«... Θα παραθέσωμεν ολίγας μαρτυρίας εκ της πράξεως της πρώτης Εκκλησίας ίνα βοηθήσωμεν τους θέλοντας εκ των «Ευαγγελικών» να επιστρέψουν και όπως προλάβω μεν τους μέλλοντας να εκτροχιασθώσιν. 1) Ο Επίσκοπος Ρώμης Κλήμης, όστις εχρημάτισε μαθητής των δύο κορυφαίων Αποστόλων, τον οποίον και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Φιλιππησίους επιστολήν αυτου μνημονεύει (Φιλ. δ' 3). Περί αυτού λοιπόν του Πατρός ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει εν τη πολυτίμω αυτού Ιστορία τα εξής: «Την επισκοπήν (της εν Ρώμη Εκκλησίας) κληρούται Κλήμης, ο και εωρακώς τους μακαρίους Αποστόλους και συμβεβληκώς αυτοίς και έτι έναυλον το κήρυγμα των Αποστόλων και την παράδοσιν πρό οφθαλμών έχων» (Ευσεβ. Έκκλ. Ιστορ. βιβλ. ε', κεφ. 6). Ώστε ευθύς εξ αρχής βλέπομεν, ότι υπό δύο πνευματικών λυχνιών εφωτίζοντο οι πρώτοι Χριστιανοί, δηλαδή εκ του γραπτού και προφορικου λόγου, του αγράφου λόγου του Θεού και της Ιεράς Παραδόσεως. 2) Ο Απόστολος Βαρνάβας όστις σαφώς παραγγέλει να φυλάττωμεν πάν ότι παρελάβωμεν: «Φυλάξεις, λέγει, α παρέλαβες μήτε προστιθείς μήτε αφαιρών» (Βαρναβ. Ηθικ. Καθηκ. κεφ. 19). 3) Ο Ιγνάτιος ο θεοφόρος, ο μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (του Ευαγγελιστού) όστις εν πάσαις ταίς επιστολαίς αυτού συνιστά θερμώς την υπακοήν εις την Εκκλησίαν, τον Επίσκοπον και τον Πρεσβυτέρων: «Στήκετε αδελφοί, λέγει, εδραίοι εν τη πίστει τού Ιησού Χριστού και εν τη αυτού αγάπη... συναθροίζεσθε κοινή... υπακούοντες τω Επισκόπω και τω πρεσβυτερίω απερισπάστω διανοία.» (Επιστ. προς Εφεσ. κεφ. 10). Και αλλαχού λέγει: «Φεύγετε τον μερισμόν της ενότητος και τας κακοδιδασκαλίας των αιρεσιωτών, όπου δε ο ποιμήν εστίν, εκεί ως πρόβατα ακολουθείτε» (Προς Φιλαδελφ. κεφ. 2). Κατά δε την ρητήν μαρτυρίαν του Ευσεβίου, ο θεοφόρος ούτος αποστολικός πατήρ, διαφόρους Εκκλησίας επισκεπτόμενος προέτρεπε αυτούς να τηρώσιν αυστηρώς τας παραδόσεις των θείων Αποστόλων: «Τας κατά πόλιν, αίς απεδήμει, παροικίας ταις διά λόγου ομιλίαις τε και προτροπαίς επιρρωνύς, εν πρώτοις μάλιστα προφυλάττεσθαι τας αιρέσεις, άρτι τότε πρώτον αναφυείσας και επιπολαζούσης, παρήνει, προύτρεπέ τε απρίξ έχεσθαι της των Αποστόλων παραδόσεως, ήν υπέρ ασφαλείας και εγγράφως ήδη μαρτυρόμενος, διατυπούσθαι αναγκαίον ηγείτο». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 6, κεφ. 36). 4) Ο των Σμυρναίων Επίσκοπος Πολύκαρπος μαθητής του επιστηθίου Ιωάννου, εν τη προς Εφεσίους επιστολή αυτού, εν κεφαλαίω πέμπτω, ονομάζει τον προφορικόν λόγον του Παύλου «λόγον περί αληθείας», ον, λέγει, «γενόμενος (ο Παύλος) κατά πρόσωπον των τότε ανθρώπων, εδίδαξεν ακριβώς, και βεβαίως». Και ο Ειρηναίος αναφέρει σαφώς την περί της Ιεράς Παραδόσεως διδασκαλίαν του θείου Πολυκάρπου, λέγων: «Πολύκαρπον ταύτα αείποτε διδάξαι, α παρά των Αποστόλων εμεμαθήκει, τα αυτά δε και την Εκκλησίαν παραδιδόναι, και μόνα αληθή είναι. Και εις Ρώμην ελθόντα πολλούς των αιρετικών εις την Εκκλησίαν επιστρέψαι μίαν και μόνην ταύτην την αλήθειαν παρά των Αποστόλων παραλαβείν μαρτυρούντα, ή και παρά της Εκκλησίας παρεδόθη». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3, κεφ.39). 5) Ο Παπίας επίσης σύγχρονος των Αγίων Αποστόλων ων, κατά την μαρτυρίαν του Ευσεβίου, λέγει, ότι εκτός των ερμηνειών της Αγίας Γραφής παρέλαβε και τινάς άλλας αληθείς επίσης διδασκαλίας παρά των πρεσβυτέρων: «ουκ οκνήσω δε σοι, λέγει, και όσα ποτέ παρά των πρεσβυτέρων καλώς έμαθον, και καλώς εμνημόνευσα, συγκατατάξαι ταις ερμηνείαις, διαβεβαιούμενος την αυτών αλήθειαν, ου γάρ τοις τα πολλά λέγουσιν, έχαιρον, ώσπερ οι πολλοί, αλλά τοις ταληθή διδάσκουσιν, ουδέ τοις τας αλλοτρίας εντολάς μνημονεύουσιν, αλλά τοις τας παρά τού Κυρίου το πίστει δεδομένας, και παρ' αυτής παραγιγνομένας της αληθείας... ου γάρ τα εκ των βιβλίων τοσούτον με ωφελείν υπελάμβανον, όσον τα παρά ζώσης φωνής και μενούσης». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3, κεφ. 39). Εξ αυτού καταφαίνεται πόσον απ' αρχής προσείχεν η Εκκλησία εις την διατήρησιν της ακεραιότητος της Παραδόσεως, καθώς και εις την ακριβή διάκρισιν της πηγής ταύτης. 6) Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο και μαθητής του θείου Παύλου σαφέστατα μαρτυρεί την ύπαρξιν της Ιεράς Παραδόσεως: «ουσία γάρ της καθ' ημάς ιεραρχίας, λέγει, εστί τα θεοπαράδοτα λόγια σεπτότατα δε λόγια ταύτα φαμέν, όσα προς των ενθέων ημών ιεροτελεστιών εν αγιογράφοις ημίν και θεολογικοίς δεδώρηται δέλ τοις και μην όσα προς των αυτών ιερών ανδρών αυλοτέρα, μυήσει και γείτονί πως ήδη της αιωνίου ιεραρχίας εκ νοός εις νούν διά μέσου λόγου, σωματικού μέν, αϋλοτέρου δε όμως γραφής εκτός, οι καθηγεμόνες ημών, εμυήθησαν». (Περί Εκκλ. Ιεραρχ. κεφ. 1). 7) Ο Ιουστίνος Μάρτυς και Φιλόσοφος σύγχρονος και ούτος των θεοκηρύκων Αποστόλων, ρητώς αναφέρει ότι ήτο εν χρήσει ως λόγος Θεού και ως πηγή ορθής πίστεως και η προφορική διδασκαλία, η Ιερά Παράδοσις. Ο ιερός Ιουστίνος γράφων προς Διόγνητον, λέγει: «ου ξένα ομιλώ, ουδέ παραλόγως ζητώ, άλλ' Αποστόλων γενόμενος μαθητής, γίνομαι διδάσκαλος εθνών, τα παραδοθέντα αξίως υπηρετών γενομένοις αληθείας μαθηταίς». (Επιστολή προς Διόγνητον). 8) Ο Ηγήσιππος όστις ήκμασε επί της πρώτης διαδοχής των Αποστόλων, κατά την πιστήν μαρτυρίαν του Ευσεβίου, συνέγραψεν εις πέντε βιβλία την παράδοσιν των θείων Αποστόλων, τα οποία απωλέσθησαν. Ο Ευσέβιος ιστορών την υπόθεσιν αυτήν γράφει τα εξής: «Εν πέντε ούν συγγράμμασιν ούτος (ο Ηγήσιππος) την απλανή παράδοσιν του Αποστολικού κηρύγματος απλουστάτη συντάξει γραφής υπομνηματισάμενος...». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 5 κεφ. 20). 9) Ο άγιος Ειρηναίος (ο Επίσκοπος Λουγδούνων), όστις ήτο μαθητής του Επισκόπου της Σμύρνης Πολυκάρπου, λίαν εναργώς ομιλεί περί της αναγκαιότητος της Ιεράς Παραδόσεως λέγων: «Οι την αλήθειαν ειδέναι βουλόμενοι εν εκάστη Εκκλησία στρέφεσθαι οφείλουσιν εις την γνωστήν προς πάντας αποστολικήν παράδοσιν» (Κατά αίρεσ. βιβλ. 3 κεφ. 3). Και πάλιν ο αυτός αλλαχού ελέγχων τους αιρετικούς, τους μη ακολουθούντας τη παραδοθείση τη εκκλησία θεία διδασκαλία, φανεροί ημίν τον τρόπον καθ' ον ο προφορικός λόγος του Θεού, η Παράδοσις, διετηρήθη ακεραία: «Οτε, λέγει, ημείς εις την Αποστολικήν (διδασκαλίαν) αυτούς παραπέμπομεν εν ταις Εκκλησίαις τηρουμένην κατά των πρεσβυτέρων διαδοχήν, αντίκεινται το παραδόσει» (Κατά αίρεσ. βιβλ. 3 κεφ. 2). 10) Ο ιερός Κλήμης ο Αλεξανδρείας πραγματευόμενος την αναγκαιότητα της Παραδόσεως λέγει τα εξής: «Αλλ' οι μέν την αληθή της μακαρίας σώζοντες διδασκαλίας παράδοσιν ευθύς από Πέτρου τε και Ιακώβου, και Ιωάννου τε, και Παύλου των αγίων Αποστόλων παις παρά πατρός εκδεχόμενος, ολίγοι δε οι πατράσιν όμοιοι. Ήκoν (φθάνουν) δε συν Θεώ και εις ημάς τα προγονικά εκείνα και αποστολικά καταθησόμενα σπέρματα», (Στρωματ. Α κεφ. 1 § 11, 12). Αιτιολογών ακόμη ο ιερός Κλήμης διά ποίον λόγον παρεδόθησαν υπό των Αποστόλων ουχί εγγράφως, αλλ' αγράφως λέγει τα εξής: «Αυτίκα (και πρωτον μέν) ου πολλοίς απεκάλυψεν, α μή πολλών ην, ολίγοις δε οίς προσήκει ηπίστατο (ολίγοι επρόκειτο να γνωρίσουν) εκδέξασθαι και τυπωθήναι προς αυτά, τα δε απόρρητα, καθάπερ ο Θεός λόγω πιστεύεται και ου γράμμα τι» (Αυτόθι Α κεφ. 1 § 13). Ακόμη ο ιερός Κλήμης δύο πηγάς των θρησκευτικών ημών γνώσεων παραδέχεται, ήτοι τον γραπτόν λόγον του Θεού, συνοδευόμενος πάντοτε υπό της Ιεράς Παραδόσεως. 11) Ο Ωριγένης ομιλεί περί της εν τη Εκκλησία δια τηρουμένης Παραδόσεως, προτρέπων την τήρησιν αυτής ως εξής: «Τηρητέα ουν η Αποστολική παράδοσις παρά των Αποστόλων τη τάξει της διδαχής παραδοθείσα και μέχρις ημών εν ταίς Εκκλησίαις υπάρχουσα μόνη δ' αυτή η αλήθεια πιστευτέα, η μηδέν διαφέρουσα της Εκκλησιαστικής και Αποστολικής παραδόσεως» (Περί αρχών βιβλ. 1, κεφ. 2). Και αλλαχού ο Ωριγένης ρητώς λέγει, ότι η έννοια των Ιερών Γραφών δέον να ερμηνεύηται διά της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως. 12) Ο Άγιος Κυπριανός ομιλεί περί της πολυτιμότητος και αναγκαιότητος της Ιεράς Παραδόσεως ως εξής: «Ράδιον ψυχαίς ευσεβέσι και απλαίς και πλάνας αποφεύγειν και την αλήθειαν ευρίσκειν, άμα γάρ εις την πηγήν της θείας τραπώμεν παραδόσεως, απόλυται η πλάνη» (Λατινιστί (Cyprian) Επιστ. 63). 13) Ο Τερτυλλιανός ρητώς ομολογεί, ότι υπάρχει άγραφος διδασκαλία υπό της αρχαίας Εκκλησίας τηρουμένη: «ουκ άλλην παράδοσιν αποστολικήν οφείλομεν ομολογείν, η την νυν ενταίς ύπ' αυτών ιδρυθείσαις Εκκλησίαις φυλασσομένην» (Νοn alid agnoscenda erit... Contr. Maccion, Ι, Cap. 12). 14) Ο Αυγουστίνος επίσης (τον οποίον εν πολλοίς οι «Ευαγγελικοί» τον παραδέχονται) διά την Παράδοσιν λέγει: «Ότι άπασα η Εκκλησία τηρεί, και ότι άνευ πάσης διατάξεως συνοδικής εν αυτή αεί ετηρείτο, δικαιότατα παρά των Αποστόλων ηγούμεθα παραδεδομένον» (Λατινιστί, de Baptism ν Cap. 24). 15) Ο Μ. Αθανάσιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας αποφαίνεται σαφώς περί της αναγκαιότητος και ακεραιότητος της εν τη Εκκλησία υπαρχούσης αληθούς διδασκαλίας της Ιεράς Παραδόσεως λέγων: «Ίδωμεν δ' όμως και προς τούτοις, και αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της καθολικης4 Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν, και οι Πατέρες εφύλαξαν' εν αυτή γάρ η Εκκλησία τεθεμελίωται» και κατωτέρω προσθέτει: «Κατά γάρ την παραδοθείσαν ημίν παρά των Πατέρων αποστολικήν πίστιν παρέδωκα μηδέν έξωθεν επινοήσας». (Λόγ. Περί Αγίου Πνεύματος). Ακόμη βεβαιοί, ότι το κύρος της Παραδόσεως είναι έτι βέβαιον και εκ των πράξεων των Συνόδων, εν ταις οποίαις αντιπροσωπεύετο άπασα η Οικουμενική Εκκλησία διά των θείων αυτής ποιμένων και διδασκάλων: «... και κατέχων, λέγει, έκαστος την εκ πατέρων πίστιν, ην και οι εν Νικαία συνελθόντες(Πατέρες) υπέμνησαν γράψαντες». (Κατά Αρειανών Λόγ. ΑΙ). Και εν γένει ο μέγας ούτος της Ορθοδοξίας Πατήρ, απαγορεύων την αυθαιρεσίαν εν τη ερμηνεία της Αγίας Γραφής συνιστή την συμφωνίαν και συσχέτισιν των πηγών των περί της εις τον Σωτήρα πίστεως θρησκευτικών ημών γνώσεων, διό και λέγει: «Ημών δε η πίστις εστίν η ορθή, και εκ διδασκαλίας Αποστόλων ορμωμένη, και παραδόσεως των Πατέρων βεβαιουμένη, εις τε Νέας και Παλαιάς Διαθήκης». (Επιστ. προς Αδελφ. Τόμ. Α' σελ. 159). 16) Ο Άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων ακμάσας περί τω 350 μ.Χ. αναφέρει εις τας πέντε τελευταίας Μυσταγωγικάς του Κατηχήσεις περί παραδόσεως κατ' εξοχήν δε το πρακτικόν μέρος των Μυστηρίων, το οποίον διατηρεί η Ορθόδοξος Εκκλησία. Εις την δευτέραν δε του αγίου Κατήχησιν, βλέπομεν ακριβώς πόσον μακράν της αληθείας ευρίσκονται οι πολεμούντες τον παραδοθέντα τη Εκκλησία λόγον του Κυρίου: «Πολύ, (λέγει ο μέγας ούτος Πατήρ) σου φρονιμότεροι ήσαν οι Απόστολοι και αρχαίοι επίσκοποι, οι της Εκκλησίας προστάται οι ταύτα παραδόντες σύ ουν τέκνον της Εκκλησίας μη παραχάραττε τους θεσμούς». (Κατηχ. 4 § κβ'). Ομοίως ο αυτός Πατήρ, προφυλλάττων τους πιστούς από της διαστροφής της αληθείας, από τας παγίδας των κακονόων αιρετικών λέγει: «Βλέπετε ουν, αδελφοί, και κρατείτε τας παραδόσεις, ας νυν παραλαμβάνετε και απογράψασθε αυτάς εις το πλάτος της καρδίας υμών τηρήσατε μετ' ευλαβείας μη που συλήση τινάς χαυνωθέντας ο εχθρός μήτις αιρετικός παρατρέψη τι των παραδεδομένων ημίν». (Κατηχ. 5 § η'). 17) Ο Επιφάνιος ο Κύπρου, όστις υπήρξε σφοδρότατος πολέμιος των αιρέσεων λέγει περί Παραδόσεως τα εξής: «Και όροι γάρ ετέθησαν ημίν και θεμέλια και οικοδομή της πίστεως, και Αποστόλων παραδόσεις, και Γραφαί Άγιαι, και διαδοχαί διδασκαλίας και εκ πάντοθεν η αλήθεια του Θεού ησφάλισται. (Αιρέσ. 55).Εκτός τούτων παραθέτομεν και μίαν ακόμη μαρτυρίαν του θείου Πατρός έχουσαν ούτω: «Τηρείν δεί, λέγει, και την παράδοσιν ου γάρ οίαν τε εν μόναις ευρείν πάντα ταις γραφαίς, οι γάρ αγιώτατοι Απόστολοι τα μεν εν τη Γραφή κατέλιπον, τα δε εν τη παραδόσει ο και Παύλος βεβαιοί λέγων, καθώς παρέδωκα υμίν». (Α Κορινθ. ια' 2)(Αιρεσ. 60, κεφ. 6). 18) Ο Μ. Βασίλειος μετά τον θείον Επιφάνιον εις πλείστα μέρη των πολυπληθών αυτού συγγραμμάτων παραγγέλλει ρητώς την τήρησιν της εγγράφου διδασκαλίας, της υπό της μητρός ημών Εκκλησίας πεφυλαγμένης. «Αλλά μη χωρίσης, λέγει, Πατρός και Υιού το Πνεύμα το Άγιον, δυσωπείτω σε η παράδοσις, ο Κύριος ούτως εδίδαξεν, Απόστολοι εκήρυξαν, Πατέρες διετήρησαν, μάρτυρες εβεβαίωσαν αρκέσθητι λέγειν ως εδιδάχθης, και μη μοι τα σοφά ταύτα». (Βασιλ. Ομιλ. 24 κατά Σαβελ. και Αρείου και των Ανομοίων 6). Εκ του μνημονευθησομένου χωρίου ηλίου φαεινότερον δείκνυται, ότι το παρ' ημίν Εκκλησιαστικόν καθεστώς δεν μετεβλήθη ουδέ κατά κεραίαν αλλ' είναι αυτό εκείνο, όπερ οι θεοκήρυκες Απόστολοι παρέδωκαν τη Εκκλησία και όπερ μνημονεύει εν τοίς συγγράμμασιν αυτού ο Θείος Βασίλειος και οι λοιποί αρχαίοι της Εκκλησίας Πατέρες: «Των εν τη Εκκλησία λέγει, πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων Παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παρεδεξάμεθα, απερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν. Και τούτοις ουδείς αντηρεί, ουκ ουν όστις γε κατά μικρόν γουν θεσμών εκκλησιαστικών πεπείραται. Ει γάρ επεχειρίσαμεν τα άγραφα των εθών, ως μη μεγάλην έχοντα την δύναμιν, παραιτείσθαι, λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον, μάλλον δε εις όνομα ψιλόν περιιστώντες το κήρυγμα. Οίον, (ίνα του πρώτου και κοινωτάτου μνησθώ), τω τύπω του Σταυρού τους εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ηλπικότας κατασημαίνεσθαι, τις ο διά γράμματος διδάξας; Το προς ανατολάς τετράφθαι κατά την προσευχήν, ποίον εδίδαξεν ημάς γράμμα; Τα της Εκκλησίας ρήματα επί τη αναδείξει του άρτου της Ευχαριστίας και του ποτηρίου της ευλογίας, τις των αγίων εγγράφως ημίν καταλέλοιπεν; ου γάρ δή τούτοις αρκούμεθα, ών ο Απόστολος ή το Ευαγγέλιον επεμνήσθη, αλλά και προλέγομεν και επιλέγομεν έτερα, ως μεγάλην έχοντα προς το μυστήριον την ισχύν, εκ της αγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες. Ευλογούμεν δε το τε ύδωρ του Βαπτίσματος και το έλαιον της Χρίσεως, και προσέτι αυτόν τον βαπτιζόμενον, από ποίων εγγράφων; ουκ από της σιωπωμένης και μυστικής παραδόσεως; Τις δε αυτού του ελαίου την Χρίσιν, τις λόγος γεγραμμένος εδίδαξε; το δε τρίς βαπτίζεσθαι τον άνθρωπον πόθεν; Αλλά δε όσα περί το βάπτισμα, αποτάσσεσθαι τω Σατανά και τοίς αγγέλοις αυτού, εκ ποίας εστί γραφής; ουκ εκ της αδημοσιεύτου ταύτης και απορρήτου διδασκαλίας, ην εν απολυπραγμονήτω και απεριεργάστω σιγή οι πατέρες ημών εφύλαξαν καλώς εκείνοι δεδιδαγμένοι των Μυστηρίων τα σεμνά σιωπή διασώζεσθαι; Α γάρ ουδέ εποπτεύειν έξεστι τοίς αμυήτοις, τούτων πώς αν ήν εικός την διδασκαλίαν θριαμβεύειν εν γράμμασι;» Προχωρών δε εν τω αυτώ κεφαλαίω ο Μέγας Βασίλειος, λέγει: «Επιλείψει με η ημέρα τα άγραφα της Εκκλησίας Μυστήρια διηγούμενον». (Βασιλ. Περί Αγ. Πνεύματος προς Αμφιλόχιον Επίσκοπον Ικονίου κεφ. 27). Ο Μέγας ούτος Πατήρ, αγαπητέ εν Χριστώ αναγνώστα, γεννηθείς εν έτει 329 μ.Χ., αποδεικνύει διά μαρτυριών πλείστων αρχαίων της Εκκλησίας Πατέρων, ότι αι περί της τελέσεως του Μυστηρίου του Βαπτίσματος και των λοιπών Μυστηρίων ιεραί Παραδόσεις της Εκκλησίας, είναι από της συστάσεως αυτής τεθεσπισμέναι, ότι και αυτός εβαπτίσθη κατά την περί του Βαπτίσματος μνημονευθείσαν υπ' αυτού διάταξιν της Εκκλησίας. Προς απόδειξιν δε τούτου φέρει μάρτυρας και τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιον, υπό του οποίου έλαβε το Βάπτισμα, και πολλούς άλλους Αποστολικούς και τους αμέσως μετ' αυτούς Πατέρας, οίον Κλήμεντα τον Ρωμαίον, Διονύσιον τον Ρώμης Επίσκοπον, τον Ειρηναίον, τον Ωριγένην, Γρηγόριον τον Θαυματουργόν κ.α. 19) Ο Γρηγόριος Νύσσης επίσης αδελφός του Μ. Βασιλείου τοσούτον σέβεται την Ιεράν Παράδοσιν, ώστε φέρει ταύτην ως σφραγίδα αλάθητον, ως λόγον Θεού, προς επιβεβαίωσιν των λόγων και των επιχειρημάτων αυτού. «Αρκεί γάρ, λέγει, εις απόδειξιν του ημετέρου λόγου το έχειν πατρόθεν ήκουσαν την Παράδοσιν, οιόν τινά κλήρον δι' ακολουθίας εκ των Αποστόλων διά των εφεξής αγίων παραπεμφθέντα». (Γρηγορ. Νύσσης, προς Ευνομ. Λόγ. γ'). 20) Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ημάς να φυλάττωμεν την διδασκαλίαν, ήτοι την παρακαταθήκην των Πατέρων λέγων: «Φυλάσσοντες την καλήν παρακαταθήκην, ην παρά των Πατέρων ειλήφαμεν». (Γρηγορ. Ναζιανζ. Λόγος Ειρηνικ.). Ο αυτός Πατήρ, ομιλών κατά Ιουλιανού του παραβάτου, μνημονεύει της Ιεράς Παραδόσεως, ως πηγής της θείας διδασκαλίας. «Πόθεν, λέγει, ούτω μισόχριστος ο του Χριστού μαθητής, ο τοσούτοις λόγοις της αληθείας προσομιλήσας, και τα μέν ειπών, τα δε ακούσας των φερόντων εις Σωτηρίαν».(Του αυτού κατά Ιουλιανού Λόγ. Α'). 21) Ο Θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραγγέλλει ημίν στερρώς έχεσθαι της Ιεράς Παραδόσεως. Ούτος ομιλών εις την Α' Κορινθίους επιστολήν του Παύλου, ένθα ο θείος Απόστολος συνιστά την στοματικήν Παράδοσιν, λέγει: «Άρα και αγράφως πολλά παρεδίδου τότε, ο και αλλαχού δηλοί». (Χρυσ. Α' Κορ. Λόγ. 26). Ομοίως και εν τη Β' Θεσσαλονικείς του Παύλου ομιλών ο Θείος Χρυσόστομος, εν τω τετάρτω αυτού λόγω, λίαν σαφώς αναγνωρίζει το αξιόπιστον της Ιεράς Παραδόσεως και συνιστά το κύρος και την σπουδαιότητα αυτής. «Ου πάντα, λέγει, δι' επιστολής παρεδίδοσαν οι Απόστολοι, αλλά πολλά και αγράφως, ομοίως κακεινα, και ταύτα έστίν αξιόπιστα, ώστε και την Παράδοσιν της Εκκλησίας αξιόπιστον ηγούμεθα, Παράδοσις εστί, μηδέν πλέον ζήτει». (Χρυσ. Β' Θεσσ. Λόγ. δ' και στ'). 22) Ο Σωκράτης ο σχολαστικός, εν τη Εκκλησιαστική Ιστορία αυτού βεβαιοί την εκ διαδοχής υπάρχουσαν εν τη Εκκλησία Ιεράν Παράδοσιν. Ούτος αφηγούμενος τα κατά την συγκροτηθείσαν εν Αλεξανδρεία Σύνοδον επί τη ανακηρύξει της Ομοουσίου Τριάδος λέγει: «Ου γάρ νεαράν τινα θρησκείαν επινοήσαντες εις την Εκκλησίαν εισήγαγον, αλλά άπερ εξ αρχής και η Εκκλησιαστική παράδοσις έλεγε, και αποδεικτικώς παρά τοις Χριστιανών σοφοίς εφιλοσοφείτο. Ούτω γάρ πάντες οι παλαιότεροι περί τούτου λόγου γυμνάσαντες, έγγραφον ημίν κατέλιπον» (Σωκρ. Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3 κεφ. 7). Ο αυτός ιστορικός Σωκράτης διηγείται, ότι Ασχάλος ο Θεσσαλονίκης Επίσκοπος ερωτηθείς παρά του αυτοκράτορος Θεοδοσίου ποία δόγματα φυλάττει, απήντησε, τα παραδοθέντα υπό των Αποστόλων. «Ου παρήλθε, λέγει, Αρειανών δόξα κατ' Ιλυρίων έθνη, ούδ' ίσχυσε συναρπάσαι η παρ' εκείνου (του Αρείου) γεγενημένη καινοτομία τας τη δε Εκκλησίας, αλλά μένουσι φυλάσσοντες ασάλευτον την άνωθεν μεν και εξ αρχής εκ των Αποστόλων παραδοθείσαν πίστιν, εν δε τη εν Nικαία Συνόδω βεβαιωθείσαν» (Αυτόθι βιβλίον 5, κεφ. 6). 23) Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εν τη εκθέσει της ορθής ομολογίας λέγει: «Φυλάξωμεν δε μάλλον το μέγα και πρώτον της πίστεως ημών φάρμακον την καλήν, λέγω, της πίστεως κληρονομίαν ομολογούντες ψυχή τε και σώματι μετά παρρησίας, ως οι Πατέρες ημάς εδίδαξαν, οίτινες τοις εξ αρχής αυτόπταις και υπηρέταις γινομένοις του λόγου ηκολούθησαν» (Μαξίμ. Έκθεσις Ορθ. Ομολ.). 24) Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βεβαιοί, ότι πάν το εν τη Εκκλησία γινόμενον προστέτακται υπό των θεηγόρων, Αποστόλων και πνευματοφόρων Πατέρων εις δόξαν του παμβασιλέως Θεού ημών, δηλαδή Λειτουργίαι και τελεταί και εορταί των Αγίων και ψαλμωδίαι κλπ. «Πάντα, λέγει, οι θεηγόροι Απόστολοι και θεηπόλοι και πνευματοφόροι Πατέρες έν κατοχή του θείου κατά το θεμιτόν γεγονότες, και της εκστατικής τούτου δυνάμεως ποσώς μετειληφότες έν Θεώ, στόμα τι θεοφιλώς εθέσπισαν και Λειτουργίας, και ευχάς, και ψαλμωδίας ετησίους τε μνήμας των προλαβόντων, άτινα μέχρι του νυν, Θεού του φιλανθρώπου τη χάριτι, επαύξουσι και προστίθενται από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών και βορρά και νότον, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου και βασιλέως των βασιλευόντων Θεού». Ομοίως του λόγου γενομένου εις το στρέφεσθαι προς ανατολάς κατά την ώραν της προσευχής, λέγει, «Άγραφος, η παράδοσις αυτή των Αποστόλων, πολλά γάρ αγράφως ημίν παρέδωκαν». Και εν γένει ο Άγιος Ιωάννης, γνωρίζων την σοβαρότητα των Αποστολικών Παραδόσεων ονομάζει τους Αγίους Πατέρας ακριβείς φύλακας αυτών «Αποστολικών Παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες». Ταύτην δε την ομολογίαν του ιερού Δαμασκηνού, δηλαδή, ότι οι Άγιοι Πατέρες έγιναν ακριβείς φύλακες των Αποστολικών Παραδόσεων, επιβεβαιούσι με μίαν φωνήν άπαντες οι κήρυκες της πίστεως από των Αποστολικών Χρόνων μέχρις ημών, ως είδομεν εις τα εκτεθέντα χωρία των Αποστολικών ανδρών και διαδόχων αυτών.