Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΙΕΙΟΣ
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ως Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε πλούσιος, γύρω στο 330.Σπούδασε στην Αθήνα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και όλη την επιστήμη της εποχής του, που ησχολείτο με τα όντα. Εμαθε εννέα επιστήμες.
Eγινε καθηγητής της ρητορικής.
Η θεολογία που ανέπτυξε δεν ήταν ακαδημαϊκή, ορθολογιστική, συναισθηματική ή αισθητική, αλλά καθαρά υπαρξιακή και υπήρξε το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Β Οικουμενική Σύνοδος, δυο χρόνια μετά την κοίμηση του.
Υποστήριξε την ωφέλεια της μελέτης των ελληνικών συγγραμμάτων και επιστημών.
Μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς.
Ετρωγε μόνο κριθαρένιο ψωμί και χόρτα.
Στην εποχή του η κοινωνική πρόνοια ήταν άγνωστη έννοια.
Εφτιαξε κοντά στην Καισάρεια μια ολόκληρη πόλη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, ορφανοτροφεία, σχολεία, σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης κ.α.
Τους λεπρούς, που την εποχή εκείνη ήταν απόβλητοι από την κοινωνία, τους φρόντιζε ο ίδιος.
Ιδρυσε και καθιέρωσε την διανομή αγαθών, τρόφιμα, ρούχα, χρήματα και κάθε είδους βοήθεια σε φτωχές οικογένειες, άπορους κ.λπ.
Βοηθούσε όλους, χωρίς καμία διάκριση, χριστιανούς, ιουδαίους και εθνικούς.
Κατακεραύνωνε τους εκμεταλλευτές.
Καταδιώχθηκε από δυο αυτοκράτορες.
Κοιμήθηκε σε ηλικία 49 ετών.
Τα μόνα περιουσιακά στοιχεία, που άφησε πίσω του, ήταν ένα τρίχινο ράσο και λίγα βιβλία.
Στην κηδεία του συμμετείχαν Ιουδαίοι, Εθνικοί και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης.
Από τον συνωστισμό σημειώθηκαν λιποθυμίες και θάνατοι.
Η κηδεία του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 379, ημέρα που τον εορτάζουμε.
ΤΟ ΗΡΩΙΚΟΝ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Διάλογος του Μ.Βασιλείου με τον έπαρχο Μόδεστο ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να γίνει αρειανιστής ,όπως ήταν και ο αυτοκράτορας Ουάλης.’Εδῶ διακρίνουμε τό ἡρωϊκό φρόνημα τοῦ Μεγ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος μπροστά στήν πίστι καί τήν ἀλήθεια δέν ὑπελόγισε τίτποτα οὔτε καίθ αὐτήν τήν ἀπειλήν τοῦ θανάτου
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: « Πως σκέφτηκες σύ, Βασίλειε - δεν τον ονόμασε επίσκοπο - και τολμάς να αντιστέκεσαι ενάντια στην εξουσία και να φέρεσαι μόνος συ με τόση αυθάδεια;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί μου κάνεις τέτοια ερώτηση; Ποια είναι η απείθεια και η υπεροψία μου; Γιατί ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Γιατί δεν ακολουθείς την θρησκεία του αυτοκράτορα, ενώ όλοι πιά οι άλλοι υποτάχτηκαν και νικήθηκαν;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Δεν είναι αρεστά αυτό στο δικό μου Βασιλιά. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ το Χριστό σαν κάποιο κτίσμα, όπως τον θεωρείτε σεις οι αιρετικοί, αφού εγώ είμαι κτίσμα του Θεού.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Και μάς πώς μάς θεωρείς; Δεν είμαστε τίποτε ημείς, που διατάζουμε αυτά; Πώς λοιπόν; Δεν θεωρείς μεγάλο και τιμητικό το να ταχθής με το μέρος μας και να έχης φίλους και συντρόφους;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ:Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι ότι σείς είσθε ύπαρχοι και επιφανείς, αλλά καθόλου ανώτεροι από το Θεό. Και θεωρώ σπουδαία τη φιλία σας, αλλά και ισάξια με τη φιλία των άλλων ανθρώπων που πιστεύουν. Γιατί δεν είναι επίσημος ο Χριστιανισμός από την αξία των προσώπων που ανήκουν σ΄ αυτόν, αλλά από την πίστη.
Στο σημείο αυτό ο ύπαρχος ταράχθηκε. Άναψε από το θυμό του. Σηκώθηκε από την έδρα του και με λόγια ορμητικά είπε:
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Τι θα μου συμβή; Τι πρόκειται να πάθω;
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Τι θα πάθης; Ένα από τα πολλά που έχω στην εξουσία μου.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ποια είναι αυτά; Πες μου τα, για να ξέρω.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Δήμευση, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Απείλησε τίποτε άλλο, αν υπάρχη. Γιατί κανένα απ΄ αυτά που ανέφερες, δεν μπορεί να με θίξη και να με βλάψη.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πως είναι δυνατόν και με ποίο τρόπο θα τα καταφέρης;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί δήμευση περιουσίας δεν μπορεί να πάθη εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρης τα τρίχινα αυτά φτωχά ρούχα και τα λίγα βιβλία, από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δεν ξέρω αφού δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος και ούτε αυτή τη πόλη του κατοικώ τώρα, θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Και μάλλον κάθε τόπο του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βασανιστήρια πάλι τι μπορούν να κάνουν σε άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λές βάσανο την πρώτη πληγή με την οποία θα πέσει το σώμα αυτό. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Και ο θάνατος θα είναι για μένα ευεργεσία, γιατί θα με στείλει γρηγορότερα στο Θεό, για τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και χάρη του οποίου νεκρώθηκα και προς τον οποίο από καιρό τώρα σπεύδω.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Κανείς μέχρι σήμερα δε μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόση μεγάλη παρρησία σε μένα τον Ύπαρχο.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ίσως δε συνάντησες ποτέ ΕΠΙΣΚΟΠΟ. Γιατί αν συναντούσες πραγματικό Ιεράρχη, που ν΄ αγωνίζεται για την ορθή πίστη, με αυτό τον τρόπο θα σου απαντούσε. Ημείς Ύπαρχε, σε όλα τα άλλα ζητήματα είμαστε επιεικείς και ταπεινότεροι από κάθε άλλο άνθρωπο, γιατί τέτοια εντολή έχουμε από τον Κύριο. Και όχι μόνο σε τόση μεγάλη εξουσία, όπως η δική σου, αλλά ούτε στον τυχόντα άνθρωπο σηκώνουμε μάτια. Αλλά όπου πρόκειται για το Θεό και κινδυνεύει η πίστη, σ΄ Αυτόν μόνο αποβλέπουμε. Φωτιά και ξίφος και θηρία και νύχια που κόβουν τις σάρκες είναι για μας αυτά περισσότερο ευχαρίστηση παρά εκφοβισμός και κατάπληξη. Γι΄ αυτό βρίζε, φοβέριζε, κάνε ό,τι θέλεις, χρησιμοποίησε την εξουσία σου. Ας ακούση την απάντηση αυτή και ο Βασιλιάς. Δεν θα υποτάξης, ούτε θα με πείσης να ταχθώ με το μέρος της αιρετικής ασέβειας, έστω και αν με απειλήσης με ακόμη τρομερότερα.»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΡΟΣ ΠΛΟΥΤΟΥΝΤΑΣ
Ομιλία προς Πλουτούντας ( = αυτούς που πλουτίζουν)
«Ως πότε θα είναι παντοδύναμο το χρήμα, ως πότε θα κυβερνά ο πλούτος, η αιτία όλων των πολέμων, για τον οποίο κατασκευάζονται τα όπλα και ακονίζονται τα ξίφη;»
Καθελώ μου τας αποθήκας (= αδειάζω τις αποθήκες μου)
«Ή ο μεν ενδεδυμένον απογυμνών λωποδύτης ονομασθήσεται, ο δε γυμνόν μη ενδύων , δυνάμενος τούτον ποιείν, άλλης τινός προσηγορίας άξιος; Του πεινώντος εστιν ο άρτος, ον συ κατέχεις, του γυμνητεύοντος το ιμάτιον ο συ φυλάσσεις εν αποθήκαις, του ανυποδήτου το υπόδημα ο παρά σοι κατασήπεται, του χρήζοντος το αργύριον ο κατορύξας έχεις. Ώστε τοσούτους αδικείς, όσους παρέχειν ηδύνασο».
( Αν αυτός που γυμνώνει τον ντυμένο, ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί, αξίζει διαφορετική ονομασία;
Το ψωμί που κατέχεις είναι του πεινασμένου, το ρούχο που φυλάς στην αποθήκη σου είναι του γυμνού, το παπούτσι που δεν χρησιμοποιείς είναι του ξυπόλητου, το χρήμα που καταχωνιάζεις είναι του φτωχού.
Ολους αυτούς που θα μπορούσες να τους τα δώσεις, αλλά δεν το κάνεις, τους κλέβεις).
«Η παιδεία είναι η μόνη από τα αποκτήματα που δεν αφαιρείται και όσο ζει ο άνθρωπος και όταν πεθάνει παραμένει.»
ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΠΕΡΙ ΙΔΙΚΟΤΗΣΙΑΣ
";Κλοπή είναι η οπωσδήποτε και οθενδήποτε αποκτηθείσα ιδιοκτησία";
( η ιδιοκτησία είναι κλοπή, από όπου και όπως κι αν αποκτήθηκε).
«Ο Θεός δεν αγαπά αυτό που γίνεται αναγκαστικά, αλλά αυτό που κατορθώνεται με την αρετή. Η αρετή επιτυγχάνεται με την ελεύθερη προαίρεση».