ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος, ὅταν μετά τήν ἄδικη καθαίρεσι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί τήν ἔκδοσι τῆς ἀποφάσεως διά τήν ἀποστολή του εἰς τήν ἐξορία, εἶδε ὅτι ἔπεσαν πολλά τά δεινά καί σέ ἐνόχους Ἐπισκόπους καί στήν αὐτοκρατορική οἰκογένεια καί σ’ ὁλόκληρη τήν πόλι, (περί αὐτῶν θά γράψουμε εἰς ἄλλο σημείωμα) κατέφυγε σ’ ἕναν φημισμένο διά τίς ἀρετές του μοναχό, διά τόν ὁποῖον πίστευε ὅτι ὁ Θεός τόν προίκισε μέ τό χάρισμα τῆς προφητείας. Νεῖλος ἦταν τό ὄνομά του καί ἀσκήτευε στό ὅρος Σινᾶ. Προσέτρεξε, λοιπόν, σ’ αὐτόν καί τοῦ ἐζήτησε νά προσευχηθεῖ, γιά νά ἀποτρέψη τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν αὐτοκρατορική πόλη καί ἀπό τήν αὐτοκρατορική οἰκογένεια. Ὁ Νεῖλος ἀρνήθηκε νά προσευχηθεῖ. Τοῦ ἀπάντησε μέ ἅγια παρρησία:
«Πῶς θέλεις νά τολμήσω νά προσευχηθῶ γιά μιά πόλη, πού ἀξίζει τήν τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιά τίς τόσες ἔνοχες πράξεις της, γιά μιά πόλη, ὅπου τό ἔγκλημα στηρίζεται στήν ἐξουσία τῶν νόμων καί πού ἐξόρισε τόν μακάριο Ἰωάννη, τόν στύλο τῆς Ἐκκλησία, τόν λύχνο τῆς ἀλήθειας, τήν σάλπιγγα τοῦ Κυρίου; Ζητᾶς νά προσευχηθῶ γι’ αὐτήν; Ἀλλά τό ζητᾶς ἀπό μιά ψυχή πολύ συντριμμένη ἀπό θλίψη γιά τά ὑπερβολικά κακά, πού ἡ πόλη διέπραξε».
Σέ ἄλλη ἐπιστολή τοῦ γράφει διά τό ἔγκλημα πού ἔκανε νά ἐξορίσει τόν ἱερό Χρυσόστομο:
«’Εξόρισες τόν Ἰωάννη, τό λαμπρότερο φῶς τῆς γῆς, ἐντελῶς ἄδικα κι’ ἄφησες τόν ἑαυτό σου πολύ ἐπιπόλαια νά παρασυρθεῖ ἀπό τίς κακές συμβουλές κάποιων ἐπισκόπων, πού τό πνεῦμά τους δέν εἶναι ὑγιές. Συλλογίσου, λοιπόν, ἀναγνώρισε τουλάχιστον τό σφάλμα σου καί μετενόησε, διότι στέρησες τήν Ἐκκλησία ἀπό τίς καθάριες καί ἅγιες διδασκαλίες, πού δεχόταν ἀπ’ αὐτόν».
Βέβαια ὁ Ἀρκάδιος καθόλου δέν μετενόησε. Τοῦ ἦσαν γλυκύτερες οἱ κακές συμβουλές τῶν κολάκων, παρά οἱ σκληροί λόγοι πού ἔφθαναν ἀπό τό Σινᾶ. Ἐν τῶ μεταξύ τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ 405 πέθανε ὁ Ἀρσάκιος, αὐτός πού ἐπῆρε τόν θρόνο ζῶντος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὅπως γράφουν οἱ ἱστορικοί κανείς δέν τόν ἔκλαψε. Οὔτε οἱ ὁπαδοί του, διότι δέν ἐνέκριναν τούς διωγμούς του κατά τῶν ὀρθοδόξων. Οὔτε καί οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ἀποκληθέντες «ἰωαννῖται», τόν ἔκλαψαν. Ἕνας μεταγενέστερος Βυζαντινός συγγραφέας ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος σκιαγράφησε τήν προσωπικότητα τοῦ Ἀρσακίου, ὡς ἑξῆς:
«Ὁ Ἀρσάκιος πέθανε μετά ἀπό δεκαέξι μῆνες στήν ἐπισκοπική ἕδρα, δίχως νά διαπράξει κανένα ἔργο ζωντανοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἦταν ἄνανδρος καί νωθρός ἀπό τήν φύση του. Δέν ζοῦσε οὐσιαστικά πολύ καιρό πρίν τόν ἐπισκεφθεῖ ὁ θάνατος. Ὦ αἶσχος! Τί διάδοχος καί στήν θέση ποιοῦ; Γιά μιά παραξενιά τῶν ἀρχόντων ἕνας γέρικος κορμός ἀντικατέστησε ἕνα δένδρο γερό καί ἀνθηρό. Ἕνας ὀγδοντάχρονος γέρος, πού περισσότερο ταίριαζε νά βρεθεῖ σέ τάφο, παρά σέ θρόνο, ἕνας παράλογος καί κουτός, ἀδέξιος στό λόγο, ἀνόητος, ὅταν ἤθελε νά κάνη κάποιες λογικές σκέψεις, ὅμοιος περισσότερο μέ πέτρα ἤ κούτσουρο παρά μέ ἔμψυχο ὄν, ἄξιος νά περάσει τήν ζωή του στή γωνιά ἑνός δωματίου ἤ στό κρεββάτι, ἄχρηστος στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους, ἀνάξιος νά τόν πενθήσει κανείς.... Τέτοιος ἦταν ὁ Ἀρσάκιος καί τέτοιος ἔφυγε ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο». (Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 13,26).
[ Home | Update Journal | Login/Logout | Search | Account | Site Map ]