Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
1) Εκκλησία και Παπισμός
Εσφαλμένα μερικοί ομιλούν για Καθολική Εκκλησία, γιατί ο όρος καθολικός, που ταυτίζεται με το Ορθόδοξος, ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς επίσης και ο όρος Εκκλησία δεν αρμόζει στο κράτος του Βατικανού. Ο Παπισμός βρίσκεται εκτός της Εκκλησίας, και αυτό φαίνεται από δύο Συνόδους, που για μας τους Ορθοδόξους θεωρούνται Οικουμενικές, στις οποίες γίνεται λόγος για το filioque και τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Στην Η' Οικουμενική Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου, στην οποία ήταν παρόντες και οι εκπρόσωποι του ορθοδόξου τότε πάπα της Ρώμης, καταδικάσθηκαν οι Φράγκοι επίσκοποι, οι οποίοι είχαν προσθέσει στο Σύμβολο της Πίστης το filioque, γιατί μια τέτοια προσθήκη «κατά γνώσιν εισάγει των ακαταγνώστων και ύβριν των Πατέρων αναπολόγητον», γι' αυτό και λέγεται ότι «ει μεν των ιερωμένων είη τις παντελεί καθαιρέσει τούτον καθυποβάλλομεν, ει δε των λαϊκών, τω αναθέματι παραπέμπομεν». Βέβαια, αυτή η ίδια καταδίκη ισχύει και για τους πάπες της Ρώμης, από τότε που ο πρώτος Φράγκος πάπας (Σέργιος ο Δ') κατέλαβε τον θρόνο της Ρώμης και εισήγαγε το filioque στην ενθρονιστήρια επιστολή του (το 1009), και ο Βενέδικτος Η' το εισήγαγε επισήμως στο Σύμβολο της Πίστεως που αναγινωσκόταν στην Θεία Λειτουργία (το 1014). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας λέγεται ότι όσοι αποξενώνουν «αυτόν Τε τον Θεόν Λόγον και το ομοούσιον και ομόδοξον τούτου Παράκλητον Πνεύμα της θεοπρεπούς ομοτιμίας Τε και αξίας ανάθεμα». Στην Σύνοδο του 1341 επί του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και μάλιστα στον Συνοδικό Τόμο λέγεται ότι όσοι δέχονται ότι οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές και ιδιαιτέρως όσοι δέχονται ότι το Φως της θεότητος είναι κτιστό, όπως υποστήριξε ο σχολαστικός Ουνίτης Βαρλαάμ ο Καλαβρός και, βεβαίως, αυτό αποτελεί βασικό δόγμα του Παπισμού, όπως φαίνεται στα έργα του Θωμά του Ακινάτη, βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας. Γράφεται ότι, εάν κάποιος ισχυρίζεται τέτοιες απόψεις και δεν μετανοήσει, «αποκήρυκτος έσται και τετμημένος της αγίας του Χριστού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και του ορθοδόξου των Χριστιανών συστήματος». Στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας αναθεματίζονται όσοι δέχονται την περί ιδεών διδασκαλία του Πλάτωνα, δηλαδή την μεταφυσική και την οντολογία και τις απόψεις της Analogia Entiw, ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ Θεού και κόσμου, και Analogia Fidei, ότι υπάρχει δηλαδή ομοιότητα μεταξύ του Θεού και της Αγίας Γραφής, καθώς επίσης αναθεματίζονται και όσοι δεν δέχονται με πίστη καθαρά και απλή και ολόψυχη καρδιά «αλλά πειρωμένοις αποδείξεσι και λόγοις σοφιστικοίς», δηλαδή εισάγουν την σχολαστική μέθοδο γνώσεως του Θεού. Αναλύοντας περισσότερο το θέμα αυτό μπορούμε να αναφερθούμε στο ότι δύο μεγάλοι θεολόγοι και πατέρες του Παπισμού είναι ο Άνσελμος Καντερβουρίας και ο Θωμάς ο Ακινάτης, των οποίων την διδασκαλία αποδέχεται η παπική θεολογία και η πρακτική του Παπισμού. Ο Άνσελμος Καντερβουρίας επεξεργάσθηκε και εισήγαγε το θεολογικό δόγμα περί της ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης, ότι δηλαδή η αμαρτία του Αδάμ προσέβαλε την δικαιοσύνη του θεού και ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη και επανέφερε την τάξη στην δημιουργία. Πρόκειται για αλλοίωση της αλήθειας περί του θεού, αφού παρουσιάζεται ο Θεός με τα ιδιώματα του εμπαθούς ανθρώπου, ο οποίος προσβάλλεται και θίγεται, αλλά και για αλλοίωση του μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως και της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Βέβαια, η θεολογία περί της εξιλεώσεως της θείας δικαιοσύνης υιοθετεί το φεουδαλιστικό σύστημα με όλες τις θεολογικές και κοινωνικές συνέπειες. Ο Θωμάς ο Ακινάτης που είναι ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος του σχολαστικισμού, προσπάθησε να συνδυάσει τις θεωρίες του Αυγουστίνου με τον Αριστοτέλη. Εκτός των άλλων, ταυτίζει την άκτιστη ενέργεια του Θεού με την άκτιστη ουσία Του, αφού ομιλεί για το λεγόμενο actuw purus, και εισάγει την εσφαλμένη άποψη περί κτιστών ενεργειών στον Θεό που είναι στην πραγματικότητα απρόσιτος, άγνωστος απρόσωπος και βεβαίως, διδάσκει ότι ο άνθρωπος έρχεται σε κοινωνία με τις κτιστές ενέργειες του Θεού. Δηλαδή η αγάπη, η θεία Χάρη, η ειρήνη του Θεού είναι κτιστές ενέργειες του Θεού. Από την άποψη αυτή προέρχεται η διδασκαλία ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού (Filioque), το καθαρτήριο πυρ, το αλάθητο κτλ. Οι θεωρίες αυτές καταδικάσθηκαν από την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο και από την Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που θεωρείται ως Θ' Οικουμενική Σύνοδος, όπως παρουσιάζεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Επίσης αναθεματίζονται όσοι δεν ομολογούν ότι υπάρχει «ουσία Τε επί Θεού και ουσιώδης φυσική ενέργεια». Για όλους τους λόγους ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: «Οι της του Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισι, και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισί». Το ίδιο λέγει και ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λυώνος: «οι εκτός της αληθείας» ευρίσκονται αυτομάτως «εκτός της Εκκλησίας», γιατί όσους δεν δέχονται την παράδοση των Αποστόλων και την πίστη της Εκκλησίας τους θεωρούμε κατά τον άγιο Ειρηναίο, «ως αιρετικούς και κακογνώμονας(κακοδόξους), ή ως σχίζοντας (την Εκκλησίαν) και υπερηφάνους και αυθάδεις».
2) Αποστολική διαδοχή και Παπισμός
Επειδή εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχουν μυστήρια, γι' αυτό και οι κληρικοί των παπικών και αυτός ο πάπας, για μας τους Ορθοδόξους δεν έχουν ιερωσύνη, δηλαδή έχει διακοπή σε αυτούς η αποστολική διαδοχή. Αυτό βέβαια, μπορεί να ακούγεται λίγο παράξενα, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα, βάσει της Ορθοδόξου Θεολογίας. Η αποστολική διαδοχή δεν είναι μόνο μια σειρά χειροτονιών, αλλά συγχρόνως και μετοχή στην αποκαλυπτική αλήθεια. Όταν μια Εκκλησία αποκόπτεται από τον κορμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, λόγω δογματικών διαφορών, αυτό σημαίνει ότι υπολείπεται και στο μυστήριο της ιερωσύνης. Δηλαδή, όταν χάνεται η αποκαλυπτική αλήθεια και υιοθετούνται αιρετικές απόψεις, αυτό έχει συνέπειες και στην αποστολική διαδοχή Διότι οι άγιοι Απόστολοι μετέδιδαν το χάρισμα της ιερωσύνης, αλλά ταυτόχρονα παρέδιδαν, δια της αναγεννήσεως, και όλη την αποκαλυπτική παράδοση. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε την διδασκαλία του αγίου Ειρηναίου Επισκόπου Λυώνος, στην οποία φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία συνδέεται στενότατα με την Ορθοδοξία και την Θεία Ευχαριστία, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όταν χάνεται η Ορθόδοξη πίστη, τότε δεν υπάρχει ούτε Εκκλησία ούτε και Θεία Ευχαριστία. Οπότε ο κληρικός που χάνει την ορθόδοξη πίστη αποκόπτεται από την Εκκλησία και, βεβαίως, τότε δεν υφίσταται και η αποστολική παράδοση και η αποστολική διαδοχή. Το ότι ο άγιος Ειρηναίος συνδέει την αποστολική διαδοχή όχι μόνον με την χειροτονία, αλλά και με την διατήρηση της αληθούς πίστεως, φαίνεται από ένα χωρίο: «δια τούτο τοις εν τη Εκκλησία πρεσβυτέροις υπακούειν δει, τοις την διαδοχήν έχουσιν από των Αποστόλων, καθώς επεδείξαμεν, τοις συν τη επισκοπική διαδοχή το χαρισμα της αληθείας ασφαλές, κατά την ευδοκίαν του Πατρός ειληφόσι». Επειδή, λοιπόν, δεν υπάρχει ιερωσύνη στους Παπικούς, γι' αυτό και δεν υπάρχουν μυστήρια, και όσα τελούνται δεν είναι αγιαστικά μυστήρια. Εάν όμως, όπως ισχυρίζονται μερικοί, ο πάπας έχει ιερωσύνη, τότε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι έγκυρο και ο άρτος ο ευρισκόμενος στην Αγία Τράπεζα είναι ο Χριστός, οπότε περιπίπτουν σε δύο σφάλματα ή να κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων, παραβαίνοντας πληθώρα ιερών κανόνων ή να αποστρέφονται τον ίδιο τον Χριστό, ευρισκόμενον κατ' αυτούς πάνω στην Αγία Τράπεζα. Γενικά, πρέπει να πούμε ότι το Βατικανό δεν είναι Εκκλησία, αλλά ένα ποιλτικο-οικονομικό σύστημα, ευρισκόμενο εκτός της Εκκλησίας, και ο πάπας, καθώς και όλοι οι κληρικοί του Βατικανού δεν είναι διάδοχοι των Αποστόλων, δεν έχουν αποστολική παράδοση και διαδοχή. Επομένως πρέπει να υπογραμμισθεί ότι εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είμαστε και Ρωμαίοι-Ρωμιοί, δηλαδή απόγονοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και Καθολικοί, δηλαδή Ορθόδοξοι, διότι ο όρος Καθολικός δηλώνει το καθ' όλου, το Ορθόδοξο. Οι Παπικοί είναι Φραγκολατίνοι, μετά την κατάληψη του θρόνου της Ρώμης από τους Φράγκους, καθώς επίσης και αιρετικοί. Σε καιρό συγχύσεως, όπως η εποχή μας, πρέπει να είμαστε ομολογητές της πίστεως, μάρτυρες της αληθείας και ποιμένες που θα ποιμάνουμε τον λαό του Θεού με κριτήρια και προϋποθέσεις εκκλησιολογικές, οι οποίες οδηγούν στην σωτηρία.