ΔΕΝ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ἡ εἰσήγησις πού ἀκολουθεῖ ἐγένετο πρός διετίας περίπου εἰς μίαν σύναξιν τῆς Δευτέρας εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Σπυρίδωνος Καρέα, καί ἀποτελεῖ ἀπάντησιν, ἐπί σχετικοῦ ἐρωτήματος. Ἦτο μία ἐνημέρωσις ἐπί τοῦ θέματος διά τόν ὁποῖον μέ ἐκάλουν διά τρίτην φοράν οἱ τοῦ ψευδοαρχιεπικόπου Νικολάου νά ἀπολογηθῶ. Δέν μοί ἐδόθη ἡ δυνατότης νά δημοσιεύσω αὐτήν τήν εἰσήγησιν, διότι ἐδημοσιεύθησαν ἄλλα σχετικά κείμενα, τά ὁποῖα ἐκάλυπτον πλήρως τό θέμα. Ὁ λόγος, ὅμως, πού τήν δημοσιεύω τώρα, εἶναι διότι πρός μεγίστην ἔκπληξίν μου, διεπίστωσα μόλις πρό ὀλίγων ἡμερῶν, πού ἔλαβα τό περιοδικόν «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ», ὅτι μέ τό ἴδιο ἀκριβῶς θέμα, ἠσχολήθη καί τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἰς τήν τελευταίαν του Γενικήν Συνέλευσιν. Τό κείμενον δέ πού ἐνέκριναν εἶχεν ἀκριβῶς τήν ἰδίαν διατύπωσιν καί περνοῦσε τά ἴδια μηνύματα. Καί πραγματικά ἔφριξα... Ἀλλ’ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ κειμένου ἐλπίζω νά μᾶς δοθῆ εὐκαιρία νά ἀσχοληθῶμεν εἰς τό μέλλον. Παραθέτομεν τήν εἰσήγησιν, καί θά ἐπανέλθωμεν, :
Ἀγαπητοί Ἀδελφοί.
Ὁ ψευδαρχιεπίσκοπος Νικόλαος εἰς τήν ἀπό 14.2.2002 Εἰσήγησίν του γράφει τό ἑξῆς τρομακτικόν: «Δέν γνωρίζει ὁ θεολόγος ‘Ελ. Γκουτζίδης ὅτι εἰς τήν περίπτωσιν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχομε ἐκ φύσεως ἕνωσιν, λόγω τῆς ὁμοουσιότητος καί ἅρα εἶναι ἀδύνατον ἡ Ἁγία Τριάς νά εἶναι (χαρακτηρίζεται), ‘Εκκλησία, ἡ ὁποία ἐξ’ ὁρισμοῦ σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων; Δέν κατανοεῖ ὅτι ἄν δεχθοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα ὡς ‘Εκκλησία προσβάλλεται τό ἀδιαίρετον τῆς Παναγίας Τριάδος, διότι τότε θεωρητικῶς εἶναι ἀνοικτόν τό ἐνδεχόμενον ὡς Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Τριάς νά ἦτο κάποτε χωρισμένη ἤ καί ἡ δυνατότης νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον». Αὐτήν τήν διατύπωσιν ἔχομεν χρέος νά τήν σχολιάσωμεν καί νά γνωστοποιήσωμεν τό σχόλιον εἰς ὅσους ἔχουν ἐγκλωβισθεῖ εἰς τήν γνωστήν προπαγάνδα – σκευωρίαν τῶν Φλωρινικῶν, κατά τοῦ θεολόγου ‘Ελευθερίου Γκουτζίδη, τήν ὁποίαν ἀνέλαβε μετά τυφλῆς ὑπακοῆς νά συνεχίση ὁ ψευδαρχιεπίσκοπος Νικόλαος, μέχρις ὅτου «καταδικάση», «ἀποδυναμώση», ἤ καί «ἀφανίση», ὡς ἐλπίζουν, οἱ ἀνόητοι οἰκουμενισταί, τούς ὑποστηρικτάς τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας – Ἐκκλησιολογίας (ἰδού ἡ κοσμική θεώρησις τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων), ὥστε νά ἐφαρμοσθοῦν ἐν πᾶσι τά προγράμματα τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤτοι πλήρης ἐξάρτησις τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, ἤτοι τόν παλαιοημερολογιτικόν οἰκουμενισμόν καί δι’ αὐτῶν ἀπό τόν εὐρύτερον «ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΝ», «ΠΑΓΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ» καί «ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΝ» Οἰκουμενσμόν.
Ἐξ αὐτῆς καί μόνον τῆς διατυπώσεως, τό πρῶτον τό ὁποῖον δύναται νά διαπιστώση τις εἶναι ὅτι οἱ συντάκται τῆς Εἰσηγήσεως ἔθεσαν εἰς τήν γραφίδα τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου τήν μεγαλυτέραν αἵρεσιν τῶν αἰώνων, τήν ἐκκλησιολογικήν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἰς τήν σημερινήν της μορφήν ἐξικνεῖται ἀπό τήν αἵρεσιν τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Καί τό μέν πρῶτον μέρος τῆς διατυπώσεως, καθ’ ὅ «εἰς τήν περίπτωσιν τῆς ἁγίας Τριάδος ἔχομεν ἐκ φύσεως ἕνωσιν» εἶναι ὀρθόν. Ἀλλά τό γεγονός ὅτι τό θέτει ὡς ἐρώτημα εἰς τόν κ. Ἐλευθέριον Γκουτζίδη, εἶναι σατανικόν. Ποῦ δειπίστωσεν ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος, ὅτι ὁ θεολόγος Ἐλευθέριος Γκουτζίδης δέν ὁμολογεῖ ὅτι «εἰς τήν περίπτωσιν τῆς ἁγίας Τριάδος ἔχομεν ἐκ φύσεως ἕνωσιν» καί κάμνει αὐτήν τήν ἐρώτησιν. Προφανῶς τήν κάμνει δολίως διά νά προκαταλάβη τήν σκέψι τῶν ἁπλοϊκῶν. Μέ τό δεύτερον ὅμως μέρος τῆς διατυπώσεως ἐκφράζει περί Ἐκκλησίας καθαρά προτεσταντικήν οἰκουμενιστικήν, αἱρετικήν ἀντίληψιν περί Ἐκκλησίας. Καί ἰδού.
Πρῶτον: Πράγματι «ἐξ’ ὁρισμοῦ», δηλαδή ὁ ὅρος ‘Εκκλησία σάν λέξις, σημαίνει, ὅπως γράφει εἰς τήν Εἰσήγησίν του ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος «κλῆσις πρός ἕνωσιν τῶν τό πρίν διεστώτων». Διά τοῦτο καί εἰς τά δογματικά ἐγχειρίδια, ἤ καί εἰς τά λεξικά, εὑρίσκομεν αὐτήν τήν ἔννοιαν. Μάλιστα ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ πρώτη χρῆσις τοῦ ὅρου εἰς τά Ἑλληνικά εἶναι ἀπό τούς ἀρχαίους Ἀθηναίους μέ τήν γνωστήν «Ἐκκλησίαν τοῦ δήμου» ἤτοι συγκέντρωσιν τοῦ λαοῦ τῶν Ἀθηνῶν διά νά συζητήσουν τά διάφορα θέματα πού εἶχον ὡς πολῖτες τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Ἑπομένως, ναί μέν «ἐξ ὁρισμοῦ», ἤτοι ὡς λέξις, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» «σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», ἀλλά αὐτή ἡ ἔννοια δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν Ἐκκλησία ὡς μυστήριον, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι πράγματι εἰκών τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας.
Δεύτερον: Ἡ διατύπωσις «κλῆσις πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων» προσιδιάζει ἐπίσης εἰς τήν «’Εκκλησίαν» ὅπως τήν ἐννοοῦν οἱ Προτεστάνται, ὡς «συγκέντρωσιν» τῶν ἀνθρώπων, τῶν «πρίν διεσπαρμένων τῆδε κακεῖσε». Μέ αὐτήν τήν ἔννοιαν ὁ προτεσταντισμός ἔχει δημιουργήσει πολλάς «ἐκκλησίας», αἱ ὁποῖαι δέν ἔχουν καμμίαν σχέσιν μέ τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή κατά τήν προτεσταντικήν ἔννοιαν, τήν κοσμικήν, τήν ὀρθολογιτισκήν, τήν ἄσχετον μέ τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, πράγματι κάθε προτεσταντική «ἐκκλησία», «ἦτο κάποτε χωρισμένη» καί «ὑπάρχει ἡ δυνατότης κάποτε νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον».
Τρίτον: Ἀλλά καί οἱ ἐξ αὐτῶν (τῶν προτεσταντῶν) προελθόντες παναιρετικοί οἰκουμενισταί, «ἐξ’ ὁρισμοῦ» ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν ἐκλαμβάνουν τήν Ἐκκλησίαν. Διά τοῦτο καί πιστεύουν ὅτι σήμερον ἡ ΜΙΑ Ἐκκλησία ἐχωρίσθη εἰς πολλά κομμάτια, καί κάθε κομμάτι ἔχει ἀπό ὀλίγην Ἀλήθειαν, ὀλίγον Χριστόν, διό καί χρησιμοποιοῦν τό κήρυγμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνώσεως διά νά ἀναστήσουν τήν «διηρημένην Ἐκκλησίαν». Αὐτά ἰσχυρίζονται οἱ οἰκουμενισταί. Καί πιστεύουν, ὅτι δέν ὑπάρχει σήμερον ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική ‘Εκκλησία, διότι αὕτη διησπάσθη καί ἐχωρίσθη διά τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων. Αὐτήν τήν ἔννοιαν περί ‘Εκκλησίας ἔχουν διατυπώσει καί ὁ Καρδινάλιος Βίλλεμπραντς, καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός Χαρκιανάκης, καί ὅλοι οἱ σύγχρονοι οἰκουμενισταί. (Βλέπετε σχόλια Μπατιστάτου καί Ἀθωνίτου Σακαρέλλου, εἰς «Ὀρθόδοξον Τύπον, ἔτους 1983).
Τέταρτον: Ἡ διατύπωσις τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, καθ’ ἥν ἡ «‘Εκκλησία ἐξ ὁρισμοῦ (δηλαδή κατά λέξιν), σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», εἶναι ὀρθή. Ἀλλά τοῦτο ἰσχύει μόνον ἐάν ἐκλάβωμεν τήν Ἐκκλησίαν ὡς «ἐξ’ ὁρισμοῦ», δηλαδή ἐννοιολογικά, γραμματολογικά, καί ὄχι ὡς τό μυστήριον τῆς σωτηρίας, ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Ἐπίσης ὀρθή καί ἡ ἄλλη διατύπωσις ὅτι ἐάν ἀποδώσωμεν αὐτήν τήν περί Ἐκκλησίας ἐξ’ ὁρισμοῦ ἔννοιαν, ἤτοι «τἠν κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων, εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα, «προσβάλλομεν τό ἀδιαίρετον τῆς Ἁγίας Τριάδος» εἶναι ἐπίσης ὀρθόν. Ὅμως τό ἐρώτημα εἶναι, ὅταν ὁ Χριστός λέγει «τήρησον αὐτούς ἐν τῶ ὀνόματί σου, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς καί ἡμεῖς ἕν ἐσμέν», ὁμιλεῖ διά τήν «Ἐκκλησίαν», ἡ ὁποία ἐξ’ ὁρισμοῦ σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διστώτων», ἤ ἀναφέρεται εἰς τό ἕν καί ἀδιαίρετον Σῶμά Του τήν Μίαν, Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν; Ἐπίσης, ὅταν ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁμιλεῖ διά τήν Ἁγίαν Τριάδα ὡς πρότυπον, καί τήν Ἐκκλησίαν ὡς εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀναφέρεται εἰς τήν «ἐξ’ ὁρισμοῦ ‘Εκκλησίαν ἡ ὁποία σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν δειστώτων», ἤ εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὡς Σῶμα Χριστοῦ; Καί ὅταν ὁ Ἅγιος Φώτιος λέγει: «Πρός ἑαυτήν ἡ τῆς Τριάδος ἑνότης ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΑΣΑ τῶ ἐνιαίῳ τῆς γνώμης βουλήματι ...», χρησιμοποιεῖ τόν ὅρον «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΑΣΑ» ὑπό τήν ἔννοιαν πού χρησιμοποιεῖ ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος εἰς τήν ἀνωτέρω φράσιν, ἤτοι «ἐξ ὁρισμοῦ ‘Εκκλησία σημαίνει τήν κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων». ἤ ὡς νοεῖται ὀρθοδόξως ὡς Σώματος Χριστοῦ. Μήπως ὁ Ἅγιος Φώτιος εἶχεν ὑπ’ ὄψιν του διά τήν ἀνωτέρω διατύπωσιν τήν «Ἐκκλησίαν τοῦ Δήμου τῶν Ἀθηνῶν», καί οὕτως ἐξελάμβανε τήν Ἐκκλησίαν, ἤ μήπως εἶχεν ὑπ’ ὄψιν του τάς αἱρετικάς, προτεσταντικάς καί οἰκουμενιστικάς ἀπόψεις τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν περί Ἐκκλησίας; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!
Πέμπτον: Αὐτή ἡ «ἐξ’ ὁρισμοῦ» σημασία τῆς ‘Εκκλησίας, ὡς «κλῆσις πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων» ἔσχεν ὡς συνέπειαν τήν αἱρετικήν διατύπωσιν τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, καθ’ ἥν: «Τότε θεωρητικῶς εἶναι ἀνοικτόν τό ἐνδεχόμενον ὡς Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Τριάς νά ἦτο κάποτε χωρισμένη ἤ καί ἡ δυνατότης νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον». Δέν χρειάζεται ἐδῶ νά κάνωμεν σχόλιον. Ἐκ τῆς ἀνωτέρω καί μόνον φράσεως ἀποδεικνύεται ὅτι τήν «ἐξ’ ὁρισμοῦ» ἔννοιαν τῆς Ἐκκλησίας, «ὡς κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων», ἡ ὁποία ὡς εἴπομεν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, προτεσταντική, οἰκουμενιστική, ἤτοι ὀρθολογιστική θεώρησις τῆς Ἐκκλησίας, τήν «τοποθετεῖ» εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», ὅπερ βλάσφημον καί αἱρετικόν. Διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική ‘Εκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς «ἡ συγκέντρωσις τῶν ἀνθρώπων τῶν πιστευόντων εἰς τόν Χριστόν», ὅπως γράφουν τά προτεσταντικῆς ἐμπνεύσεως ἐγχειρίδια τῶν θρησκευτικῶν, ἀλλά εἶναι τό μυστήριον τό ἀπ’ αἰῶνος σεσιγημένον, κατά τό ὁποῖον «εἰς τά ἀνεξιχνίαστα πελάγη τῆς φιλανθρωπίας» (κατά τόν ἱερόν Δαμασκηνόν), «ἡ τῆς Ζωαρχικῆς Τριάδος ἑνότης, πρός ἑαυτήν ἐκκλησιάσασα τῶ ἐνιαίω τῆς γνώμης βουλήματι» (κατά τόν ἅγιον Φώτιον) ἔχει ἀποφασίσει πρό πάντων τῶν αἰώνων τήν σάρκωσιν καί ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ ἐγένετο ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ Χρόνου. Ἡ μετοχή τῶν «κεκλημένων» εἰς αὐτό τό μυστήριον εἶναι μετοχή εἰς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτό εἶναι ἡ ‘Εκκλησία.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί
Κατά τήν δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἑνός Χριστοῦ, εἶναι Μία, δέν ἦτο ποτέ χωρισμένη, οὔτε «εἶναι δυνατόν νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον», ὅπως ὑποστηρίζει ὁ δυστυχής «Πειραιῶς» Νικόλαος. Ὑπάρχει εἰδική ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἰς τό ἐδάφιον «τήρησον αὐτούς ἐν τῶ ὀνόματί σου ἕνα ὦσιν ἕν», εἰς τήν ὁποίαν λέγει ὅτι τό «αὐτούς» ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν, τήν Μίαν, Ἁγίαν Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν. Ἡ ‘Εκκλησία, ὡς εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι τό μυστήριον τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς, εἶναι τό δεῖπνον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἰς τό ὁποῖον καλοῦνται πολλοί νά συμμετάσχουν, («πολλοί οἱ κλητοί», ἀλλά «ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί»), καί ὅπως τονίζουν οἱ θεολόγοι «μέ καμμίαν λέξιν, ὅρον, ἤτοι «ἐξ ὁρισμοῦ» δέν μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε τήν Ἐκκλησίαν. Τό μυστήριον δέν ὁρίζεται, οὔτε ὁριοθετεῖται. Δέν ἑρμηνεύεται. Ὁ μόνος χαρακτηρισμός ὁ ὁποῖος προσεγγίζει τό μυστήριον τῆς ‘Εκκλησίας εἶναι ὁ δογματικός ὅρος τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Προηγουμένως ὅμως ὁ ‘Απόστολος Παῦλος ὡμίλησεν περί Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἄν ἀνατρέξωμεν εἰς τά δογματικά ἐγχειρίδια ἤ μελέτας περί τῆς ‘Εκκλησιολογίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολόγου ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καί ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων, οὐδαμοῦ θά εὕρωμεν αὐτήν τήν «ἐξ ὁρισμοῦ» ἔννοιαν τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν χρησιμοποιεῖ εἰς τήν εἰσήγησίν του ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος, ἤτοι «κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων», ἑπομένως οὔτε καί τήν διατύπωσιν ὅτι «ἡ ‘Εκκλησία ἦτο κάποτε διηρημένη, ἤ ὑπάρχει ἡ δυνατότης κάποτε νά διαιρεθῆ», ὅπως «ἐξ’ ὁρισμοῦ» δέχεται ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει χαρακτηριστικῶς ὅτι «Ἐκκλησία ἑνώσεως καί συμφωνίας καί οὐ χωρισμοῦ ὄνομα».
Ἑπαναλαμβάνομεν, ὅτι ὡς ἐκ τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας τεκμαίρεται (ἀποδεικνύεται) οὐδαμῶς δύναται νά δικαιολογηθῆ ἡ διατύπωσις τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου καθ’ ἥν: «Ἄν δεχθοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα ὡς Ἐκκλησία, προσβάλλεται τό ἀδιαίρετον τῆς Παναγίας Τριάδος, διότι τότε θεωρητικῶς εἶναι ἀνοικτόν τό ἐνδεχόμενον ὡς Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Τριάς νά ἦτο κάποτε χωρισμένη ἤ καί ἡ δυνατότης νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον». Καί μόνον ὡς λογισμός, καί ὡς μόνον ὡς «ἐξ’ ὁρισμοῦ» συμπέρασμα, ἡ διατύπωσις αὕτη εἶναι αἱρετική, καί ἄν δέν τήν ἀνακαλέση καί δέν τήν καταδικάση ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος καί ὅσοι τήν ἀπεδέχθησαν, ἤτοι οἱ περί αὐτόν Ἀρχιερεῖς, θά παραμείνουν εἰς τήν ἱστορίαν ὡς οἱ χειρότεροι οἰκουμενισταί, χειρότεροι καί ἀπό τό Βίλλεμπραντς, χειρότεροι καί ἀπό τόν Χαρκιανάκη, χειρότεροι καί ἀπό τόν Περγάμου Ζηζιούλα Ἰωάννη, χειρότεροι καί ἀπό τόν Βαρθολομαῖο, ὁ ὁποῖος κάμνει λόγον διά «ἀνάστασιν τῆς διασπασμένης ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας». Μέ αὐτήν τήν διατύπωσιν καί ὑπ’ αὐτήν τἠν «ἐξ ὁρισμοῦ» σημασίαν, συμπεραίνεται ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ἦτο κάποτε χωρισμένη, ἤ ὑπάρχει ἡ δυνατότης κάποτε νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον», ὅπερ αἱρετικόν. Ἡ Ὂρθόδοξος ‘Εκκλησία πιστεύει καί διδάσκει, (καί εἶναι βασική αὐτή ἡ δογματική της διδασκαλία), ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὔτε ἦτο ποτέ χωρισμένη, οὔτε χωρίζεται. Εἶναι ΜΙΑ, Ἁγία, Καθολική καί ‘Αποστολική. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας, κατά τήν διατύπωσιν τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Πιστεύομεν ὅτι τήν Ἐκκλησιολογικήν αὐτήν αἵρεσιν, καθ’ ἥν «ἐξ’ ὁρισμοῦ» ... ἡ Ἐκκλησία «ἦτο κάποτε διηρημένη καί ὑπάρχει ἡ δυνατότης κάποτε νά διαιρεθῆ εἰς τό μέλλον», ἀπό τήν ὁποίαν δέν ὑπάρχει χειροτέρα, τήν ἔβαλαν εἰς τήν γραφίδα τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, διά νά τόν «ἐκδικηθοῦν» ἐν καιρῶ, ἀφοῦ τούς ἐξυπηρετήση πρῶτα εἰς τά οἰκουμενιστικά των σχέδια, ἤ παρεχώρησε ὁ Θεός νά ἀποκαλυφθῆ ὅτι δέν πιστεύει τίποτα ἀπό ὅσα λέγει καί γράφει...
Ἀγαπητοί ἀδελφοί
Μέ καλοῦν διά τρίτην φοράν νά παρουσιασθῶ ἐνώπιόν των, εἰς τό «Καϊαφικόν» των «Συνέδριον» διά νά μέ δικάσουν. Τούς εἶπα τόσας φορές ὅτι δέν τούς ἀναγνωρίζω, διότι ἔφυγαν ἀπό τήν ‘Εκκλησία. Τούς ἀπήντησα καί ἐπί τοῦ συγκεκριμένου «κατηγορητηρίου», τό ὁποῖον συνέπλασαν. Ἀλλά τώρα θά τούς ἐρωτήσω. Βάσει ποίας Ὁμολογία θά μέ «δικάσουν»; Βάσει αὐτῆς τῆς διατυπώσεως τοῦ Πειραιῶς, ὅτι «ἐξ’ ὁρισμοῦ» ... ἡ ‘Εκκλησία ἦτο κάποτε διηρημένη «κλῆσις πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων» καί «ὑπάρχει καί ἡ δυνατότης κάποτε νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον»; Καί μέ καλοῦν τόσα χρόνια διά νά μέ πείσουν νά δεχθῶ αὐτήν τήν οἰκουμενιστικήν διατύπωσιν καί νά καταδικάσω τήν ὀρθόδοξον ‘Εκκλησιολογίαν. Ὦ τῆς ἀνοησίας καί τῆς παραφροσύνης. Δέν καταλαβαίνουν, ὅτι καί μόνον ἐξ’ αὐτοῦ, ἐνόσω παραμένουν ἀμετανόητοι, εἶναι καταδικασμένοι καί ἀναθεματισμένοι ὡς Οἰκουμενισταί, ἀλλά καί ὡς ἀνόητοι καί παράφρονες, διότι δέν ξέρουν οὔτε τί γράφουν, οὔτε περί τίνων διαβεβαιοῦνται;» Λυπᾶμαι, ἀλλά πρέπει νά ἐπαναλάβω: «Κἄν Ἄγγελος ἐξ’ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω», διότι αὐτό πού μέ καλοῦν νά κάνω, δηλαδή νά ἀνακαλέσω τήν διατύπωσιν καί νά ἀποδεχθῶ τό ἰδικόν τους αἱρετικό οἰκουμενιστικό φρόνημα περί Ἐκκλησίας. τούτο λέγω θά εἶναι ἀλλοτρίωσις ἀπό τήν ‘Ορθόδοξον Ὁμολογίαν – Ἐκκλησιολογίαν, ἤτοι ἀπό τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν Ἐκκλησίαν, (διότι κατά τόν Ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογίαν «Ὁμολογία εἶναι ἡ Καθολική ‘Εκκλησία»), καί ἐπομένως ἀλλοτρίωσις ἀπό τήν σωτηρίαν. Τελειώνω παραπέμποντας σέ μιά ἐπιστολή τούς Ἁγίου Βασιλείου πρός τούς Νικοπολίτας πρεσβυτέρους. Τούς ταιριάζει: «Ὁ Ἰούδας πού προτίμησε νά πεθάνη στήν ἀγχόνη παρά νά ζεῖ στήν ντροπή, ἀποδείχθηκε προτιμότερος ἀπ’ αὐτούς (τούς Ἱερωμένους) πού στίς μέρες μας στέκουν χωρίς ντροπή ἀπέναντι στήν γενική κατακραυγή καί σχετίζονται ἀναίσχυντα μέ τά αἰσχρά». » (Μέγας Βασίλειος ‘Επιστολή ΣΜ, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις, 2-3 PG 897 Α).
Καί πρός ὅλους τούς ὀρθοδόξους ἐπαναλαμβάνω πάλιν τό τοῦ Μεγ. Βασιλείου. «Μονάχα μή ἐξαπατηθεῖτε ἀπό τίς ψευδολογίες τους ὅταν διακηρύττουν ὀρθότητα πίστεως. Τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι Χριστέμποροι, καί ὄχι Χριστιανοί, καθόσον πάντα προτιμοῦν ἐκεῖνο πού τούς βολεύει στόν παρόντα βίο ἀπό τό νά ζοῦν σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐγγελίου»(Αὐτόθι)».
[ Home | Update Journal | Login/Logout | Search | Account | Site Map ]