ΜΑΚΡΥΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΓΕΙΕΣ
Ο ΘΕΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ. Όλα αυτά είναι εντελώς απαράδεκτα να γίνονται από χριστιανούς. Ήδη ο Θεός απαγόρευσε αυστηρά στους Εβραίους να ασχολούνται με τα μαγικά. Και αν αυτά απαγορεύονταν στους Εβραίους που ήσαν πνευματικά νήπια, πόσο μάλλον απαγορεύονται στους χριστιανούς, τα τέκνα της αλήθειας και της χάριτος του Ευαγγελίου; Στο Δευτερονόμιο ο Θεός προστάζει τους Εβραίους: «Να μη βρεθεί σε σένα (Ισραήλ) κανένας, που να καθαρίζει το γιο του και τη θυγατέρα του με τη φωτιά, κανένας που να μαντεύει μαντείες, που να προβλέπει τα μέλλοντα με φωνές (κλήδονες) και παρατηρήσεις σημείων (οιωνών), μάγος που ν' ασχολείται με επαοιδία, εγγαστρίμυθος και τερατοσκόπος, που να καλεί τους νεκρούς». (Δευτ. 18, 10). Στο Λευιτικό, μάλιστα, προσθέτει να μην πλησιάζει κανένας εκείνους που κάνουν αυτά τα πράγματα για να μην μολυνθεί: «Να μην προσκολληθείτε (σε μάγους) και μολυνθείτε απ' αυτούς, εγώ είμαι ο Κύριος και ο Θεός σας» (Λευιτ. 19, 26). Ο Θεός απαγορεύει, τα μαγικά επειδή οδηγούν τόσο εκείνους που τα χρησιμοποιούν, όσο και εκείνους που τα ζητούν, στην προσκύνηση και τη λατρεία των δαιμόνων. Γι' αυτό και αποτελούν θανάσιμη αμαρτία. Από την άλλη, πάλι, τα μαγικά δεν μπορούν να προσφέρουν καμία ωφέλεια. «Οι μαντείες και οι οιωνισμοί και τα όνειρα είναι μάταια», λέει η Γραφή (Σειράχ 34, 5). Γι' αυτό το λόγο οι άγιοι Απόστολοι δίνουν εντολή στους Χριστιανούς να μη χρησιμοποιούν κανενός είδους μαγικά: «ου μαγεύσεις, ου φαρμακεύσεις» (Διαταγ. 7,3) «φεύγετε... επαοιδάς, κλήδονας, μαντείας, καθαρισμούς, οιωνισμούς ορνιθοσκοπίας, νεκρομαντείας, επιφωνήσεις». Η εκκλησία θεωρεί μεγάλο αμάρτημα την ενασχόληση με τη μαγεία και ορίζει μεγάλα επιτίμια. Ο 61ος Κανόνας της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει επιτίμιο έξι χρόνων. Εκείνους δε που επιμένουν σ' αυτά τους αφορίζει. Ο Μ Βασίλειος τους κατατάσσει με τους φονεύσαντες θεληματικά και τους κανονίζει να μην κοινωνούν για είκοσι χρόνια. Και τούτο γιατί η μαγεία δεν είναι ένα απλό πταίσμα, αλλά άρνηση του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι βασική προϋπόθεση για να βαπτισθεί κανείς και να γίνει μέλος της εκκλησίας, είναι πριν απ' όλα να αρνηθεί το διάβολο και να δηλώσει ότι θέλει να «συνταχθεί» με το Χριστό. Ο μέλλων να βαπτισθεί ερωτάται από τον ιερέα: «Αποτάσσει τω σατανά και πάσι τοις έργοις αυτού και πάσι τοις αγγέλοις αυτού, και πάσι τη λατρεία αυτού και πάσι τη πομπή αυτού;» Ο κατηχούμενος απαντάει τρεις φορές «αποτάσσομαι». Έπειτα ο ιερέας τον καλεί να «φτύσει» το διάβολο, τα έργα του, τη λατρεία του, την πομπή του, για να δείξει ότι πλέον δεν έχει καμία σχέση μαζί του. Αυτή όμως την τόσο σημαντική πράξη, οι χριστιανοί τη λησμονούν. Επιστρέφουν και πάλι στην προ Χριστού ζωή. Φεύγουν, αρνούνται τον Χριστό και πηγαίνουν πάλι στον διάβολο.