ΑΙ ΠΡΟΤΑΘΕΙΣΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ ΑΥΤΩΝ
4. Διοικητική υπαγωγή παλαιοημερολογιτικού κλήρου και λαού εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος υπό κανονικόν παλαιομερολογίτην Επίσκοπον έχοντα την αναφοράν εις την Ι. Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Την λύσιν ταύτην φέρεται, κατά προφορικάς εγκύρους μαρτυρίας, επιδιώξας εν έτει 1951 ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων(61) ελθών προς τούτο εις διαπραγματεύσεις μετά του «πρ. Φλωρίνης» Χρυσοστόμου, πνευματικού ηγέτου της μείζονος παρατάξεως των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών. Ειδικώτερον ο Αρχιεπ/πος Σπυρίδων εφέρετο δίατεθειμένος όπως εισηγηθή επί Συνόδου την αναγνώρισιν του Ιεράρχου τούτου ως τακτικού και ισοτίμου μέλους της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας, εμπεπιστευμένου την πνευματικήν ηγεσίαν και καθοδήγησιν των παλαιοημερολογιτών, επιτελούντων τα της λατρείας αυτών κατά το παλ. ημερολόγιον. Η λύσις αύτη, μη ευνοηθείσα τότε υπό των παλαιοημερολογιτών, ηδύνατο ουχ' ήττον να συμβάλληται θετικώς εις την επίλυσιν του προβλήματος, διότι θα ήρεν εκ μέσου το σχίσμα και θα αποκαθίστα κανονικώς την ενότητα της Εκκλησίας. Και ναι μεν η λύσις αύτη προϋπέθετε την διατήρησιν εντός των κόλπων της Εκκλησίας της παλαιοημερολογιτικής μειονότητος, αλλά τούτο ουδόλως ηδύνατο να παραβλάψη την εκκλησιαστικήν ενότητα, ενώ αντιθέτως θα ετόνιζεν επί μάλλον, λόγω της φύσεως της διαφοράς, το ευρύ πνεύμα υφ' ούτινος διαπνέεται αείποτε η Ορθόδοςος Εκκλησία(62).
Κατά τας σχετικάς πληροφορίας ημών η πρότασις γενικώς αύτη προσέκρουσεν εις το θέμα του «μνημοσύνου» του Επισκόπου, διότι ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων έταξεν ως απαράβατον όρον την μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις υπό των εν Αθήναις παλαιοημερολογιτών τελουμέναις Ι. Ακολουθίαις. Την πρότασιν ταύτην δεν εδέχθησαν τότε οι παλαιοημερολογίται εμμείναντες εις την απόφασιν αυτών όπως μνημονεύωσι των ιδίων αυτών «Επισκόπων». Αγνοούντες ίσως οι «Τρεις Ιεράρχαι» τας προσπαθείας αίτινες κατεβλήθησαν υπό της Εκκλησίας προς την κατεύθυνσιν της επιτεύξεως μιάς συμφωνίας επί της προτάσεως ταύτης, κατεμέμφοντο εν έτει 1955 των ταγών αυτής διά την ην είχαν τηρήσει έναντι του «πρ. Φλωρίνης» στάσιν, τονίζοντες ότι η Εκκλησία «έπρεπε να τον είχε περιβάλει με κάποιο κύρος και να του ανεγνώριζε κάποιαν εξουσίαν τότε ασφαλώς και το επικίνδυνον χάσμα μεταξύ παλαιοημερολογιτών και κρατούσης Εκκλησίας δεν θα διηνοίγετο και αι εγκληματικαί ακρότητες των παρανόμων χειροτονιών δεν θα απετολμώντο...,»(63).
Εν τούτοις και παρά την αποτυχούσαν προσπάθειαν υιοθετήσεως της λύσεως ταύτης, η πρότασις επανελήφθη έκτοτε δις. Ούτως εν έτει 1957 εγένετο βολιδοσκόπησις υπό Υπουργού φίλου της παρατάξεως του «πρ. Φλωρίνης» εάν θα εδέχετο η παράταξις αύτη να μνημονεύη του οικείου κανονικού Μητροπολίτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, της προτάσεως ταύτης απορριφθείσης ως απαραδέκτου(64). Εν έτει δε 1963 δι'υπομνήματος προς την Ιεραρχίαν της Εκκλησίας .της Ελλάδος ομάς λαϊκών παλαιοημερολογιτών και μη, υπέδειξαν ως μόνην λύσιν του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, την διοικητικήν εξάρτησιν του παλαιοημερολογιτικού κλήρου από της επισήμου Εκκλησίας διά μέσου Ιεράρχου εκ των παλαιοημερολογιτών προερχομένου και εις την Ι. Σύνοδον υπαγομένου. «Εις τι άραγε -παρετήρουν- θα έβλαπτεν η παρουσία ομόφρονος, ομορρύθμου, ομοτρόπου προς το (παλ/κόν) ποίμνιον Κλήρου, εφ' όσον ούτος ο Κλήρος θα εξηρτάτο διοικητικώς κατ' έμμεσον τρόπον εκ της Ελλαδικής Εκκλησίας ; Ιδού ότι η Παπική Εκκλησία, πλέον ευέλικτοc ψυχολογικώς αναγνωρίζει ως αυτοφανές το δικαίωμα εις τας διαφόρους εκκλησιαστικάς ομάδας, να έχωσιν ομόφρονα και ομόρρυθμον Κλήρον, περιοριζομένη μόνον εις την διοικητικήν υπ' Αυτήν υπαγωγήν». Και προσέθετον: «Διά του τρόπου αυτού και η εμπιστοσύνη των παλαιοημερολογιτών προς τήν Ελληνικήν Εκκλησίαν θα διασφαλισθή, αλλά και μία αταξία θα αποφευχθή, του διπλού δηλονότι εορτασμού των αυτών κατ' ενιαυτόν εορτών υπό κληρικών της Διοικούσης Εκκλησίας, υποχρεωμένων να εξυπηρετώσιν ανθρώπους ξένους προς το φρόνημα και τας πεποιθήσεις των». Υπεδείκνυον δ' εν συνεχεία το υπ' αυτών επιλεγέν πρόσωπον φέρον «κατ'ανεκτικήν έστω αναγνώρισιν» το αξίωμα του Επισκόπου, όπερ εκρίνετο υπ' αυτών κατάλληλον ίνα αναλάβη τον ρόλον τούτον. Το Υπόμνημα τούτο πρωτοκολληθέν(65) παρέμεινεν ανενέργητον έν τοις Αρχείοις της Ι. Συνόδου, παρά τα θετικά στοιχεία, άτινα περιείχεν, ιδία εν συναφεία προς την μέχρι του έτους εκείνου διαμεμορφωμένην εντός των κόλπων του παλαιοημερολογιτισμού κατάστασιν(66).
Υπό τας σημερινάς συνθήκας, αίτινες επικρατούσιν εν τω παλαιοημερολογιτισμώ η λύσις αύτη παρίσταται λίαν δυσεπίτευκτος, ένεκα του μεγάλου οπωσδήποτε αριθμού των εν εκατέρα παλ/κή παρατάξει υφισταμένων «Επισκόπων» έστω και αν ήθελον ούτοι υπό της Εκκλησίας θεωρηθή ως φέροντες κατ' οικονομίαν και «κατ' ανεκτικήν ίσως αναγνώρισιν» τον βαθμόν του Επισκόπου. Η πολυπληθής χορεία των πάσης προελεύσεως «Επισκόπων» τούτων, ων είναι ανύπαρκτος η κανονικότης της τε χειροτονίας και υποστάσεως, καθιστά προβληματικήν την τυχόν υπαγωγήν τούτων απάντων εις την Ιεράν Σύνοδον και την εν συνεχεία κατ' εξουσιοδότησιν αυτής διαποίμανσιν υπ' αυτών του παλαιοημερολογιτικού ποιμνίου. Ταύτα δε πάντα υπό την προϋπόθεσιν ότι και ούτοι θα έστεργον εις την αποδοχήν της τοιαύτης λύσεως, ή έστω το παλαιοημερολογιτικόν ποίμνιον θα απεδέχετο ταύτην απαγκιστρούμενον απ' αυτών, τυχόν εμμενόντων εις πείσμονα άρνησιν αυτής. Εν πάση περιπτώσει φρονούμεν, ότι η λύσις αύτη, συνδυαζομένη ενδεχομένως προς ετέρας συναφείς προτάσεις, θα ηδύνατο, καίτοι ευνοούσα την διατήρησιν του διαμορφωθέντος παρ' ημίν παλαιοημερολογιτικού καθεστώτος,να συμβάλληται εν μέρει εις την ορθήν υπό τε της Εκκλησίας και της Πολιτείας αντιμετώπισιν του προβλήματος, αιρομένων εν τω μεταξύ των ρηθέντων εμποδίων.
61. Και εν έτει 1949 είχε διαρρεύσει η είδησις ότι η Ι. Σύνοδος προύτεινεν ως λύσιν του παλαιοημερολογιτικού την υπαγωγήν των παλαιοημερολογιτών εις αυτήν, εφ' όσον ούτοι θα ανεγνώριζον ταύτην ως εκκλησιαστικήν αυτών Αρχήν. Οι παλαιοημερολογίται διά του υπ' αριθμ. 235/3-16 Σεπτ. 1949 ανακοινωθέντος της Ελληνικής Εκκλησίας των ΓΟΧ απέρριψαν την πρότασιν ταύτην, επικαλεσθέντες λόγους συνειδήσεως, επανέλαβον δε την περί επαναφοράς του παλαιού Ημερολογίου παλαιάν αυτών πρότασιν (Βλ. «Η Φ.Ο» 1949 φ. 72 σ. 8). Ήδη εν έτει 1950 ο «πρ. Φλωρίνης» διετείνετο ότι «ενώ η Ιεραρχία χάριν του κύρους της Εκκλησίας και του γοήτρου αυτής έδει να εισηγηθή εις ένα Μητροπολίτην να υποκριθή τον Παλαιοημετολογίτην και να τεθή επί κεφαλής των Παλαιοημερολογιτών, όπως συγκρατήση τον αγώνα εις τα όρια τα κανονικά, μόλις εξήλθον εις τον ιερόν αγώνα ιδεολόγοι Αρχιερείς όπως κατευθύνωσιν αυτόν και συγκρατήσωσιν εις τα πλαίσια των Ι. Κανόνων ράγδην επέπεσαν oι καινοτόμοι Αρχιερείς κατ' αυτών (Βλ. «Η Φ.Ο.» 1950 φ. 94 σ. 6). Υπέρ του υπό των παλαιοημερολογιτών μνημοσύνου των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος ετάχθη, και ο αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης εν: «Διευκρίνησις της θέσεως του Αγ. 'Ορους εν τω ημερολογιακώ ζητήματι» Πρβλ. «Αγιορειτικήν Βιβλιοθήκην» 1952 σ. 5 - 7 Βλ. αντίκρουσιν εις το άρθρον τούτο υπό Ζηλωτών, Αντιπελάργησις εν: «Η Φ.Ο.» 1952 φ. 135 σ. 5.
62. Αντίθετον άποψιν είχεν υποστηρίξει εν έτει 1937 ο «πρ. Φλωρίνης» ισχυρισθείς ότι λόγω της ημερολογιακής διαφοράς «δεν δύνανται οι νεοεορτολογίται και παλαιοημεροεορτολογίται, αν και έχωσιν αμφότεοοι την αυτήν πίστιν και την αυτήν θείαν λατρείαν, να ανήκωσι πλήρως εις μίαν και την αυτήν Εκκλησίαν, όταν ούτοι διατρέχωσιν εισέτι το στάδιον της Τεσσαρακοστής και της μετανοίας καθ' ον χρόνον εκείνοι εορτάζουσι Χριστούγεννα και Φώτα και ευφραίνονται» (Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Αναίρεσις του «ελέγχου»... σ. 54).
63. «Οι Τρεις Ιεράρχαι»1955σ.73.
64. Βλ. «Η Φ.Ο.» 1957 φ. 260 σ. 8, φ. 261 σ. 1-2.
65. Υπ' αριθμ. Πρωτ. 2100/13-9-1963.
66. Εν έτει 1958 η παράταξις του «πρ. Φλωρίνης» προύτεινεν εις την ΙΣΙ μεταξύ των άλλων λύσεων και την υπαγωγήν εις το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων (Βλ. «Η Φ.Ο.» 1958 φ. 298 - 299 σ. 7 ). Προς τούτο μάλιστα μετέβη εκπρόσωτος αυτών, ομού μετά του Π. Παναγιωτάκου, εις Ιεροσόλυμα προς συνομιλίας. Η κίνησις όμως απέτυχε καίτοι ενεστερνίσθη ταύτην κατ' αρχήν:και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος (Βλ, «Η Φ.Ο.» 1959 φ..307 σ. 2-3 ).