Ο Προφήτης Ιερεμίας γεννήθηκε γύρω στο 650 π. Χ. στην κωμόπολη Αναθώθ, δέκα περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Χελκίας και καταγόταν από εύπορη ιερατική οικογένεια. Κλήθηκε από τον Θεό στο προφητικό αξίωμα στην ηλικία των εικοσιτεσσάρων, περίπου, ετών και γιʼ αυτό η πρώτη του αντίδραση σε αυτή την κλήση ήταν το να πη στον Θεό ότι δεν γνωρίζει να ομιλή, επειδή είναι πολύ νέος. Προφανώς, δεν είχε την πρόθεση να παρακούση στην κλήση του Θεού, αλλά συμπεριφέρθηκε με ταπείνωση, όπως ο προφήτης Μωϋσής, ο οποίος αντέτεινε στην κλήση του Θεού την αδυναμία του να ομιλή, επειδή ήταν ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος. Τελικά, δέχθηκε την κλήση του Θεού μετά την διαβεβαίωσή Του ότι θα είναι πάντοτε μαζί του για να τον οδηγή και ότι θα πορευθή σε εκείνους που Αυτός θα τον αποστείλη και θα τους πη όσα θα του δώση εντολή να πη.
Πράγματι, οι Προφήτες πορεύονται προς τον λαό ως απεσταλμένοι του Θεού και ομιλούν εξ ονόματός Του. Όταν τους ομιλή ο Θεός, αποκρίνονται λέγοντας: “λάλει Κύριε ότι ο δούλος σου ακούει”. Και όταν απευθύνονται στον λαό αρχίζουν πάντοτε με την φράση: “τάδε λέγει Κύριος”, που σημαίνει ότι δεν ομιλούν από τον εαυτό τους και δεν λέγουν δικά τους πράγματα και προσωπικές τους σκέψεις και στοχασμούς, αλλά μεταφέρουν τους λόγους του Κυρίου. Οι Προφήτες έλαβαν από τον Θεό και το προορατικό χάρισμα και έτσι έχουν την δυνατότητα να βλέπουν και να προλέγουν τα μέλλοντα, κυρίως όμως είναι Θεολόγοι, δηλαδή Θεόπτες. “Συνήθως όταν λέγομε “προφήτης” νοούμε εκείνον που προλέγει τα μέλλοντα. Η πρόθεση προ όμως εδώ έχει την έννοια του “αντί”. Ομιλώ αντί κάποιου άλλου. Οι προφήτες λέγονται έτσι γιατί ομιλούν αντί του Θεού. Είναι τα στόματα του Θεού στην κοινωνία των ανθρώπων (Ιερ. ιε΄ 19). Αλλά υπάρχει και η έννοια του προφήτου, του προλέγοντος τα μέλλοντα, γιʼ αυτό και οι προφήτες παλαιότερα ονομάζοντο βλέποντες” (Αρχιμ. Ιερεμίου Φούντα, Οι Προφήτες της Π. Δ. και η Διδασκαλία τους, σελ. 4 – 5).
Οι Προφήτες έχουν κοινωνία με τον Θεό και μεταφέρουν το θέλημά Του στους ανθρώπους, προτρέποντάς τους σε μετάνοια και επιστροφή στον Θεό των Πατέρων τους. Αγαπούν αληθινά τον λαό, πονούν για το κατάντημά του και συχνά αναλύονται σε δάκρυα, όπως ο Προφήτης Ιερεμίας, ο οποίος χαρακτηρίζεται και είναι ο θρηνητικότερος των Προφητών.
Με αφορμή το βίο και κυρίως τα προφητικά κείμενα του Προφήτη Ιερεμία θα τονισθούν δύο σοβαρά θέματα τα οποία είναι διαχρονικά, αφού απασχολούν τους ανθρώπους όλων των εποχών.
Το πρώτο, που είναι και επίκαιρο, αφορά την συμπεριφορά των ποιμένων, στους οποίους ο Θεός εμπιστεύθηκε την διαφύλαξη των λογικών του προβάτων. Πολλοί από τους ποιμένες, και στην εποχή του Προφήτη Ιερεμία, δείχθηκαν, δυστυχώς, ανάξιοι της αποστολής τους και γιʼ αυτό ο Θεός τους ελέγχει, με το στόμα του Προφήτη, και τους καλεί σε μετάνοια. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό κείμενο, το οποίο αναγινώσκεται στους ορθόδοξους ιερούς Ναούς κάθε χρόνο, το εσπέρας της Μ. Τετάρτης, και λέγει, μεταξύ των άλλων και τα εξής: “ποιμένες πολλοί διέφθειραν τον αμπελώνα μου, εμόλυναν την μερίδα μου, έδωκαν την μερίδα την επιθυμητήν μου εις έρημον άβατον, ετέθη εις αφανισμόν απωλείας…” (Ιερ. ιβ΄10). Είναι πραγματικά λυπηρό και οδυνηρό αυτοί που κλήθηκαν να φυλάσσουν τον αμπελώνα να τον καταστρέφουν και αντί να παρακαλούν, δηλαδή να παρηγορούν, τον λαό του Θεού, αντίθετα να τον προκαλούν, να τον σκανδαλίζουν και να τον διχάζουν. Δεν παραθεωρεί ο Προφήτης το γεγονός ότι υπάρχουν και ποιμένες εκλεκτοί και άξιοι της αποστολής τους, αλλά εδώ απευθύνεται στους πονηρούς και διεφθαρμένους ποιμένες με σκοπό να τους αφυπνίση και να τους καλέση σε μετάνοια.
Αυτά που συνέβαιναν τότε, δυστυχώς συμβαίνουν και σήμερα, όπως άλλωστε και σε κάθε εποχή, και προκαλούν τον πόνο και την θλίψη, αλλά όπως έχουμε τονίσει και σε προηγούμενο άρθρο μας, δεν ευθύνεται γιʼ αυτό η Εκκλησία, αλλά κάποια άρρωστα μέλη της, τα οποία όμως προσπαθεί να θεραπεύση με τον τρόπο ζωής που διαθέτει.
Το δεύτερο είναι το λεγόμενο πρόβλημα της θεοδικίας, το οποίο απασχολεί και προβληματίζει τους άνθρώπους όλων των εποχών και το θέτει ο Προφήτης Ιερεμίας υπό μορφήν ερωτήματος προς τον Θεό, παρά το ότι γνωρίζει ότι ο Θεός είναι δίκαιος: “Γιατί οι δρόμοι της ζωής των ασεβών ευοδώνονται; Γιατί ευτυχούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι συνεχώς και αναιδώς καταπατούν το άγιό σου θέλημα;” (Ιερ. 1β΄1), αλλά δίνει ο ίδιος και την απάντηση: “Ότι και στα γεγονότα της ατομικής μας ζωής και γενικώς της ιστορίας, στα οποία δεν φαίνεται να λάμπη η δικαιοσύνη του Θεού, υπάρχει και εκεί ακόμη η ενέργεια του δικαίου Θεού”. (Αρχιμ. Ιερεμίου Φούντα, ένθ. αν. σελ. 23).
Άλλωστε, η αληθινή χαρά είναι εσωτερική υπόθεση και μπορεί να εμφωλεύη και εκεί που συμβαίνουν τα πιο λυπηρά γεγονότα, αρκεί να υπάρχη κοινωνία του ανθρώπου με τον ζώντα Θεό. Γιατί “οι λύπες και οι οδύνες, που παραχωρεί ο Θεός δια διαφόρων πειρασμών, είναι ιαματικά φάρμακα. Αυτός δε που αντιστέκεται στους πειρασμούς και τας θλίψεις, δεν γνωρίζει τον σκοπόν της πνευματικής ζωής, ούτε ποίον εφόδιον θα πάρη από εδώ δια την μέλλουσαν ζωήν” (Α γ. Μαξίμου του Ομολογητού, τα 400 Κεφάλαια περί Αγάπης, εκδ. Ορθόδ. Κυψέλη, σελ. 98 ).
Έπειτα, είναι και ο πνευματικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος θα βρη μπροστά του όλα όσα έχει κάνει, αγαθά ή πονηρά, αλλά σίγουρα υπάρχει και η μετάνοια.