ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ (kirykos) wrote, @ 2008-09-04 09:30:00 |
Ἐν συντομία ἡ περί τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος
Προυσιωτίσσης διήγησις ἔχει ὡς κάτωθι:
Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα αυτή ήταν τοποθετημένη σ' ένα ναό της Προύσας. Στα χρόνια της εικονομαχίας (829) την παρέλαβε κάποιος άρχοντας, που σκόπευε να τη μεταφέρει στην Ελλάδα για ασφάλεια. Όταν όμως έφθασε στην Καλλίπολη, έχασε την εικόνα, η οποία κατευθύνθηκε θαυματουργικά στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η μονή του Προύσου. Το γεγονός σύντομα διαδόθηκε. Δεν άργησε να φθάσει και στ' αυτιά του άρχοντα που τη μετέφερε. Έτρεξε, την αναγνώρισε συγκινημένος, εκάρη εκεί μοναχός και θεωρείται ο πρώτος κτίτωρ της μονής.
Ἀναλυτικώτερον:
«Η ιστορία της Εικόνας, και κατ’ επέκταση και της μονής, ανάγεται στην περίοδο της βασιλείας του εικονομάχου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοφίλου (829-842). Η εικόνα της Παναγίας βρισκόταν στον πιο περικαλλή ναό της Προύσας, όπου με τη χάρη του Θεού και την πίστη των χριστιανών επιτελούσε πολλά θαύματα. Αλλά, λόγω της επικείμενης καταστροφής όλων των εικόνων στην βυζαντινή επικράτεια, εξαιτίας ενός διατάγματος του αυτοκράτορα που υπαγόρευε την καταστροφή τους, ένας νέος από αρχοντική καταγωγή, και κινούμενος από ευσεβή φόβο για το μέλλον της ιεράς εικόνος, αποφασίζει να πάρει την εικόνα και να την φυγαδεύσει στην ορθόδοξη τότε Ελλάδα, για να μην κινδυνεύσει. Έτσι, με αυτό τον τρόπο, ξεκινάει η ιστορία της Μονής του Προυσού.
Όταν αυτός ο νέος, του οποίου το όνομα δεν το γνωρίζουμε, έφτασε στην Ελλάδα, από την Προύσα της Μικράς Ασίας, κατευθύνθηκε προς το νότιο τμήμα της Ελλάδας ψάχνοντας έναν τόπο ο οποίος θα τον ανέπαυε και στον οποίο θα ανοικοδομούσε την εκκλησία, προς τιμήν της του Θεού Σοφίας και προς παρηγορία της ξενιτίας. Εκεί είχε σκοπό να τοποθετήσει και την εικόνα. Αυτός ο τόπος ήταν η νέα Πάτρα, η σημερινή Υπάτη. Καθώς όμως η εκκλησία σχεδόν τελείωνε, ένα βράδυ η εικόνα της Παναγίας εξαφανίστηκε. Το πρωί, όταν ο νέος κατάλαβε ότι η εικόνα εξαφανίστηκε, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και προσπάθησε να βρει την αιτία που η εικόνα τον είχε εγκαταλείψει. Βέβαια, σταμάτησε και η ανοικοδόμιση της εκκλησίας μέχρις ότου θα βρισκόταν η εικόνα.
Εν τω μεταξύ, η εικόνα είχε μεταφερθεί σε ένα μικρό σπήλαιο σε ένα δύσβατο και άγονο τόπο, του οποίου μοναδικοί κάτοικοι ήταν κάποιοι βοσκοί με τα κοπάδια τους. Κάθε βράδυ εκεί όπου βρισκόταν η εικόνα δημιουργούταν μία στήλη φωτός και ακούγονταν ψαλμωδίες. Αυτό το θαυμαστό γεγονός το άκουσε ένα παιδί και έντρομο το είπε στον πατέρα του, ο οποίος όμως θεώρησε ότι το παιδί τα ονειρεύτηκε. Την επόμενη νύχτα μαζί με το παιδί έμεινε και ο πατέρας για να διαπιστώσει τι συνέβαινε· και όντως συνέβησαν όπως τα είχε πει το παιδί. Την επόμενη μέρα πήγαν όλοι οι βοσκοί, με μεγάλο φόβο, να δουν τι συνέβαινε. Εκεί ανακάλυψαν την εικόνα και είδαν να υπάρχει μπροστά της ένα αναμμένο καντήλι. Οι βοσκοί φωνάζοντας τον ιερέα του χωριού, πήραν την εικόνα και την μετέφεραν στο χωριό, ενώ παράλληλα διαδόθηκε το νέο.
Το ίδιο βράδυ όμως η εικόνα έφυγε από το χωριό και ξαναπήγε στην σπηλιά οπού είχε βρεθεί. Παράλληλα πληροφορήθηκε και ο νέος για την εύρεση της εικόνας από τις εφημερίδες και πάει να διαπιστώσει αν πρόκειται για την εικόνα που είχε φέρει από την Προύσα. Όταν έφτασε στο χωριό, και είδε την εικόνα εξήγησε στους χωρικούς όλα όσα είχαν συμβεί, αφού τους έδωσε ένα φιλοδώρημα που βρήκαν την εικόνα την πήρε για να την τοποθετήσει στην εκκλησία που έφτιαχνε. Οι βοσκοί πάρα πολύ λυπημένοι αποχαιρέτησαν τον πνευματικό θησαυρό που προς στιγμήν έχαναν, καθώς δεν ήξεραν ότι τα σχέδια του Θεού ήταν άλλα για αυτό τόπο.
Στον δρόμο της επιστροφής για την Υπάτη, έκανε μία στάση για να ξεκουραστεί και να περάσει η νύχτα. Όμως η εικόνα για δεύτερη φορά έφυγε και επέστρεψε στη σπηλιά. Το πρωί, όταν ξύπνησε και είδε ότι η εικόνα έλειπε, θεώρησε ότι οι χωρικοί τον είχαν παρακολουθήσει και του άρπαξαν την εικόνα. Επέστρεψε πάλι στο χωριό, και κατηγόρησε τους χωρικούς ότι του έκλεψαν την εικόνα· όταν αυτοί του εξήγησαν ότι δεν είχαν φύγει από το χωριό τους καθόλου, αυτός δεν τους πίστεψε, πήρε την εικόνα και ξεκίνησε για το δρόμο προς την Υπάτη. Στο δρόμο, όμως, καθώς είχε τοποθετήσει την εικόνα πάνω στο άλογό του, το άλογο πέφτει στον γκρεμό. Ο νέος τότε επικαλείται την Παναγία να γλιτώσει το άλογο, και κατεβαίνει για να δει τι είχε γίνει. Μόλις είδε ότι το άλογο δεν είχε πάθει τίποτα, χάρηκε και έψαξε να βρει και την εικόνα, αλλά δεν μπόρεσε.
Η εικόνα εν τω μεταξύ, αφού ανέβηκε το βουνό, αφήνοντας τα αποτυπώματά της, και έφτασε στην κορυφή του βουνού, τρύπησε το βουνό και επέστρεψε στη σπηλιά. Ο νέος για μία ακόμη φορά επέστρεψε στο χωριό για να πάρει την εικόνα. Όταν πήγε να την σηκώσει για να την πάρει, δεν μπόρεσε. Και η εικόνα απευθυνόμενη σε αυτόν του είπε, ότι είχε διαλέξει τον χώρο όπου θα έμενε· παράλληλα τον ευχαρίστησε για όλα όσα είχε κάνει και επιπλέον τον αποδέσμευσε από κάθε ευθύνη που είχε για αυτήν. Ήταν ευπρόσδεκτος να μείνει μαζί της, αν το ήθελε, αλλά αν πάλι δεν ήθελε δεν θα έπρεπε να λυπηθεί. Το αρχοντόπουλο αφού έδιωξε όλους τους υπηρέτες του, κράτησε έναν, με τον οποίο έγιναν μοναχοί και έλαβαν τα ονόματα, Διονύσιος και Τιμόθεος, δημιουργώντας έτσι την πρώτη μοναστική πολιτεία στην Ευρυτανία.»
[ Home | Update Journal | Login/Logout | Search | Account | Site Map ]