ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΣΤΙΑΤΩΡΙΑ
«‘Ωφθη σοι Χριστός, ώ θαυμάσιε, υπ’ αγγέλων δορυφορούμενος δύο» .
Ο Χρυσόστομος εδώ (PG 56, 546) αναφέρεται στην επίσκεψη του Αβραάμ, τότε που είχε τη σκηνή του στη Δρύ του Μαμβρή.
Άγιος Θεόδωρος Εδέσσης εξηγεί ότι η αγάπη του Αβραάμ προς κάθε ξένο που περνούσε τον αξίωσε να φιλοξενήσει και τον Θεό: «Διό δη και της θαυμαστής εκείνης εστιατωρίας, κατηξιώθη, ξενίσας αγγέλους και τον των όλων Δεσπότην» (Φιλοκ. Α’ σ. 320 πε).
Αλλά ο Θεός είχε σαφώς ανθρωπίνη μορφή. «‘Ωφθη δε αυτώ ο Θεός πρός τη δρυA τη Μαμβρή καθημένου αυτού επί της θύρας της σκηνής αυτού μεσημβρίας. Αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδέ, και ιδού τρεις άνδρες ειστήκεισαν επάνω αυτού» (Γεν. Ιη’ 1-2). «Θεόν υπεδέξατο (η Σάρρα) εν ανθρωπίνη μορφή, συν δυσίν αρχαγγέλοις» ψάλλει ο Άγ. Ρωμανός ο Μελωδός (Sancti Romani Melodi Cautica, Oxford, 1963 σ. 279).
Στη συνέχεια του κειμένου της Γενέσεως βλέπουμε «τους δύο (άνδρες) οίτινες άγγελοι τω όντι ήσαν...» (Άγ. Ιουστίνος ο Φιλόσ., Διαλ. 57,2).
Να αποστέλονται από τον Κύριο στα Σόδομα, προς τον Λώτ, ενώ Εκείνος συνεχίζει τη συνομιλία Του με τον Αβραάμ. «Θεός μετά αγγέλων... Και οι μεν άγγελοι απήεσαν καθώς ενετάλθησαν, ο δεσπότης δε συν τω δικαίω...» (Άγ. Νεόφυτος ο Έγκλειστος, Λόγ. ΙΔ).
Μόνον ο Χριστός θα μπορούσε να εμφανισθεί σαν Θεός και σαν άνθρωπος.
Ο Αβραάμ όμως «ουκ ήδει ότι τον Χριστόν εδέχετο^ ουκ ήδει, ότι αγγέλους... (Άγ. Ιωάνν. ο Χρυσόστομος p.g. 60, 320). «Ήλθον δε, φησιν, οι δύο άγγελοι, εις Σόδομα εσπέρας..Ο μέν κηδεμών και φιλάνθρωπος Θεός ... σχήματι ανθρώπου τότε οφθείς παρέμενε τω Πατριάρχη διαλεγόμενος... οι δε άγγελοι ώρμησαν επί τα Σόδομα, το επιταχθέν πληρώσαντες» (Χρυσόστομος P.G. 54, 396).
ΠΕΡΙ ΓΑΡ ΕΜΟΥ ΜΩΥΣΗΣ ΕΓΡΑΨΕΝ
Επικρατεί σε πολλούς η εντύπωση ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο Γιαχβέ, είναι δήθεν ο Θεός Πατήρ.
Όμως ο Χριστός λέγει στους Εβραίους γιά τον Πατέρα Του: «Ούτε φωνήν αυτού ακηκόατε πώποτε ούτε είδος αυτού εωράκατε» (Ιωάνν. ε’ 37).
Ποιόν είδαν τότε οι Πατριάρχαι και οι Προφήται, γιά ποιόν Θεό μιλάει η Παλαιά Διαθήκη; Το λέγει ο ίδιος: «Ερευνάτε τάς γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν^ και εκείναί εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού» . Γιά μένα, λέγει, γράφει η Παλαιά Διαθήκη που μελετάτε. Και μη λέτε ότι πιστεύετε στον Μωϋσή. «Ει γάρ επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε αν εμοί^ περί γάρ εμού Εκείνος έγραψεν» (Ιωάνν. ε’ 46).
Κανένας δεν είδε ποτέ τον Πατέρα εκτός μόνον από τον ομοούσιό Του Υιό. «Ουχ ότι τον Πατέρα τις εώρακεν, ει μη ο ών παρά του Θεού, ούτος εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάνν. στ’ 46).
Τον Χριστό λοιπόν είδαν και μ’ Εκείνον μίλησαν οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης.
Αυτό έγινε δυνάμει της μελλούσης σαρκώσεώς Του.
Και ας μήν απορεί κανείς γι’ αυτό το μυστήριο. Γ
ιατί η σάρκωση είναι μέν κάθοδος του Θεού σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, πλήν όμως ο Δημιουργός δεν δεσμεύεται και δεν περιορίζεται από τα δημιουργήματά Του, αλλά είναι πανταχού παρών και στον τόπο και στον χρόνο, η δε ενανθρώπιση δεν είναι μόνον ιστορικό αλλά και οντολογικό γεγονός που αφορά όλη τη δημιουργία παρελθούσα και μέλλουσα, όπως και η πτώση του πρώτου Αδάμ.
«Βλέπεις ότι και ο Προφήται τότε έβλεπον τον Χριστόν, αλλά καθό εχώρουν έκαστος» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις δεκάτη).