Χαμογελά η ανατολή και ροδοκοκκινίζει ολίγο ολίγο η καταχνιά, που τα βουνά στολίζει. Λαλεί τ΄ ορνίθι της αυγής, το πρόβατο βελάζει. Ξυπνούν στα πλάγια οι πέρδικες, η μια την άλλη κράζει.
Ξυπνά κι ο γέρο γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει και μουρμουρίζοντας σιγά, στην εκκλησιά πηγαίνει, την άγια εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει.
Κι εκεί που ετέντων ο παπάς τα χείλη να φιλήσει του κάστηκε πως έλειπε - παράδοξη ιστορία - απ΄ το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία.
Ετρόμαξ΄ ο καλόγερος. Στην πλάκα γονατίζει, χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει. Με μιας αστράφτ΄ η εκκλησιά κι αισθάνεται ένα χέρι όπου τον ανασήκωνε. Μοσχοβολάει τ΄ αγέρι.
Τα μάτια του άνοιξ΄ ο παπας. Στο κατασπρο του γενι το δακρυ του εσταζε βροχη.. Κυττάζει καθισμένη στο θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε και το Παιδί, που εχαίρετο και που τον ευλογούσε.
- Σε ποιο καλύβι αγνώριστο, σε ποια καρδιά θλιμμένη να πέρασες τη νύχτα Σου, Κυρά Φανερωμένη; Ποιό μαραμένο λούλουδο η χάρη Σου, Κυρούλα, κρυφά ν΄ ανάστησε, σαν ουρανού δροσούλα;