ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΖΩΗΣ
Ο Αντώνιος έζησε σε μια εποχή κρίσης και μετάβασης. Για τριακόσια περίπου χρόνια, το να βαφτίζεται κάποιος χριστιανός αποτελούσε μέγιστο κίνδυνο, οι οπαδοί αυτής της πίστης θεωρούνταν περιθωριακοί και εξοστρακιστέοι λόγω αυτού ακριβώς του γεγονότος της μεταστροφής τους. Πράγματι, με το διάταγμα του διωγμού του 303μ.Χ., ο Αντώνιος για πρώτη φορά άφησε το αναχωρητήριό του στην έρημο και επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια, όπου προσδοκούσε να μαρτυρήσει με σκοπό την ενίσχυση των διωκομένων χριστιανών. Σκοπός της χριστιανικής ζωής ήταν, τέλος πάντων, να προετοιμαστεί ο άνθρωπος για να πεθάνει ως μάρτυρας του Χριστού, ή, τουλάχιστον, να κάνει μια ζωή συνεχούς θυσίας. Ο Αντώνιος δεν μαρτύρησε στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού του στην Αλεξάνδρεια και έτσι επέστρεψε στο αναχωρητήριό του στην έρημο. Μόλις δέκα χρόνια αργότερα, με το διάταγμα περί ανεξιθρησκείας που εκδόθηκε το 313 μ.Χ., ο Αντώνιος εισήλθε στο «έσω όρος», όπως του άρεσε να αποκαλεί την αναχώρησή του στη βαθύτερη έρημο. Σε μια εποχή, όταν η υπόλοιπη αυτοκρατορία άρχισε να χαλαρώνει την αυστηρή στάση της απέναντι στους χριστιανούς, ο Αντώνιος άρχισε να εντείνει την ασκητική πειθαρχία του.
Οι ιστορικοί έχουν συχνά αποκαλέσει τον Αντώνιο επαναστάτη. Όμως, από κάποια άλλη άποψη, ο Αντώνιος δεν καινοτόμησε με το να κινηθεί προς την έρημο. Ολόκληρη η Εκκλησία άνοιγε στην πραγματικότητα ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της. Η Χριστιανική Εκκλησία ξεκινούσε μια νέα σχέση με τις αρχές αυτού του κόσμου, με την αυτοκρατορία της Ρώμης. Συμπτωματικά, αλλά ίσως όχι τυχαία, ο Αντώνιος αύξησε τον ασκητικό μόχθο του όταν ακριβώς οι υπόλοιποι αδελφοί του, άνδρες και γυναίκες, στην Εκκλησία, ανακουφίστηκαν από την απειλή του διωγμού, που ήταν πάντοτε παρούσα κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών αιώνων. Θεωρούσε τους μοναχικούς ασκητικούς μόχθους ως αντίστοιχους προς την έσχατη θυσία του μάρτυρα. Ο Αντώνιος, στην πραγματικότητα, νοσταλγούσε το πνεύμα του μαρτυρίου, που είχε θρέψει την Εκκλησία για τρεις αιώνες. Γύρω στο έτος 300μ.Χ., δεν υπήρχε πια κανένας κίνδυνος από το να είναι κάποιος χριστιανός. Πράγματι, ο Χριστιανισμός επρόκειτο σύντομα να γίνει η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Οι αριθμοί εκείνων που βαφτίζονταν αυξάνονταν δραματικά αλλά και τα χριστιανικά πρότυπα άρχισαν να υποχωρούν κατακόρυφα. Η Εκκλησία άρχισε να συμβιβάζεται κινούμενη ανάμεσα «στα του Θεού και στα του Καίσαρος» (πρβλ. Λουκ. 20, 25). Η φωνή της καρδιάς της ερήμου αντικατέστησε τη φωνή του αίματος του μάρτυρα. Και οι Πατέρες και οι Μητέρες της ερήμου έγιναν μάρτυρες ενός άλλου δρόμου, μιας άλλης εποχής, ενός άλλου βασιλείου.[...]