορᾶ τήν ὑφ' ἑνός χειροτονίαν, εἰς τήν ὁποίαν προέβη ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος τό 1948, συνεπής πρός τήν καλήν Ὁμολογίαν τήν ὁποίαν ἐκήρυττε. Ἀπαντᾶ εἰς τά φληναφήματα τῶν Φλωρινικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπολέμησαν μέ μῖσος τήν ὑφ' ἑνός χειροτονίαν. Κάμνει διάκρισιν μεταξύ ἐκλογῆς καί τοῦ τελετουργικοῦ τῆς χειροτονίας, καί διασαφωνίζει ὅτι ἡ χειροτονία Ἐπισκόπου τελεῖται ὑφ' ἑνός, ὅσοι δήποτε καί ἄν παρίστανται εἰς αὐτήν, οἱ δέ δύο ἤ τρεῖς παριστάμενοι, ὅταν ὑπάρχουν, εἶναι διά νά καταστήσουν βεβαιοτέραν τήν μαρτυρίαν καί ὄχι διά νά συμπληρώσουν τήν χάριν, ὡς ὑπεστήριξαν τινές ἀθεολόγητοι. Ὅπως συμπερασματικῶς σημειώνεται εἰς τήν Ἐγκύκλιον «ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἐξάγεται ὅτι δογματικῶς δέν δύναται νά στηριχθῆ τό ἀπαραίτητον πλειόνων τοῦ ἑνός Ἐπισκόπου κατά τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου». Ἐκ τῶν πραγμάτων ἑπομένως προκύπτει ὅτι ἐφ' ὅσον δέν ὑπῆρχε ἄλλος ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος διά νά συμπράξη τό 1948 ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος πρός χειροτονίαν Ἐπισκόπου καί μετ' αὐτοῦ ἄλλων Ἐπισκόπων, δέν δυνάμεθα νά λέγωμεν ὅτι χειροτονήσας μόνος παρεβίασε τόν Κανόνα, ὁ ὁποῖος προβλέπει «ὑπό δύο ἤ τριῶν» νά χειροτονῆται ὁ Ἐπίσκοπος, ἀλλά ὅτι ὑπερέβη τόν Κανόνα, διότι ἐπεβάλλετο ὑπό τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀναγκῶν καί οὕτω ἀπεδείχθη καί συνεπής πρός τήν καλήν του Ὁμολογίαν. Καί αὐτή ἡ πρᾶξις του, διά τήν ὁποίαν τόσον ἐκατηγορήθη ὑπό τῶν πολεμίων τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή εἶναι πού τόν ἀναδεικνύει τήν μεγαλυτέραν ἐκκλησιαστικήν προσωπικότητα τοῦ προηγουμένου αἰῶνος, διότι διά τῆς πράξεώς του αὐτῆς καί τήν Ὁμολογίαν ἀκαινοτομήτως καί ἀμειώτως ἐκράτυνεν καί τήν γνησίαν Ἀποστολικήν Διαδοχήν διεφύλαξε γνησίαν καί ἀνόθευτον».
Εἰς δέ τήν τελευταίαν συνέχειαν ἐγράφομεν: «... Εἰς αὐτήν τήν συνέχειαν παρατίθενται ὡρισμένα ἀκόμη στοιχεῖα περί τοῦ ὅτι ἐπιτρέπεται κατ' οἰκονομίαν ἐν καιρῶ ἀνάγκης ἡ ὑφ' ἑνός χειροτονία, καί γίνεται ἀναφορά καί εἰς τόν ρόλον τοῦ πρ. Φλωρίνης εἰς τόν διωγμόν κατά τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης. Ἐπίσης γίνεται ἀναφορά καί εἰς τήν ἐν γένει προδοτικήν στάσιν τοῦ πρ. Φλωρίνης ἔναντι τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, καί τήν πρόθεσίν του νά ὁδηγήση τούς Ὀρθοδόξους (Γ.Ο.Χ.) ὑπό τόν Σπυρίδωνα Βλάχον, ὅπως οἱ ὀπαδοί του σήμερον προσπαθοῦν νά μᾶς ὡδηγήσουν ὑπό τόν κ. Χριστόδουλον, καί νά μᾶς ἐντάξουν ὅλους ὑπ' αὐτόν ὡς δεκατριμερίτας οἰκουμενιστάς. Δηλαδή τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται. Οἱ πολέμιοι τῆς Ὀρθοδοξίας πάντοτε οἱ αὐτοί. Ὁ πόλεμος εἶναι ὁ ἴδιος. Τά πρόσωπα μόνον ἀλλάζουν».
Θεωροῦμεν ἐπάναγκες νά παραθέσωμεν καί τάς ὀλίγας μέν ἀλλά, νομίζομεν, σημαντικάς ὑποσημειώσεις τοῦ «Γνώσεσθε τήν Αλήθειαν ἐπί τῆς Ποιμαντορικῆς Ἐγκυκλίου». 
1) Διά τό θέμα τῆς «χειροθεσίας τοῦ 1971». «...Δέον νά ληφθῆ ὑπ' ὄψιν ὅτι ὁ πρ. Φλωρίνης εἶναι ὁ ἀπό τό 1950 εἰσηγητής τῆς «χειροθεσίας» ἐπί τῶν Ἐπισκόπων τῶν χειροτονηθέντων τό ἔτος 1948 ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου. Καί αὐτή ἡ «χειροθεσία», ἡ ὁποία ἐπεδιώχθη ἀπό σκοτεινά οἰκουμενιστικά κέντρα τό 1971 εἰς Ἀμερικήν, εἶναι πού ἔφερε τόν παλαιοημερολογιτικόν οἰκουμενισμόν εἰς τόν χῶρον μας, καί ὡδήγησε εἰς τά 3 μεγάλα σχίσματα, τοῦ Καλλίστου (ἐν ἔτει 1976), τῶν πέντε πρώην Μητροπολιτῶν (τό 1995) καί τοῦ ψευδαρχιεπισκόπου Νικολάου (τό 2005). Διότι, ἐνῶ, ἀπ' ἀρχῆς ἐδήλωσαν ὅτι εἰς Ἀμερικήν δέν ἀπεδέχθησαν «χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν», ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, ἀλλά μίαν συγχωρητικήν εὐχήν, ὅπως τό ἐδήλωσεν καί ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος, εἰς τήν συνέχεια ὑπανεχώρησαν καί ἐδήλωσαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς τήν ἐποχήν του (ὁ Κάλλιστος τό 1976, οἱ «πέντε» τό 1995 καί οἱ τοῦ Ἀνδρέου καί Νικολάου τό 2005) ὅτι εἶναι ὅλοι ἀπό χειροθετημένους. Τοῦτο ὅμως πρέπει νά γίνη σαφές, καί τό ἐπαναλαμβάνομεν διά μίαν ἀκόμη φοράν ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ἱερά Σύνοδος, ὁ Κλῆρος καί ὁ λαός τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΝ ΕΠΙ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ, ἀλλά κατ' ἄκραν οἰκονομίαν καί διά συγκεκριμένους λόγους, ἤτοι διά νά ἑνωθοῦν μέ τήν Ἐκκλησία καί οἱ Φλωρινικοί καί νά μή προφασίζωνται, τό ὑφ' ἑνός, ἐδέχθησαν μίαν ἁπλῆν συγχωρητικήν εὐχήν. Αὐτό δέχεται καί σήμερον καί αὐτή εἶναι ἡ ἀπ' ἀρχῆς καί πάντοτε ἡ Ὁμολογία τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος. Καί ὅσοι δέν ἀποδέχονται αὐτήν τήν Ὁμολογίαν, θέτουν τούς ἑαυτούς των ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τάς παλαιοημερολογιτικάς ὁμάδας καί παρατάξεις, αἱ ὁποῖαι κινοῦνται εἰς τόν χῶρον τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει τάς ἰδίας συνεπείας μετά τοῦ νεοημερολογιτικοῦ τοιούτου. Ἀποκαλυπτικά αὐτῆς τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐπιβολῆς καί προδοσίας εἶναι τά Ἀπαλλακτικά Βουλεύματα τοῦ 1976 καί τοῦ 1991, ἡ «Διακήρυξις Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας» τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῶν Φλωρινικῶν Χρυσοστόμου Κιούση τό 1994, αἱ δηλώσεις καί αἱ παρά τῶ Μόσχα Ἀλεξίου ἐνέργειαι τοῦ κ. Χριστοδούλου τό 2001, ἡ παραίτησις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου τό 2003 ὑπέρ τοῦ Νικολάου, ὡς ἔχοντος ὑπέρ αὐτοῦ τό Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα καί ἐν τέλει ἡ ὁμαδική ὑπαναχώρησις ἐπί τοῦ θέματος τῆς χειροθεσίας τῶν περί τόν Ἀρχ/πο Ἀνδρέα καί ψευδαρχιεπίσκοπο Νικόλαο Ἀρχιερέων κατά τό ἴδιον ἔτος, καί ἡ ἐπίμονος ἄρνησίς των νά ἀποδεχθοῦν νά συνομολογήσουν τήν καλήν Ὁμολογίαν, γεγονότα τά ὁποῖα τούς ἐξέβαλον ὁριστικῶς τῆς Ἐκκλησίας»
2) Ἐπί τοῦ Κανόνος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται εἰς τήν ἄρνησιν τῆς Ἀρχιερωσύνης, ἡ ὁποία εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Προσοχή, αὐτός ἀκριβῶς ὁ Κανών ἰσχύει καί διά τούς ἐν ἔτει 2003 ὑπαναχωρήσαντας εἰς τό περί «χειροθεσίας» θέμα Ἀρχιερεῖς (Νικόλαον, Παχώμιον καί Γαλακτίωνα), καί ἀρνηθέντας οὕτω τήν Ἀρχιερωσύνην των. Διότι ἡ δήλωσίς των, ὅτι «ὅλοι προερχόμεθα ἀπό χειροθετημένους» καί «ἀνεγνώσθησαν εὐχαί χειροτονίας καί εἰς Ἀμερικήν καί εἰς Ἑλλάδα» σημαίνει, ἄρνησιν τῆς Ἀρχιερωσύνης καί βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
3) Ἐπί τῆς διατυπώσεως ἱδέα τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος: «Ἀτυχής, καθ' ἡμᾶς, ἔκφρασις. Δέν πρόκειται περί «ἰδέας τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου», ἀλλά περί τοῦ ἀγῶνος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ταυτιζομένη πρός αὐτήν».
4) Διά τάς ἱεράς Μονάς τοῦ ἀγῶνος, αἱ ὁποῖαι ἦσαν προπύργια τῆς Ὀρθοδοξίας ἐτέθησαν εἰς τό στόχαστρον τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων: «Ἐκεῖνο πού δέν ἐπέτυχον τότε αἱ σκοτειναί δυνάμεις διά τοῦ πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, τό ἐπέτυχον εἰς τάς ἡμέρας μας διά τῶν πρακτόρων καί ὀργάνων τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ ἀδελφῶν Τσακίρογλου, Δημ. Κάτσουρα, Βασ. Σακκᾶ. Τί ἐπέτυχον; Νά μετατρέψουν τάς ἱστορικάς Μονάς τοῦ Ἀγῶνος μας, τά Κάστρα αὐτά τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς «προτεκτοράτα» καί Κέντρα τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ καί νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καί ὕστερα «ἀποροῦν» τινές, διατί τούς ἀπεκηρύξαμεν».
5) ‘Επί τῆς διατυπώσεως «αἱ ‘Εκκλησίαι μας»: Οὔτε αὐτή ἡ διατύπωσις εἶναι ὀρθή.  Ὀρθοδόξως δέν δυνάμεθα νά εἴπωμεν «αἱ ἐκκλησίαι ἡμῶν», διότι δυνατόν νά ἐκληφθῆ προτεσταντικῶς, διότι «ΜΙΑ» εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος, οἱ δέ ἀποσκιρτήσαντες αὐτῆς δέν εἶναι Ἐκκλησίαι, ἀλλά σχίσματα, τά δέ σχίσματα εἶναι «συναγωγαί πονηρευομένων».
6) ‘Επί τοῦ ὅρου «παράταξις»; «Πολύ ἐχρησιμοποιεῖτο παλαιότερον ὁ ὅρος «παράταξις», ἀλλά οὗτος ἦτο τῆς γραφίδος τοῦ π. Εὐγενίου Τόμπρου. Εἰς τήν ἐπιστολήν μου τοῦ 1976 πρός τόν τότε Κορινθίας Κάλλιστο, ἐκφράζω τήν διαφωνίαν μου εἰς τήν χρῆσιν αὐτοῦ τοῦ ὅρου, ὡς μή ὀρθοῦ ἐκκλησιολογικῶς. Δέν πρόκειται περί παρατάξεων, ἀλλά περί τῆς Ἐκκλησίας ἀφ' ἑνός καί σχισμάτων ἀφ' ἑτέρου. Πᾶσα ἄλλη ἐκδοχή ἐκφράζει παλαιοημερολογιτικόν Οἰκουμενισμόν καί «δεκατριμερισμόν».
Παραθέτομεν καί τήν προμετωπίδα τῆς Ἐγκυκλίου ἡ ὁποία ἐκφράζει τό ὁμολογιακόν φρόνημα τῆς τότε Ἱερᾶς Συνόδου καί τήν ἀποφασιστικότητά των νά διαφυλάξουν «ἀκαινοτομήτως καί ἀμειώτως» τούς θεσμούς τῶν Ἁγίων Πατέρων, καί νά καταδικάσουν καί ἀναθεματίσουν πᾶν ὅ,τι καταδικάζει καί ἀναθεματίζει ἡ ‘Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ:
Πρῶτον: Τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «…Ἡμεῖς τῆ ἀρχαία θεσμοθεσία της Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπακολουθοῦμεν, ἡμεῖς τούς θεσμούς τῶν Πατέρων φυλάττομεν, ἡμεῖς τούς προσθέτοντας τι ἤ ἀφαιροῦντας ἐκ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἀναθεματίζομεν»  καί
Δεύτερον: Τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848: «Πρός τούς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους. Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας ἥν παρελάβομεν ἄδολον παρά τηλικούτων ἀνδρῶν, ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν, ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ Διαβόλου. Ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχει ἐλλιπῆ τήν κεκηρυγμένην Ὀρθόδοξον πίστιν, ἀλλ' αὕτη μή ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν, ἥν τινα οὗν καί ὁ τολμῶν ἤ πρᾶξαι ἤ συμβουλεῦσαι ἤ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τό αἰώνιον ἀνάθεμα, διά τό βλασφημῆσαι εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὡς τάχα μή ἀρτίως λαλῆσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καί Οἰκουμενικαῖς Συνόδοι ... Ἅπαντες οὗν οἱ νεωτερίζοντες ἤ αἱρέσει ἤ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν κατάραν ὡς ἱμάτιον, κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε λαϊκοί, κἄν τε κληρικοί, κἄν Ἅγγελος ἐξ οὐρανοῦ.
+ ΑΝΘΙΜΟΣ Ἐλέω Θεοῦ Ἀρχεπίσκοπος Κων/λεως Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης. ΙΕΡΟΘΕΟΣ Ἐλέω Θεοῦ Πάπας καί Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καί πάσης γῆς Αἰγύπτου. ΜΕΘΟΔΙΟΣ Ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἀντιοχείας. ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καί αἱ περί αὐτούς Ἱεραί Σύνοδοι»
Ἀκολουθεῖ ἡ Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος τοῦ 1954, τῆς ὁποίας τήν μελέτην συνιστῶμεν εἰς ἅπαντας τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς:

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΓΟΧ ΕΛΛΑΔΟΣ

Πρός
Τό εὐσεβέστατον τῆς ἐν Ἑλλάδι καί ἀλλαχοῦ Πλήρωμα
τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν

Ἀθῆναι 15 Σεπτεμβρίου 1954

Πανοσιώτατοι Ἱερομόναχοι. Αἰδεσιμώτατοι Ἱερεῖς, ὁσιώτατοι Μοναχοί, εὐλαβέστατοι Ἐκκλησιαστικοί Ἐπίτροποι καί εὐσεβέστατοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίω ἀγαπητά και περιπόθητα.
Χάρις Ὑμῖν καί εἰρήνη καί ἔλεος τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, εἴη μεθ' ἁπάντων Ὑμῶν. Ἀμήν.

Τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά,
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν διδάσκει: «Προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν, οἴτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἶναι λύκοι ἅρπαγες. Ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς».
Ὁ κατά κλῆσιν Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν οὐρανοβάμων Παῦλος φθέγγεται: «Ὡς τέκνα φωτός περιπατεῖτε ἐν πάση ἀγαθωσύνη καί δικαιοσύνη δοκιμάζοντες τί τό θέλημα τοῦ Κυρίου καί εὐάρεστον» καί: «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ' ὡς σοφοί ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσί» καί: «Στήκετε και κρατεῖτε τάς παραδόσεις, ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν» καί: «εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ' ὄ παρελάβετε καί παρ' ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, κἄν ἡμεῖς, κἄν Ἅγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω».
Καί ἐξακολουθῶν τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Κυρίου ὁ Θεῖος Παῦλος προφητεύει: «Ἐγένοντο δέ καί ψευδοπροφῆται ἐν τῶ λαῶ ὡς καί ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἴτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις, ἀπωλείας καί τόν ἀγοράσαντα αὐτούς Δεσπότην ἀρνούμενοι ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινήν ἀπώλειαν· καί πολλοί ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀπωλείαις, δι' οὕς ἡ ὁδός τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται».
Και αὖθις ὁ Κύριος καί Διδάσκαλος ἡμῶν ἐπιτονίζει: «Βλέπετε, μή πλανηθῆτε, πολλοί γάρ ἐλεύσονται ἐπί τῶ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, μή οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν, ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς».
Εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀναγινώσκομεν: «Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα, τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν».
Καί ἐν τῶ Ἱερῶ Εὐαγγελίω γέγραπται: «Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι οὗτοι ἐξ ἡμῶν μέν ἦλθον, ἀλλ' οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, εἰ γάρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν μεμενήκασιν ἄν μεθ' ἡμῶν».
Οἱ οὐράνιοι λόγοι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου καί τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίω ἀγαπητά, δέν ἐλέχθησαν, δέν ἐγράφησαν περιστατικῶς διά τήν ἐποχήν ἐκείνην. Οἱ λόγοι οὗτοι εἶναι κήρυγμα προφητικόν καί διδακτικόν διά τούς αἰῶνας, δι' ὅλον τόν βίον τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας. Ψευδοπροφῆται καί ψευδοδιδάσκαλοι ὑπάρχουσι πάντοτε.
Ποθοῦντες τήν κάλυψιν τῶν ρηγμάτων, τήν ἄρσιν τῶν σχισμάτων, καί ἐπιδιώκοντες τήν εἰρήνευσιν καί τήν ἕνωσιν τῶν διασπασθέντων Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἴνα ἡνωμένοι καί ἀδελφωμένοι ἀντιμετωπίσωμεν τόν ἀναμολόγητον διωγμόν, ἐξαπελύσαμεν τήν ἀπό 1ης Ἰουνίου 1954 Ἐγκύκλιον, διά τῆς ὁποίας παρεκαλοῦμεν τόν πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον νά πράξη κατά τό Ἱερόν καθῆκον Του καί κατά τά ἐντάλματα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων πρός ἀποκατάστασιν τῆς Ἑνότητος ἐν τῆ Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τῆ βαλλομένη πανταχόθεν ὑπό τῶν ποικιλωνύμων ἐχθρῶν Αὐτῆς, ἅμα δέ καί τῆς Ἑνότητος ὁλοκλήρου τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ κόσμου τοῦ ἀνά τήν Οἰκουμένην, ἐπί τῶ ἁγίω τέλει τῆς ἐξαλείψεως τοῦ σχίσματος ἐκ τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ὅπερ καί σοβαράς ζημίας εἰς τόν ἱερόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνα ἐπέφερε καί σάλον μέγαν εἰς τάς τάξεις τῶν Ὀρθοδόξων ἥγειρε καί καταστροφήν τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος ἐπήνεγκεν, ἀνασταλείσης τῆς προόδου καί συσσωρευθέντων συντριμμάτων καί ἐρειπίων.
Ἀλλά, τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίω ἀγαπητά καί περιπόθητα, εἰς μάτην αἱ προσπάθειαι ἡμῶν. Τό πνεῦμα τοῦ Ἑωσφόρου ἐπεκράτησεν. Καί ὁ πρ. Φλωρίνης Κύριος Χρυσοστόμος ἀπήντησε διά τῆς ἀπό 15 Ἰουλίου 1954 ἐγκυκλίου Του κρατῶν τήν θρυαλλίδα, ἀφρίζων καί μαινόμενος, κηρύττων τόν πόλεμον, τόν διχασμόν καί τό ἀγεφύρωτον τοῦ χάσματος. Ἡ ἐγκύκλιος αὕτη διέλυσε πλέον πᾶσαν ἐλπίδα ἡμῶν. Ἡμεῖς εὐχόμενοι ὅπως ὁ Κύριος γένηται ἴλεως τῶ ἐμπρηστῆ πρ. Φλωρίνης, συνέχοντες τήν ὀδύνην τῆς ψυχῆς ἡμῶν, προχωροῦμεν πλέον μέ τά ὅπλα τῆς Πίστεως ἀκλόνητοι καί ἀτρόμητοι εἰς τόν Ἀγῶνα ἀντιμετωπίζοντες συγχρόνως καί τήν Σχισματικήν Ἐκκλησίαν τοῦ Σπυρίδωνος καί τόν πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομον.
Τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά,
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά κατά τήν ὁποίαν ὁ πρ. Φλωρίνης ἀποκρούει τήν τεινομένην χεῖρα τῆς Ἑνώσεως πρός δόξαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί πρό ἐτῶν δεκαεπτά, κατά τό 1937 παρεκαλέσαμεν τόν πρ. Φλωρίνης νά δεχθῆ τούς ὅρους τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐπέλθη ἡ ποθητή Ἕνωσις πρός δόξαν Θεοῦ, σωτηρίαν τῶν πιστῶν καί πρόοδον καί ἐπικράτησιν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος. Ἀλλ' ὁ Ἀρχιερεύς οὗτος, ἀτυχῶς ἐκπεσών, ἠρνήθη, ἠρνεῖτο πάντοτε καί ἀρνεῖται πεισμόνως, ἀλλά καί ἐν ἐπιγνώσει διά λόγους μυχίους, οὕς οἷδε Κύριος. Ἀρνεῖται νά προσέλθη εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, δέν ἔχει σκοπόν, δέν θέλει τήν καταπολέμησιν τοῦ σχίσματος τοῦ ἐκ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου προελθόντος, ἀλλ' εἶναι τεταγμένος πρός διάλυσιν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος, ὠθούμενος ἀπό ταπεινά πάθη καί δέσμιος τῆς προσπαθείας του πρός ἱκανοποίησιν προσωπικῶν πόθων. Καί προχωροῦντες πλέον εἰς ἀνοικτόν ἀγῶνα ἔχομεν καθῆκον νά σχίσωμεν τήν προσωπίδα καί νά ἀποκαλύψωμεν τόν ἄνδρα ἐπί τῆ βάσει κειμένων καί ἱστορικῶν γεγονότων. Εἶναι ἐπιτακτικόν τό καθῆκον ἡμῶν τοῦτο, καίτοι λυπούμεθα ἀπό βάθους ψυχῆς, διότι πρέπει νά διαφωτίσωμεν ἴνα μή πλανηθῆ κανείς ἐκ τῶν διαφόρων ψευδῶν, τῶν ἀπατηλῶν τεχνασμάτων, πανούργων σοφιστειῶν καί στρεψοδίκων δικαιολογιῶν.

ΛΟΙΠΟΝ «ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ»

Οἱ ὑπογεγραμμένοι Ἀρχιερεῖς, παρακαλοῦμεν πάντας ὅπως διεξέλθωσι μετά προσοχῆς καί ὑπομονῆς τήν Ποιμαντορικήν καί Πατρικήν ταύτην ἐγκύκλιον ἡμῶν, ἴνα πάντες ἐννοήσωσι καλῶς:
1) Ποῖα τά ἐλατήρια τά παρακινήσαντα τόν πρ. Φλωρίνης Κύριον Χρυσοστόμον Καβουρίδην νά προσέλθη εἰς τόν ἱερόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνα.
2) Διά τίνας λόγους ὁ πρ. Φλωρίνης ἀποπτύσας πάντα χαλινόν ἠθικοῦ συναισθήματος κατ' ἐξακολούθησιν ἐπιρρίπτει εἰς Ἡμᾶς τήν εὐθύνην τοῦ Σχίσματος τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας μέ τήν μοναδικήν δικαιολογίαν ὅτι ἡμεῖς διεπράξαμεν τό τρομερόν ἔγκλημα ὅτι πρός προαγωγήν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος προέβημεν εἰς χειροτονίας νέων Ἐπισκόπων.
3) Διά τίνας λόγους καί ποίους σκοπούς ὁ πρ. Φλωρίνης ἀποκρούει μετά πείσματος ἑωσφορικοῦ τήν ἕνωσιν μεθ' ἡμῶν, διά νά θολώνη δέ τά νερά καί νά παραπλανᾶ τόν λαόν ἀντιστρέφει καί διαστρέφει τά γεγονότα καί κρατῶν κλάδον ἐλαίας πρός εἰρήνευσιν λέγει καί γράφει ὅτι ἡμεῖς εἴμεθα οἱ αἴτιοι τοῦ διχασμοῦ καί οὐχί αὐτός!!! Ἀλλ' ἐπί τέλους τυφλωθείς ὑπό τοῦ πάθους ἀπέσπασε μόνος τό προσωπεῖον, κατέπεσεν ἡ Αὐλαία καί ἐνεφανίσθη ὁ πρ. Φλωρίνης οἷος πράγματι εἶναι! Καί θά ἀφήσωμεν πλέον τά γεγονότα νά ὁμιλήσωσι καταβοῶντα, ἀποκαλύπτοντα καί καταδικάζοντα.

Α´. ΠΩΣ ΕΞΗΛΘΕΝ Ο πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης ἐξῆλθεν εἰς τόν Ἱερόν Ἀγῶνα ὑπέρ τῶν παραδόσεων τῆς Ὀρθοδοξίας, οὐχί πυρπολούμενος ἀπό Πίστεως, ἀλλά ἕνεκα λόγων ἐμπαθείας, φθόνου καί ἐκδικήσεως πρός τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον Παπαδόπουλον, ὁ ὁποῖος ἠρνήθη νά τόν προαγάγη εἰς Πρόεδρον τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἤ Ἀρχιεπίσκοπον Πειραιῶς ὅπως ἐπιμόνως καί ἐκβιαστικῶς ἀπήτει καί ἐπεδίωκεν. Καί πράγματι ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ὁ ἐμφανιζόμενος ὡς ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀρχιερεύς ὑπάρχων τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας καί Συνοδικός, ἐκάθηρεν Ὀρθοδόξους ἱερεῖς, ἀποκαλέσας τόν παλαιοημερολογιτισμόν καρκίνωμα καί χαίνουσαν πληγήν (καταβοῶσι τά πρακτικά τῆς κακοδόξου Συνόδου). Καί τέλος ἀπεφάσισε καί ἐξῆλθεν εἰς τόν ἱερόν Ἀγῶνα παραπλανηθείς καί πιστεύσας ὅτι ἐπίκειται ἡ πτῶσις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου καί θά ἀνέλθη εἰς τήν θέσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐτός, παροτρυνόμενος ὑπό διαφόρων πολιτικῶν προσώπων καί ὑπό τοῦ τότε Συμβουλίου τῆς Ἑλληνικῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος.

Β´ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ 1935, ΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΙ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, ΑΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ

Κατά τό ἱστορικόν διά τήν Ὀρθοδοξίαν ἔτος 1935 οἱ Ἀρχιερεῖς Δημητριάδος Γερμανός, Φλωρίνης Χρυσοστόμος καί Ζακύνθου Χρυσόστομος, Ἀρχιερεῖς τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας λαβόντες τήν Ἀρχιερωσύνην κατά τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον, ὑψώνουσι τήν σημαίαν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποκηρύσσοντες τήν ἀποστάτιδα Ἐκκλησίαν. Καί εἰς τόν ἱερόν ναόν Ἁγίου Κωνσταντίνου Κολωνοῦ ἐνώπιον χιλιάδων πιστοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ ποιοῦνται τήν ὁμολογίαν των καί βροντοφωνοῦσι τό Διάγγελμά των πρός τόν Ὀρθόδοξον Ἑλληνικόν Λαόν καί Κλῆρον. Διά τῆς ὁμολογίας καί τοῦ διαγγέλματός των οἱ τρεῖς οὗτοι Ἀρχιερεῖς κατέστησαν ἑαυτούς Κανονικούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν συμφώνως πρός τάς διατάξεις τῶν ἱερῶν Κανόνων περί Σχίσματος, καθόσον εἶχον τήν Ἀρχιερωσύνην ἀπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου. Καί μετά τό κίνημα τοῦτο τῆς συμπήξεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ἀνῆλθον οἱ Ἀρχιερεῖς εἰς τήν ἱεράν Μονήν Κερατέας καί ἡ πρώτη πρᾶξις Των ὡς ἀνεξαρτήτου Ἐκκλησίας ἦτο ἀφ' ἑνός μέν ἡ ὑπό τῶν δύο χειροθεσία τοῦ Μητροπολίτου Ζακύνθου Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθῆ ὑπό τό κράτος τοῦ νέου ἑορτολογίου καί ἀφ' ἑτέρου αἱ χειροτονίαι τεσσάρων νέων ἐπισκόπων τῶν Μεγαρίδος Χριστοφόρου Χατζῆ, Διαυλείας Πολυκάρκου Λιώση, Κυκλάδων Γερμανοῦ Βαρυκοπούλου καί Βρεσθένης Ματθαίου Καρπαθάκη.
Μετά τάς χειροτονίας ἤρχισαν αἱ ἀνακρίσεις, αἱ ἀπομονώσεις καί ὁ διωγμός. Δέν ὑπῆρχε ἀπόθεμα πίστεως, ἐπῆλθε κλονισμός καί αἱ ἀρνήσεις τῆς ἱστορικῆς ὁμολογίας. Ἔναντι τῆς προδοσίας καί τῆς ἀρνήσεως ἐστάθησαν ὄρθιοι, ἀκέραιοι καί εὐθυτενεῖς καί ἀπεκήρυξαν καί τήν προδοσίαν καί τούς προδότας: 1) Ἡ Ἑλληνική Θρησκευτική Κοινότης, ἡ ὁποία ἐστάθη στῦλος ἀκλόνητος τῆς Ὀρθοδοξίας καί εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει πᾶσα δόξα καί τιμή. Εἴη εὐλογημένον τό ὄνομα τῆς Κοινότητος τῶν Ὀρθοδόξων, καί 2) Οἱ δύο ἐπίσκοποι Κυκλάδων Γερμανός καί Βρεσθένης Ματθαῖος κατά τό ἔτος 1937.
Οἱ ἀρνηταί τῆς ὁμολογίας των ἐν τῆ ἀρνήσει των διεκήρυξαν ὅτι τά Μυστήρια τῆς κακοδόξου ἐκκλησίας δέν εἶναι ἄκυρα μέχρις ὅτου συνέλθη μία Σύνοδος καί τήν κηρύξη Σχισματικήν, κατ' ἀκολουθίαν μέχρι τότε αἱ ἀποφάσεις τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι κανονικαί. Τά συμπεράσματα τῆς γνώμης ταύτης εἶναι ὁλοφάνερα: α) Εἶναι περιττός καί μάταιος ὁ ἀγών, β) Αἱ καθαιρέσεις αἱ γενόμεναι ὑπό τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἐγκυρόταται και κανονικώταται, γ) Ἀθετοῦνται αἱ τέσσαρες Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, αἴτινες κατεδίκασαν τό Παπικόν ἑορτολόγιον, καί τάς ὁποίας Συνόδους οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς εἶχον ἐπικαλεσθῆ εἰς τό Διάγγελμά των τοῦ 1935.

Γ´ ΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΑΡΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΙ

Ἡ σειρά ἀρνήσεων, ἀσυνεπειῶν καί κακοδοξιῶν ἐκτίθενται μέ ἀντικειμενικότητα καί σαφήνειαν εἰς τήν ἱστορικήν Ἐγκύκλιον τοῦ Κυροῦ Βρεσθένης Ματθαίου τῆς 1ης Ὀκτωβρίου 1947 καί παραθέτομεν ἐνταῦθα πιστήν ἀντιγραφήν. Ἐν αὐτῆ διακηρύσσει ὁ ἀοίδιμος κυρός Ματθαῖος τούς λόγους τούς ἐπιβαλόντας τόν χωρισμόν:
«Καθαρῶς λόγοι πίστεως, προσφιλῆ ἐν Χριστῶ, τέκνα καί ἀδελφοί, μᾶς ἐπέβαλον νά χωρισθῶμεν ἀπό τούτων καί οὐχί ἄλλοι, προσωπικοί ἤ συμφέροντος, ὡς καθ' ἡμῶν κατηγοροῦσιν. Διά μέν τόν θανόντα Δημητριάδος, δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἀναγραφῶσι, διότι ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως, τονίζομεν, ὅτι ὅλοι οἱ λόγοι καί οἱ φόβοι μας δι' αὐτόν ἐπηλήθευσαν ὡς τοὐλάχιστον ἀπέδειξε καί ἡ τελευτή του, ἥτις συνέβη κακοδόξως, τῆς κηδείας του τελεσθείσης ὑπό τῆς κακοδόξου Μητροπόλεως Ἀθηνῶν καί διά κακοδόξων ἱερέων. Ὡς πρός τόν πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομον, ριζικωτέρα εἶναι ἡ διαφορά. Κατά τό θέρος τοῦ 1937, εἰς ἀπάντησίν του πρός τόν ὁσιώτατον μοναχόν Μᾶρκον Χανιώτην, ἔγραφεν ὅτι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν εἶναι σχισματική, ὅτι δέν ἔχει τό δικαίωμα νά τήν κηρύξη τοιαύτην καί, ὅτι τό μῦρον τό παρά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τελεσθέν μετά τήν καινοτομίαν, δηλαδή, μετά τήν ἐφαρμογήν τοῦ νέου ἡμερολογίου, ἔχει τήν ἁγιαστικήν χάριν, τά δέ παιδία τῶν νεοημερολογιτῶν δέν πρέπει νά μυρώνωνται, ἀκόμη δέ ὅτι δέν δύναται νά ἔλθη εἰς ἀντίθεσιν μέ τάς ἄλλας νεοημερολογιτικάς καί παλαιοημερολογιτικάς Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι ἀναγνωρίζουσι τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ὡς κανονικήν, ἐπί πλέον δέ ὅτι μετά τό Σχῖσμα κατ' οὐδέν ἐμειώθη ἡ ἁγιαστική χάρις τοῦ μύρου τοῦ τελεσθέντος παρά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τά αὐτά περίπου ὁ ἴδιος ἔγραφε κατά τήν 17ην Ὀκτωβρίου 1937 πρός τό Διοικητικόν Συμβούλιον τῆς Κοινότητος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης, ὅτι δηλαδή θεωρεῖ καταφρόνησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐάν κηρύξη τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος σχισματικήν καταδικάζων οὕτω εἰς τόν πνευματικόν θάνατον 5 ἑκατομμύρια Ἕλληνας ἀδελφούς του, οἴτινες, καλῆ τῆ πίστει, ἀκολουθοῦν τό νέον ἡμερολόγιον, καί νά ἔλθη οὕτως εἰς ἀντίθεσιν μέ τάς ἄλλας Ἐκκλησίας».
Τήν 15 Ἰανουαρίου 1938 ἔγραφε πρός τόν τότε Ὑπουργόν τῶν Θρησκευμάτων κ. Γεωργακόπουλον, ὑποβάλλων ἐπί τούτω ἔγγραφον:
«Νά ἀναγνωρισθῶσιν αἱ χειροτονίαι τῶν ἐπισκόπων Χατζῆ καί Λιώση ὡς ἔγκυροι καί νά τεθῶσιν οὗτοι εἰς τήν διάθεσιν τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δέ Γερμανός Βαρυκόπουλος καί ὁ Ματθαῖος Ἁγιορείτης νά καταστῶσιν ὑπόδικοι ἐνώπιον τῆς Δ. Συνόδου τῆς ἐπισήμου (κακοδόξου) Ἐκκλησίας δι' ὅσα ἔγραψαν καί ἐδημοσίευσαν ἐξ ἀκρισίας, τόσον ἐναντίον Αὐτῆς, ὅσον καί αὐτῶν».
Συνεχίζων γράφει:
«Νά καταστῆ ὑποχρεωτική δι' ἡμᾶς καί τήν Ἱεραρχίαν ὅλην ἡ περί ἡμερολογίου ἀπόφασις τῆς Προσυνόδου, οἱαδήποτε καί ἄν εἶναι αὕτη, καί νά τεθῆ ἀμέσως εἰς ἐφαρμογήν, δηλαδή, ἄν ἀποφασίση ἡ Προσύνοδος νά ἀκολουθήσωμεν τό νέον ἡμερολόγιον νά τό ἀκολουθήσωμεν» (βλέπε βιβλίον «Νομοκανονικαί Ἐνασχολήσεις» Δημητρίου Πετρακάκου Βασιλικοῦ Ἐπιτρόπου τῆς κακοδόξου Συνόδου, σελίς 285).
Ἐν ἔτει 1940, ἐνώπιον τεσσαράκοντα προσώπων ἐξ ἀμφοτέρων τῶν παρατάξεων, εἰς τήν ἐν Ψυχικῶ οἰκίαν τοῦ κ. Βασιλείου Κηρύκου, ὡμολόγησεν, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐφ' ὅσον δέν συνῆλθεν Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἴνα τήν κηρύξη σχισματικήν, δέν δυνάμεθα νά τήν εἴπωμεν σχισματικήν. Τά μυστήριά της εἶναι ἔγκυρα. Τό μύρον της ἔχει ἁγιαστικήν χάριν καί ὅτι τά παιδία τῶν νεοημερολογιτῶν δέν πρέπει νά μυρώνωνται. Τό αὐτό ἔτος ἐφεῦρε τό δυνάμει καί ἐνεργεία, δηλαδή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν νεοημερολογιτῶν εἶναι δυνάμει μόνον σχισματική, οὐχί δέ καί ἐνεργεία».
Τήν σοφιστείαν ταύτην, ἐφεῦρε διότι προσκληθείς ὑπό τοῦ τότε Ἀστυνομικοῦ Διευθυντοῦ κ. Ι. Βαβούρη, ἤκουσε παρά τούτου ὅτι ἡ κακόδοξος Ἐκκλησία ἦτο ἀποφασισμένη καί ἐπέμενεν, ἐφαρμόζουσα τήν ἀπόφασίν της, νά στείλη εἰς ἐξορίαν ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς. Δειλιάσας τότε ὑπανεχώρησε, μέ μόνον σκοπόν ὅπως ἱκανοποιήση τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν καί ἐπηρεάση ταύτην, ἴνα ἀναστείλη τήν περί ἐξορίας τῶν Ἀρχιερέων ἀπόφασιν. Διά τῆς τοιαύτης ὅμως συμπεριφορᾶς ἠγνόησε καί ἠρνήθη τά μόλις πρό ὀλίγου ὁμολογηθέντα.
Τήν 1ην Ἰουνίου 1944 εἰς τήν Ποιμαντορικήν ἐγκύκλιόν του πρός ἅπαν τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα, γράφει:
«Ταμιοῦχος τῆς Θείας χάριτος εἶναι ἡ κακόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὡς προικισθεῖσα ἀπό τήν ὅλην Ἐκκλησίαν, καί ὄχι ὡρισμένος ἀριθμός Κληρικῶν καί λαϊκῶν ἀποσπώμενος διά λόγους διαφωνίας, δι' ἰάσιμόν τι ἐκκλησιαστικόν ζήτημα (ὡς τό ἡμερολόγιον) καί ὅτι οἱ τοιαῦτα πράττοντες εἶναι Προτεστάνται ἤ παρασυνάγωγοι. Ὅτι ἡμεῖς ἀσεβοῦμεν καί εἴμεθα ἱερόσυλοι ὄχι μόνον πρός αὐτήν τήν θείαν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί πρός τήν ἱερότητα τῶν Μυστηρίων, ἐπειδή ἀποκαλοῦμεν τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν σχισματικήν καί μή ἔχουσαν οὐδεμίαν χάριν».
Περαιτέρω γνωματεύει, ὅτι «ἡμεῖς οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι, δέν ἀποτελοῦμεν ἰδιαιτέραν καί ἀνεξάρτητον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν Ἑλλάδι, διότι οὐδεμία Ἐκκλησία μᾶς ἀνεγνώρισεν ὡς τοιαύτην, ἀλλ' εἴμεθα ἐντός τῆς ἀνεγνωρισμένης Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὡς μία φρουρά, ἥτις φρουρεῖ τον θεσμόν τοῦ Ὀρθοδόξου ἑορτολογίου. Καί ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη καί ἀντικανονική ἡ ἰδέα, ὅτι ἡμεῖς εἴμεθα Ἐκκλησία». Ἐνῶ εἰς τήν ἐγκύκλιόν του γράφει «Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος» (Βλέπε ἐγκύκλιον 1954).
Συνεχίζων ἐκθέτει ὅτι, «κατά ταῦτα, ἡμεῖς οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι ὅσω καί ἄν παρουσιαζώμεθα κατά τό φαινόμενον ὅτι εἴμεθα Ἐκκλησία κλπ., ἀποτελοῦμεν ἐν τῆ Κανονικότητι, οὐχί ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης, μεθ' ἧς διεκόψαμεν, προσωρινῶς, διά λόγους Κανονικούς τήν Ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν, ἀλλά τήν ἀνύστακτον φρουράν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν ὀνόματι τῆς ὁποίας συνεχίζομεν τήν ἱστορίαν αὐτῆς καί ὅστις φρονεἱ ἀντιθέτως εἶναι παρασυνάγωγος καί Προτεστάντης».
Ὁμοίως, ὅτι «ἡμεῖς δέν ἔχομεν τό δικαίωμα νά μεταδώσωμεν Ὀρθόδοξον χάριν τήν ὁποίαν ὑστερούμεθα· ἐπειδή δέν ἀνήκομεν εἰς τήν Κανονικήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος τήν μόνην ταμιοῦχον τῆς Θείας χάριτος, κατά τήν Ὀρθόδοξον ἀντίληψιν».
Ἐπίσης τήν 18ην Ἰανουαρίου 1945 εἰς τήν διασάφησιν τῆς ἀνωτέρω ἐγκυκλίου γράφει:
«Εἰς περίπτωσιν καθ' ἥν μία μερίς Κληρικῶν καί λαϊκῶν, διά λόγους ἐκκλησιαστικούς καί Κανονικούς, διακόπτει τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μετά τῆς προϊσταμένης ἀρχῆς, ἀποχωριζομένη διά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας, πηγνύει ἴδιον θυσιαστήριον ὅσω καί ἄν διά τῆς χωριστικῆς λατρείας καί τῶν ἰδίων εὐκτηρίων οἴκων καί ἰδίων λειτουργῶν φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης, ἐξ ἧς ἐχωρίσθη, δέν παύει ὅμως, Κανονικῶς νά ἀνήκη αὕτη εἰς τήν αὐτήν, τήν μίαν καί ἀδιαίρετον Ἐκκλησίαν κλπ. (βλέπε σελ. 8).
Εἰς δέ τήν σελίδα 11, γράφει ἐπίσης: Τό σφαλερόν τοῦ διϊσχυρισμοῦ τούτου, δηλαδή, τό ὅτι ἡμεῖς λέγομεν ἄκυρα τά μυστήρια τῶν νεοημερολογιτῶν, ἔγκειται εἰς τήν ἐσφαλμένην ἀντίληψιν, ὅτι οἱ παλαιοημερολογῖται ἔμειναν εἰς τάς Πατρίους παραδόσεις, διότι ἡ ἐκκλησία τῶν νεοημερολογιτῶν ἀπό τοῦδε ἐστερήθη τῆς Θείας χάριτος ὡς λέγουσιν οἱ παρασυνάγωγοι ἐπίσκοποι. Τοῦτο ἴσως νά συμβαίνη διά τούς ἀκολουθοῦντας τήν παρασυναγωγήν. Οἱ ἐν ἐπιγνώσει ὅμως παλαιομερολογῖται τῆς Ὀρθοδόξου παρατάξεως ἡμῶν γινώσκουσι καλῶς, ὅτι ἡ παρακολούθησις τοῦ παλαιοῦ ἑορτολογίου δέν εἶναι ἀπόρροια τοῦ ἐγκύρου ἤ ἀκύρου τῶν μυστηρίων τῶν νεοημερολογιτῶν» κλπ.
Εἰς δέ τάς σελίδας 14 καί 15 τῆς αὐτῆς διασαφήσεώς του γράφει, ὅτι «πρέπει ἡμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι νά ἐκφράσωμεν τήν λύπην μας δι' ὅσα ἐγράψαμεν τόσον ἐναντίον αὐτῶν, ὅσον καί κατά τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας, καί νά μετανοήσωμεν διότι ἐκηρύξαμεν σχισματικήν τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν καί ἄκυρα τά μυστήριά της». Ὁμοίως εἰς τήν ἐφημερίδα «Ἐλευθερία» τῆς 14 Νοεμβρίου 1945 δημοσιεύει, ὅτι «οὐδέποτε θά προβῆ εἰς ἐπαναστατικάς πράξεις, ὡς τούς ἄλλους Ἐπισκόπους, δηλαδή, οὐδέποτε θά χειροτονήση ἐπισκόπους, διότι δέν εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά φρουρά, καί διαβεβαιοῖ, ὡς πρός τοῦτο, τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν καί τήν Κυβέρνησιν, ὅτι κατ' οὐδένα λόγον καί ἐν οὐδεμιᾶ περιπτώσει θά προβῆ εἰς τοιαύτην ἐνέργειαν». Καί τοῦτο διότι, διεμηνύθη εἰς αὐτούς παρά τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας διά τοῦ κ. Γεωργίου Μπόγρη, τότε μοιράρχου τῆς Χωροφυλακῆς καί ὑπασπιστοῦ τοῦ κ. Ὑπουργοῦ τῆς Ἀσφαλείας κατά τό ἔτος 1939, δηλαδή, νά μή χειροτονήσουν ἀρχιερεῖς διότι θά σταλοῦν εἰς ἐξορίαν, τοῦθ' ὅπερ καί ἀποδεχθέντες, διεβεβαίωσαν τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν διά τοῦ ἀνωτέρω κ. Μπόγρη ὅτι οὐδέποτε θά προβοῦν εἰς χειροτονίας ἀρχιερέων καί ἐν οὐδεμιᾶ περιπτώσει.
Ὡσαύτως, εἰς τό ὑπόμνημά του διά τήν μέλλουσαν νά συνέλθη Πανορθόδοξον Σύνοδον τοῦ ἔτους 1945 παραθέτει:
«Ὁ θρίαμβος δέ οὗτος τῆς Ἐκκλησίας ἐπετεύχθη διά τῆς Πανσθενουργοῦ δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς μέσου καί ὀργάνου χρησιμεύσαντος τοῦ Ἐξοχωτάτου Στρατάρχου Στάλιν καί τῶν ἐνδόξων αὐτοῦ συνεργατῶν πολιτικῶν τε και στρατιωτικῶν, οἴτινες μετά τοῦ Πρωθιεράρχου καί τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐξεπόνησαν τό σύμφωνον τῆς Πολιτείας μετά τῆς Ἐκκλησίας… «Καί αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». Εἰς τάς σελίδας 21, 22 καί 35 τοῦ ὑπομνήματος τούτου ἀποκαλεῖ τόν σχισματικόν Ἀρχιεπίσκοπον Παπαδόπουλον, ἀοίδιμον καί μακάριον, αὐτόν τόν σχίσαντα τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καί ἀναθεματισμένον ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρας, προσθέτων εἰς τάς σελίδας 22 καί 26, ὅτι εἶναι ὀρθόδοξον τέκνον τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας καί ὅτι κακῶς ἐφέρθη ἡ Μήτηρ του καί ἡ σκληρόκαρδος μητριά του Ἐκκλησία πρός αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀρχιερεῖς πού τούς ἐκάθηρεν, καί περαιτέρω, ὅτι καί μετά τήν ἀπόσχισιν αὐτοῦ ἐκ τῆς Διαρκοῦς Συνόδου ἄφησε τήν θύραν ἀνοικτήν τῆς συνεννοήσεως μετά τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας καί συνεχίζων ἱστορεῖ ὅτι οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι τότε Δημητριάδος, Ζακύνθου καί Φλωρίνης, κατήρτισαν Διοικητικόν Συμβούλιον καί ὄχι Ἐκκλησίαν παρ' ὅλον ὅτι ἔγραφον καί εἰς τάς ἐγκυκλίους των, τά ἔγγραφά των, καί εἰς τήν ἐφημερίδα των ὅτι εἶναι Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέχρι σήμερον.
Ὥστε ἄλλα λέγουν καί ἄλλα πράττουν.
Εἰς δέ τήν σελίδα 31 ἀποκαλεῖ τήν Ἱ. Σύνοδον, ἀρχιερατικόν συμβούλιον, καί τόν ἀποθανόντα κακοδόξως πρόεδρόν του Δημητριάδος ἀοίδιμον καί τοῦτον, ὡς ἄν ὅλοι οἱ κακόδοξοι νά εἶναι ἀοίδιμοι. Καί κατωτέρω, εἰς τήν αὐτήν σελίδα, παραπονεῖται πρός τήν Μητέρα του κακόδοξον Ἐκκλησίαν, διότι δέν ἔπρεπε νά τόν τιμωρήση τόσον σκληρῶς, ἀλλά τοὐλάχιστον ἔπρεπε νά τόν ὑστερήση τῆς εὐλογίας καί τῆς Μυστηριακῆς ἐπικοινωνίας της, ἀποκαλῶν αὐτήν ἐπίσημον καί προϊσταμένην του ἐκκλησιαστικήν ἀρχήν, καί εἰς τήν σελ. 46 ἀποκαλεῖ ταύτην κανονικήν ἐκκλησιαστικήν του ἀρχήν ἐναντίον τῆς ὁποίας οὐδέποτε ἐπανεστάτησε. Καί τέλος, εἰς τάς σελ. 50 καί 51 γράφει, ὅτι τό κίνημα τό ὁποῖον ἔκαμε τό 1935 δέν στρέφεται ἐναντίον τῆς Μητρός του Ἐκκλησίας τῆς γαλουχησάσης αὐτόν, ἀλλά ἐναντίον προσώπων τινῶν κληρικῶν καί ὅτι δέν δύναταί τις νά διϊσχυρισθῆ ὅτι τό διάβημά του στρέφεται κατά τῆς ἐννοίας καί τοῦ κύρους τῆς Μητρός του Ἐκκλησίας, ἀλλά κατά προσώπων, οὔτε δύναται δέ νά τεθῆ ἐν ἀμφιβόλω τό κῦρος τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας.
Εις τήν ἐφημερίδα του «Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας» κατά τήν 29ην Ἰουλίου τοῦ 1946, ὑπό τόν τίτλον «Μία παρά τήν θέλησίν μας ἀπάντησις εἰς τόν κ. Εὐγένιον Τόμπρον» ἐννοῶν τόν ἡμέτερον Πρωτοσύγκελον, ἔγραφε: «Ἅν τά μυστήρια τῶν νεοημερολογιτῶν εἶναι ἄκυρα, τότε τόσον ἡ χειροτονία του, ὅσον καί ὁ γάμος του εἶναι ἀνύπαρκτα».
Ὑποστηρίζει δηλαδή, ὅτι εἶναι ἔγκυρα τά μυστήρια τῶν κακοδόξων νεοημερολογιτῶν, διά μίαν ἀκόμη φοράν. Ἐνῶ ἡμεῖς τότε εἰς τό ὑπ' ἀριθ. 24 φύλλον τῆς ἐφημερίδος μας «Κῆρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων» ἀπεδείξαμεν ὅτι εἶναι ἄκυρα τά μυστήρια τῶν σχισματικῶν νεοημερολογιτῶν παραμενόντων ἐν τῶ Σχίσματι, καί καθίστανται ἔγκυρα διά τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας καί τῆς παραδοχῆς ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, ὡρισμένων ὅρων τούς ὁποίους ἀπαιτεῖ ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία, ἥτις καί σαφέστατα ὁμιλεῖ πῶς πρέπει νά δεχώμεθα καί διορθώνωμεν τούς ἐρχομένους εἰς τήν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Ἐκκλησίαν σχισματικούς.
Αὐτά ἔγραφε καί ἐλάλει ὁ πρώην Φλωρίνης καί αὐτά πιστεύει ἀκόμη. Πιστεύει δηλαδή, ὅτι ἡ κακόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι σχισματική, τά μυστήριά της δέν εἶναι ἄκυρα, τό μῦρον της ἔχει τήν χάριν, τά παιδία τῶν κακοδόξων δέν πρέπει νά μυρώνωνται, ὅτι εἶναι ταμιοῦχος τῆς Θείας χάριτος, ὅτι ἡμεῖς οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι δέν εἴμεθα Ἐκκλησία ἀλλά μόνον φρουρά, ὅτι εἴμεθα τέκνα τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ κακόδοξος Ἐκκλησία εἶναι Μήτηρ καί Μητρυιά μας, ὅτι εἶναι προϊσταμένη μας Ἀρχή, καί ἐν τέλει, ὅτι εἴμεθα παρασυνάγωγοι, ἱερόσυλοι καί Προτεστάνται, μόνον ἐπειδή δέν ἀναγνωρίζομεν τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς ἔχουσαν χάριν, νόμιμον καί κανονικήν.
Τοιουτοτρόπως, ὁ πρώην Φλωρίνης μᾶς παρουσιάζει ὡς τελείως κακοδόξους νεοημερολογίτας λαμβάνοντας τήν χάριν ἀπό τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν, ἀθετῶν οὕτω τάς Πανορθοδόξους Συνόδους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου τοῦ Β´ τοῦ Τρανοῦ, τοῦ 1583, 1587, 1593 καί τοῦ Ἀνθίμου τοῦ 1848, αἴτινες κατεδίκασαν τό νέον ἡμερολόγιον, ὡς πολλάκις καί ὁ ἴδιος διεκήρυξεν καί δή ἐν τῆ ὁμολογία του τοῦ 1935.
Αὐτοί λοιπόν εἶναι οἱ λόγοι διά τούς ὁποίους ἐχωρίσθημεν ἀπό τόν πρώην Φλωρίνης, λόγοι καθαρῶς Πίστεως καί οὐχί προσωπικοί ὡς μᾶς κατηγοροῦσιν.
Ὡς πρός τούς ἐκπεσόντας ἐπισκόπους Χριστόφορον Χατζῆν καί Πολύκαρπον Λιώσην δέν εὑρίσκομεν σκόπιμον νά μακρηγορήσωμεν. Τοῦτο μόνον ἀρκεῖ νά γνωρίζη πᾶς τις, ὅτι ἐπί μίαν ὁλόκληρον δεκαετίαν ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐξέπεσαν οὗτοι τῆς πρώτης των ὁμολογίας παρέμειναν καί ἐνέμειναν εἰς τήν κακοδοξίαν, ἀναγνωρίσαντες τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν καί ἀσπασθέντες τήν ἀπόφασιν αὐτῆς, δι' ἧς καθήροντο, ἠρνήθησαν δέ ἐγγράφως καί ἐμπράκτως τήν Ὀρθοδοξίαν.
Διότι, ἐκτός τῶν ἄλλων ἀρνήσεων, ἅς ἐποιήσαντο ἐνώπιον τοῦ κακοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου προφορικῶς καί ἐγγράφως, ἐποιήσαντο ἄρνησιν την ὁποίαν ἐδημοσίευσε τό περιοδικόν «Ἐκκλησία», ὄργανον τῆς σχισματικῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας, εἰς τό φύλλον τῆς 9ης Νοεμβρίου 1935 ὑπ' ἀριθμ. 45. Αὕτη ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Δήλωσις
Ὁ ὑποφαινόμενος Χριστόφορος Χατζῆς δηλῶ διά τῆς ἐνυπογράφου ταύτης δηλώσεώς μου, ὅτι παρασυρθείς καί πλανηθείς εἰς πράξεις κατακριτέας κατά τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί μετανοῶν εἰλικρινῶς, ἀποκυρύσσω πᾶν τό φέρον τήν ὑπογραφήν μου ἔντυπον, ἤ προφορικά κηρύγματά μου καί τά κοινοποιηθέντα διά δικαστικοῦ κλητῆρος ἐν τῆ Ἱερᾶ Συνόδω σχετικῶς πρός τε τόν Κανονικόν καί νόμιμον καταρτισμόν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἑλλάδος καί τήν ἁρμοδιότητα τῶν Συνοδικῶν δικαστηρίων.
Ὡσαύτως ἀποκηρύσσω τάς περί διορθωμένου ἡμερολογίου δοξασίας τῶν λεγομένων παλαιοημερολογιτῶν, πιστεύων, ὅτι καί μετά τήν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας γενομένην διόρθωσιν τοῦ ἡμερολογίου δέν διεσπάσθη ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Δηλῶ δέ ἀνεπιφυλάκτως ὅτι, ὡς καί πρότερον, οὕτω καί ἐφεξῆς, θά ἐπιτελέσω πλήρως τό καθῆκον μου πρός τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν καί συμφώνως πάντοτε πρός τε τάς ἀποφάσεις καί τά κελεύσματα τῆς ἐν Ἑλλάδι ἐπισήμου Ἐκκλησίας.
Προσεπιδηλῶ δέ ὅτι, διά τῆς ἀποδοχῆς τοῦ διορθωμένου ἡμερολογίου οὐδόλως ἐθίγησαν τά δόγματα καί ἡ Ἱερά Παράδοσις τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας.
Ὡς πρός δέ τόν χαρακτηρισμόν Σχίσματος ἐκ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ διορθωμένου ἡμερολογίου δηλῶ καί αὖθις ἀνεπιφυλάκτως ὅτι Σχῖσμα δέν ὑφίσταται ἐν τῆ Ἐκκλησία ἡμῶν.
Ἐν Ἀθήναις τῆ 18η Ἰουλίου 1935 Ὁ δηλῶν ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΤΖΗΣ»

Πανομοιότυπον τῆς τοιαύτης δήλωσιν, ὑπέγραψε καί ὁ Πολύκαρπος Λιώσης.
Διά τήν ἀκρίβειαν τῶν ἀνωτέρω Ὁ Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ
Εἰς δέ τήν ἐκδοθεῖσαν μελέτην τοῦ Δικηγόρου Ἀθηνῶν, Τίτου Α. Πετροπούλου ἐπιγραφομένην «Τό ἔγκυρον τῆς εἰς Ἐπισκόπους χειροτονίας τῶν Θεοφιλεστάτων Χριστοφόρου Χατζῆ καί Πολυκάρπου Λιώση. Συμβολή εἰς τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» καί εἰς τήν σελίδα 24, εἰς ὑπόμνημά του πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν γράφει ὁ Χριστόφορος Χατζῆς:
«Ὑπόμνημα τοῦ Θεοφ. Χριστοφόρου Χατζῆ.
Ἐν Πειραιεῖ τῆ 11η Ἰανουαρίου 1936
Πρός τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κύριον Χρυσόστομον, ὡς Πρόεδρον τῆς Ἱ. Συνόδου. Ἀθήνας
Ἐπισταμένη καί ἐμβριθής μελέτη τῶν ἐκκλησιαστικῶν Κανόνων μέ ἤγαγεν εἰς τά κάτωθι συμπεράσματα:
Παραδέχομαι ἐξ ὁλοκλήρου, ὅτι ἡ χειροτονία μου οὗσα ὑπερόριος καί ἀπολελυμένη, καλῶς ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου ἐκηρύχθη ἄκυρος, ἐξ οὗ καί οὐδέποτε ἠξίωσα ὅτι εἶμαι Ἐπίσκοπος Μεγαρίδος…» καί ἐξακολουθῶν ἀποδεικνύει, ὅτι τό ἄκυρον δέν εἶναι καί ἀνύπαρκτον. Καί τοῦτο παρά τό δημοσίευμά του εἰς τήν «Φωνήν τῆς Ὀρθοδοξίας» τῆς 29 Ἰουλίου τοῦ 1946, ὅπου ἀποτεινόμενος πρός τόν ἡμέτερον Πρωτοσύγκελον, προσεπάθει νά ἀποδείξη ὅτι τό ἄκυρον εἶναι καί ἀνύπαρκτον.
Ἐν συμπεράσματι, ἀρνοῦνται, ἐπαναρνοῦνται, φάσκουν καί ἀντιφάσκουν, ἐνῶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι Ἀρχιερεῖς Ὀρθόδοξοι χωρίς ν' ἀποκηρύξουν τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν, χωρίς καμμίαν ὁμολογίαν πραγματικήν, χωρίς κανένα Κανόνα, χωρίς καμμίαν τιμωρίαν συμφώνως τοῖς Θείοις καί ἱεροῖς Κανόσιν.
Ἅν δέ λάβωμεν ὑπ' ὄψιν τούς Θείους καί ἱερούς κανόνας, καί δή τόν ΞΒ´ (62) Ἀποστολικόν, οἱ ἀνωτέρω ἐκπεσόντες Ἀρχιερεῖς, δέν ἠμποροῦν πλέον νά εἶναι Ἀρχιερεῖς, κατά τόν Κανόνα τοῦτον ὅστις λέγει ἐπί λέξει: «Εἴ τις Κληρικός διά φόβον ἀνθρώπινον, Ἰουδαίου ἤ Ἕλληνος, ἤ Αἱρετικοῦ, ἀρνήσηται, εἰ μέν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀποβαλλέσθω, εἰ δέ τό ὄνομα τοῦ Κληρικοῦ, καθαιρείσθω. Μετανοήσας δέ, ὡς Λαϊκός δεχθήτω» καί ὅστις κανών ἑρμηνευόμενος προστάζει, ὅτι ὅποιος Κληρικός διά φόβον ἀνθρωπίνων κολάσεων, Ἰουδαίων δηλ. ἤ Ἑλλήνων, ἤ Αἱρετικῶν, ἤθελεν ἀρνηθῆ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁ τοιοῦτος ἀφοῦ μετανοήσει, ὄχι μόνον ἄς ἐκβάλληται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά καί νά στέκηται εἰς τήν τάξιν τῶν μετανοησάντων. Εἰ δέ διά φόβον ἀνθρώπινον ἤθελεν ἀρνηθῆ τό ὄνομα τοῦ Κλήρου του, ταὐτόν εἰπεῖν, πώς εἶναι ὁ δεῖνα κληρικός ἤ ἀναγνώστης δηλ. ἤ ψάλτης, ἤ ἄλλο τι, ἄς καθαίρεται μόνον ἀπό τό κληρικάτον του. Δίκαιον γάρ εἶναι νά στερηθῆ ἐκεῖνο ὅπου ἠρνήθη, καί δέν ἠθέλησε νά εἰπῆ πῶς τό ἔχει. Αφ' οὗ δέ ὁ τοιοῦτος μετανοήση, ἄς δέχηται εἰς κοινωνίαν μετά τῶν πιστῶν ὡσάν λαϊκός, ἤτοι, ἄς συμπροσεύχεται μέ τούς πιστούς.(*)
Ὁ ΙΕ´ Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει: «Εἴτις πρεσβύτερος ἤ διάκονος, ἤ ὅλως τοῦ καταλόγου τῶν κληρικῶν, ἀπολείψας τήν ἑαυτοῦ παροικίαν, εἰς ἑτέραν ἀπέλθη, καί παντελῶς μεταστάς, διατρίβει ἐν ἄλλη, παρά γνώμην τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τοῦτον κελεύομεν μηκέτι λειτουργεῖν. Εἰ μάλιστα, προσκαλουμένου αὐτόν τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦ ἐπανελθεῖν, οὐχ ὑπήκουσεν, ἐπιμένων τῆ ἀταξία ὡς λαϊκός μέντοι ἐκεῖσε κοινωνείτω».
Ὁ ΙΣΤ´ Κανών διακελεύει: «Εἰ δέ ὁ ἐπίσκοπος παρ' ὦ τυγχάνουσι, παρ' οὐδέν λογισάμενος τήν καθ' αὐτῶν ὁρισθεῖσαν ἀργίαν, δέξηται αὐτούς ὡς Κληρικούς, ἀφοριζέσθω, ὡς διδάσκαλος ἀταξίας».
Ὁ πρ. Φλωρίνης δεξάμενος τούς ἀποστάτας μοναχούς καί καθηρημένους κληρικούς κατέστη ἔνοχος καί καθηρημένος καί ἀφωρισμένος σύμφωνα πρός τάς Ἀποστολικάς Διαταγάς.
Ἐν συνεχεία καταπροδίδεται ὁ ἱερός ἀγών τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί ἐν τῆ ποιμαντορικῆ ἐγκυκλίω ἡμῶν (τῆς 8ης Νοεμβρίου 1952, σελ. 3) βροντοφωνοῦμεν: «Ἀλλά καί ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος παραπαίει. Συμπράττει μετά προδοτῶν. Καί αὐτός ὁ ἀγωνιστής, ὡς θέλει νά πιστεύη καί νά ἰσχυρίζηται, δέν ἐδίστασεν εἰς Μυτιλήνην νά συμπροσευχθῆ μετά κακοδόξων Κληρικῶν. Καί ὅμως ὅταν ἀποκαλύπτηται ἡ προδοσία δέν ἐδίστασαν καί δέν ἠσχύνθησαν νά προβῶσιν εἰς διάψευσιν».
Ἡ τραγική κωμωδία, ὁ ἐμπαιγμός τῶν θείων καί ἡ διακωμώδησις τῆς Ὀρθοδοξίας συνεχίζεται, καί αἴφνης ὁ πρ. Φλωρίνης ἐν συμφωνία μετά τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων του, παραιτεῖται τῶν ποιμαντορικῶν των καθηκόντων!!! Καί ἀναγινώσκει ὁ λαός εἰς τήν ἐφημερίδα «Ἐλεύθερος Λόγος» (9 Νοεμβρ. 1952) ταῦτα τά ὡραῖα καί καταπληκτικά: Οἱ Μητροπολῖται τῶν Παλαιοημερολογιτῶν πρώην Φλωρίνης κ. Χρυσόστομος, Χριστιανουπόλεως κ. Χριστόφορος καί Διαυλείας κ. Πολύκαρπος, ἐξέδωκαν ἀνακοίνωσιν διά τῆς ὁποίας τονίζουν τά ἑξῆς: Μετά κοινήν σύσκεψιν καί ὁμώνυμον γνώμην τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ὑπέβαλον τήν παραίτησίν των ἐκ τῆς ἐνασκήσεως τῶν ποιμαντορικῶν των καθηκόντων, τήν ὁποίαν καί ἐγνώρισαν καί εἰς τούς ἁρμοδίους ὑπουργούς, θά ἐξακολουθήσουν δέ ἐμμένοντες εἰς τάς ἐπί τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ὡς ἄτομα καί ἄνευ οὐδεμιᾶς εὐθύνης ὑπέρ τρίτων».
Ὑπάρχει καί ἡ ἐγκύκλιος τοῦ 1950 τοῦ πρ. Φλωρίνης περί δῆθεν ὁμολογίας του. Τό ἔτος 1950 ἐξαπέλυσεν ἐγκύκλιον διά τῆς ὁποίας ἀποκαλεῖ τά Μυστήρια τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας ἄμοιρα θείας χάριτος. Ἐάν τό ἐπίστευεν αὐτό! Ἀλλά δέν τό πιστεύει, ἀλλά τό εἶπε καί τό ἔπραξε πρός τόν ἀποκλειστικόν σκοπόν νά ἀποσπάση ἀφ' ἡμῶν Κληρικούς καί Παραρτήματα ἡμῶν καί διά νά ἐπιφέρη σάλον εἰς τάς Μονάς ἡμῶν: Ἐάν πράγματι πιστεύη εἰς ὅσα λέγει εἰς τήν ἐγκύκλιον τοῦ 1950 ὅτι τά Μυστήρια τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἄμοιρα θείας χάριτος, τότε εἶναι ἔνοχος ἀπό τοῦ 1937 ὅπου ἠρνήθη τό τοιοῦτον φρόνημα. Ἀλλά τότε ποῦ εἶναι ἡ μετάνοιά του καί ἐνώπιον τίνων ἐκρίθη διά τό ἁμάρτημα τοῦ 1937 ἕως καί 1950; Καί πότε θά πιστεύσωμεν ὅτι εἰλικρινῶς ἐφρόνει, τό 1937 ἤ τό 1950;

Δ´ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΦΡΟΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ

Ὁ πρ. Φλωρίνης διατείνεται ὅτι δέν ἀναμειγνύεται εἰς τήν πολιτικήν. Ἀλλά αἱ πράξεις του διαψεύδουσι τόν ἰσχυρισμόν του αὐτόν, καί ἰδού:
1) Ἐξυμνεῖ τόν Στάλιν εἰς τό ὑπόμνημά του πρός τήν μέλλουσαν νά συνέλθη Πανορθόδοξον Σύνοδον τοῦ ἔτους 1945. Γράφει λοιπόν ὁ πρ. Φλωρίνης: «Ὁ θρίαμβος δέ οὗτος τῆς ἐκκλησίας ἐπετεύχθη διά τῆς Πανσθενουργοῦ δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς μέσου καί ὀργάνου χρησιμεύσαντος τοῦ ἐξοχωτάτου Στρατάρχου Στάλιν καί τῶν ἐνδόξων αὐτοῦ συνεργατῶν πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν, οἴτινες μετά τοῦ Πρωθιεράρχου καί τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐξεπόνησαν τό σύμφωνον τῆς Πολιτείας μετά τῆς ἐκκλησίας… καί αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου.
2) Εἴκοσιν ἡμέρας πρό τῶν ἐκλογῶν ἐκάλεσε τόν Κλῆρον του καί τό Συμβούλιόν του καί ἠγόρευσε καί ἠγωνίσθη νά τούς πείση νά ψηφίσουν τό ἀριστερίζον κόμμα τῆς ΕΠΕΚ. Ἀντέστη ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Παπαβλάχος διαμαρτυρόμενος ὅτι δέν δύνανται νά γίνουν κομμουνισταί καί ὅτι εἶναι ἀπρεπές νά ψηφίσουν τόν Πλαστήραν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε καί ἐπέβαλε τό Παπικόν ἡμερολόγιον. Καί ὁ διαμαρτυρηθείς Παπαβλάχος ἐξεδιώχθη κακήν κακῶς ἐκ τῆς αἰθούσης.
3) Καί τώρα ὁ ἀδίστακτος καί «μή… ἀναμιγνυόμενος εἰς τήν Πολιτικήν» πρ. Φλωρίνης ἔγινε Συναγερμικός καί ὑμνεῖ εἰς ὅλους τούς τόνους τόν Στρατάρχην Πρωθυπουργόν Παπάγον. Καί τόν ἐξυμνεῖ ὡς ἔνδοξον καί δαφνοστεφνῆ. Καί ὅμως ἐπί Κυβερνήσεως Παπάγου ὁ διωγμός ἐξακολουθεῖ. Ὁποία ἀπροσμέτητος ὑπόκρισις!

Ε´ Ο ΦΘΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΜΠΑΘΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΟΝΗΝ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ

Ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος κατακαίεται καί πυρπολεῖται ἀπό τό μῖσος, τόν φθόνον καί τό πάθος του πρός τήν Μονήν Κερατέας καί πρός ἡμᾶς. Ὅταν ἡμεῖς καί ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή τῆς Κερατέας εἴμεθα ἐμπερίστατοι διωκόμενοι, συκοφαντούμενοι, δικαζόμενοι, καταδικαζόμενοι, φυλακιζόμενοι ὁ πρώην Φλωρίνης ἐξέσχισε τό προσωπεῖον καί ἐνεφανίσθη πλήρης πάθους. Γέμουσιν αἱ Ἀθηναϊκαί ἐφημερίδες (16.11.1950) καί τά περιοδικά του ἀπό τούς ἀφρούς τῆς λύσσης του ἐναντίον ἡμῶν καί τῆς Μονῆς Κερατέας. Καί ἐκινεῖτο δραστηρίως γράφων εἰς τά παραρτήματα νά ἀποκηρύξουν τήν Κερατέαν καί τά ἐγκλήματά της. Καί δέν ἡσύχαζε καί κατ' εἰσήγησίν του ὁ Ἀρσένιος Σάλτας ἐπίσκοπος Νέας Ὑόρκης δημοσιεύει εἰς «Ἀτλαντίδα» (5.1.1951) ἐναντίον ἡμῶν.
Ἀλλά τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν τά πάντα εἰς ἀγαθόν συνεργεῖ. Καί εἰς τόν ψευδόλογον κατάπτυστον λίβελλον τοῦ ἐπισκόπου Ἀρσενίου, ἀτυχοῦς θύματος τοῦ ἀμετανοήτου, τοῦ ἐμπαθοῦς καί φθονεροῦ πρ. Φλωρίνης, ἀπαντᾶ φωτισμένα καί συντριπτικά, ἀποκαθιστῶν τήν ἀλήθειαν, ὁ Ἀλέξανδρος Δουρδούφης εἰς τόν «Ἐθνικόν Κήρυκα» Νέας Ὑόρκης (30 Σεπτεμβρίου 1951).
Ἰδού ἡ ἀπάντησις.
«Σεβασμιώτατε,
Ἔστω καί ἀργά ἀνέγνωσα εἰς τήν «Ἀτλαντίδα» τῆς 5ης Ἰανουαρίου 1951 διατριβήν σας, ὑπό τόν τίτλον «Τό Παλαιοημερολογιακόν Ζήτημα καί ἡ Μονή Κερατέας», δι' ἧς καταφέρεσθε ἀφ' ἑνός τόσον ἐναντίον τῆς Μονῆς Κερατέας, ὅσον καί τῶν ἰθυνόντων ταύτην, καθώς καί μερικῶν ἄλλων ἀγωνιστῶν τῆς ἰδέας τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου.(*) Ἐπειδή πάντες οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ζῶμεν εἰς τόν κόσμον αὐτόν ἴνα ἐφαρμόσωμεν τήν κληρονομηθεῖσαν παρά τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἀλήθειαν, ἄνευ τῆς ὁποίας ἀδύνατος ἡ ψυχική μας σωτηρία, διά τοῦτο, καί ἐπειδή διά τοῦ δημοσιεύματός σας τούτου καταπατεῖται καί στραγγαλίζεται ἡ ἀλήθεια αὕτη πρός μεγίστην ψυχικήν ζημίαν πολλῶν Χριστιανῶν, διά τοῦτο λέγω θά σᾶς ὁμιλήσω σήμερον διά τῆς παρούσης μου ἐπιστολῆς ἐπί ὅλων τῶν ζητημάτων ἅτινα ἀναφέρετε ἐν τῆ διατριβῆ σας.
Σεβασμιώτατε· ἐγνωρίσατε ὑμεῖς τήν Μονήν Κερατέας; Τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ματθαῖον; Τόν Πρωτοσύγκελον Εὐγένιον Τόμπρον; Τήν Ὁσιωτάτην Καθηγουμένην τῆ Μονῆς Κερατέας Μαριάμ; ἤ καί ἄλλα ἀκόμη πρόσωπα, ἅτινα κοσμοῦν τό περιβάλλον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Ματθαίου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Τότε λοιπόν πῶς τά κατηγορεῖτε; Ἀσφαλῶς τά κατηγορεῖτε κατ' εἰσήγησιν τῶν ἐν Ἑλλάδι συνεργατῶν σας, δεικνύων οὕτω ἀπεριόριστον ἄγνοιαν.
Σεβασμιώτατε. Ἡ Μονή Κερατέας εἶναι ἡ Ἀκρόπολις τῆς Ὀρθοδοξίας, καί ἐκεῖ ἐτηρήθη καί κρατεῖται ἡ ἀκρίβεια ταύτης. Ἐάν ἐν Ἑλλάδι γίνωνται ὁλονυκτίαι, δεήσεις, παρακλήσεις μετά εἰλικρινῶν δακρύων καί ἐφαρμόζονται οἱ ἱεροί Κανόνες, τηρῆται ἡ ἐξομολόγησις, τηροῦνται αἱ νηστεῖαι καί ἐν γένει ἡ ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπό τήν Μονήν Κερατέας τηροῦνται πάντα ταῦτα καί διαδίδονται.
Ἐάν ὁ ἐν Μακαριστοῖς Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος, ἐχειροτονήθη κατ' ἀπαίτησιν ὁλοκλήρου τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ κόσμου τῆς Ἑλλάδος καί ἑπομένως ἦτο δημόκλητος, διότι οὗτος οὔτε μίαν ἡμέραν δέν παρέμεινεν εἰς τήν κακοδοξίαν μετά τό Σχῖσμα τοῦ Ἡμερολογίου. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι οἱ ἐκπεσόντες Ἀρχιερεῖς, πρώην Φλωρίνης κλπ. ἦλθον ὅλοι των ἀπό τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν ὅπου ἐπί ἑνδεκαετίαν παρέμειναν καί ἐδίκασαν πολλάκις τούς παλαιοημερολογίτας ἀγωνιστάς Ἱερεῖς εἰς καθαίρεσιν. ἦλθον οὗτοι νά ἐκδικηθοῦν τόν Μητροπολίτην Ἀθηνῶν τότε Χρυσόστομον Παπαδόπουλον, ὁ μέν Δημητριάδος Γερμανός διότι τοῦ κατεπάτησε τήν σειράν προτεραιότητος τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου Ἀθηνῶν, οἱ δέ πρώην Φλωρίνης καί Ζακύνθου, ὁ μέν διότι δέν τόν διώρισεν πρόεδρον τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἤ Ἀρχιεπίσκοπον Πειραιῶς, ὁ δέ διότι δέν τόν ἐψήφισε εἰς τήν Σύνοδον νά γίνη Ἀρχιερεύς. Οἱ δέ Κυκλάδων καί Μεγαρίδος Χριστοφόρος καί ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος, ἦλθον εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν μέ σκοπόν μόνον καί μόνον νά λάβουν τήν Πατερίτσαν. Τοῦτο δέ τό ἀπέδειξαν εὐθύς ἀμέσως, ὅτε μετά τάς ἐναντίον των ἀνακρίσεις ἐπέστρεψαν εἰς τά ἴδια, ἀφοῦ πρωτίστως ἠρνήθησαν τήν Ἀρχιερωσύνην των καί ἀπεκήρυξαν τούς Παλαιοημερολογίτας καί τάς δοξασίας των (βλέπε περιοδικόν «Ἐκκλησία» ἐπίσημον δελτίον τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 9ης Νοεμβρίου 1935 ἀριθμ. 45).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος λοιπόν Ματθαῖος εἶναι ὁ μόνος, ὅστις ἐχειροτονήθη ἐπαξίως, παραμείνας ἀκριβής φύλαξ τῶν Ἱ. Παραδόσεων. Ἐάν δέ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος ἀπεκήρυξε πάντας τούς ἀνωτέρω ἐκπεσόντας Ἐπισκόπους, τούς ἀπεκήρυξε διά τά ἀντορθόδοξα φρονήματά των καί οὐχί ὡς συκοφαντικῶς διατείνονται οὗτοι, ἐπειδή τόν παρετήρουν δῆθεν διά τάς παρανόμους πράξεις του καί ἀπειθείας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος τούς ἀπεκήρυξε κατά τό ἔτος 1937 διότι ἀνήρεσαν τήν πρώτην των ὁμολογίαν τοῦ 1935 κηρύξαντες καί γράψαντες καί πάλιν ὅτι ἡ κακόδοξος Ἐκκλησία εἶναι κανονική καί τά μυστήριά της εἶναι ἔγκυρα.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος τούς ἀπεκήρυξε διότι εἰς τάς ἐγκυκλίους των ἐθεώρησαν τήν διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος δυνάμει Σχισματικήν, οὐχί δέ καί ἐνεργεία. Τούς ἀπεκήρυξε διότι ἀπεκάλεσαν τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἡμῶν φρουράν, καί οὐχί κανονικήν Ἐκκλησίαν. Τούς ἀπεκήρυξε διότι ἠθέτησαν τάς τέσαρας Πανορθοδόξους Συνόδους 1583-87-93 καί 1848, αἴτινες κατεδίκασαν τό Παπικόν (νέον ἡμερολόγιον). Τούς ἀπεκήρυξε διότι καί τόν ἀρχιδολοφόνον τῆς Οἰκουμένης Στάλιν ἀκόμη ἐξύμνησε (βλέπε ὑπόμνημα τοῦ πρώην Φλωρίνης, διά τήν μέλλουσαν νά συνέλθη Πανορθόδοξον Σύνοδον τοῦ 1945) ὅτι ἐστάλη παρά τοῦ Θεοῦ ἴνα διορθώση τήν Ἐκκλησίαν. Τούς ἀπεκήρυξε διότι καί κομμουνιστικούς ἐράνους ἀκόμη ἐνήργησαν, δυνάμει τῶν ὁποίων κατεδικάσθησαν ὁ Ἐπίσκοπος Κυκλάδων Γερμανός εἰς 18μηνον φυλάκισιν παρά τοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν. Τούς ἀπεκήρυξε διότι ἔδωσαν ὑπόσχεσιν εἰς τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν ὅτι οὐδέποτε θά χειροτονήσουν Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς (βλέπε ἐφημερίδα «Ἐλευθερίαν», τῆς 14ης Νοεμβρίου 1947). Ἐν τέλει τούς ἀπεκήρυξε διά σωρείαν κακοδοξιῶν, καί κακοδόξων φρονημάτων.
Δι' αὐτά, λοιπόν, τούς ἀπεκήρυξε καί οὐχί ἀπεκήρυξαν ἤ ἐπαρατήρησαν αὐτοί Αὐτόν, ποτέ! Ἐπειδή δέ ὅλα τά σαπρά των φρονήματα ἐδημοσιεύθησαν διά τοῦ Κήρυκος Γνησίων Ὀρθοδόξων καί νῦν Κήρυκος Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξων, τοῦ ὁποίου Διευθυντής τυγχάνει ὁ Πρωτοσύγκελος Πρωθιερεύς Εὐγένιος Τόμπρος καί ἐπειδή οὗτος ἔψεξε πολλάκις διά πολλῶν ἄρθρων του τά ἀντορθόδοξα ταῦτα φρονήματά των, διά τοῦτο μένεα πνέοντες ἐναντίον του ζητοῦσαν εἰ δυνατόν τήν κεφαλήν του ἐπί πίνακι.
Ὁ Πρωθιερεύς Εὐγένιος Τόμπρος ἐχειροτονήθη κανονικώτατα και δι' ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτου Κερκύρας Ἀλεξάνδρου τό 1934 καί κατά τό 1937 ἀποκηρύξας τήν κακοδοξίαν προσῆλθεν εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν χειροθετηθείς κατά τόν Ζ´ Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου παρά τοῦ τότε Ἐπισκόπου Βρεσθένης κ.κ. Ματθαίου. Τό 1938 καθηρέθη παρά τῆς κακοδόξου Συνόδου, κατά τό αὐτό δέ ἔτος διαμαρτυρηθέντος αὐτοῦ τε καί τοῦ Ὀρθοδόξου Κερκυραϊκοῦ λαοῦ εἰς τόν παραθερίζοντα ἐν Κερκύρα τότε Βασιλέα Γεώργιον τόν Β´, τῶ ἀπενεμήθη Βασιλική χάρις διά Βασιλικοῦ Διατάγματος τήν 7ην Ὀκτωβρίου τοῦ 1938, ὁπότε ἀναχωρήσας ἐκ Κερκύρας καί παραλαβών τήν διεύθυνσιν τῆς Πρωτοσυγκελίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ἐν Ἀθήναις, δέν ἠνωχλήθη μέχρι τοῦ παρελθόντος ἔτους 1950, ὁπότε ἐπανήρχισαν ἐκ μέρους τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας αἱ ἀνακρίσεις ἐναντίον του καί κατά τήν 1ην Μαρτίου 1951 καθηρέθη καί πάλιν δι' ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου διά τῆς ὑπ' ἀριθμ. 21 ἀποφάσεως αὐτοῦ. Κατά δέ τήν 8ην Ἰουλίου 1951 καθηρέθη καί αὗθις τελεσιδίκως ὑπό τοῦ δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου διά τῆς ὑπ' ἀριθμ. 8 ἀποφάσεως αὐτοῦ.
Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ ὕποπτος προέλευσις καί αἱ πανουργίαι τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, δηλαδή τοῦ Πρωθιερέως Εὐγενίου Τόμπρου; Δύνασθε νά μοῦ εἰπῆτε ἀπό ποίους ἐχειροτονήθη ἡ Σεβασμιότης σας; Ποῖος Ὀρθόδοξος Ἀρχιερεύς σᾶς ἐχειροθέτησε κατά τόν Ζ´ Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου; (βλέπε ἑρμηνείαν αὐτοῦ ὑποσημείωσιν 3 κτλ. σχετικούς Κανόνας). Εἰς ποῖον ἐδώσατε λίβελλον ἐναντίον τῆς κακοδοξίας καί εἰς ποῖον Ἀρχιερέα ὡμολογήσατε τήν Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν σας Ἔστω καί γραπτῶς ἀκόμη; Πῶς λοιπόν λέγεσθε Ὀρθόδοξος; Ἐνῶ εἶναι γνωστόν ὅτι ἐχειροτονήθητε Ἐπίσκοπος παρά τῶν κακοδόξων Ἐπισκόπων Θεοφάνους Νόλη (Ἀλβανιστί Φάν Νόλη) καί τοῦ ἐπίσης χειροτονηθέντος παρ' αὐτοῦ Χριστοφόρου Κοντογιώργου καί τινος Σύρου Σωφρονίου ὀνομαζομένου, ἁπάντων γνωστῶν κακοδόξων καί καθηρημένων.
Ὅσον ἀφορᾶ διά τόν διωγμόν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἐν Ἑλλάδι ἀπολύτως ὑπεύθυνος εἶναι ὁ πρώην Φλωρίνης καί οἱ ὑπ' αὐτόν, οἴτινες ἐξ ἐμπαθείας καί φθόνου κινούμενοι πρός τήν μονήν Κερατέας καί τήν ὑπό τόν Ματθαῖον Ἱεράν Σύνοδον διά τάς προόδους αὐτῶν, ἀφοῦ ἀφώρισαν τόν Μασονισμόν ἐν μέσαις Ἀθήναις τήν
25ην Νοεμβρίου 1949, ἐνῶ αὐτοί (οἱ περί τόν Φλωρίνης) ἐσιώπησαν, ὅπου ἐτέλεσαν 35 ἐγκαίνια ἱερῶν ναῶν ἐν Ἑλλάδι, ὅπου ἐχειροτόνησαν πλέον τῶν 50 ἱερέων καί ἱεροδιακόνων καί λοιπάς ὀρθοδόξους πράξεις. Μετά τήν κοίμησιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ματθαίου ἐνηγκαλίσθησαν καί περιέθαλψαν τούς ὀλιγίστους ἀνυποτάκτους μοναχούς, τούς ὁποίους ἡ Σύνοδός των διά τήν φιλοδοξίαν καί καταχρήσεις καί ἀνταρσίαν των ἠθέλησε νά θέση εἰς τήν θέσιν των. Εἰσῆλθον εἰς τήν ἀνδρικήν Μονήν, ἐδίχασαν τούς Μοναχούς, τούς ὡδήγησαν εἰς τά δικαστήρια καί ἔφερον ὅλον αὐτόν τόν σάλον νομίσαντες πρός στιγμήν ὅτι θά γίνουν κυρίαρχοι τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί θά τάς ἐχρησιμοποίουν ὡς ἐξοχικά των κέντρα.(*) Ἀλλά λάκκον ἔσκαψαν, καί ἔπεσαν μέσα, κατά τόν Προφητάνακτα.
Αὐτοί λοιπόν ἐκίνησαν τόν διωγμόν, διότι 'ώθησαν τούς ἀντάρτας μοναχούς νά δημοσιεύσουν ἀνύπαρκτα ἐγκλήματα τῆς Μαριάμ δῆθεν, τά ὁποῖα ἐξεμεταλλεύθησαν ἡ κακόδοξος Ἐκκλησία, ἡ Μασονία καί ἡ ὑλιστική Ἑλληνική Κυβέρνησις καί ἔγινε ὅ,τι ἔγινε εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Τώρα τό κατά πόσον ἡ Μαριάμ καί αἱ Μοναί εἶναι ἔνοχοι, τό ἀποδεικνύουν αἱ ἀποφάσεις τῶν Ἑλληνικῶν δικαστηρίων, ὅπου ἐκ τῶν δύο δικῶν αἴτινες ἐξεδικάσθησαν, μία τόν Δεκέμβριον 1950 καί ἡ ἄλλη προσφάτως τήν 10 Αὐγούστου 1951, ἠθωώθησαν ἅπαντες. Ποῦ εἶναι λοιπόν τά ἐγκλήματά των; Καί ἄν πρός στιγμήν κατεδικάζοντο εἰς μετρίας καί μικροποινάς παρά τῶν ὑλιστῶν διαβολέων θά ἦσαν ἔνοχοι; Τότε θά ἦτο ἔνοχος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι Πάντες; Ἀσφαλῶς ὄχι. Οὔτω λοιπόν καί οἱ ἀκριβεῖς αὐτοί ἀγωνισταί, ἐφ' ὅσον ἀγωνίζονται, ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ διωχθήσονται.
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος, ὅστις ἐμυροβόλησεν ἀπό τά θεάρεστα ἔργα του καί καθημερινῶς χιλιάδες πιστῶν σώζονται ἀπό τά συγγράμματά του καί Ὀρθόδοξα ἔργα του ἀνά τήν ὑφήλιον. Αὐτός εἶναι ὁ Πρωτοσύγκελλος Εὐγένιος Τόμπρος, ὅστις ἀγωνίζεται σθεναρώτατα ἐπί 16 συνεχῆ ἔτη. Αὐτή εἶναι ἡ Καθηγουμένη Μαριάμ Πνευματική Μήτηρ 400 μοναζουσῶν τόν 8ον Αἰώνα πού βασιλεύει ἡ ἀνηθικότης, ἡ ἀκολασία καί ἡ ἀσέβεια.
Ἀτενίσατε, λοιπόν, Σεβασμιώτατε, εἰς τήν ἰδικήν σας πνευματικήν κατάστασιν καί μή καταφέρεσθε παρασυρόμενος ἀπό κακοδόξους συνεργάτας σας ἐν Ἑλλάδι καί ἀδικεῖτε τούς πραγματικούς ἠθικούς καί τιμίους ἀγωνιστάς. Γίνετε πρῶτον ὑμεῖς Ὀρθόδοξος Ἀρχιερεύς καί κατόπιν κρίνετε τούς Ὀρθοδόξους.
Μετά τιμῆς Ἀλέξανδρος Δουρδούφης

Καί ἐξακολουθεῖ ἀκοίμητος ἡ ἐμπαθής δραστηριότης τοῦ πρ. Φλωρίνης. Διά νά σπείρη ζιζάνια στέλλει εἰς Κύπρον τόν ἱεροδιάκονον Σπυρίδωνα Ἑρμογένους, μέ ὑπόσχεσιν ὅτι δῆθεν θά τόν χειροτονήση ἐπίσκοπον. Ἐκφράζεται ἐναντίον τῶν Μονῶν μας καλῶν ταύτας ψυχοφθόρα κέντρα (εἰς ἰατρόν Ἰορδάνην Τσακίρην). Στέλλει γράμματα εἰς τά παρορτήματα ν' ἀποκηρύξουν τήν Μονήν μας καί τά «ἐγκλήματα» Αὐτῆς. Εἰς τήν τελευταίαν ἐγκύκλιόν του τῆς 15.7.1954 ὁμιλεῖ περί ἐγκλημάτων. Ποῖα τά ἐγκλήματα ἡμῶν; Οὐδέν κατονομάζει. Ἁπλῶς ὁμιλεῖ περί ἐγκλημάτων ὑβρίζων καί συκοφαντῶν.

ΣΤ´ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ
πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΛΥΣΙΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


1) Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ πρ. Φλωρίνης εἶναι μία ἀτελεύτητος σειρά παλινωδιῶν. Κηρύσσει τά Μυστήρια τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας πότε ἔγκυρα καί πότε ἄκυρα, πότε δυνάμει, πότε ἐνεργεία. Ἐπί τέλους τί εἶναι; Ἔγκυρα ἤ ἄκυρα; Δυνάμει ἤ ἐνεργεία; Ἡ τελευταία ἐκδοχή τοῦ πολυμηχάνου πρ. Φλωρίνης τά ἀποδέχεται ἔγκυρα. Καί περιπίπτει εἰς ἀδόκιμον νοῦν ὁ κοθορνίζων πρ. Φλωρίνης. Διότι πράγματι ἄν εἶναι ἔγκυρα καί ἡ Ἐκκλησία ἡ κακόδοξος εἶναι κανονική, ἔστω καί ὑπόδικος, τότε ἡ ἀπαγγελθεῖσα καθαίρεσις εἶναι ἐγκυροτάτη καί ὁ πρ. Φλωρίνης κανονικώτατα εἶναι καθηρεμένος, δέν εἶναι Ἀρχιερεύς ὡς καθαιρεθείς ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τάς πράξεις ἀναγνωρίζει ὡς ἐγκύρους. Ἀλλά τότε πῶς παριστάνει τόν Ἀρχιερέα; Τά πάντα μυκτηρίζει ὁ πρ. Φλωρίνης, ἀλλά «Θεός οὐ μυκτηρίζεται».
2) Μέ τόν σκοπόν νά διαλύση τόν ἀγῶνα δέν χειροτονεῖ ἐπισκόπους. Καί ἔδωκε τόν λόγον του πρός τάς ἀρχάς πολιτικάς καί ἐκκλησιαστικάς ὅτι οὐδέποτε θά χειροτονήσει ἐπισκόπους (βλέπε εἰς ἐφημερίδα «Ἐλευθερίαν» τῆς 14.11.1947, βλέπε καί ἐγκύκλιον 1.10.1947 σελ. 5). Ἀλλά καί εἰς ἐγκύκλιόν του τῆς 1.6.1944 δικαιολογεῖ τήν μή χειροτονίαν ἐπισκόπων μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν εἶχε τά κανονικά στοιχεῖα πρός τοῦτο. Ὁ τοιοῦτος ἰσχυρισμός εἶναι ἀναληθέστατος, εἶναι αὐτόχρημα ψευδής. Διότι εἶχεν ἐπισκόπους, πρό τοῦ 1949, εἶχε τόν Γερμανόν Δημητριάδος, καί μετά τό 1949 εἶχε τόν Κυκλάδων Γερμανόν, τόν Χριστιανουπόλεως Χριστοφόρον, τόν Διαυλείας Πολύκαρπον. Διατί λοιπόν δέν ἐχειροτόνησε; Διατί καί τώρα δέν χειροτονεῖ; Ὁ λαός ἐζήτει ἐπισκόπους. Ὁ λαός ἐξακολουθητικῶς ζητεῖ ἐπισκόπους, ἀλλ' ὁ πρ. Φλωρίνης δέν ἐχειροτόνησε, δέν χειροτονεῖ καί τό κραυγάζομεν, οὔτε θά χειροτονήση. Ὁ λαός ἐζήτει, αὐτός ἠρνεῖτο. Ὁ λαός ζητεῖ, αὐτός πεισμόνως ἀρνεῖται. Καί ἐγείρεται ἕν μέγα ἐρωτηματικόν. Διατί δέν χειροτονεῖ; Ράβδος ἐν γωνία, ἄρα βρέχει. Ὁ πρ. Φλωρίνης δέν χειροτονεῖ διότι ἔχει καταπροδώσει τήν Ὀρθοδοξίαν, διότι ἡ ἀποστολή του εἶναι νά διαλύση τόν Ἀγῶνα, διότι πιστεύει ὅτι μετά τόν θάνατόν του μή ὑπαρχόντων Ἐπισκόπων θά διαλυθῆ ἡ Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ.
Καί ὁ πρ. Φλωρίνης, αὐτός ὁ θέλων νά φαίνεται ἀγωνιστής ὑπέρ τῶν πατρίων, εἰσάγει Προτεσταντικάς ἀρχάς εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν διευθύνων τήν Ἐκκλησίαν ὄχι μέ ἐπισκόπους, ἀλλ' ἔχων καταστήση λαϊκούς, ὅπως διευθύνουν τήν Ἐκκλησίαν. Τοιουτοτρόπως πολιτεύεται ἐναντίον τοῦ Η´ Κανόνος τῆς Δ´ Οιἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζοντος: «Οἱ κληρικοί τῶν Πτωχείων καί Μοναστηρίων καί μαρτυρίων, ὑπό τήν ἐξουσίαν τῶν ἐν ἑκάστη πόλει Ἐπισκόπων, κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν, καί μή κατά αὐθάδειαν ἀφηνιάτωσαν τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου. Οἱ δέ τολμῶντες ἀνατρέπειν τήν τοιαύτην διατύπωσιν, καθ' οἱονδήποτε τρόπον, καί μή ὑποταττόμενοι τῶ ἰδίω ἐπισκόπω, εἰ μέν εἶεν κληρικοί, τοῖς τῶν κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις, εἰ δέ μονάζοντες ἤ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι». Συνεπεία τοῦ Κανόνος τούτου καί ἐν τῆ δεκάτη πράξει τῆς ἐπί Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος γενομένης Συνόδου ὀρθότατα γέγραπται: «Δέν εἶναι συγκεχωρημένον εἰς κανέναν οἱονδήποτε λαϊκόν, ἤ νά κινῆ λόγον διά ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις, ἤ νά ἀντιστέκεται εἰς ὁλόκληρον ἐκκλησίαν, ἤ Οἰκουμενικήν Σύνοδον. Διότι τό νά ἀνιχνεύη καί νά ἐξετάζη τινάς τά τοιαῦτα, τοῦτο εἶναι ἔργον τῶν Πατριαρχῶν καί ἱερέων καί διδασκάλων… ὁ γάρ λαϊκός, κἄν καί εἶναι γεμᾶτος ἀπό κάθε σοφίαν καί εὐλάβειαν, ὅμως λαϊκός πάλιν εἶναι, καί πρόβατον, ἀλλ' ὄχι καί ποιμήν…». (Βλέπε Πηδάλιον σελ. 191). Καί ὁ πρ. Φλωρίνης ἀσεβῶν πρός τόν Κανόνα, οὐδόλως ὑπολογίζων τά ἀπειλούμενα ἐπιτίμια, κατά προτεσταντικόν τρόπον διευθύνει τήν Ἐκκλησίαν διά λαϊκῶν, ἀγνοῶν τόν Κλῆρον, τόν ὁποῖον θέτει ὑπό τούς λαϊκούς.

Ζ´ ΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ ΗΜΩΝ(*) ΠΡΟΣ ΕΝΩΣΙΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ

Ἀπό τοῦ 1937 καί μέχρι τοῦ Αὐγούστου 1948 διαρκῶς παρακαλοῦμεν ἴνα ἐπιτευχθῆ ἡ σωτήρια διά τόν Ἀγῶνα Ἕνωσις. Ἐπίσης διαρκῶς καί ἐν συνεχεία παρεκαλοῦμεν δι' ἐπιτροπῶν, διά προσωπικῶν συναντήσεων, δι' ἐγκυκλίων πρός ἕνωσιν καί πρός χειροτονίαν ἐπισκόπων. Ὁ λαός ἐπόθει νά βλέπη Ποιμένας, ὑπῆρχον δέ καί μεγάλαι ἀνάγκαι (ἐγκαίνια, χειροτονίαι, συγχωρητικαί εὐχαί κ.λπ.). Ἀλλ' ὁ πρ. Φλωρίνης ἴστατο ἄκαμπτος, οὔτε ἕνωσιν, οὔτε χειροτονίας. Ἀπαυδήσαντες πλέον ἐστράφημεν καί εἰς ἄλλας «ἐκκκλησίας» καί εἰς ἄλλους Ἐπισκόπους. Ἡ ἀπάντησις ἦτο ἡ ἄρνησις. Καί ὁ λαός τοῦ ἐσωτερικοῦ καί τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐξεγείρετο καί μᾶς ἐπίεζε δι' ἀναφορῶν, δι' ἐπιστολῶν, δι' ἐπιτροπῶν ζητῶν ἐπιμόνως καί ἀπαιτητικῶς χειροτονίας ἐπισκόπων, ἐζήτει Ποιμένας. Καί τότε καί ὑπό τοιαύτας συνθήκας ἀνάγκης ἀπεφασίσαμεν τάς χειροτονίας.
Καί παρ' ὅλα ταῦτα, πάντοτε συγχωροῦμεν καί πάντοτε ἐπιδιώκομεν τήν ἕνωσιν. Ἰδού τί ἐγράφομεν εἰς τήν τελευταίαν πρόσφατον (ἀπό 1ης Ἰουνίου 1954), Ἐγκύκλιον ἡμῶν!
«…Ἐπειδή δέ ἐπιθυμοῦντες πολλοί τήν ἕνωσιν ἡμῶν μετά τοῦ Σεβασμιωτάτου πρ. Φλωρίνης Κυρίου Χρυσοστόμου, μᾶς ἐρωτοῦν διατί δέν πραγματοποιεῖται, γνωρίζομεν εἰς αὐτούς ἅπαξ διά παντός καθαρά καί ἄνευ περιστροφῶν τά ἑξῆς:
Ὅτι ἡμεῖς πάντοτε ἐπιθυμήσαμεν μίαν τοιαύτην ἕνωσιν πρός ἑνότητα ὁλοκλήρου τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, ἐν τῶ πλαισίω πάντοτε τῶν νόμων καί κανόνων τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ ἀντίθετος παράταξις(*) οὐδέποτε τήν ἐπεθύμησε, καίτοι τινές ἐκ τούτων Κληρικοί καί λαϊκοί, καί τοῦτο ἔστω πρός ἔπαινόν των, ἐπιθυμοῦν τοιαύτην ἕνωσιν καί ἐνεργοῦν καί κοπιάζουν πρός ἐπίτευξιν αὐτῆς. Τό ὅτι δέ οἱ ἡγούμενοι τῆς ἀντιθέτου παρατάξεως δέν ἐπιθυμοῦσιν ἕνωσιν μεθ' ἡμῶν, δυνάμεθα ν' ἀποδείξωμεν δι' ἀξιοπίστων προσώπων, ἐάν τοῦτο ζητηθῆ παρ' ἡμῶν. Ἵνα μή δέ τόσον οἱ ἀντιδικοῦντες πρός ἡμᾶς κληρικοί καί λαϊκοί, ὅσον καί οἱ ἡμέτεροι ἀποδίδουν εἰς ἡμᾶς εὐθύνας διά τήν μή πραγματοποίησιν τῆς ἑνώσεως, δηλοῦμεν διά τῆς παρούσης ἐγκυκλίου τά ἑξῆς:
Παρακαλοῦμεν τόν Σεβασμιώτατον πρ. Φλωρίνης Κύριον Χρυσόστομον ἐάν πράγματι ἐπιθυμῆ τήν ἕνωσιν μεθ' ἡμῶν:
1) Νά ἐξαπολύση φιλάδελφον ἔγγραφον σχετικόν, ὑπογεγραμμένον παρ' Αὐτοῦ καί ἐσφραγισμένον κανονικῶς.
2) Ὡς κυρίους ὅρους τῆς ἑνώσεως ἀποδεχόμεθα:
α) Κανονικήν ὁμολογίαν ἁπάντων τῶν Ἀρχιερέων δι' Ἐγκυκλίου πρός τόν Ὀρθ. Ἑλλ. Λαόν καί Κλῆρον ἤτοι, (τήν ἀποδοχήν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Παπικοῦ ἑορτολογίου κατέστη τελεσιδίκως Σχισματική συμφώνως τῶν τεσσάρων Πανορθοδόξων Συνόδων, καί ἑπομένως τά μυστήριά της ἄκυρα), καί τήν πιστήν ἐφαρμογήν τοῦ ὅρου τούτου.
β) Τήν ὁλοκλήρωσιν κανονικῆς δωδεκαμελοῦς Συνόδου χειροτονουμένων καί νέων Ἐπισκόπων,
γ) Τήν ἐκκαθάρισιν τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου κλήρου ἀπό τῶν σαπροφύτων καί
δ) Τήν εἰς τό ἀκέραιον ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν καθηκόντων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τῶν ἀπορρεόντων ἐκ τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τά ὁποῖα θά διακανονισθῶσι καί ἀποφασισθῶσι ἐν Συνόδω.
Αὐτά φρονοῦμεν καί ἐπιζητοῦμεν ὡς ἐλάχιστοι τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας Ποιμένες, ἅτινα ἐπιβάλλει τό ποιμαντορικόν ἡμῶν καθῆκον. Τούτων τῶν ὅρων ἐφαρμοζομένων οὐδεμία διαίρεσις, οὐδεμία διαφωνία μᾶς χωρίζει καί ἡ ἕνωσις ἐπέρχεται αὐτομάτως. Ἅν ὅμως ἡ εὐθεῖα καί ὀρθή αὕτη κατεύθυνσις ἀποκρουσθῆ, ὅπερ καί ἀπευχόμεθα, τότε οἱ ὑπαίτιοι τοῦ ναυαγίου τῆς Ἑνώσεως Κληρικοί τε καί λαϊκοί καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτούς ἄς διακανονίσουν τήν θέσιν των ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἴνα μή ἀδικοῦν πρῶτον τήν ἀθάνατον ψυχήν των καί ἀπολέσουν τούς μόχθους καί κόπους των καί δεύτερον μή ἀδικοῦν καί ἡμᾶς, οἴτινες καί τήν ἕνωσιν πάντοτε ἐπιθυμοῦμεν καί ἀγῶνα μαρτυρικόν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας κηρύσσομεν.
Εὐχόμενοι τόν Ἅνωθεν φωτισμόν πάντων τῶν ἁρμοδίων πρός ταχυτέραν ἕνωσιν ὁλοκλήρου τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.
Διατελοῦμεν διάπυροι πρός Κύριιον εὐχέται
Ἡ Ἱερά Σύνοδος
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ +Ὁ Θεσσαλονίκης ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ +Ὁ Τριμυθοῦντος ΣΠΥΡΙΔΩΝ +Ὁ Πατρῶν ΑΝΔΡΕΑΣ +Ὁ Κορινθίας ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ +Ὁ Μεσσηνίας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ +Ὁ Τρίκης καί Σταγῶν ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ +Ὁ Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος ΜΕΛΕΤΙΟΣ +Ὁ Θηβῶν καί Λεβαδείας ΙΩΑΝΝΗΣ Ὁ Βρεσθένης ΜΑΤΘΑΙΟΣ

Η´ ΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΑΥΤΩΝ

Ὁ πρ. Φλωρίνης κατιδών ὅτι διά τῶν γενομένων ὑφ' ἡμῶν χειροτονιῶν ἐπισκόπων ἀνατρέπεται τό σχέδιόν του τῆς διαλύσεως τοῦ Ἀγῶνος διά τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ λαοῦ ἀκεφάλου καί ἄνευ ποιμένος, ἠρνήθη τό κῦρος τῶν χειροτονιῶν βάλλων κατά τῶν Ἐπισκόπων ὡς λυσσόδηκτος.
Χάριν τῆς ἱστορίας καί τῆς διαφωτίσεως τοῦ λαοῦ ἐγράφη καί ἐδημοσιεύθη τό ἔργον ἡμῶν «Ἡ χειροτονία ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός ἐπισκόπου». Τοῦτο τό μνημειῶδες καί ἱστορικόν ἔργον ἀναδημοσιεύομεν ἐνταῦθα αὖθις πρός φωτισμόν καί πέρας πάσης ἀντιλογίας.

Θ´ Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΥΦ' ΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
……………………………..
Τό κατά τούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας νόμιμον τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου
Ἅν καί εἶναι σαφεῖς οἱ ὅροι, ἐκλογή, χειροτονία, ἀνάδειξις Ἐπισκόπου ἐν τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία, ἐν τούτοις πλειστάκις συγχέονται ἤ συμπλέκονται ὥστε, ὅλοι οἱ ὅροι οὗτοι νά ταυτίζωνται πρός τήν πραγματικήν ἔννοιαν τῆς ἐγκαταστάσεως Ἐπισκόπου. Ἵνα δέ γίνη ἡ ἐγκατάστασις αὕτη, ὅρος ἀπαράβατος εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Πολλαπλαῖ εἶναι αἱ πηγαί τῆς ἀνάγκης ταύτης.
Πρώτη καί σοβαρωτέρα ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεως Ἱεραρχίας ἐν τῆ Ἐκκλησία διά τήν ὅσον τό δυνατόν πληρεστέραν ἐξυπηρέτησιν τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν τῶν Ὀρθοδόξων. Αὕτη ἡ ἀνάγκη κυρίως ἐπέβαλεν εἰς ἡμᾶς τήν ἐνέργειαν τῶν χειροτονιῶν.
Εἰς τήν τοιαύτην συνεπῶς περίπτωσιν δεδικαιολογημένη, ἐπιβεβλημένη καί ἀναγκαία, συνεπῶς νόμιμος, εἶναι ἡ χειροτονία Ἐπισκόπου, ὅταν μάλιστα ὑπάρχη ὁ τούτου προϊστάμενος, ὁ ἀποδεχόμενος καί ἐγκρίνων τόν προτεινόμενον ὡς Ἐπίσκοπον, ἤ ὅταν οὗτος ἐκλέγει τοῦτον ἤ διορίζει ἤ χειροτονεῖ (ταῦτα φαίνονται ταυτόσημα) τῆ ἐγκρίσει τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἅς ἴδωμεν ὅμως τί ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος διαγορεύει τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς διεμορφώθη τοῦτο καί ὡς ἐδιδάχθη εἰς ἁπάσας τάς Ὀρθοδόξους θεολογικάς Σχολάς ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀκόμη δέ ὡς τοῦτο καί σήμερον διδάσκεται ἐν τῆ Θεολογικῆ Σχολῆ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ ΚΑΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΡΟΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΝ

«Εἴπομεν ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ἔλαβον τήν ἱερωσύνην ἀμέσως καί διαδοχικῶς παρά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅτι ἔχουσι ταύτην, οὐ μόνον πᾶσαν, ἀλλά καί ὡς σύνολον καί διά τοῦτο δύνανται νά μεταβιβάζωσιν αὐτήν εἰς ἄλλους ὁ Ἐπίσκοπος ἄρα μόνος ἔχει τήν ἐξουσίαν νά χειροτονῆ οὐ μόνον Πρεσβυτέρους, Διακόνους καί λοιπούς Κληρικούς, ἀλλά καί ἄλλους Ἐπισκόπους. Καί περί τούτου οὐδέποτε ἠγέρθη ἀντίρρησις.
Ἐκ τοῦ πρώτου Ἀποστολικοῦ κανόνος διαγορεύοντος, ὅτι «Ἐπίσκοπος χειροτονείσθω ὑπό δύο ἤ τριῶν Ἐπισκόπων», γίνεται δῆλον, ὅτι εἷς καί μόνος Ἐπίσκοπος δέν πρέπει νά χειροτονήση ἄλλον καίτοι κέκτηται τό δικαίωμα πρός μετάδοσιν τῆς ἱερωσύνης. Πῶς ὅμως καί διά τίνα λόγον εἷς καί μόνος Ἐπίσκοπος δέν δύναται νά χειροτονήση ἄλλον δέν λέγεται.
Ἐν ταῖς Ἀποστολικαῖς Διαταγαῖς ἐν αἶς λέγεται ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δέον, ὑπό δύο ἤ τριῶν Ἐπισκόπων νά χειροτονῆται προστίθεται καί ὁ λόγος «ἡ γάρ τῶν δύο καί τριῶν μαρτυρία βεβαιοτέρα καί ἀσφαλής». Ἀλλ' ὅμως καί ὁ λόγος οὗτος δέν φαίνεται ἀποχρῶν, διότι μαρτυρίαν ἐκτός τοῦ χειροτονοῦντος ἠδύναντο καί ἄλλοι νά δώσωσιν. Ἐάν δέ καί ἡ αἰτιολογία τῶν ἐκδοτῶν τοῦ Πηδαλίου φαίνεται ὀρθοτέρα, ἀλλά καί αὕτη δέν εἶναι τελείως ἀποχρῶσα. Αὕτη ἔχει οὕτω «πιθανόν ἔστιν, ὅτι τοῦτο νά εἶναι τό ἐσωτερικόν καί μᾶλλον ἐγγύτερον αἴτιον. Ἐπειδή γάρ κατά τόν Ἀπόστολον τό ἔλαττον ὑπό τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται (Ἑβρ. Ζ´ 7, ὅπερ ἰδία περί τῆς ἱερωσύνης εἴρηται), εἰς μέν τήν τοῦ πρεσβυτέρου, ἐλάττονος ὄντος, χειροτονίαν ἀρκεῖ εἷς καί μόνος Ἐπίσκοπος ὡς κρείττων καί ὑπερβάθμιος ἐκείνου 'ών. Εἰς δέ τήν τοῦ Ἐπισκόπου, ὁμοταγοῦς καί ὁμοβαθμίου ὄντος καί οὐχί ἐλάττονος οὐκ ἀρκεῖ εἷς μόνος Ἐπίσκοπος ὡς ὁμοβάθμιος καί μή κρείττων ἐκείνου ὤν. Ἐπειδή ὁμολογουμένως ἀγαθοί, ἤτοι κρείσσονες οἱ δύο ὑπέρ τόν ἕνα εἰσίν, ὡς λέγει Σολομών. Ἐκκλησ. δ´».
Δῆλον δέ ὅτι τό λεχθέν, δύο ἤ τρεῖς χειροτονοῦσι τόν Ἐπίσκοπον, δέν ἀντιφάσκει οὔτε πρός τόν 4ο κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς, οὔτε πρός τόν 13ον τῆς ἐν Καρθαγένη, οἴτινες ὁρίζουσιν, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος τουλάχιστον ὑπό τριῶν Ἐπισκόπων πρέπει νά χειροτονῆται, διότι ἐν αὐτοῖς δέν πρόκειται περί χειροτονίας, ἀλλά περί ἐκλογῆς ὡς σαφῶς ὁ Ζωναρᾶς καί ὁ Βαλσαμών ἑρμηνεύουσιν.
Ὁ ἀνωτέρω παρατεθείς κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει, ὅτι δέον νά χειροτονῆται ὁ Ἐπίσκοπος ὑπό δύο ἤ τριῶν ἄλλων Ἐπισκόπων. Ἐάν ὅμως χειροτονηθῆ τις ὑφ' ἑνός μόνον, δέν ὁρίζει καί τάς συνεπείας τῆς παραβάσεως. Ἀναντιρρήτως ἡ διάταξις καί μόνη ἔπρεπε νά ἔχη ὡς συνέπειαν τό ἄκυρον τῆς τοιαύτης χειροτονίας. Ἀλλ' ὅμως ἀπαντῶσι παραδείγματα ὅτι ἐγένοντο τοιαῦται χειροτονίαι καί δέν ἠκυρώθησαν. Οὕτως ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Σιδήριός τις ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου τοῦ Φίλωνος καί ἡ χειροτονία αὕτη οὐ μόνον δέν ἠκυρώθη, ἀλλά καί ἀνεγνωρίσθη, ὑπό δέ τοῦ Μ. Ἀθανασίου προήχθη οὗτος εἰς Μητροπολίτην Πτολεμα?δος. Ὡσαύτως καί ὁ Εὐάγριος, ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου τοῦ Παυλίνου καί ἡ χειροτονία αὐτοῦ ὁμοίως δέν ἠκυρώθη οὔτε κατεκρίθη.
Ὅτι εἰς τοιαύτας περιπτώσεις ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τῆς οἰκονομίας εἶναι ἀναμφίβολον διότι ἄλλως ἡ διάταξις τοῦ κανόνος ἐτηρήθη πάντοτε ἀκριβῶς καί ὁ Ἐπίσκοπος ἐχειροτονεῖτο ὑπό δύο τοὐλάχιστον Ἐπισκόπων, τοῦθ' ὅπερ καί σήμερον κρατεῖ…».
Ἀλλ' ἄς δώσωμεν τόν λόγον ἐπί τοῦ θέματος τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑπό ἑνός Ἐπισκόπου καί εἰς ἐπισήμους ἀπόψεις ἐγκύρων μελετητῶν τοῦ ζητήματος, διότι δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά καθ' ἥν εἰς τήν μακραίωνα ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος ὑπό ἑνός Ἐπισκόπου, οὐδέ τώρα, ἐπ' εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου ἀνοίγεται τό πρῶτον τοιοῦτον θέμα πρός ἀνάπτυξιν.
Ἰδού τί ἀναφέρει εἰς εἰδικήν μελέτην ὁ Μητροπολίτης Ἡλιουπόλεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Γεννάδιος, ἐν τῶ ἠθικοθρησκευτικῶ Περιοδικῶ «Ὀρθοδοξία», Τεῦχος 43 Ἰουλίου 1929.

Η ΥΠΟ ΠΛΕΙΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

«Ὅτι ὁ Ἐπισκοπικός βαθμός, τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, ἔχει τήν ἐξουσίαν τοῦ χειροτονεῖν τούς Κληρικούς παντός βαθμοῦ εἶναι ζήτημα ὑπό πᾶσαν ἄποψιν λελυμένον διά τήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν. Ἐάν ὁ Ἐπίσκοπος χειροτονῆ Διάκονον καί Πρεσβύτερον κατά μείζονα λόγον ὁ αὐτός λειτουργός τοῦ Ὑψίστου θά ἀναδείξη καί Ἐπίσκοπον…
Ἡ δικαιολογία τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, ὡς οἴκοθεν ἐννοεῖται, δέν δύναται νά φέρη δογματικόν χαρακτῆρα ἤτοι νά λογισθῆ ἐκ τῶν ὦν οὐκ ἄνευ ὁρατῶν στοιχείων τῆς μεταδόσεως τοῦ χαρίσματος τῆς Ἱερωσύνης ἐν τῶ ἀνωτάτω βαθμῶ (τῶ τοῦ Ἐπισκόπου) ἡ κατά τήν χειροτονίαν παρουσία τριῶν ἤ δύο Ἐπισκόπων, οὕτως ὥστε ἡ παράλειψις αὐτοῦ νά ἐλέγχη δογματικῶς ἐλαττωματικήν καί ἄκυρον τήν πρᾶξιν, δι' ἧς οὕτω πῶς τις προχειρίζεται εἰς τό ἐπισκοπικόν ἀξίωμα. Ἡ ἀσφαλής μαρτυρία δύναται νά ἐξασφαλισθῆ διά τῆς παρουσίας καί ἄλλου βαθμοῦ Κληρικῶν ἡ καί λαϊκῶν…
Ὁ Ἐπίσκοπος κέκτηται τό πλήρωμα τῆς Ἱερωσύνης ὡς διάδοχος τῶν Ἀποστόλων, ἑπομένως καί τό χάρισμα τοῦ χειροτονεῖν Διακόνους, Πρεσβυτέρους καί Ἐπισκόπους. Ἐάν δέ στερῆται τοῦ κυρίως ἀποστολικοῦ ἀξιώματος, προνομίου μόνον ὡρισμένων τινῶν Μαθητῶν τοῦ Κυρίου, δέν δύναται σοβαρῶς νά προβληθῆ ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι εἰς τό κατ' ἐξοχήν καί ἰδιάζον ἀποστολικόν τοῦτο ἀξίωμα συμπεριλαμβάνεται καί τό δικαίωμα τῆς χειροτονίας. Ἐάν ἡ ἐξουσία αὕτη εἶναι πραγματικόν στοιχεῖον τοῦ ἰδιάζοντος ἀποστολικοῦ ἀξιώματος τῆς κατ' ἐξοχήν ἀποστολικότητος καί πέντε καί πλείονες Ἐπίσκοποι συμμετέχοντες εἰς χειροτονίαν Ἐπισκόπου δέν θά ἀνέκτων ὡς ὁμάς ὅ,τι εἷς ἕκαστος θά ἐστερεῖτο ὡς μονάς. Μή λησμονῶμεν πῶς ἰδιαιτέρως τονίζουσι τήν ἐπισκοπικήν ἐν γένει ἐξουσίαν τοῦ χειροτονεῖν ἄνδρες ἐκκλησιαστικοί, οἷοι π.χ. ὁ Ἱερός Χρυσοστόμος καί ὁ Ἱερώνυμος «Ἅ καί περί Ἐπισκόπων εἶπε ταῦτα καί πρεσβυτέροις ἁρμόττει. Τῆ γάρ χειροτονία μόνη, λέγει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος ὑπερβεβήκασι καί τούτω μόνω δοκοῦσιν ὑπερτερεῖν τοῖς πρεσβυτέροις». Ὁ δέ Ἱερώνυμος λέγει, «ἐξαιρουμένης τῆς χειροτονίας τί ἄλλο παρά τόν πρεσβύτερον κάμνει ὁ Ἐπίσκοπος»;
«Ἐν τῆ ἀρχαία Ἐκκλησία ἀπαντῶσι παραδείγματα χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑπό ἑνός καί μόνου Ἐπισκόπου. Ὁ Μελήτιος ἤ Μελέτιος Λυκοπόλεως Ἐπίσκοπος (ἀρχαί Δ´ ἑκατονταετηρίδος), κατά τούς διωγμούς καταδικασθείς εἰς ἐξορίαν, κατά τήν ὁδοιπορίαν, «καθ' ἑκάστην χώραν καί καθ' ἕκαστον τόπον διερχόμενος καθίστα Κληρικούς Ἐπισκόπους τε καί πρεσβυτέρους». Ἡ δέ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος «φιλανθρωπότερον κινουμένη» ἐπέτρεψε τήν μετ' αὐτῶν κοινωνίαν καί λειτουργίαν, δηλαδή ἀνεγνώρισε τήν χειροτονίαν τῶν Ἐπισκόπων.
Ἅλλως τε ἡ παρανομία τῶν χειροτονιῶν τοῦ Μελετίου κατά τήν Α´ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ὡς τοῦτο καταφαίνεται ἐκ τῆς πρός τήν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίαν ἐπιστολῆς τῆς Συνόδου ταύτης, δέν συνίστατο εἰς τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπων ὡς γενομένην ὑπό μόνου τοῦ Μελετίου, ἀλλ' ὡς γενομένην παρ' ἐνορίαν.
Ἐν τοῖς πρακτικοῖς τῆς Δ´ Οἰκ. Συνόδου γίνεται λόγος περί χειροτονίας Ἐπισκόπων τελεσθείσης ὑπό τοῦ Ἀγκύρας Εὐσεβίου, «Ἐχειροτόνησα αὐτόν (τόν Γαγγρῶν Καλλίνικον)… ἀπῆλθον εἰς Γάγγραν, ἐνεθρόνισα τόν Ἐπίσκοπον. Καταφαίνεται ὅθεν ἐκ τούτου ὅτι ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, δέν ἀσχολεῖται οὐδόλως διά τό ζήτημα τῆς ὑπό ἑνός Ἐπισκόπου Χειροτονίας Ἐπισκόπου ἀλλά περί χειροτονίας Ἐπισκόπου, τοῦ ὁποίου ἡ χειροτονία ἀνῆκεν εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν τούτοις φαίνεται ὅτι εἷς καί μόνον ἦτο ὁ χειροτονήσας Ἐπίσκοπον Ἀρχιερεύς.
Ἡ παρουσία πλειόνων τοῦ ἑνός Ἐπισκόπων κατά τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου προῆλθε πρῶτον μέν ἐκ τῆς συγχύσεως ἥτις ἐπεκράτησεν ὡς πρός τάς δύο πράξεις, ἤτοι τήν ἐκλογήν καί τήν χειροτονίαν. Ἡ τῶν λέξεων χειροτονία, ἐκλογή, σύγχυσις, ἐπήνεγκε καί τήν ἐν τοῖς πράξεσι σύγχυσιν.
Ἅλλωστε καί ἄλλα στοιχεῖα τῆς μιᾶς πράξεως μετεπήδησαν εἰς τήν ἄλλην. Οὕτω π.χ. ἐπί τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου «τό Εὐαγγέλιον ἀνοίγνυται καί ἐπί κεφαλῆς ἀνεωγμένον καί τοῦ τραχήλου τίθεται, ὡς ἀναφέρει ὁ Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης κεφ. στ´ συμφώνως πρός τά ἐν ταῖς Ἀποστολικαῖς Διαταγαῖς ἀναγραφόμενα. Κατά τήν ρκγ´ (123) Νεαράν τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἡ ἐκλογή Ἐπισκόπου ἐγίνετο προκειμένων τῶν Ἁγίων Εὐαγγελίων. Ἔπειτα δέ προῆλθε καί ἐκ τῆς πρός Τιμόθ. Α´ δ. 14 φράσεως «ὅ σοί ἐδόθη διά τῶν χειρῶν τοῦ Πρεσβυτερίου». Ὡς γνωστόν ἡ λέξις αὕτη ἔχει περιληπτικήν ἔννοιαν, ἡρμηνεύθη δέ ὑπό μέν τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί ἄλλων ὡς σημαίνουσα τούς Ἐπισκόπους, ὑπό δέ τῶν νεωτέρων καί συγχρόνων προτεσταντῶν ὡς δηλοῦσα τό ἄθροισμα πρεσβυτέρων, ἱερέων δηλαδή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅμως διεσαφήνισεν ὁ ἴδιος τήν ἐπί τοῦ προκειμένου σκέψιν του, γράψας ἐν Β´ Τιμοθ. α´ «ὅ σοί ἐδόθη διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μου». Οὐδεμία ἀμφιβολία ὑπάρχει, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὡς καί ἄλλοι Ἀπόστολοι μόνος του ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους ἐν Κρήτη καί ἀλλαχοῦ.
Ἐν τῆ σημερινῆ ἱεροτελεστία τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου παρίστανται τρεῖς μέν Ἐπίσκοποι ἤ καί ἐν ἀνάγκη δύο Ἀρχιερεῖς, ἀλλ' «ἡ πρώτη σφραγίς καί ἀπαρχή τῆς χειροτονίας παρά τοῦ πρώτου Ἀρχιερέως τῆ κεφαλῆ τοῦ χειροτονουμένου γίνεται, (Συμεών Θεσσαλονίκης ὡς ἀνωτέρω Κεφ. ΣΕ´) τῶν λοιπῶν Ἐπισκόπων κυκλούντων τόν χειροτονούμενον καί ἁπτομένων αὐτοῦ ὡς συγχειροτονούντων τῶ πρώτω». Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἐξάγεται ὅτι δογματικῶς δέν δύναται νά στηριχθῆ τό ἀπαραίτητον πλειόνων τοῦ ἑνός Ἐπισκόπου κατά τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου.
Ἅλλη ὅμως εἶναι ἡ κανονική ἄποψις τοῦ ζητήματος, ἥτις ὡς ἐπί τοῦ προκειμένου οὕτω καί γενικώτερον δέν συνταυτίζεται μετά τῆς δογματικῆς ἀπόψεως. Ἐν τῶ πρώτω τόμω τοῦ Migne ἐξ ἀφορμῆς τοῦ προμνημονευθέντος ἐν τῆ παρούση μελέτη χωρίου τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν σημειοῦται ὑπό τινος τῶν ὑπομνηματιστῶν (τόμ. Α´ στήλη 804 σημ. 11) «επισψοπορωμ νωμερωσ επισψοπωμ ορδιναντιωμ, ρεσ εστ εψψλισσαστιψι ξωρισ, qωαε εαπροπτερ θαριετατεμ δισσψιπλιναε αδμιττιτ«. (Ὁ ἀριθμός τῶν Ἐπισκόπων τῶν χειροτονούντων Ἐπίσκοπον εἶναι ζήτημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, τό ὁποῖον ὡς ἐκ τούτου ποικιλίαν τάξεως ἐπιδέχεται)…
Ὥστε αἱ ἀρχαῖαι αὗται παρατηρήσεις συμπίπτουσι πρός τό προειρημένον σχόλιον τοῦ ὑπομνηματιστοῦ τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν. Ἀμφοτέρωθεν δηλαδή διαπιστοῦται ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν Ἐπισκόπων χειροτονούντων Ἐπίσκοπον τυγχάνει ζήτημα κανονικόν. Καί τό ὑπό τοῦ Μαλαξοῦ ἐν τῆ Πατριαρχικῆ Ἱστορία Κ. Π. ἀναφερόμενον (ἔκδοσις Βόννης σελ. 143) ἐξ ἀφορμῆς τῆς χειροτονίας τοῦ Μονεμβασίας Ἀρσενίου γενομένης ὑπό μόνον τοῦ Ἐπισκόπου Ἕλους καί δύο Ἱερέων ἀνήκει εἰς τό διοικητικόν μέρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου ἤ, ὡς θά ἐλέγομεν σήμερον, εἶναι ζήτημα ἁρμοδιότητος λόγω προσώπων καί τόπου (δικαιοδοσίας)…
Ταῦτα γνωματεύει ὁ Ἡλιουπόλεως Γεννάδιος, ἀντλῶν ἐκ τῶν πηγῶν καί ἀντικειμενικῶς ἐξετάζων τό ὅλον ζήτημα.
Ἐπί τῆς μελέτης ταύτης τοῦ Ἡλιουπόλεως Γενναδίου ἀπήντησεν ὁ Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφαρσάλων κ. Ἱεζεκιήλ διά τοῦ Περιοδικοῦ «Ἅγιος Σπυρίδων» ἐν Κερκύρα ἐκδιδομένου ἀριθ. τεύχους 57 σελ. 110) ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ Ἡλιουπόλεως Γεννάδιος, μή διαβλέπων δογματικόν ἐμπόδιον παραβλέπει τό κανονικόν. Καί ἐπί τούτου δευτέραν μελέτην δημοσιεύει ὁ Ἡλιουπόλεως Γεννάδιος ἐν τῶ Περιοδικῶ «Ὀρθοδοξία», τεῦχος 51, 1930. Δημοσιεύομεν ἀπόσπασμα τῆς ἀπαντήσεως ταύτης διά τήν ἐπιστημονικήν σαφήνειαν μεθ' ἧς ὑποστηρίζει τό νόμιμον, καί δογματικῶς καί κανονικῶς, τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑπό ἑνός Ἐπισκόπου.

Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΟΥΝΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ

«Δέν παρέλκει ἡ ἔρευνα τῶν αἰτίων τῆς δημιουργίας τοῦ α´ ἤ β´ κανόνος· τοὐναντίον ἐπιβάλλεται. Εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ κανόνες δέν συνετάχθησαν οὔτε συγχρόνως οὔτε ἐπί τῆ βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Δι' ἕκαστον κανόνα παρουσιάσθη ὡρισμένη τις ἀφορμή ὡς δημιουργός αἰτία. Διά τόν λόγον τοῦτον ἀκριβῶς ἀρκετοί κανόνες περιῆλθον εἰς ἀνεφάρμοστον κατάστασιν, ἐκλειψάσης τῆς δημιουργοῦ αἰτίας, ἀντικατασταθέντες μάλιστα ὑπό ἀντιθέτων διατάξεων. Ἐν τῶ σημείω τούτω ὡς πρός τινας κανόνας ἐτηρήθη ἡ ἀρχή cessante ratione legis cessat lex ipsa”. Διά μακρῶν ἐξήτασα τό ζήτημα τοῦτο εἰς ἔργον μου πραγματευόμενον περί τῶν ἐν τῆ Ἐκκλησία μεταβολῶν δημοσιευθέν δέ τῶ 1918.
Ἐν τῆ ἐξετάσει τῶν δογμάτων προέχει ἡ τελειοτέρα διατύπωσις αὐτῶν πρός πληρεστέραν παράστασιν καί τήν κατά τό δυνατόν ἀντίληψιν αὐτῶν. Πρός τοῦτο προστρέχομεν καί εἰς τούς ὅρους τῆς φιλοσοφίας, ἀκολουθοῦντες ἐν τούτω τήν ἀνάπτυξιν καί πρόοδον ὅλου τοῦ ὑψηλοῦ διανοητικοῦ περιεχομένου μιᾶς ἑκάστης ἐποχῆς καί τήν ἀνάλογον ἔκφρασιν καί ἀπεικόνισιν αὐτοῦ. Ἡ ζήτησις αἰτίων καί ἐν τῶ δογματικῶ πεδίω δέν ἀποκλείεται ὑπό τοῦ ἐρευνητικοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἀλλ' ἡ ἔρευνα αὕτη δέν πρέπει νά ὑπερβαίνη ὅρια τινά, καθότι τό δόγμα ἐν τῆ οὐσία αὐτοῦ εἶναι πολλάκις ἀνώτερον τῆς πεπερασμένης ἀντιλήψεως.
Ἡ χειροτονία Ἐπισκόπου καί γενικῶς ἡ χειροτονία ἐνέχει μυστηριακόν χαρακτῆρα. Ἡ ἔρευνα τῶν μυστηριακῶν στοιχείων τῆς χειροτονίας, δηλαδή τοῦ δογματικοῦ μέρους καί ἡ δυνατή διάκρισις αὐτοῦ ἀπό τοῦ καθαρῶς κανονικοῦ, εἶναι ἔργον τῆς Δογματικῆς· ὁ δέ καθορισμός τῶν κανονικῶν στοιχείων εἶναι ἔργον τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου. Ἐν τῶ δευτέρω τούτω σημείω οὐ μόνον ἐπιτρέπεται ἀλλά καί ἐπιβάλλεται ἡ ἔρευνα τῶν αἰτίων, διότι τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τότε μόνον ἐμφανίζεται ἐν τῆ ἱστορικῆ αὐτοῦ ἐκθέσει σχετικῶς τελειότερον ὅταν ἀφιερώνωνται σελίδες τινές καί διά τήν φιλοσοφίαν τῆς ἱστορίας τῶν κανόνων.
Ἡ παρουσία τριῶν ἤ δύο Ἐπισκόπων δηλαδή ὁ ἀριθμός τῶν Ἐπισκόπων τῶν συμμετεχόντων εἰς τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου, ὡς καί ἄλλοτε ἔγραψα, δέν εἶναι ζήτημα δογματικόν ἀλλά κανονικόν. Αὐταί αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί αἱ θεσπίζουσαι τόν ἀριθμόν δύο ἤ τρεῖς, ἀλλαχοῦ παραδέχονται ὑπό τινας ὅρους ὡς ἔγκυρον τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου, γινομένην ὑπό ἑνός καί μόνον Ἐπισκόπου «Ἐπίσκοπος ὑπό τριῶν ἤ δύο Ἐπισκόπων χειροτονείσθω. Ἐάν τις ὑπό ἑνός χειροτονηθῆ Ἐπισκόπου καθαιρείσθω καί αὐτός καί ὁ χειροτονήσας αὐτόν. Ἐάν δέ ἀνάγκη καταλάβη ὑπό ἑνός χειροτονηθῆναι, διά τό μή δύνασθαι πλείονας παραγενέσθαι διωγμοῦ ὄντος ἤ ἄλλης τοιαύτης αἰτίας, ψήφισμα κομιζέσθω τῆς ἐπιτροπῆς πλειόνων Ἐπισκόπων» (Migne, τόμ. Α´ στ. 1124). Οἱ λόγοι οἱ ἐπιβάλλοντες τήν οἰκονομίαν ἐπί τοῦ προκειμένου δέν εἶναι μόνον οἱ διωγμοί, ἀλλά καί ἄλλα γεγονότα.
Γενικῶς δύναται νά λεχθῆ, ὅτι οἱ λόγοι οἱ ὑπαγορεύσαντες τήν χρῆσιν τῆς οἰκονομίας ἐν τῆ Ἐκκλησία εἶναι πολλοί καί ποικίλοι.
Αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί ἐν τῶ τέλει τοῦ μνημονευθέντος χωρίου ἀναφέρουσι συμπληρωματικῶς καί τό σύμψηφον, δηλαδή τήν γνώμην καί ἄλλων Ἐπισκόπων. Τό τελευταῖον τοῦτο δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν χειροτονίαν, ἀλλά μέ τήν ἐκλογήν καί ἑπομένως δέν ἀνατρέπει τό γεγονός, ὅτι κατ' ἀρχήν αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί παραδέχονται τό ἔγκυρον τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας γινομένης ὑπό ἑνός Ἐπισκόπου.
Ὑπάρχουσι καί ἄλλα παραδείγματα ἐγκύρου ἐπισκοπικῆς χειροτονίας τελεσθείσης ὑπό ἑνός καί μόνο Ἐπισκόπου. Ὡς θά ἴδη ὁ ἀναγνώστης, ἀναφέρονται τά παραδείγματα τοῦ Ἐπισκόπου Σιδερίου χειροτονηθέντος ὑπό μόνου τοῦ Ἐπισκόπου Φίλωνος, τό τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ἀγγλίας Αὐγουστίνου λαβόντος παρά τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου τήν ἄδειαν, ὅπως χειροτονήση μόνος Ἐπίσκοπον καί ἄλλα.
Ὡς πρός τό παράδειγμα τῶν Μελετιανῶν χειροτονιῶν οὐδεμία ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι μόνος ὁ Μελέτιος ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους τῶν συνεπισκόπων αὐτοῦ ὄντων ἐγκαθείρκτων. Ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀνεγνώρισε τούς ὑπό τοῦ Μελετίου χειροτονηθέντας Ἐπισκόπους, ἀφοῦ διέταξε νά συμπληρωθῶσιν ἐλλείψεις τινές ὡς λ.χ. ἡ ἔγκρισις τοῦ κυριάρχου Μητροπολίτου, ἡ συγκατάθεσις τοῦ ποιμνίου κ.ἄ. Δέν δύναται δέ νά ὑποστηριχθῆ, ὅτι ἡ φράσις «μυστικωτέρα χειροτονία βεβαιωθέντας» σημαίνει ἀναχειροτονίαν, ὄχι μόνον διότι ὁ Πατριάρχης Ταράσιος ἐν τῆ Ζ´ Οἰκουμενικῆ Συνόδω καί ἄλλοι νεώτεροι ἀποκλείουσι τήν ἑρμηνείαν ταύτην, ἀλλά καί διότι, ἐάν ἐπρόκειτο περί πραγματικῆς ἀναχειροτονίας, περιττά θά ἦσαν τά «φιλανθρωπότερον κινουμένη ἐπέτρεψε τήν μετ' αὐτῶν κοινωνίαν καί λειτουργίαν» καί ὅλα τά ἄλλα τά ἀναφερόμενα ἐν τῆ πρός τήν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίαν ἐπιστολῆ τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί δηλοῦντα τήν κατ' οἰκονομίαν ἀναγνώρισιν τῶν χειροτονιῶν τοῦ Μελετίου ὡς ἐγκύρων.
Τό ἐπιχείρημα ὅτι τιμωροῦμεν τούς παραβαίνοντας τήν κανονικήν ἐκτέλεσιν μιᾶς πράξεως, καίτοι ἀναγνωρίζομεν αὐτήν ὡς ἔγκυρον, ὄχι μόνον εἶναι ἕτερον ζήτημα, ἀλλά καί δύναται νά χρησιμοποιηθῆ ὑπέρ τῆς ἐνταῦθα ἀναπτυσσομένης ἀρχῆς ἀναφορικῶς τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας. Τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, ὡς καί πᾶν δίκαιον, ἔχει καί τάς ποινικάς του διατάξεις. Αἱ ἐκκλησιαστικαί ὅμως ποιναί ἀποσκοποῦσι εἰς τήν τήρησιν τῆς τάξεως καί τῆς πειθαρχίας, χωρίς νά ἔχωσιν οὐδεμίαν σχέσιν πρός τά δογματικά στοιχεῖα μιᾶς πράξεως». Ταῦτα γράφει ἐν τῆ περισπουδάστω μελέτη του ὁ Ἡλιουπόλεως Γεννάδιος.
Ἅς ἴδωμεν ὅμως καί τάς κατά τήν αἰωνόβιον πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας λαβούσας χώραν χειροτονίας Ἐπισκόπων ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου.

ΑΛΛΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΥΦ' ΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

Ἐκτός τῶν ἐν τῶ Ἐκκλησιαστικῶ Δικαίω καί τῆ μελέτη τοῦ Ἡλιουπόλεως Γενναδίου ἀναφερομένων χειροτονιῶν πλεῖσται ἄλλαι τοιαῦται ἔλαβον χώραν κατά διαφόρους περιόδους καί ὁσάκις ἡ ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας ἀπήτει τοῦτο. Διότι οὐδέποτε ἐσκέφθη τις νά κατηγορήση τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου, εἰς περίπτωσιν μάλιστα καί ἥν δέν ὑπῆρχον ἕτεροι Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, διότι τότε ἀκριβῶς παρίσταται ἡ μεγαλυτέρα καί ἔτι μᾶλλον ἐπιβαλλομένη ἀνάγκη εἰς τήν Ἐκκλησίαν νά χειροτονηθῆ ἕτερος Ἐπίσκοπος, ὅταν μάλιστα ἔχει ἀπομείνει ἐν τῆ Ὀρθοδοξία εἷς καί μόνος τοιοῦτος. Οὕτω πώς ἐχειροτονήθη περί τό ἔτος 243 διά τήν τότε ἀνάγκην τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας ὁ θαυματουργός ὑπό μόνου τοῦ Ἐπισκόπου Φαιδίμου τοῦ Ἀμασείας, χωρίς οὐδέποτε νά κατηγορηθῶσι διά τοῦτο. (Βλέπε Συναξάριον κατά τήν 17ην Νοεμβρίου). Ὁ δέ Παυλῖνος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὑπό μόνου τοῦ Λούτσιφερ. Καί κατ' αὐτόν τόν τρόπον ἐχειροτονήθη καί ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Ὁμολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὑπό μόνου τοῦ Ἐπισκόπου Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ ἐν ἔτει 857-858 τελοῦντος μάλιστα ἐν ἐπιτιμίω. (Βλέπε Ἐκκλησιαστικήν Ἱστορίαν τοῦ Μελετίου, Τόμ. Β´ σελ. 274 καί Συναξάριον κατά τήν 6ην Φεβρουαρίου). Ὁ δέ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἡλιόδωρος Ἐπίσκοπος Περσίας ἐχειροτόνησε μόνος του Ἐπίσκοπον τόν ἐπίσης Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Δησάν. (Βλέπε Συναξάριον κατά τήν 9ην Ἀπριλίου).
Πλεῖστα δέ ὅσα τοιαῦτα παραδείγματα χειροτονιῶν τό πάλαι γενομένων θά ἠδυνάμεθα νά ἀπαριθμήσωμεν.
Ἐκτός ὅμως τῶν γενομένων κατά τό ἀπώτερον παρελθόν χειροτονιῶν Ἐπισκόπου παρ' ἑνός Ἐπισκόπου ἐγένοντο τοιαῦται καί κατά τό πρόσφατον παρελθόν ἤτοι κατά τόν παρελθόντα αἰῶνα ὁπότε ἐπί τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἐν ἔτει 1825 ὁ Ἐπίσκοπος Ζαρνάτας Γαβριήλ ἐχειροτόνησε μόνος του τρεῖς Ἐπισκόπους τούς Μηλέας, Μα?νης καί Πλάτζης, τό δέ 1832 ἐχειροτόνησε καί τέταρτον τόν Ἀνδρουβίτσης Προκόπιον καίτοι ἐπί τῆς ἐποχῆς ταύτης ὑπῆρχον καί ἕτεροι Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι τῶν ὁποίων οὐδέ κἄν τήν γνώμην ἐζήτησεν ὁ Γαβριήλ.
Ὅτε δέ μετά ταῦτα ἀπεκατεστάθη τό Ἑλληνικόν Ἔθνος καί ἀφίχθη ἐν Ἑλλάδι ὁ Βασιλεύς τῶν Ἑλλήνων Ὅθων, τότε ἐξητάσθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὑπόθεσις αὕτη καί ἀνεγνωρίσθη οὐχί μόνον τό ἔγκυρον τῶν χειροτονιῶν περί τοῦ ὁποίου οὐδέ κἄν ἠγέρθη ἀμφισβήτησις, ἀλλά καί ἐδικαιώθησαν οἱ ἐπί τοῦ πολέμιου χειροτονηθέντες.
Ἔχει δέ ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου οὕτως:
Ἀριθμ. Πρωτ. 257/276.
Η ΣΥΝΟΔΟΣ
Συγκειμένη παρά τοῦ Προέδρου Κορινθίας καί τῶν μελῶν, Θήρας, Ἀργολίδος, Μεσσήνης καί Κυκλάδων.
Συνελθοῦσα ἴνα δικάση τήν πρᾶξιν τοῦ Ἐπισκόπου Ζαρνάτας Γαβριήλ περί τῆς παρ' αὐτοῦ κατά τήν Σπάρτην ἐπί τοῦ πολέμου γενομένης χειροτονίας τῶν Ἐπισκόπων, Μηλέας, Μα?νης καί Πλάτζης καθώς καί τῆς κατά τό παρελθόν ἔτος 1832 περί τόν Νοέμβριον γενομένης χειροτονίας τοῦ Ἀνδρουβίτσης.
Θεωρήσασα τήν πρᾶξιν ταύτην, ἀναγνώσασα τήν περί ταύτης ἀπολογίαν ἀπό 27 τοῦ παρελθόντος Ἰανουαρίου τοῦ Ἐπισκόπου Ζαρνάτας.
Λαβοῦσα ὑπ' ὄψιν καί τά ἔγγραφα, τά ἀφορῶντα τήν ὑπόθεσιν ταύτην.
……………………………
ΣΚΕΦΘΕΙΣΑ
Ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ζαρνάτας Γαβριήλ οὔτε διά τῆς ἀπό 27 τοῦ παρελθόντος Ἰανουαρίου πρός τό ἱερόν τοῦτο βῆμα ἀπολογίας του δέν ἠρνήθη τήν περί χειροτονίας τῶν ρηθέντων Ἐπισκόπων πρᾶξιν του.
…………………………….
Ὅτι οἱ περί τοῦ πολέμου χειροτονηθέντες Ἐπίσκοποι Μηλέας, Μα?νης καί Πλάτζης ὑπόκεινται μέν εἰς τήν αὐτήν κατηγορίαν μέ τόν χειροτονήσαντα αὐτούς Ἐπίσκοπον Ζαρνάτας ἀλλά δι' οὕς λόγους ἠδύνατο και ὁ χειροτονήσας νά δικαιωθῆ συγκατανευούσης τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀνωτέρω, ἐλαφρύνεται εἰς αὐτούς τό βάρος…
………………………………….
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ
Οἱ τρεῖς χειροτονηθέντες ἐπί τοῦ πολέμου Ἐπίσκοποι Μηλέας, Μα?νης καί Πλάτζης καταδικάζονται εἰς τριῶν μηνῶν ἀπό σήμερον, ἐκκλησιαστικήν ἀργίαν καί καθυποβάλλονται εἰς πρόστιμον ἀνά 480 δραχμάς διανεμηθησομένας εἰς χήρας καί ὀρφανά Σπαρτιατῶν εἰς τόν ὑπέρ ἀνεξαρτησίας τῆς πατρίδος πόλεμον. ***
Ἡ παροῦσα ἀπόφασις θέλει ἀναγνωσθῆ εἰς τάς Ἐκκλησίας τῆς καθέδρας τῆς κυβερνήσεως καί τῶν ποτέ Ἐπισκοπῶν Ζαρνάτας καί Ἀνδρουβίτσης.
Ἐξεδόθη τῆ 10 Φεβρουαρίου 1834 ἐν Ναυπλίω.
Τά μέλη + Ὁ Κορίνθου ΚΥΡΙΛΛΟΣ Πρόεδρος
Οὐχί δέ μόνον τούς τρεῖς ἐπί πολέμου χειροτονηθέντας ἀνεγνώρισεν ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀλλά καί τόν Γαβριήλ, μετά διετίαν, ἐσυγχώρησε καί τόν Προκόπιον ἀπεκατέστησε. Περί τούτου γράφων ὁ καθηγητής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου ἐν τῶ Πανεπιστημίω Ἀθηνῶν Δ. Πετρακάκος ἐν τῶ βιβλίω αὐτοῦ Νομοκανονικαί Ἐνασχολήσεις, σελίς 101 λέγει τά ἑξῆς:
…Μετά διετίαν τέλος ἀπενεμήθη καί τούτω χάρις, ἐν τῶ ΒΔ τῆς ὁποίας ρητῶς γίνεται λόγος περί τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ πρ. Ἀνδρουβίστης Προκοπίου «ἀπό τῆς ἐπιβληθείσης εἰς αὐτόν ἐκκλησιαστικῆς ποινῆς τῆς καθαιρέσεως ὡς καί ἀπό τοῦ μέχρι τοῦδε περιορισμοῦ του». Καί ἡ Ἱερά Σύνοδος κοινοποιοῦσα διά τοῦ Μεσσηνίας ἀπό τῆς 16 Δεκεμβρίου 1838, ἔγραφε.
«Εὑρίσκετε ἐνταῦθα ἔγκλειστον πρᾶξιν τῆς Συνόδου περί τῆς ἀθωώσεως τοῦ ὑπό Ἐκκλησιαστικήν ποινήν καθαιρέσεως ὑποβληθέντος καί ἐν τῆ κατά τάς Καλάμας Μονῆ τῆς Βελανιδίας περιωρισμένου Σεβ. Ἐπισκόπου πρώην Ἀνδρουβίστης κυρίου Προκοπίου καί προσκαλεῖσθε νά διατάξητε ν' ἀναγνωσθῆ αὕτη εἰς τάς Ἐκκλησίας τῆς καθέδρας τῆς Ἐπισκοπῆς σας καί εἰς τήν τῆς Μονῆς τῆς Βελανιδίας κατά τήν τάξιν.
Ἑπομένως δέ προσκαλεῖσθε νά ἐχγειρίσητε πρός τόν ἴδιον καί τό ἐμπερικλειόμενον Συνοδικόν ἔγγραφον. Καί ταῦτα κατ' ἔγκρισιν + Ὁ Κυνουρίας Διονύσιος Πρόεδρος + Ὁ Ὕδρας Γεράσιμος, + Ὁ Σελλασίας Θεοδώρητος + Ὁ πρώην Ἠλείας Ἰωνᾶς, + Ὁ Ἀττικῆς Νεόφυτος

ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙΣΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ κ.κ. ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Τό κανονικόν τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπων

Ἀλλά καί ὁ Ὁσιολογιώτατος Μοναχός Κυπριανός Λαχανᾶς, Καθηγητής θεολογίας εἰς ἄρθρον του, ὑπό τόν ὡς ἄνω τίτλον ἁπαντῶν εἰς τόν ἐγερθέντα ὑπό τοῦ πρώην Φλωρίνης θόρυβον ἐξετάζει τό ζήτημα ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἐν τῶ πλαισίω τοῦ νῦν διεξαγομένου Ἱεροῦ ἀγῶνος. Εἶναι πράγματι μία ἔρευνα ἀντικειμενικῶς καί ἄνευ συμπαθειῶν ἤ ἀντιπαθειῶν ἀναλύουσα τό ζήτημα καί θέτουσα τήν σφραγῖδα τῆς ψυχραίμου ἐξετάσεως. Οὗτος μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει.
Ὁ ἀρθρογραφήσας ἐσχάτως πρώην Φλωρίνης κ. Χρυσόστομος διά τοῦ πρός τήν Κυβέρνησιν ὑπομνήματός του, δημοσιευθέντος εἰς τόν ἡμερήσιον τύπον τῆς 29/11 Μαρτίου ἐ.ἔ., ἀποβλέπων ὅπως, πάση θυσία, οἰκειοποιηθῆ τόν τίτλον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Πάσης Ἑλλάδος, τάς ὑπό τοῦ Σεβ/τάτου Ἐπισκόπου Βρεσθένης κ.κ. Ματθαίου χειροτονίας τῶν ὑπ' αὐτοῦ χειροτονηθέντων νεωστί Ἐπισκόπων ὀνομάζει «ἀντικανονικάς καί ἐκνόμους», χαρακτηρίζων συνάμα τούτους ὡς θεολογικῶς ἀσυγκροτίστους» κλπ. Ἐπί τούτοις ὑπομιμνήσκομεν εἰς τόν ἐν λόγω πρώην Φλωρίνης ὅτι:
I. Διά τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου οὐδαμόθεν εὕρηται νενομοθετημένον καί δή διά τήν τελείωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ τέλεσις τούτου ὑπό τριῶν Ἐπισκόπων ἤ ὑπό δύο ἤ ὑφ' ἑνός. Ἡ διάταξις τοῦ Α´ Ἀποστ. Κανόνος ἡ ὁρίζουσα «Ἐπίσκοπος χειροτονείσθω ὑπό Ἐπισκόπων δύο ἤ τριῶν» οὐδέν διαγορεύει τό ἀπαγορευτέον χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός τοιούτου καί δή καθ' ἥν ἐποχήν κέκτηται οὗτος τό δικαίωμα πρός μετάδοσιν τῆς ἱερωσύνης, οὔτε ἐξηγεῖ τόν λόγον τῆς ἐννοίας «δύο ἤ τριῶν», οὔτε δέ κυρώσεις ἀπαγγέλλει κανονικάς διά τήν μή τήρησιν τῆς διατάξεως.
Αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί Βιβλ. Γ´ 20 τό αὐτό διαγορεύουσιν ἄνευ πάλιν καταστρώσεως διατάξεως περιεχούσης κύρωσίν τινα διά τήν μή τήρησιν τῆς διαταγῆς, ἄνευ καί ἀπαγορεύσεως τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός μόνον τοιούτου. Ἀντιθέτως μάλιστα «διά τό ἀπαρρησίαστον τῶν Ἐπισκόπων τοῖς καιροῖς ἐκείνοις» καί κατά φυσικήν συνέπειαν καί ἐν τοῖς ἐφ' ἑξῆς, ἐφ' ὅσον διακριβοῦται τοῦτο ὑπάρχειν, ὥρισται τελείως διαφόρως (Ἀποστ. Δ/γαί Βιβλ. Η´ κεφ. 27), ὅτι ἐν περιπτώσει διωγμοῦ ἤ ἄλλης αἰτίας μή δυναμένων συναχθῆναι τῶν Ἐπισκόπων, χειροτονείσθω Ἐπίσκοπον ἀπό ἕνα τοιοῦτον. Οὕτως ἐχειροτονήθη ὁ Σιδήριος Ἐπίσκοπος Παλαιβίσκης ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Φίλωνος, τῆς χειροτονίας του μηδαμῶς ἀμφισβητηθείσης ὡς ἀκύρου ἤ ἀντικανονικῆς, ἀλλά τοὐναντίον ὑπό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου χαρακτηρισθείσης ὡς τελείως νομίμου καί κανονικῆς, διότι προήγαγε τοῦτον εἰς Μητροπολίτην Πτολεμα?δος. Ὡσαύτως κατά τόν Θεοδώρητον (Ἐκκλ. Ἱστορ. Ε´ κγ´) ὁ Ἐπίσκοπος Παυλῖνος ἐχειροτόνησεν εἰς Ἀντιοχείας Ἐπίσκοπον τόν Εὐάγριον, οὕτινος ἡ χειροτονία μηδέποτε ἠμφισβητήθη.
Ἡ πράξις αὕτη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, συνδυαζομένη ταῖς κανονικαῖς διατάξεσιν, ἄγει εἰς ὀρθόν συμπέρασμα, ὅτι ὁ παρ' ἑνός Ἐπισκόπου χειροτονηθείς, δι' αὐτό καί μόνον δέν θεωρεῖται ὡς ἀκύρως χειροτονηθείς. Ἡ ἀπειλή τῆς ἀντικανονικότητος κατά συγκατάβασιν καί οἰκονομίαν αἴρεται ἐν τοῖς κατόπιν καί δή ἐφ' ὅσον ἀποδειχθῆ «περίπτωσις διωγμοῦ» ἤ καί «ἀπαρρησίαστον τῶν Ἐπισκόπων». Ἐφ' ὅσον λοιπόν ἐν Μιᾶ Ἐκκλησία καί δή ὀρθοτομούση τόν Λόγον τῆς θείας Ἀληθείας λάβη χώραν χειροτονία Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός τοιούτου, ἡ τοιαύτη χειροτονία εἶναι ἔγκυρος καί κανονική. Πολλῶ μᾶλλον ἐφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία αὕτη τελεῖ «ἐν διωγμῶ» ἤ συντρέχει «ἀπαρρησίαστον Ἐπισκόπων».
ΙΙ. Αἰτιᾶται ὁ πρώην Φλωρίνης, ὅτι αἱ ὑπό τοῦ Ἁγίου Βρεσθένης χειροτονίαι Ἐπισκόπων ἐτελέσθησαν «ἐν κρυπτῶ καί παραβύστω». Μήπως ἡ Σεβασμιότης του ἐπεθύμει νά προειδοποιεῖτο, ἴνα ἐπισφραγίση ταύτα διά τῆς ἐλλειπούσης ἀπό αὐτόν χάριτος λόγω τῆς ἀντορθοδόξου πορείας του! Διότι γνωστόν τοῖς πάσι τυγχάνει, ὅτι οὗτος δέν ἴσταται ἐν τῶ ἐπιπέδω τῆς Ὀρθοδοξίας, καταπεσών οἰκτρῶς, ἀφ' ἧς ἐφήρμοσε τό πρόσχημα τοῦ «δυνάμει καί ἐνεργεία», ὅπερ οὐδόλως τόν δικαιολογεῖ, καθ' ὅσον ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐγένετο σχισματική καί «δυνάμει» (οὐσία), ἀλλά καί ἐνεργεία (τύποις), ἐπειδή τήν ἡμερολογιακήν καινοτομίαν τήν κατεδίκασαν αἱ κατά τά ἔτη 1583, 1587 καί 1593 Πανορθόδοξοι Σύνοδοι τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν ἐπί Οἰκουμενικοῦ Ἱερεμίου Β´ τοῦ Τρανοῦ, χαρακτηρίσαντος τό νέον ἡμερολόγιον ὡς μίαν καινοτομίαν τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, ὡς παγκόσμιον σκάνδαλον καί αὐθαίρετον καταπάτησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Καί ἐξ ἄλλου ἡ λογική προσέχει πάντοτε εἰς τήν οὐσίαν (εἰς τό Δυνάμει) ὅπερ εἶναι πραγματικότης καί πολύ ὀλίγον ἤ καθ' ὁλοκληρίαν εἰς τόν τύπον (εἰς τό Ἐνεργεία) καί συνεπῶς δέον νά ὑποτάσσωμεν τόν τύπον εἰς τήν οὐσίαν καί οὐχί τήν οὐσίαν εἰς τόν τύπον.
Τό ὡς ἄνω πρόσχημα τοῦ «δυνάμει καί ἐνεργεία» ἀποδεικνύουν μάλιστα αὐτόν ἄνδρα ἀσταθῆ καί ἐπιπόλαιον εἰς τάς θρησκευτικάς αὐτοῦ πεποιθήσεις, ὡς τόν ἀπέδειξαν καί προγενέστεραι δηλώσεις του ἐπί διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, παραδεχόμενον ἄλλοτε μέν ὅτι μόνος του ἀποτελεῖ ἴδιον θυσιαστήριον καί ἄλλοτε ὅτι ἀποτελεῖ ἕν καί τό αὐτό θυσιαστήριον μετά τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας καί ἀποκαλῶν τά μυστήρια ταύτης ἄλλοτε μέν ἄκυρα, ἄλλοτε ἔγκυρα καί ἄλλοτε κυρώσιμα καί τά τοιαῦτα.
ΙΙΙ. Ὅσον δ' ἀφορᾶ διά τό «θεολογικῶς ἀσυγκροτίστους κλπ.» ἔχομεν νά παρατηρήσωμεν, ὅτι ἀνά τούς αἰῶνας στυλοβάται τῆς Ὀρθοδοξίας ἀνεφάνησαν οὐχί οἱ πολυμαθεῖς καί πεφυσιωμένοι δοκησίσοφοι, ἀλλ' οἱ σταθεροί τήν γνώμην καί θεοφοβούμενοι. Πρός τούτοις ἄς μή διαφεύγη τόν πρώην Φλωρίνης τό τοῦ Οὐρανοβάμονος Παύλου «τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἴνα τούς σοφούς καταισχύνη» καί τό τοῦ Μ. Ἀντωνίου «ἡ σοφία ἔκαμε τά γράμματα καί οὐχί τά γράμματα τήν σοφίαν» καί ἄς μή ἐναβρύνηται διαρκῶς ὁμιλῶν περί θεολογικῆς μορφώσεως καί Θεολογικῶν Σχολῶν, τῶν ὁποίων τήν «κατάντια» διεκτραγωδῶν ἐσχάτως ὁ Γρεβενῶν ἱεροκῆρυξ πανοσιολογιώτατος κ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης γράφει: «Ἡ δέ Θεολογική Σχολή μας; Ἀλλ' ἄς μή προχωρήσωμεν πρός τά ἐκεῖ. Ἐλπίζομεν, ὅτι ἐγγίζει ἡ ἡμέρα, κατά τήν ὁποίαν ὁ φωτεινός προβολεύς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως θά ριφθῆ καί πρός τά ἐκεῖ καί θά φωτίση τά σκοτεινά ἄδυτα τῆς Σχολῆς ταύτης καί τότε ἔκπληκτος ὁ εὐσεβής λαός μας θά ἴδη ὁποίας ἐχίδνας ἀπιστίας ἐξέθρεψε καί ἐκτρέφει ἡ Μεγαλώνυμος αὕτη Σχολή». (Τρεῖς Ἱεράρχαι» ἀριθμ. 996) 1946.
ΙV. Ἅς ἔχη δ' ὑπ' ὄψιν του ὁ πρώην Φλωρίνης, ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Βρεσθένης ἀποτελεῖ τό καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν μόνην ἐναπολειφθεῖσαν Κεφαλήν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Ἑλλάδος, κλεϊζομένην διά τῶν πολυχρονίων καί ἀτρύτων ἀγώνων, οὕς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως διεξήγαγε καί διεξάγει, παρά τό ὑπερσεβάσμιον τῆς πολιᾶς ἡλικίας του, γνωστόν δέ ὄχι μόνον ἀνά τό Πανελλήνιον ἀλλά καί ἀνά τήν Ἀλλοδαπήν.
Ὅθεν ἀπόκειται αὐτῶ τε καί τοῖς συμβούλοις αὐτοῦ, Κληρικοῖς τε καί λαϊκοῖς, ἄφθαρτος στέφανος καί ἄληστος μνήμη ἐν τῆ Ἐκκλησιαστικῆ Ἱστορία, ἦς τάς σελίδας θέλουσι λαμπρύνει, πρός αἶσχος τῶν δειλιώντων καί ἀδρανούντων πρό τῆς προόδου τοῦ ὑπέρ Ὀρθοδοξίας Ἱεροῦ καί ἐνδόξου Ἀγῶνος. Τοὐναντίον δέ, ὁ πρώην Φλωρίνης, διαστάς τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου φρονήματος, ἔπαθε τό τοῦ Λιβερίου Πάπα Ρώμης, ὅστις ἐπανελθών ἐκ τῆς ἐξορίας εἰς ἥν ὑπό τοῦ Κωνσταντίνου εἶχε καταδικασθῆ, μετεμελήθη εἶτα καί ἠσπάσθη τόν Ἀρειανισμόν, ἀποκηρυχθείς ἀπό τόν πρεσβύτερον αὐτοῦ Εὐσέβιον, μή ὑπαρχούσης ἑτέρας ἐκκλησιαστικῆς κεφαλῆς ἐν τῆ Ρώμη, εἰπόντα εἰς αὐτόν (τόν Λιβέριον), ὅτι θά ἦτο ὀρθόδοξος καί κατά συνέπειαν διάδοχος τοῦ Ἰουλίου, «εἰ διέμενεν ἄν ἐν τῆ πίστει ἥν πρώην ἐν τῶ διωγμῶ ἐφάνη κρατῶν». (Πρβλ. καί Βησσαρίωνα — Εὐγενικόν).
V. Αὐτοτιτλοφοροῦνται, τέλος, ὁ πρώην Φλωρίνης καί οἱ σύν αὐτῶ μέ τόν τίτλον «Κανονικοί» «Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.» κλπ. διά τά ὁποῖα πλεῖστα θά εἴχομεν νά ἐκθέσωμεν πρός ἀπόδειξιν τοῦ ἐναντίου, πλήν ὁ χῶρος οὗτος τυγχάνει ἀνεπαρκής πρός τοῦτο. Περιοριζόμεθα μόνον εἰς τό νά εἴπωμεν, ὅτι ἡ «κανονικότης» εἶναι μέ τό μέρος τῶν Ἐπισκόπων ἐκείνων, οἴτινες πορεύονται αὐστηρῶς συμφώνως τοῖς κανόσι καί διατάξεσι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἕπονται τοῖς ἴχνεσι τῶν ἐν αὐταῖς δογματισάντων Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν».
Ἐν τῆ συνεχεία δέ τῆς μελέτης ταύτης, παραθέτομεν αὐτολεξεί πραγματείαν ἐπί τοῦ ἐπικαίρου τούτου θέματος γραφεῖσαν παρ' εἰδικοῦ Κανονολόγου, ἀνωτάτην κατέχοντος θέσιν ἐν τῆ Ἑλληνικῆ Πολιτεία θεωρουμένου δέ γενικῶς ὡς αὐθεντίας προκειμένου τοιούτου ζητήματος.
Διά τῆς πραγματείας ταύτης τό θέμα ἐξαντλεῖται, δογματικῶς καί νομοκανονικῶς.

Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΥΦ' ΕΝΟΣ ΜΟΝΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ι. Οἱ κατά τούς Ἀποστολικούς χρόνους μετερχόμενοι τήν ἱερατικήν ἐξουσίαν ἐκαλοῦντο προϊστάμενοι (Α´ Θεσσαλ. ε´ 12 Ρωμ. ιβ´ 8), πρεσβύτεροι, Ἐπίσκοποι, (Φιλιππησ. Α. Ι.) ποιμένες (Ἐφεσ. Δ. ΙΙ.), Ἡγούμενοι (Ἑβρ. ΙΓ. 7, 12, 24) μετά δέ τήν τελείωσιν τῆς διακρίσεως ἐν τῆ Ἐκκλησία μεταξύ Κληρικῶν καί λαϊκῶν, οἱ βαθμοί τοῦ ἱερατείου διακρίνονται εἰς Ἐπισκόπους, Πρεσβυτέρους, Διακόνους, ὑποδιακόνους, ἀναγνώστας καί ψάλτας καί εἰς ἐξορκιστάς, ἀκολούθους καί πυλωρούς, ὦν πάντων μόνον οἱ τρεῖς πρῶτοι ἀπετέλεσαν ἀνέκαθεν τόν ἀνώτερον ἐν τῆ Ἱεραρχία κλῆρον, καθ' ὅ μόνον οὗτοι μεταλαμβάνουσι τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης διά τῆς χειροτονίας «ἐντός βήματος» καλούμενοι (Οὕτω καί Β, ΞΘ, ΜΓ Ἀποστ. Κανόνες, καν. ΚΔ. Λαοδικείας, Καν. ΙΣΤ Καρθαγένης, Νεαρά ΡΚΓ, Φωτίου Νομοκάνων ΛΑ´ κ.ἑ.).
Γνωστόν δέ ὅτι διά τῆς χειροτονίας, τῆς θεοσυστάτου ταύτης τελετῆς, ἐν ἧ δι' εὐχῆς καί ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου ἐπέρχεται ἡ Θεία χάρις, προχειριζομένη τόν ὑποψήφιον εἰς ἕνα τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, συνιστᾶται ἡ ἔννοια καί ἡ οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ἄνευ τῆς ὁποίας «οὐδέν ἐν τῆ Ἐκκλησία ἐστίν Ἅγιον (Ἱερεμίου, Ἀπόκρισις Β´) καί οὐδέν δύναται νά ὑπάρξη οὔτε κήρυγμα ἀλάθητον θείου λόγου, οὔτε ἱερούργημα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, οὔτε κυβέρνησις τῆς Χριστιανικῆς Κοινότητος ἐν Πνεύματι Ἁγίω». Διά τόν λόγον τοῦτον καί κατά τήν αὐθεντικήν ἔννοιαν τοῦ περιεχομένου τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, συνωδά τῆ περί μυστηρίων δογματικῆ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς Ἀληθείας, ἡ τοιαύτη διά τούτου ἐπερχομένη δι' ἐπιφοιτήσεως τῆς Θείας Χάριτος πλήρωσις εἶναι μεγίστη, ὁλοκληρωτική καί ἀπέραντος, διαρκής καί ἀμετάβλητος, ἀνεξάλειπτος καί ἀναφαίρετος (οὕτω καί Ἀνδροῦτσος, Δογματική, σ. 293, Μεσολωρᾶς, Συμβολική, 11α, σ. 331, Πετρακᾶκος, Συμβολαί, 71, Παναγιωτᾶκος, Περί τοῦ Γάμου τῶν κληρικῶν, σ. 78 κ. ἐ.).
ΙΙ. Εἰδικώτερον περί τῆς χειροτονίας τῶν Ἐπισκόπων ὀρθῶς διδάσκεται ἐν τῶ Κανονικῶ Δικαίω τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι κατ' ἀρχήν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός κατά τήν ἐπί γῆς προφορικήν διδασκαλίαν Του οὐδέν διέταξε περί τῆς ἐκλογῆς καί χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου. Ἀλλά καί οἱ Ἀπόστολοι διαφοροτρόπως ἐνήργουν τά περί τούτου. Γνωστόν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι εἰς τήν θέσιν τοῦ Ἰούδα ἐξέλεξαν τόν Ματθίαν (Πραξ. Α 15-26). Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἰωάννης ἐγκατέστησαν Ἐπίσκοπον Ἱεροσολύμων Ἰάκωβον τόν δίκαιον (Εὐσέβιος, Ἐκκλ. Ἱστ. Β´ 2). Καθόλου δ' εἰπεῖν οἱ Ἀπόστολοι ἐγκαθίστων Ἐπισκόπους ἐν ταῖς ὑπ' αὐτῶν ἱδρυομέναις Ἐκκλησίαις, ἕκαστος ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀνεξαρτήτως τῶν ἄλλων Ἀποστόλων καί ἄνευ προηγουμένης συνεννοήσεως μεταξύ των ἤ μετά τῆς Κοινότητος (Τιμοθ. Δ 14, Τίτ. Α. 5, Εὐσέβιος, Ἐκκλησ. Ἱστορ. Γ´, Δ´, Χρυσ. ἐν Α´ Τιμοθ. Α´ 18).
ΙΙΙ. Κατά τούς πρώτους Ἀποστολικούς χρόνους καί πρός τούς Μεταποστολικούς καί πρό τῶν Συνόδων, ὅτε τοὐτέστιν ἐλαμπρύνετο ἡ ἰδεώδης Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, ἡ θαυμασθεῖσα ἀνά τούς αἰῶνας, σταθερόν καθεστώς τρόπου χειροτονίας τῶν Ἐπισκόπων καί δή ἐξουσίας πρός χειροτονίαν δέν παρατηρεῖται, οὔτε δέ φυσικῶ τῶ λόγω ἐξαγγέλλονται κυρώσεις ἐπαπειλοῦσαι τι.
Εὕρηται οὕτω διάταξις τοῦ Α´ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, ὁρίζουσα τό γνωστόν ὅτι «Ἐπίσκοπος χειροτονήσθω ὑπό Ἐπισκόπων δύο ἤ τριῶν» πλήν οὐδέν διαγορεύει τό ἀπαγορευτέον χειροτονίαν Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός τοιούτου, ἐφ' ὅσον μάλιστα κέκτηται οὗτος τό δικαίωμα πρός μετάδοσιν τῆς ἱερωσύνης, οὔτε ἐξηγεῖ τόν λόγον τῆς ἐννοίας, «δύο ἤ τριῶν», οὔτε δέ κυρώσεις ἀπαγγέλλει κανονικάς διά τήν μή τήρησιν τῆς διατάξεως.
Ἴσως διά τόν λόγον τοῦτον ὁ σχολιαστής τοῦ Πηδαλίου πειρᾶται αὐτόθι (σχόλιον εἰς Α´ Ἀποστ. Κανόνα) εἰς φιλοσοφικήν καί ἱστορικήν μᾶλλον ἐξήγησιν τοῦ περιεχομένου τῆς διατάξεως, οὐχί ὅμως κανονικήν τοιαύτην.
Οὐδεμία δέ ἐν τοῖς Θείοις καί Ἱεροῖς Κανόσι καί ἐν ταῖς Ἀποστολικαῖς Διαταγαῖς καταστροῦται διάταξις προβλέπουσα κύρωσίν τινα λόγω μή τηρήσεως τῆς Διαταγῆς, οὐδέ ἀπαγόρευσις ὑπάρχει διά τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός μόνον Ἐπισκόπου. Ἀντιθέτως μάλιστα. Διά τό ἀπαρρησίαστον τῶν Ἐπισκόπων τοῖς καιροῖς ἐκείνοις ὡς εἶναι δέ ἑπόμενον καί διά τούς μετέπειτα καιρούς, ἐφ' ὅσον πλέον διαπιστοῦται ὅτι τοῦτο ὑπάρχει, καθ' ὅλως διάφορον τρόπον ὁρίζεται, ἐν Ἀποστολικαῖς Διαταγαῖς, Βιβλ. Η´ κεφ. 27, ὅτι, δηλαδή, ἐάν πλείονες τοῦ ἑνός Ἐπισκόπου δέν δύνανται νά συναχθῶσι λόγω διωγμοῦ ἤ ἄλλης αἰτίας ἐπιβάλλεται νά χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου πρός ἐξασφάλισιν τῆς διαδοχῆς καί κανονικῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ' αὐτήν τήν οἰκονομίαν ἐχειροτονήθη ὁ Σιδήριος Ἐπίσκοπος Παλαιβίσκης ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Φίλωνος, οὗτινος οὐδόλως ἠμφισβητήθη ἡ χειροτονία, ὡς ἄκυρος ἤ ἀντικανονική, ἀλλά τοὐναντίον ἐπεσφραγίσθη ὑπό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὡς τελείως νόμιμος καί κανονική, διότι ὁ Μέγας οὗτος Ἱεράρχης προήγαγε τοῦτον εἰς Μητροπολίτην Πτολεμα?δος διά τό εἶναι αὐτόν (τόν Σιδήριον) μείζοσι πράγμασιν ἐπιτήδειον, ὡς ἐν Συνεσίω, ἐπιστολή ξζ´. Προσέτι δέ ὡς ἀληθέστατα βεβαιοῖ ὁ Θεοδώρητος (ἐν Ἐκκλησιαστικῆ Ἱστορία, Ε´ κγ,) ὁ Εὐάγριος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Παυλίνου, ἡ δέ χειροτονία αὕτη οὐδόλως ἠμφισβητήθη, ταῦτα δέ ἀναφέρομεν ὡς ἁδρά ἱστορικά γεγονότα πρός ἀπόδειξιν τοῦ κανονικῶς νομίμου τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου.
Αἱ πράξεις αὗται ἐν τῆ Ἀρχαία Ἐκκλησία, ἐναρμονιζόμεναι πρός τάς Κανονικάς Διατάξεις ὁδηγοῦν εἰς τό ἀσφαλές συμπέρασμα ὅτι ἡ παρ' ἑνός Ἐπισκόπου, χειροτονία Ἐπισκόπου εἶναι κανονική και ἐπιβεβλημένη, ἑπομένως ὁ οὕτω πως χειροτονηθείς Ἐπίσκοπος δέν δύναται νά θεωρηθῆ ὡς ἀντικανονικῶς καί συνεπῶς ἀκύρως χειροτονηθείς. Ἐκτός βεβαίως ἐάν συντρέχουσιν ἄλλοι λόγοι ἀκυρότητος τῆς χειροτονίας, ὡς λόγου χάριν ἡ ἐκτός τοῦ Ναοῦ χειροτονία κ.ἄ. Κατά δέ συγκατάβασιν καί οἰκονομίαν, μετά ταῦτα, αἴρεται καί τῆς ἀντικανονικότητος τό ἀμφίβολον καί μάλιστα ἐφ' ὅσον ἀποδειχθῆ περίπτωσις διωγμοῦ ἤ καί ἀπαρρησίαστον τῶν Ἐπισκόπων, ὡς ἐλέχθη.
ΙΘ. Ἅλλωστε ὁ κυριώδης λόγος τῆς ἐν τοῖς κατόπιν καί δή ὑπό τῶν Συνόδων ἀπαγορεύσεως ἑνί Ἐπισκόπω ποιεῖσθαι χειροτονίαν Ἐπισκόπου ἔγκειται εἰς τό ὅτι 1) διά τῆς πράξεως αὐτῆς ἀπαγορεύεται εἰς Ἐπίσκοπον τοῦ νά χειροτονῆ ποιμένα εἰς Ἐκκλησίαν, μή ὑπαγομένην εἰς τήν δικαιοδοσίαν αὐτοῦ καί μόνον καί 2) ἐν κοινωνία μετ' ἄλλων δύναται νά ἐνεργῆ νομίμως τι καί ἔξω τῆς δικαιοδοσίας αὐτοῦ, χωρίς οὕτω νά κινδυνεύη νά παραβλάψη δικαιώματα ἄλλων καί νά ὑπερβῆ τά ὑπό τῶν Κανόνων τεθειμένα ὅρια τῆς ἐξουσίας αὐτοῦ.
Διά τόν Κανονικόν τοῦτον λόγον κατά τούς τρεῖς πρώτους τῆς Ἐκκλησίας αἰῶνας, ὅτε αὕτη καί ὡς «ἀπηγορευμένον ἐθωρεῖτο σωματεῖον», ὑπό τῆς Πολιτείας καί «ἐν διωγμῶ ἐτέλει», τόσον ὑπό τῶν Ἀποστόλων ὅσον καί ὑπό τῶν διαδόχων αὐτῶν ἐσυνηθίζοντο, ὡς ἐπί περιπτώσεων Σιδηρίου καί Εὐαγρίου, Πελαγίου κ.ἄ., ἡ χειροτονία Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός μόνον τοιούτου, διότι ἡ Ἐκκλησία ἦτο μία καί τά διοικητικά ὅρια τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν Ἐπισκοπῶν δέν εἶχον εἰσέτι καθορισθῆ. Μετά δέ τήν ἀναγνώρισιν τῆς Ἐκκλησίας ὑπό τοῦ Κράτους (Μ. Θεοδόσιος κ.ἐ.) ὡς νομίμου, καθωρίσθησαν κανονικώτερον καί τά ὅρια τῶν Ἐπισκοπῶν, κατά τά ἐν Νικαία ἀρχικῶς ἀποφασισθέντα, μέ βάσιν τά τῆς Λαοδικείας καί Καρθαγένης, ὥστε ἡ καθιέρωσις τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑπό τριῶν Ἐπισκόπων νά προβάλη ὡς μόνον ἔχουσα ἔρεισμα τήν περίπτωσιν τῆς πάση θυσία ἀποφυγῆς συγχύσεως ὁρίων καί ἀναμίξεως εἰς ξένην δικαιοδοσίαν.
Τοῦτο δέ διότι, ἐκ τῶν πηγῶν, οὐδαμόθεν εὕρηται νενομοθετημένον, ὅτι διά τήν χειροτονίαν Ἐπισκόπου καί μάλιστα διά τήν τελείωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης ἀπαιτεῖται ἡ τέλεσις χειροτονίας ὑπό τριῶν Ἐπισκόπων ἤ ὑπό δύο ἤ ὑφ' ἑνός. Οἱ ἀλήστου μνήμης Κανονολόγοι Ζωναρᾶς καί Βαλσαμών ἑρμηνεύοντες τόν δ´ Κανόνα τῆς Α´ ἐν Νικαία καί τόν ιγ´ τῆς Καρθαγένης περί χειροτονίας Ἐπισκόπων (Σύνταγμα Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων ὑπό Ράλλη Ποτλῆ, τόμ. Β´ σ. 122, τόμ. Γ´ σ. 325) ὀρθῶς διαγορεύουσιν ὅτι «περί ἐκλογῆς πρόκειται» καί οὐχί «περί χειροτονίας», διότι ὡς ὀρθῶς σήμερον διδάσκει ὁ Παναγιωτᾶκος, «περί τοῦ Γάμου τῶν Κληρικῶν», (σελ. 77, κ. ἐ. 1940) ἑρμηνεύων τό κανονικόν περιεχόμενον τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης λέγει ἡ Θεία Χάρις τελειουμένου τοῦ μυστηρίου «ἅπαξ δίδεται» διά τῆς εἰσόδου τοῦ λαϊκοῦ εἰς τήν τάξιν τῶν Κληρικῶν καί ἐν οἱωδήποτε βαθμῶ, ἤτοι Διακόνου ἤ Πρεσβυτέρου ἤ Ἐπισκόπου. Τό μυστήριον τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἕνα καί ἡ λῆψις βαθμῶν ἐν τῆ ἱερατικῆ ἐξουσία συνιστᾶ ἁπλῶς ἐν ἀρχῆ εἴσοδον καί ἐν τοῖς κατόπιν προαγωγήν.
Τούτων οὕτως ἐχόντων δῆλον γίνεται ὅτι ὅταν λόγω ἀνάγκης τελεσθῆ χειροτονία Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, μάλιστα τήν ὀρθοτομοῦσαν τόν Λόγον τῆς Θείας ἀληθείας ὅπως εἶναι μόνη ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία καί ἐφ' ὅσον εἰς τήν τοιαύτην ἀνάδειξιν δέν ἀντίκεινται ἄλλαι θεμελιώδεις διατάξεις ὡς π.χ. παρέκκλισις ἀπό τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἐπιλήψιμος βίος κτλ., ἡ χειροτονία αὕτη εἶναι ἔγκυρος καί κανονική. Εἶναι βεβαίως τώρα εὐνόητον ὅτι πολύ περισσότερον εἶναι ἔγκυρος καί κανονική ἡ τοιαύτη χειροτονία ὅταν ἡ Ἐκκλησία τελεῖ ἐν διωγμῶ ἤ συντρέχει ἀπαρρησίαστον Ἐπισκόπων, ἀκόμη δέ περισσότερον ἐφ' ὅσον δέν ὑπάρχει περίπτωσις ἐπεμβάσεως εἰς διοικητικά ὅρια ἄλλου Ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας ταύτης, ἤτοι κίνδυνος συγχύσεως τῶν ὁρίων μιᾶς Ἐπισκοπῆς μετ' ἄλλης. Ἀλλά καί τό τελευταῖον τοῦτο ἐκ τῶν ὑστέρων κατά συγκατάβασιν δύναται νά συγχωρηθῆ, ἐφ' ὅσον ὑπό τῶν ἑτέρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας ταύτης δέν ἀμφισβητηθῆ ἡ γενομένη χειροτονία.
Τά παραδείγματα Σιδηρίου καί Εὐαγρίου πλήρως πείθουσιν ὅτι ἐν τῆ ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ τυχόν ἀπειλή ἀκυρότητος κατά χειροτονίας Ἐπισκόπου, ὑφ' ἑνός μόνον τοιούτου ἐπαγγελλομένη δέν ἐπέφερεν ἀκυρότητα τῆς τοιαύτης χειροτονίας αὐτοδικαίως, ἀλλά τοὐναντίον ἡ ἐν τοῖς κατόπιν καί σιωπηλή ἔστω ἐπιδοκιμασία ἤρκει νά ἄρη τήν ἀπειλήν ταύτην τῆς ἀκυρότητος, ὁπότε ἡ χειροτονία ἐθεωρεῖτο καί ντέ φάκτο κατά πάντα ἔγκυρος.

Η ΚΑΤ' ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΝ ΤΕΛΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ

Ἤδη, ἐκτός τῶν παραταχθεισῶν Κανονικῶν Διατάξεων ἐπί τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου ὡς καί τῶν ἐπ' αὐτῶν παρατηρήσεων τῶν ἀναφερθέντων διαπρεπῶν εἰδημόνων, θεολόγων καί μή, ἄς ἐξετάσωμεν εἰδικώτερον καί τήν κατ' οἰκονομίαν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου. Διότι ἡ Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος ἀναδείξασα Ἐπισκόπους χειροτονηθέντας κανονικῶς καί νομίμως, τοῦ μέν πρώτου κατ' ἐπιβεβλημένην Ἐκκλησιαστικήν οἰκονομίαν ὑπό μόνου τοῦ Ποιμενάρχου αὐτῆς Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Βρεσθένης κ.κ. Ματθαίου, τῶν δέ λοιπῶν ὁμοῦ μετά τῶν ὑπ' αὐτόν Ἐπισκόπων, ἐνήργησε συμφώνως πρός τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας, τάς Ἀποστολικάς Διαταγάς, τήν πρᾶξιν καί παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἀνάγκην αὐτῆς καί τήν κοινήν λογικήν διότι, ὡς ἐλέχθη, εὑρεθεῖσα ἐν διωγμῶ, στερουμένη ἄλλων Ὀρθοδόξων ποιμένων, ἤτοι ἔχουσα ὑπέρ αὐτῆς ὑπερβαλόντως τό «ἀπαρρησίαστον Ἐπισκόπων» ἐχρησιμοποίησε διά τήν τοῦ πρώτου χειροτονίαν, μοναδικῶς, τελεσθεῖσαν, τήν οἰκονομίαν, τήν ὁποίαν ἐφήρμοσεν ἡ Ἐκκλησία, ὅτε καί ἄλλοτε εὑρέθη εἰς παρομοίας περιπτώσεις. Γνωστόν ἄλλωστε τυγχάνει, ὅτι ἡ οἰκονομία δέν εἶναι νόμος, ἀλλά συγκατάβασις διά τάς περιστάσεις.
Διότι ὡς λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «Ὥστε τό αὐτό κατά τι μέν καί κατά καιρούς οὐκ ἔξεστι, κατά τι δέ καί εὐκαίρως ἀφίεται καί συγκεχώρηται» (Ἐπιστ. πρός Ἀμούν P. G. 26 ψολ. 1173).
Εἶναι δέ οἰκονομία οὐχί ἀνατροπή τῶν Κανόνων, ἀλλά συγκατάβασις πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ λαοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν, ὅπως ὁ ΙΒ´ Κανών τῆς ἐν Τρούλλω Ἁγίας Συνόδου, ὁρίζει: «…Τοῦτο δέ φαμέν οὐκ ἐπ' ἀθετήσει ἤ ἀνατροπῆ τῶν ἀποστολικῶς νομοθετημένων, ἀλλά τῆς σωτηρίας καί τῆς ἐπί τό κρεῖττον προκοπῆς τῶν λαῶν προμηθούμενοι καί τοῦ μή δοῦναι μῶμόν τινα κατά τῆς Ἱερατικῆς καταστάσεως».
Ἅς ἴδωμεν τώρα τίνα ἀνάλυσιν τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ ὅρου οἰκονομία ἐν τῆ Ἐκκλησία κάμνει ὁ κ. Ἀμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἐν τῶ Πανεπιστημίω Ἀθηνῶν, ἐν τῶ συγγράμματί του τῶ ἐπιγραφομένω «Ἡ Οἰκονομία κατά τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἀθῆναι 1949».
Ὁ εἰδικός οὗτος ἐπιστήμων ἀναλύων ἐν σελίδι 23 τήν ἔννοιαν τῆς λέξεως οἰκονομία ἐν τῆ 3η μεταφορικῆ ταύτης ἐννοία διατυπώνει οὕτω:
«Ἡ κατά τάς καιρικάς ἀνάγκας διευθέτησις καί ρύθμισις τῶν συνθηκῶν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τάξεως καί τῆς καθόλου διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τε ἀκριβεῖ τηρήσει τῶν ταύτας ρυθμιζουσῶν ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων ἔστι δ' ὅτε καί ἐπί συγκαταβατικῆ παρεκκλίσει ἀπ' αὐτῶν, ἐφ' ὅσον, οὕτως ἤ ἄλλως, ἐπιδιώκεται ἡ εὐόδωσις τοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπωτέρου σκοποῦ, (διατί ὄχι τοῦ κυρίως σκοποῦ;) ὅστις οὐδείς ἄλλος εἶναι ἤ ἡ ἀπεργασία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου».
Περαίνων τό κεφάλαιον «Ἡ οἰκονομία γενικῶς» ὁ βαθύς ὡς ἀνωτέρω μελετητής καί ἑρμηνευτής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καταλήγει ἐπί λέξει: «Τό πολύ θά ἠδυνάμεθα νά καθορίσωμεν τήν οἰκονομίαν ἐπί τῆ βάσει τῆς Ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς κατωτέρω θά ἀναπτυχθῆ εὐρύτερον, εἰς οἰκονομίαν προληπτικήν, διά τά κατά παράβασιν τῶν κανονικῶν διατάξεων γενησόμενα καί εἰς οἰκονομίαν ἀναδρομικήν ἤ ἐκ τῶν ὑστέρων ἐπικυρωτικήν τῶν κατά παρέκκλισιν καί παράβασιν γενομένων, ἴνα ταῦτα ἔστω καί ἐκ τῶν ὑστέρων καί μονομερῶς διά τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κύρους περιβληθῶσι. Οὕτω ἡ πρᾶξις ἡ Ἐκκλησιαστική δεικνύει, ὅτι οὐχί σπανίως ἐπικυροῦνται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἐκ τῶν ὑστέρων πάντοτε πράξεις ἐκκλησιαστικαί κατ' ἀκρίβειαν ἀντικανονικαί ἤ καί παρέχεται ἡ ἄδεια τῆς κατά παράβασιν -ὡς πρός τήν ἀπόλυτον, ἀκρίβειαν- τελέσεως πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν πράξεων, αἴτινες, εἴτε εἰς τήν πρώτην εἴτε εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν, διά τοῦ αὐστηροῦ κανονικοῦ μέτρου μετρούμεναι οὐδέποτε θά συνεχωροῦντο καθ' ὅσον θά ἦσαν ἀντικανονικαί. (Βλέπε σελίδα 43-44).
Περαιτέρω ὁ κ. καθηγητής ἐντοπίζει τήν μελέτην του εἰς εἰδικόν κεφάλαιον ἐπιγραφόμενον «Ἡ οἰκονομία εἰδικῶς ἐπί τῶν μυστηρίων», ἐξ οὗ παραλαμβάνομεν τά κάτωθι ἀποσπάσματα διά τό σύντομον τοῦ λόγου.
«Ἐκεῖ ὅπου καθ' ὅλως ἰδιάζοντα τρόπον χωρεῖ, ἐφαρμόζεται καί σαφῶς ἐκφαίνεται ἡ οἰκονομία καί ἡ ταύτην διέπουσα ἐκκλησιαστική διάθεσις εἶναι ἐν τῆ τελέσει τῶν μυστηρίων καί τῆ ἀποδοχῆ ὡς ἐγκύρων τῶν ἐκ τούτων προερχομένων συνεπειῶν καί ἐπακολουθημάτων, ἔστω καί ἄν ἀμφισβήτησίς τις ὑπάρχη περί τό ἔγκυρον αὐτῶν, ὡς πρός τήν ἀκριβῆ τούτων κατά τήν κρατοῦσαν ἐν τῆ Ἐκκλησία τάξιν τέλεσιν αὐτῶν ἤ, ἔτι σημαντικώτερον, περί τό ἔγκυρον καί κανονικῶς ἱκανόν τῶν τά μυστήρια ταῦτα τελεσάντων.
Οὐχί σπανίως ἡ κατ' ἀπόλυτον ἀκρίβειαν τήρησις τῶν προϋποθέσεων τῆς τελέσεως μυστηρίου τινός καί αὐτῆς τῆς ἀκριβοῦς τελετουργίας αὐτοῦ κατέστη ἀδύνατος, λόγω κρατουσῶν καιρικῶν περιστάσεων καί συνθηκῶν, εἴτε παρεβιάσθη ἐκ λόγων ἀνάγκης. Εἰς πάσας ταύτας τάς περιπτώσεις ἀναγνωρίζεται κατ' οἰκονομίαν τό οὕτως ἀντικανονικῶς γενόμενον μυστήριον: Ἐξ ἄλλου λόγω παρομοίων συνθηκῶν βίας καί ἀνάγκης ὑφισταμένων γεννᾶται ζήτημα ἀνάγκης τελέσεως μυστηρίου τινός κατά παρέκλισιν τῶν αὐστηρῶν κανονικῶν διατάξεων καί τῆς ἀκριβοῦς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως.
Ἐνδεικτικός τοῦ ἐν προκειμένω περί τήν οἰκονομίαν κρατοῦντος πνεύματος ἐν τῆ Ἐκκλησία ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων εἶναι καί ὁ θρῦλος ὁ ὑπό τοῦ Ρουφίνου ἀναφερόμενος (Ε. Ι. 10, 14) περί ἀναγνωρίσεως ἐκ μέρους τοῦ Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἀλεξάνδρου, ὡς ἐγκύρου, τοῦ ὑπό τοῦ παιδός Μ. Ἀθανασίου τελεσθέντος βαπτίσματος ἀβαπτίστων συνηλικιωτῶν του διά τήν ἀκρίβειαν τῆς τηρηθείσης ἐκκλησιαστικῆς τάξεως κατά τήν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου ὑπό τοῦ ὑποδυθέντος τό πρόσωπον τοῦ Κληρικοῦ παιδός Μεγάλου Ἀθανασίου.
Οὕτω, βάπτισμα τελεσθέν διά τόν ἀμέσως ἐπαπειλούμενον κίνδυνον θανάτου, ὑπό λαϊκοῦ καί γυναικός ἀκόμη ἤ ὑπό ἑτεροδόξου Ἱερέως ἤ διά ραντισμοῦ (βάπτισμα κλινικῶν εἰς τήν παλαιάν ἐποχήν) ἤ ἐν τῶ ἀέρι,…, κλπ. ἀναγνωρίζεται κατ' οἰκονομίαν ὡς καλῶς γενόμενον, τά δέ ἀποτελέσματα τοῦ οὕτως ἀντικανονικῶς καί ἀνωμάλως γενομένου μυστηρίου θεωροῦνται κανονικῶς ὑφιστάμενα παρά τήν οἱονεί ἀντικανονικήν αὐτῶν βάσιν.
Αὐτή ἡ διά μόνου τοῦ χρίσματος ἀποδοχή Χριστιανῶν ἐξ ἑτέρας Ἐκκλησίας εἰς τήν ὀρθόδοξον προσερχομένων, ἀποτελεῖ κατ' οἰκονομίαν ἀναγνώρισιν τοῦ ἐν τῆ ἑτεροδόξω Ἐκκλησία γενομένου βαπτίσματος. Θεία εὐχαριστία κατ' οἰκονομίαν ἐπιτελεῖται ἐπί μή ἐγκαινιασθείσης ἁγίας τραπέζης. Τό εὐχέλαιον κατ' οἰκονομίαν τελεῖται δι' ἑνός μόνον Ἱερέως ἀντί δι' ἑπτά.
Ἡ δέ λεγομένη ἰσχυρά (ἀλλ' ἀντικανονική) χειροτονία (ἡ γενομένη εἴτε ὑπό κανονικῶς μέν κεχειροτονημένου καί κατεστημένου Ἐπισκόπου ἀλλά μή διοικητικῶς ἱκανοῦ πρός τό χειροτονεῖν ἤ ὑπό καθηρημένου) κατ' οἰκονομίαν ἀναγνωρίζεται ὡς καλῶς γενομένη καί οὕτω ἐπιτρέπεται εἰς τόν οὕτω χειροτονηθέντα ἡ ἐξάσκησις τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας».
Προχωρῶν ἐν τῶ συγγράματί του ὁ κ. καθηγητής ἐξαντλεῖ πλήρως τό θέμα τῆς οἰκονομίας ἐν τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία. Ὅμως ἐκ τῶν χωρίων τά ὁποῖα ὡς ἄνω παρελάβομεν, σαφῶς νοεῖται, ὅτι ἡ χειροτονία Ἐπισκόπου ὑφ' ἑνός Ἐπισκόπου εἶναι ἐκ τῶν περιστάσεων ἐπιτρεπτέα καί συνεπῶς νόμιμος, διότι δέν ἐξέρχεται τῶν ὁρίων τά ὁποῖα προεῖδεν ἡ ἐν τῆ Ἐκκλησία οἰκονομία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ταῦτα τά ἱστορικά δεδομένα ἐν τῆ πορεία τοῦ ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας συμπληροῦντες, δυνάμεθα νά εἴπωμεν ἀνεπιφυλάκτως ὅτι οὐχί παράτυποι, οὐδέ αὐθαίρετοι, οὐδέ, πρό παντός, ἀντικανονικαί ὑπῆρξαν αἱ τελεσθεῖσαι χειροτονίαι, ἀλλ' ἐντός τοῦ πλαισίου τῶν παρά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ διατεταγμένων.
Ἐξ ἄλλου οἱ ἀναδειχθέντες Ἐπίσκοποι, τῆ ἐπιμόνω παρακλήσει Κλήρου καί λαοῦ, οἴτινες ἀνάγκην ἔχουσι νά ποιμαίνωνται, νομοτύπως καί κατ' ἀξίαν ἐπροτάθησαν. Διότι οὐδέ τῶν πολλαπλῶν ἀρετῶν στεροῦνται, σημαντικώτατος δέ εἶναι ὁ βαθμός τῆς ὑπηρεσίας αὐτῶν πρός τήν Ἐκκλησίαν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος. Μετά δέ δοκιμασίαν ἀπεδείχθησαν ἄριστοι εἰς τό διοικεῖν καί ποιμαίνειν, ἡ δέ πνευματική αὐτῶν κατάρτισις πρός τό καθοδηγεῖν ἠλέχθη αὐστηρῶς. Οὐδέ ἠδύνατό τις νά ἀρνηθῆ νά ἱκανοποιήση ἀπαίτησιν πνευματικήν τῶν πιστῶν τοῦ νά καθοδηγοῦνται πνευματικῶς.
Ταῦτα πάντα ἠλέγχθησαν καί προηγήθησαν τῆς χειροτονίας. Τό δέ γεγονός τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν πράγματι Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος εὑρίσκεται ὑπό διωγμόν δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐπαναληφθῆ. Θεία δέ χάριτι πληθύνεται αὕτη καί ὁσημέραι αὐξάνουν οἱ πρός ταύτην ἐπανερχόμενοι. Ἔχει λοιπόν ἀνάγκην στελεχῶν ἡ Ἐκκλησία διά τήν κανονικήν συγκρότησιν καί λειτουργίαν αὐτῆς.
Διά τούτους τούς λόγους ὁ Σεβασμιώτατος Βρεσθένης κ.κ. Ματθαῖος ἐπελήφθη τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου καί οὐχί δι' ὑπερηφάνειαν ἤ προσβολήν ἤ ἰδιοποίησιν οὐδενός ἀξιώματος ὡς ἐξετόξευσαν καθ' ἡμῶν οἱ κατήγοροι ἡμῶν, ἀλλ' ἐκ σεμνοῦ καθήκοντος ἀπορρέοντος ἐκ τῆς μακροχρονίου αὐτοῦ ἀφοσιώσεως εἰς τήν Γνησίαν καί Ὀρθόδοξον τοῦ Χριστοῦ πίστιν.
Ἀκόμη δέ διότι, ἀπό ἐσωτερικῆς ἀπόψεως, ἐν τῆ διαρθρώσει τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, οὕτως ἐκινήθησαν οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί λαϊκοί Κληρικοί καί διά τούτους τούς λόγους τούς ὁποίους οἱ ἴδιοι ἑκάστοτε ἐπεκαλοῦντο ἔπεισαν ἡμᾶς τούς περί τόν Σεβασμιώτατον Βρεσθένης κ.κ. Ματθαῖον νά εἰσηγηθῶμεν τήν χειροτονίαν.
Περατοῦται ὅθεν τό θέμα ἀποδειχθέντος τρανώτατα καί ἀναμφισβητήτως τοῦ νομίμου τῶν χειροτονιῶν καί ἀπό δογματικῆς πλευρᾶς καί ἀπό Κανονικῆς καί ἀπό ἀπόψεως Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου.
Ἀλλ' εἴθε ὁ Κύριος νά εὐδοκήση ἴνα ἐπαναφέρει τήν γαλήνην ἐν τῆ Ὀρθοδόξω τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία καί μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὥστε πρό τοιούτου αἰωνίου καί ἀκλονήτου θείου προμαχῶνος νά κατασυντριβῆ πᾶς ἐχθρός καί πολέμιος καθ' οἴον δήποτε τρόπον πολεμῶν καί ἐπιβουλευόμενος, εἰς δόξαν τοῦ Διδασκάλου καί Ἱδρυτοῦ Αὐτῆς Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ. Γένοιτο! Ἀμήν.

Ι´ Η ΜΟΝΗ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΣΤΑΤΑΙ ΨΕΥΔΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ

Ἡ Μονή Κερατέας εἶναι ὁ τηλαυγής Φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Μονή Κερατέας μέ τήν πίστιν Της, μέ τά ἔργα Της, μέ τήν αὐστηράν καί ἀπαρέγκλιτον ἐφαρμογήν τῶν Ἱ. Κανόνων τοῦ Μοναστικοῦ καί ἀσκητικοῦ βίου μέ τόν ἀμείλικτον πόλεμον κατά τῆς Μασονίας, μέ τάς χειροτονίας της μέ τό ἀγωνιστικόν της θάρρος ἀνεστήλωσε τήν Ὀρθοδοξίαν.
Ἡ Μονή Κερατέας κατέστη κάρφος εἰς τούς ὀφθαλμούς τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν προδοτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί συνεπτύχθη ἡ ἱερά Συμμαχία «ἐπισήμου» καί Προδοτῶν. Καί ἐδιώχθη ἡ Κερατέα, τό μυροβόλον ἄνθος τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ διωγμός αὐτός καί ἡ καταδίκη εἶναι ἡ τιμή καί ἡ δόξα τῆς Μονῆς Κερατέας.
Ἀλλ' ὁ πρ. Φλωρίνης καί οἱ ὀπαδοί του καί μάλιστα ὡρισμένοι λαϊκοί τετυφλωμένοι ἐκ τοῦ πάθους, δέν βλέπουσι τήν λάμψιν τῆς δόξης τῆς Μονῆς Κερατέας, ἀλλά γίνονται ἀλληλέγγυοι τῶν διωκτῶν. Οἱ λαϊκοί αὐτοί τοῦ πρ. Φλωρίνης δέν θέλουσι τήν Ἕνωσιν (βλέπε Ἐγκύκλιον πρ. Φλωρίνης τοῦ 1954 σελ. 6).
Διατί δέν τήν θέλουσι τήν Ἕνωσιν οἱ λαϊκοί τοῦ πρ. Φλωρίνης; Ἡ ἀπάντησις ἐξάγεται εὐκόλως. Τήν ἀπάντησιν τήν δίδει τό περιοδικόν «Ἡ Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας» ὅπου ἐπ' ἐσχάτων ἀναγράφεται ὅτι «τά ἐμβάσματα κλπ. νά ἀπευθύνωνται ἀπ' ευθείας εἰς τόν Πανιερώτατον Πρόεδρον κ. Χρυσόστομον πρ. Φλωρίνης». Ὥστε ὁ πρ. Φλωρίνης, ὁ ποιμήν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, γίνεται καί ταμίας. Ὁποία ὁμολογία! Ὁ πρ. Φλωρίνης δέν ἔχει ἐμπιστοσύνην εἰς κανένα λαϊκόν καί γίνεται αὐτός ταμίας. Σταματῶμεν…

ΙΑ´ ΣΧΕΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΗΜΩΝ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΜΟΝΗΣ ΚΕΡΑΤΕΑΣ

Ἡ Ἱερά ἡμῶν Σύνοδος εἶναι ἡ προϊσταμένη Ἀρχή, ἡ Κεφαλή δι' ὅλα τά παραρτήματα καί οὐχί μόνον διά τάς Μονάς. Ἐπίσκοποι ἐχειροτονήθησαν ὄχι μόνον ἀπό τήν Μονήν Κερατέας, ἀλλά καί ἀπό ἄλλα Μοναστήρια. Οἱ ἐπίσκοποι, ὅπως ἐπιστατοῦν ὅλα πνευματικῶς, ἐπιστατοῦν καί τά Μοναστήρια. Καί ὁ πρ. Φλωρίνης ἔχει Μονάς, ἐπιστατεῖ πνευματικῶς, καί ἄν εἰς μίαν τῶν Μονῶν του συμβῆ τι ἄτοπον, ἔστω παράνομον, δύναται κατά τήν λογικήν καί ἠθικήν νά ὑποστηριχθῆ ὅτι εἶναι ὑπεύθυνος αὐτός;
Εἰς μίαν τεραστίαν διοίκησιν ὅπως τῆς Μονῆς Κερατέας, ἔστω ὅτι συνέβησαν σφάλματα διοικητικά, ἀλλά τό διοικεῖν εἶναι παραδεδεγμένον ὅτι εἶναι σειρά σφαλμάτων καί καλλιτέρα διοίκησις εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία θά κάμη τά ὀλιγώτερα σφάλματα. Ἔστω λοιπόν ὅτι ἐγένοντο σφάλματα διοικητικά ἐν τῆ Μονῆ, κατά τί εὐθύνεται ἡ Ἱερά Σύνοδος; Ὅχι! Ὁ διωγμός τῆς Κερατέας εἶναι διωγμός τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ καταδίκη τῆς Κερατέας εἶναι καταδίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.

ΙΒ´ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ ΦΛΗΝΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ

1) «Ὁ κυρός Ματθαῖος δέν ἦτο κανονικός Μητροπολίτης, ἀλλά τιτουλάριος»! Ἀλλά καί οἱ Κυκλάδων Χριστιανουπόλεως καί Διαυλείας τί ἦσαν; Δέν ἦσαν καί αὐτοί τιτουλάριοι; Καί ὅμως μετά τῶν τιτουλαρίων αὐτῶν ἀπετέλεσεν Σύνοδον ὁ πρ. Φλωρίνης. Ἡ ἀκριβής ἐφαρμογή τῶν Κανόνων περί ἐπισκόπων καί ἐπισκοπῶν πρόκειται ἐν εἰρηνικῆ περιόδω, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν τυγχάνει ἐμπερίστατος καί διωκομένη.
Ἐπίσης ὁ πρ. Φλωρίνης ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ ἀοίδιμος Ἐπίσκοπος Βρεσθένης Ματθαῖος ὑπέγραψε Πρακτικόν, ὅτι θά ἐγκαταβιοῖ πάντοτε ἐν τῆ Ἱερᾶ Μονῆ του. Τοῦτο εἶναι ἀναληθές, καί προκαλεῖται ὁ πρ. Φλωρίνης νά ἀποδείξη τήν ἀλήθειαν τοῦ ἰσχυρισμοῦ του δημοσιεύων ἐν φωτοτυπία τό Πρακτικόν. Ἀλλά παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας ὑπάρχει, ὅτι ἐν καιρῶ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, οὐχί μόνον οἱ Ἐπίσκοποι πρέπει νά ἐξέρχωνται τῆς ἡσυχίας των, ἀλλά καί οἱ Ἱερομόναχοι καί μοναχοί. Ὥστε καί ἄν ἠλήθευεν τό Πρακτικόν ὁ ἀοίδιμος Ματθαῖος θά εἶναι ἐν τάξει καί σύμφωνος μέ τήν Ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν.
2) Ὁ πρ. Φλωρίνης ζητεῖ ἀπαραιτήτως πτυχία θεολογίας διά τούς Ἐπισκόπους. Διακρίνει τούς ἐπισκόπους εἰς μορφωμένους καί ἀμορφώτους. Καί ὁ πρ. Φλωρίνης θέλει μορφωμένους. Ἡ παλαιά ἐκκλησιαστική ἱστορία καί ἡ σύγχρονος πολλά διδάσκει περί μορφωμένων καί ἀμορφώτων. Καλή ἡ σοφία, καλά τά πτυχία, ἀλλά τό κύριον εἶναι ἡ πίστις καί ἡ ἀρετή. Καί σήμερον ἔχομεν πολλά πτυχία, πολλούς ρήτορας, πολλούς σοφούς, ἀλλ' ἐλαχίστους ζηλωτάς τῆς πίστεως καί τῆς ἀρετῆς. Τό ἐλλεῖπον εἶναι ὄχι τά διπλώματα, ἀλλά τά ἔργα πίστεως καί ἀρετῆς. Καί προτιμῶμεν τούς ἐπισκόπους τῆς πίστεως, τῶν ἔργων καί τῆς ἀρετῆς. Καί καυχώμεθα ἐν Κυρίω ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν τῶν Γ.Ο.Χ. ἔχει ἐπισκόπους κοινῆ

ΙΓ´ ΟΥΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩΝ Ο πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΔΙΑΡΚΩΣ ΠΑΛΙΝΩΔΕΙ

Λέγομεν ὅτι ὁ πρ. Φλωρίνης δέν πιστεύει τίποτε, δέν πιστεύει οὔτε εἰς τό Παλαιόν, οὔτε εἰς τό νέον, δέν πιστεύει εἰς τίποτε. Αὐτό ἀναπηδᾶ μόνον του, ἀφ' ἑαυτοῦ ὅταν ἀναγνώση τις τάς κατηγορηματικάς δηλώσεις τοῦ κ. Νικ. Μπακοπούλου Ὑπουργοῦ τῶν Ἐσωτερικῶν. Ἀντλοῦμεν ἀπό τάς μακροτάτας δηλώσεις του καί ἀναδημοσιεύομεν χαρακτηριστικά τινα ἀποσπάσματα:
«…Κατά τάς συζητήσεις τάς ὁποίας εἶχεν ἐν συνεχεία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος (Σπυρίδων) μέ τόν πρ. Φλωρίνης, ὁ τελευταῖος αὐτός ἀνεγνώρισε πλήρως τήν ἀνάγκην τοῦ τερματισμοῦ τῆς ἐκρύθμου καταστάσεως τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ καί ὑπεσχέθη νά ἐξαντλήση ὅλην τήν ἐπιρροήν του διά τήν ἐπάνοδον τῶν Χριστιανῶν εἰς τούς κόλπους τῆς ἐκκλησίας, παρεκάλεσε δέ ὅπως τοῦ ἐπιτραπῆ ἐλευθέρα ἐπαφή μέ τούς ἄλλους ἐπισκόπους τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί τούς ἰθύνοντας τήν κίνησίν των λαϊκούς παράγοντας, εἰς τρόπον ὥστε ἡ διευθέτησις τοῦ ζητήματος νά μή προέρχεται μόνον ἀπ' αὐτόν ἀλλά ἀπό ὅλους τούς ἡγουμένους τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ…
 Αἱ διεξαχθεῖσαι διαπραγματεύσεις μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπον Σπυρίδωνα εὐωδοῦντο καί ἔφθασαν εἰς σημεῖον νά καταλήξουν εἰς πλήρη ἀναγνώρισιν ἐκ μέρους τοῦ πρ. Φλωρίνης τῆς πλάνης του. Δυστυχῶς οἱ ἡγούμενοι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν παλινώδησαν… Ὅλα τά ἀπεδέχθησαν τόσον ὁ πρ. Φλωρίνης ὅσον καί οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν… Δυστυχῶς ὅμως τήν τελευταίαν στιγμήν παρενέβησαν ἀνεύθυνοι παράγοντες τῶν λαϊκῶν τάξεων, μόνον σκοπόν ἔχοντες τήν ἀνίερον ἐκμετάλλευσιν τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τῶν ἀφελῶν Χριστιανῶν πρός ἴδιον ὄφελος οἰκονομικόν καί ἐπηρέασαν τόν ἀσθενῆ ὡς ἀπεδείχθη χαρακτῆρα τοῦ πρ. Φλωρίνης ὅστις παλινωδῶν ἐδήλωσεν ὅτι δέν τηρεῖ τά ὅσα ὑπεσχέθη…. Χαρακτηριστικῶς ἀναφέρω ὅτι ὅταν ὁ πρ. Φλωρίνης ἐξήρχετο ἀπό τό Νοσοκομεῖον τῆς Βούλας ἐζήτησεν ὁ ἴδιος νά εἰσέλθη καί νά προσευχηθῆ εἰς ἐκεῖ παρακειμένην ἐκκλησίαν. Μετά τήν προσευχήν του ἐν καταφανεῖ συγκινήσει καί κάτωχρος εἶπεν εἰς ἐπήκοον τῶν παρισταμένων ὅτι δέν εἶναι ἐπιτετραμένον νά ἐξακολουθῆ ἡ κατάστασις αὐτή καί ὅτι ἐπανερχόμενος εἰς τάς Ἀθήνας θά ἐπιδιώξη νά τερματίση τό ζήτημα…
Πῶς δικαιολογεῖται ὁ πρ. Φλωρίνης ἐνῶ προσηυχήθη εἰς Κανονικόν Ναόν, νά διδάσκη εἰς τούς ὀπαδούς του τό ἀντίθετον;». Καί μετά ταῦτα ἐπηκολούθησε τό ἀνακοινωθέν τῆς Πανελληνίου θρησκευτικῆς Κοινωνίας ἐπί τοῦ ναυαγίου τῶν διαπραγαματεύσεων, διά τοῦ ὁποίου διακηρύσσεται ἡ ἐμμονή εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν (βλέπε «Ἐμπρός» 9 Μαρτίου 1951).
Ἀπό τάς δηλώσεις τοῦ Ὑπουργοῦ κ. Ν. Μπακοπούλου καί τό πολεμικόν ἀνακοινωθέν τῶν Λαϊκῶν ἀναπηδῶσιν ὁλοζώντανα τά ἑξῆς: 1) Ὁ πρ. Φλωρίνης ἐπρόδωσεν ἄλλην μίαν φορά τόν Ἀγῶνα τῆς Ὀρθοδοξίας. 2) Ὁ πρ. Φλωρίνης μή πιστεύων εἰς τίποτε ὑπονομεύει τήν Ὀρθοδοξίαν καί σκοπός του εἶναι νά παραδώση τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, χειροδεσμίους καί κατησχυμμένους εἰς τήν Σχισματικήν Ἐκκλησίαν τοῦ Σπυρίδωνος. 3) Ὅτι πρό τῆς ἀντιστάσεως τῶν «ἐκμεταλλευτῶν» κατά τόν Ὑπουργόν ἤ κατ' ἀλήθειαν πρό τῆς ἐξεγέρσεως τῶν πιστῶν, ἤ «ἀφελῶν Χριστιανῶν» κατά τόν Ὑπουργόν, ὁ πρ. Φλωρίνης ἐπαλινώδησε καί περιεβλήθη ὑποκριτικῶς τήν πανοπλίαν τοῦ Ἀγωνιστοῦ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτός εἶναι ὁ πρ. Φλωρίνης, αὐτό εἶναι τό ἔργον του, αὐτός ὁ σκοπός του.
Προσέχετε, ἀγαπητά ἡμῶν τέκνα ἐν Κυρίω, Προσέχετε, προσέχετε. Προσέχετε, ὑπό τά χρυσούφαντα κρύπτεται ἰσχυρόν τριφασικόν ρεῦμα. Κίνδυνος θάνατος. Προσέχετε… ὁ κίνδυνος δέν εἶναι ἡ «Ἐπίσημος Ἐκκλησία», δέν εἶναι ὁ Σπυρίδων μόνον… ὁ κίνδυνος εἶναι ἡ κακόδοξος παρασυναγωγή τῶν ὑπό τόν πρ. Φλωρίνης, ὁ κίνδυνος εἶναι ὁ πρ. Φλωρίνης.

ΙΔ´ ΑΙΜΑΤΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟ ΑΘΩΟΝ ΑΙΜΑ ΕΠΙ ΤΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΙ ΚΑ·Ι·ΑΦΑ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Τό αἷμα τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν χύνεται. Πρέπει ἡμεῖς οἱ Ποιμένες νά χύσωμεν τό αἷμα μας. Δέν δύναται νά γίνη διαφορετικά. Πρέπει νά πέσωμεν ἡμεῖς. Ὁ Μάρτυς τοῦ Γολγοθᾶ Κύριος ἡμῶν ἐπιτάσσει: «Ὁ ποιμήν ὁ καλός τίθησι τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τῶν προβάτων». Δέν τό εἶπε μόνον ὁ Διδάσκαλος ἡμῶν, ἀλλά καί τό ἐπραγματοποίησε καί ἐξέτεινε τάς χεῖρας Του ἐπί τοῦ Σταυτοῦ χύσας τό Πανάχραντον αἷμα Του.
Δραματικά γεγονότα διαδραματίζονται. Ὅχι οἱ ἄθεοι κόκκινοι συμμορίται, ἀλλά τά ἔνοπλα κρατικά ὄργανα, τά τεταγμένα νά φρουρῶσι καί νά ὑπερασπίζωσι τήν τιμήν, τήν ζωήν, τήν περιουσίαν καί τήν ἐλευθερίαν τῶν πολιτῶν, αὐτά τά ὄργανα τά φέροντα ἐπί τῆς κεφαλῆς τόν Τίμιον Σταυρόν καί τό ἔνδοξον ἑλληνικόν στέμμα μεταβάλλονται εἰς ληστοπειρατάς. Αἱ ἀνατριχιαστικαί συμμορίαι τῶν Βασιβουζούκων καί αὐταί ὠχριῶσιν… Δέν ἐφόνευον ἀθώους ἐκκλησιαζομένους κατά τήν ὥραν τῆς θείας λειτουργίας!
Μάλιστα!.. Τήν 21ην Σεπτεμβρίου χριστιανοί προσεύχονται ἐντός παρεκκλησίου εἰς τό Ἁρματωλικόν τῆς Καρδίτσης. Τί κακόν πράττουσιν; Καί ὅμως ὁ Σπυρίδων Βλάχος τῶν Ἀθηνῶν εἶναι ἄγρυπνος… καί οἱ κέρβεροι τοῦ Συντάγματος καί τῶν νόμων, οἱ φρουροί τῆς τάξεως περικυκλώνουσι τόν ἱερόν τόπον καί οἱ χωροφύλακες ἄνευ ἑτέρου, ἄνευ ἄλλης διαδικασίας πυροβολοῦσι μέ τά αὐτόματά των κατ' εὐθεῖαν εἰς τόν σωρόν καί «ρίπτονται ριπαί εἰς τό ψαχνό». Τραυματίζεται εἰς τό στῆθος ἡ Κωνσταντινιά Τσαρούχα, μάρτυς τῆς Ὀρθοδοξίας, καί παλαίει πρός τόν θάνατον εἰς τό νοσοκομεῖον Τρικάλων φέρουσα δύο τραύματα (σφαῖρες) εἰς τό στῆθος. Ἕτεροι αἱματοκυλίονται καί τραυματίζονται… ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου ἱερεύς Χρύσανθος Τσιανάκας συλλαμβάνεται ὡς λήσταρχος, καταξεσχίζεται, ξυρίζεται καί ἀποσχηματίζεται!
Ἐπίσης εἰς τάς Καλάμας καί εἰς τό ἱερόν Ἀσκητήριον Παναγουλάκη κατά τήν Μ. Παρασκευήν ἔ.ἔ. καί κατά τήν φρικτήν στιγμήν, καθ' ἥν ἐψάλλοντο τά ἐγκώμια τοῦ ἐπιταφίου, ὥρμησαν ἐντός τοῦ Ναοῦ ὡς λέοντες ὠρυόμενοι περί τούς 65 χωροφύλακες καί στρατιῶται, διέλυσαν βιαίως τούς 1500 προσευχομένους, ἥρπασαν τόν ἐπιτάφιον, τόν ἔρριψαν κατά γῆς, τόν ἐποδοπάτησαν, κατεξέσχισαν μέ τάς λόγχας των τήν ὡραίαν πύλην, ἤτοι τόν Δεσπότην Χριστόν καί ἔσυραν τούς ἱερεῖς ὡς ληστάς εἰς τά κρατητήρια!
Μάλιστα!.. Καί τό Κράτος πού σκοτώνει χριστιανούς προσευχομένους λέγεται Δημοκρατία. Καί τό Κράτος αὐτό τό Ἑλληνικόν μετέχει τοῦ Ὀργανισμοῦ τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν, τά ὁποῖα ἀγωνίζονται ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῶν Λαῶν καί τῆς Δημοκρατίας καί ὑπογράφουσι Σύμφωνα καί παρασκευάζονται νά ἐλευθερώσωσι λαούς τυραννουμένους ὑπό τό πέλμα τοῦ κόκκινου ἀθέου Κομμουνισμοῦ τοῦ σιδηροῦ παραπετάσματος. Ὅμως μέχρι τῆς στιγμῆς δέν ἀνεγνώσαμεν εἰς τάς ἐφημερίδας ὅτι οἱ ἄθεοι κόκκινοι σκοτώνουσιν ἐντός τῶν Ναῶν τούς προσευχομένους. Ἀλλ' αὐτό γίνεται εἰς τήν χριστιανικήν, τήν ἐλευθέραν δημοκρατικήν Ἑλλάδα.
Μάλιστα εἰς τήν Ἑλλάδα… εἰς τήν Ἑλλάδα ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως καυχᾶται ὅτι εἶναι ἡ κοιτίς τοῦ Πολιτισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καταπροδίδει τήν ἱστορίαν της διά νά εὐχαριστήση τόν κακόδοξον Σπυρίδωνα Βλάχον. Μήπως εἶναι ὅλα ψεύδη, ὅλα τά ἰδεώδη; Κλονιζόμεθα καί ἀμφιταλαντευόμεθα, διστάζομεν ὅμως νά τό πιστεύσωμεν ὁριστικά.
Προσδοκῶμεν τήν ἄμεσον καί ἀποτελεσματικήν ἐπέμβασιν τοῦ κοινοβουλευτικοῦ πρωθυπουργοῦ Στρατάρχου Παπάγου, ὁ ὁποῖος ἔχει μίαν ἔνδοξον ἱστορίαν, τήν ὁποίαν ἀμαυρώνει ὁ ἀντιχριστιανικός Νερώνειος διωγμός. Ἀρκετά! Νά σταματήση τό αἶσχος! Πρέπει νά παύση πλέον ὁ ἀνόσιος διασυρμός τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ διαπόμπευσις τῆς ἑλληνικῆς Δημοκρατίας καί ὁ κατεξευτελισμός τοῦ ἑλληνικοῦ ὀνόματος.
Ἐπαναλαμβάνομεν ἀρκετά. Ἡμεῖς, καί τό διακηρρύσσομεν δημοσία καί μέ ὅλην τήν δύναμιν τῶν πνευμόνων μας καί μέ πλήρη ἐπίγνωσιν τῶν εὐθυνῶν μας, ἡμεῖς ἐλάβομεν τήν ἀπόφασίν μας. Ἡ Ἑλλάς ἔχει πάντοτε τό Μεσολόγγι της, τό Σοῦλι της μέ τόν Σαμουήλ, ἔχει πάντοτε Πατριάρχας Γρηγορίους, καί Ἡγουμένους Γαβριήλ μέ τό Ἀρκάδι. Θά τεθῶμεν ἐπί κεφαλῆς τοῦ πιστοῦ λαοῦ εἰς τόν ἀγῶνα του διά τά δικαιώματά του ὡς συνταγματικοῦ πολίτου διά τήν συνείδησίν του, διά τάς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, διά τό στοιχειῶδες δικαίωμα τῆς ἀμύνης ὑπέρ τῆς δημοκρατικῆς ἐλευθερίας του, ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεώς του, ὑπέρ τῶν πατρίων ὀρθοδόξων παραδόσεων, ὑπέρ τῆς ζωῆς του κινδυνευούσης καί κατά τάς ἱεράς στιγμάς τῆς προσευχῆς του ἐντός τῶν Ναῶν. Καί τό Σύνταγμα, καί ἡ ἠθική καί ἰδιαιτέρως ὁ Ποινικός νόμος ἀναγνωρίζουσιν ὡς ἱερόν καί ἐπιβεβλημένον τό δικαίωμα τῆς νομίμου ἀμύνης. Κατά τῆς καταπατήσεως τῶν στοιχειωδῶν καί συνταγματικῶν δικαιωμάτων μας θά ἀμυνθῶμεν ἀποκρούοντες τήν ἐπίθεσιν καί τήν παρανομίαν. Ἅς ὄψονται οἱ ὑπαίτιοι.
Τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά καί περιπόθητα εἰρηνεύετε, χαίρετε, ἐν Κυρίω ἀεί χαίρετε.
Ὡμιλήσαμεν ἔχοντες ὁδηγόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὡμιλήσαμεν ἄνευ περιστροφῶν. Οἱ λόγοι ἐτελείωσαν πλέον. Ἡ ἀπόφασις ἡμῶν, ἐπευλογημένη ἀπό τόν Οὐρανόν, μετά προσευχήν ἐλήφθη. Ἀπόφασις ἀμετάκλητος. Θά ἀντιμετωπίσωμεν τούς πάντας καί τά πάντα. Ἡ ἀπόφασίς μας εἶναι ὁ ἀγών ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀγών μέχρι θανάτου. Οὐδέν μᾶς φοβίζει. Ἡ ζωή μας δέν μᾶς ἀνήκει. Ἡ ζωή μας ἀνήκει εἰς τόν Κύριον. Ἡ ζωή μας ἀνήκει εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν. Καί θά βαδίσωμεν πρός τόν θάνατον ἀγωνιζόμενοι διά τήν Ὀρθοδοξίαν.
Θά βαδίσωμεν πρός τόν θάνατον μή πτοούμενοι ἀπό τάς λόγχας καί τά αὐτόματα ὅπλα τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας. Θά ἀντιμετωπίσωμεν σκληρά πλέον καί τούς ἐσωτερικούς ἐχθρούς, τούς προδότας, τούς ὑπούλους, τούς ὑπονομευτάς τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος, τούς δολίους, τούς ὑποκριτάς, τούς ἐχθρούς τῆς Ἑνώσεως, τούς ὑπό τόν πρ. Φλωρίνης κατασκόπους τῆς «Ἐπισήμου Ἐκκλησίας».
Κρατοῦντες στερεά τήν Σημαίαν τῆς ἀναστηλώσεως τῆς Ὀρθδοξίας καί διά νά μή πλανηθῆ κανείς βροντοφωνοῦμεν διά νά ἀκούσωσι πάντες, οὐδεμίαν πρᾶξιν τοῦ πρ. Φλωρίνης ἐκκλησιαστικήν ἤ οἱασδήποτε ἄλλης φύσεως ἀναγνωρίζομεν, οὐδέν κῦρος ἔχει δι' ἡμᾶς οἱαδήποτε πρᾶξις του, οἱαδήποτε διαπραγμάτευσις, οἱαδήποτε συμφωνία του πρός τό Κράτος, πρός τάς ἀρχάς, πρός τήν κακόδοξον Ἐκκλησίαν. Καί οὐδέν ἀναγνωρίζομεν, διότι τόν πρ. Φλωρίνης δέν τόν διέπει οὐδεμία ἠθική βάσις, διότι ὁ πρ. Φλωρίνης δέν ἐκπροσωπεῖ πιστόν ὀρθόδοξον λαόν, ἀλλ' εἶναι ἀντιπρόσωπος ὡρισμένων ἐκμεταλλευτῶν τοῦ ἀγῶνος, τοῦ πιστοῦ ἀγνοοῦντος καί ἀπατωμένου. Διότι ὁ πρ. Φλωρίνης ἄλλα σκέπτεται, ἄλλα λέγει, ἄλλα πράττει, ἄλλα ἐπιθυμεῖ, ἄλλα ἐπιδιώκει. Εἶναι ἕν ἄθυρμα τῆς μωροδόξου φιλαυτίας του, τοῦ πάθους του, τοῦ φθόνου.
Ὅ,τι λέγομεν εἶναι ἡ πραγματικότης. Ἀμφιβάλλετε; Παραιτεῖται τῶν ποιμαντορικῶν του καθηκόντων (βλέπε ἀνωτέρω «Ἐλεύθερον Λόγον» τῆς 8.11.1952) καί μετά τάς ἐκλογάς, μετά εἴκοσιν ἡμέρας φρέσκος φρέσκος καί φιλομειδής -ἀλλά καί χωρίς ἐντροπήν- ἀναλαμβάνει τά ποιμαντορικά του καθήκοντα. Μεγαλομεγέθης ἐμπαιγμός! Παχύδερμος ἀναισχυντία! Ἀλλά «Θεός οὐ μυκτηρίζεται».
Συνεχίζομεν. Ὁ πρ. Φλωρίνης μαινόμενος κατηγορεῖ ὅτι αἱ χειροτονίαι μας εἶναι παράνομοι. Καί ὅμως ἀναγνωρίζει τούς κληρικούς τούς χειροτονηθέντας παρ' ἡμῶν ὅταν ἀποστατοῦντες προσέρχωνται εἰς Αὐτόν! Ὥστε ἡ ἄκυρος χειροτονία ἡ παρ' ἡμῶν γενομένη καθίσταται ἔγκυρος ὅταν λάβη χώραν μετάστασις! Πραγματικαί ταχυδακτυλουργικαί ἀπάται ἀντάξιαι ταχυδακτυλουργῶν ὁλκῆς καλλιόστρο… ὅστις κατώρθωσε νά πείση τό ἀκροατήριόν του ὅτι ἦτο ζῶν -πρό 1500 ἐτῶν- καί παρέστη εἰς τήν σταύρωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί πράγματι τόν χειροτονηθέντα παρ' ἡμῶν ἱεροδιάκονον Ματθαῖον Λαγγῆν τόν ἐδέχθη καί τόν ἐχειροτόνησεν ἱερέα. Καί τόν ἱερέα Σίλβεστρον Σάμιον, κεχειροτονημένον ὑφ' ἡμῶν τόν ἐδέχθη καί τόν ἐχειροθέτησε πνευματικόν, ἄρα ἐδέχθη ἔγκυρον τήν ἱερωσύνην του. Ἐπίσης ἐδέχθη τόν Ἱερομόναχον Ἰωνᾶν Μιχαηλίδην χειροτονηθέντα παρ' ἡμῶν καί καθαιρεθέντα, διότι ἐγκαταλείψας τήν Μονήν τῆς Μετανοίας του ἔκτισε παρανόμως ἡσυχαστήριον μετά τινος νεάνιδος παρά τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας. Καί ὅμως ὁ πρ. Φλωρίνης τόν ἐδέχθη κεχειροτονημένον παρ' ἡμῶν καί καθαιρεθέντα κανονικῶς.
Ἐδέχθη ὁ πρ. Φλωρίνης καί ἄλλους… καί ἄλλους! Ἐνίσχυσεν οἰκονομικῶς τούς ἀποστάτας Μοναχούς διά νά γράψωσιν ἐναντίον τῆς Μονῆς Κερατέας, τό κάρφος τῶν ὀφθαλμῶν του. Ἐδίχασε τήν ἀνδρικήν Μονήν Μεταμορφώσεως λίαν ἐπικινδύνως, ἐπικινδυνότατα μέχρι συμπλοκῶν καί μέχρις αἱματηρῶν συγκρούσεων, καί ἀπεφεύχθησαν τραγικώτερα τῆ μεσολαβήσει τῶν ψυχραιμοτέρων μοναχῶν καί τῆ ἐπεμβάσει τῆς Ἀστυνομίας.
Αὐτός εἶναι ὁ πρ. Φλωρίνης! Αὐτά εἶναι τά ἔργα του. Καί διατί πάντα ταῦτα; Διότι διψᾶ ἐκδίκησιν, διότι μισεῖ, διότι φθονεῖ ἡμᾶς καί τάς Μονάς μας. Διότι ὀρέγεται τάς Μονάς μας θέλων νά καρπωθῆ τάς περιουσίας των καί νά τάς χρησιμοποιῆ ὡς ἄνετα ἀναπαυτήριά του.
Αὐτός εἶναι ὁ πρ. Φλωρίνης! Καί βαίνων πρός τούς ἐμπαθεῖς καί ἰδιοτελεῖς σκοπούς του δέν ἐδειλίασε πρό τῆς ἐκλογῆς τῶν μέσων τῆς ἐπικρατήσεως, δέν ἐδειλίασε πρό οὐδενός. Καί ἐνέσπειρε τήν κακίαν, τόν φθόνον, τήν ἐμπάθειαν, τό μῖσος εἰς τάς ψυχάς τῶν ὀπαδῶν του ἐναντίον ἡμῶν, ἐναντίον τῶν Μονῶν μας, ἐναντίον τῆς ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδοξίας! Καί ὥπλισε τήν χεῖρα τοῦ κακόδοξου Σπυρίδωνος νά σκοτώνη ἐντός τῶν ἱερῶν Ναῶν. Ἴδε ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, εἶναι ὁ «ἀναστηλωτής τῆς Ὀρθοδοξίας»!
Τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά καί περιπόθητα, Στῆτε ἐν προσοχῆ καί προσευχῆ! Προσέχετε ἀπό τοῦ ἀνθρώπου τούτου. Καί ἡ μορφή του, καί τό μειδίαμά του, καί ἡ χειραψία του καί ἡ εὐλογία του καί ὁ λόγος του εἶναι δηλητήριον, διότι αὐτός οὗτος εἶναι ὅλος δηλητήριον. Εἶναι ὁ πρ. Φλωρίνης ὁ ὑπονομευτής τοῦ Ἀγῶνος, ὁ κατάσκοπος τῆς Κακοδοξίας! Προσέχετε, κίνδυνος, θάνατος.

ΔΙΑΠΥΡΟΙ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ ΕΥΧΕΤΑΙ

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ

+ Ο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Πρόεδρος
+ Ο ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ
+ Ο ΠΑΤΡΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ
+ Ο ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ
+ Ο ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
+ Ο ΤΡΙΚΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΓΩΝ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ
+ Ο ΘΗΒΩΝ ΚΑΙ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
+ Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ
+ Ο ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ

Αὕτη ἐστίν ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ πνευματικά ἡ Ὁμολογία Ὀρθοδόξου Πίστεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς τότε (1954) Προεδρευομένης ὑπό τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου Θεσσαλονίκης Δημητρίου.
Ἐπ’ αὐτῆς τῆς Ὁμολογίας ἐσυνέχισαν τόν ἱερόν ‘Αγῶνα οἱ ὑπογράψαντες αὐτήν Ἀρχιερεῖς καί μέ αὐτήν ἐξεδήμησαν ἅπαντες πρός Κύριον, πλήν τοῦ ἐν ἔτει 1977 καθαιρεθέντος Κορινθίας Καλλίστου, ὁ ὁποῖος κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος τήν κατεπρόδωσεν, μέ τήν ἐκ τῶν ὑστέρων δήλωσίν του, ὅτι «ἐδέχθη χειροθεσίαν ὡς πρώην σχισματικός», καί τοῦ τότε Πατρῶν καί μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἀνδρέου, ὁ ὁποῖος τό 2003 ὑπανεχώρησεν ἐπί τοῦ θέματος τῆς «χειροθεσίας τοῦ 1971» καί παρητήθη ἱεροσύλως καί «ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως», ἤτοι πρός χάριν τοῦ «χειροθετηθέντος» ὡς πρώην σχισματικοῦ,  κατά τό Βούλευμα, Πειραιῶς Νικολάου.
Ἐπ’ αὐτῆς τῆς Ὁμολογίας, ἡ ὁποία εἶναι συνέχεια τῆς Ὁμολογίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὀφείλομεν καί ἡμεῖς νά βαδίσωμεν, ἐάν θέλωμεν νά εἴμεθα γνήσιοι ἐκείνων διάδοχοι. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον «ἐξήλθομεν ἐκ μέσου αὐτῶν». Ἐπ’ αὐτῆς τῆς Ὁμολογίας καί τῆς ἀνοθεύτου Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τήν ὁποίαν ἐκεῖνοι διεφύλαξαν καί μᾶς παρέδωκαν ὀφείλομεν νά βαδίσωμεν ὅλοι μας Κλῆρος καί Λαός, ἐάν θέλωμεν νά κερδίσωμεν τήν αἰωνιότητα. 

ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ ΕΥΧΕΤΗΣ
+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΚΟΣ

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
@ ΓΟΕΕ 2007