ΟΙ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΟΧΙ ΕΙΣ ΤΑΣ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΑΣ.
Μητροπολίτης Κυρηνείας κ. Παύλος:
Όχι εις τας συμπροσευχάς
ΟΙ ΙΕΡΟΙ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦντες τούς λόγους τοῦ Κυρίου πρός τούς ἑαυτοῦ Μαθητάς "μή προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι", (Λουκ. 21, 14), μιλοῦσαν καί ἔγραφαν ἐμπνεόμενοι ἀπό την ἐξαγιασμένη καρδιά τους καί τήν φωτισμένη ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ διάνοιά τους, μόνο ὅταν τό Πανάγιο Πνεῦμα τούς παρακινοῦσε, ἐνέπνεε καί καθοδηγοῦσε. Δέν ἐξασκοῦσαν ποτέ ψιλή θεολογική διδασκαλία χάριν ἀκαδημαϊκῆς συζήτησης ἤ ἐπιβολῆς προσωπικῶν ἀτελῶν στοχασμῶν καί ἐξεζητημένων ἀπόψεων γιά ἐντυπωσιασμό ἤ πρός ἐπηρεασμό τῶν πιστῶν.
Συνεχές μέλημά τους ἦταν ἡ διαφύλαξη ἀκεραίας τῆς ὑπό τοῦ Κυρίου δοθείσης καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων παραληφθείσης Ἀμωμήτου Πίστεως, καί ἀνύστακτη φροντίδα τους ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἑνότητας τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἐξασφάλιση τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, ὡς μελῶν τοῦ Παναχράντου Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἐξάσκηση τῆς φιλανθρώπου ποιμαντικῆς διακονίας τους δέν δίσταζαν, προκειμένου νά περιφρουρήσουν το Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νά θεσπίσουν με φιλαδέλφο αὐστηρότητα ἱερούς Κανόνες.
Ἀνάμεσα σʼ αὐτούς ὑπάρχουν και ἀρκετοί, οἱ ὁποῖοι ρητῶς ἀπαγορεύουν τη συμπροσευχή τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν ὄχι μόνο γιά νά μή μολυνθοῦν οἱ πιστοί καί ἀμβλυνθεῖ τό Ὀρθόδοξο αἰσθητήριό τους, ἀλλά καί γιά νά καλλιεργηθεῖ ἡ μετάνοια στούς αἱρετικούς, ἴσως καί ἐπιστρέψουν στήν κανονική μάνδρα τοῦ Χριστοῦ, ἥτις εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σκοπός μας δέν εἶναι ἡ παράθεση τοῦ πλήθους τῶν ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἀπερίφραστα ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές καί δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο γιά παρερμηνεία.
Ἄλλωστε μπορεῖ εὔκολα νά ἀνατρέξει κανείς συγκεντρωτικά σʼ αὐτούς σέ δύο περυσινές σχετικές ἐκδόσεις. [1]
Πρόσφατη ἀπόπειρα λαϊκοῦ συνταξιούχου Πανεπιστημιακοῦ διδασκάλου νά πείσει ὅτι τάχα ἐπιτρέπονται οἱ συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικοὺς εἶναι δογματικά διάτρητη καί θεολογικά ἀτεκμηρίωτη.........
. Ὅσον καί ἄν καταβάλλεται προσπάθεια να παρουσιασθεῖ ὡς τεκμηριωμένη καί ἐπιστημονική, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ, γιατί ἔρχεται εἰς ἀντίθεση πρός τό ἔργο τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Πίστεως καί ἡ κοινωνία Αὐτοῦ ἀνάμεσα στούς πιστούς καί ἀντιστρατεύεται τό ποιμαντικό πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων.
Ἐπί πλέον, μᾶς θυμίζει τίς κατά καιρούς γνωματεύσεις διαφόρων πραγματογνωμόνων, οἱ ὁποῖοι στήν προσπάθειά τους νά ἐπιβάλουν τίς θέσεις καί ἀπόψεις τους, ἐμφανίζουν ὡς ἐπιστημονικοφανή τήν ἀτεκμηρίωτη θεμελίωσή τους.
Δέν μποροῦν ὅμως να σταθοῦν στήν Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία ἀλλά καί τό κανονικό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, σκοπός τοῦ ὁποίου εἶναι νά σώσει καί ὄχι νά ἀπωλέσει, νά ἑνώσει καί ὄχι νά διχάσει.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τῶν ὁποίων τά βήματα πρέπει πάντοτε νά ἀκολουθοῦμε, μέ τίς κεκαθαρμένες, φωτισμένες καί ἁγιασμένες ἀπό τήν ἄκτιστο Χάρη τοῦ Θεοῦ ψυχές τους μιλοῦσαν καί ἔγραφαν ἀπό τόν τόπο τῆς ἀσκήσεως καί προσευχῆς βιωματικά, ἐμπνεόμενοι ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα.
Σκοπός δέ τῶν Θεοφόρων Πατέρων δέν ἦταν νά ἱκανοποιήσουν ὁποιανδήποτε σκοπιμότητα. ≪Ὁ λόγος τους καί τό κήρυγμά τους οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλʼ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως≫ ( Α΄ Κορ. 2, 4).
Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου καί ἡ ποιμαντική εὐθύνη τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ εἰδοποιός διαφορά ἀπό τούς ἁπλούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς.
Ἡ Ποιμαντική αὐτή εὐθύνη τῶν Πατέρων δείχνει ἀκριβῶς τήν ἀληθινή καί ἄδολη ἀγάπη τους, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὄχι μόνο πρός τούς πιστούς, γιά νά διατηρηθοῦν στήν ὀρθή πίστη, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί πρός τούς αἱρετικούς, ἔστω καί ἄν ἐκφράζεται αὐστηρά μέ τήν ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν, γιά νά συνειδητοποιήσουν ὅτι βρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας, νά προσέλθουν ἐν μετανοίᾳ πρός ὅ,τι διδάσκει ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία καί νά σωθοῦν.
Ἡ παραποίηση τοῦ πνεύματος τῶν ἱερῶν Κανόνων δείχνει πόσο το πνεῦμα ζωοποιεῖ, τό δέ γράμμα κτείνει.
Ἡ ἐπιμελημένη προσπάθεια συγκάλυψης τῆς ἀπόπειρας παρερμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων διά τῆς λήψεως τοῦ ζητουμένου, τῆς ἐπιβολῆς δηλαδή τῶν συμπροσευχῶν, δέν μπορεῖ νά ἀποκρυβεῖ.
Τόσο τό γράμμα ὅσον καί το πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀπαγορεύουν ρητῶς τίς συμπροσευχές.
Ἑπομένως οἱ προθέσεις τοῦ ὡς ἄνω διδασκάλου, εἶναι προφανεῖς:
Ἡ ἐνθάρρυνση τῶν Ὀρθοδόξων νά συμπροσεύχονται με τούς αἱρετικούς καί ἡ πρόληψη τῶν ὁποιωνδήποτε βεβαίων ἀντιδράσεων ἐκ μέρους τῶν πιστῶν.
Περαιτέρω, θέλει νά προκαταλάβει τή λήψη ἀποφάσεων, προϊόν ἐλεύθερης ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συζήτησης καί προσπαθεῖ ἐν προκειμένῳ νά ἐπιβάλει προσωπικές του ἀπόψεις καί γνῶμες.
Στήν προσπάθεια αὐτή Ἅγιοι Πατέρες περιφρονοῦνται.
Οὕτως, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀναγνωρισμένος ἑρμηνευτής τῶν ἱερῶν Κανόνων, ὑποτιμᾶται.
Ἐπί πλέον κατηγορεῖται ὅτι δῆθεν μισεῖ τούς αἱρετικούς, γιά νά ὑποβαθμισθεῖ ἡ ἀντικειμενικότητά του καί νά ὑποσκαφθεῖ τό κῦρος τῶν λόγων του.
Ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἶναι σαφής:
"Ἀνίσως λοιπόν, ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι, δέν συγχωροῦνται νά σταθοῦν ἐν τῷ καιρῷ, ὅταν γίνεται ἡ θεία Λειτουργία, πόσῳ μᾶλλον οἱ αἱρετικοί;"[2].
Ἄλλος σπουδαῖος Κανονολόγος, ὁ Βαλσαμών ἀμφισβητεῖται, διότι ἡ ἑρμηνεία του δέν συμφωνεῖ μέ τίς θεωρίες του.
"Οἱ ἱ. Κανόνες δέν ἀποτελοῦν τήν ἔκφρασιν νομικοῦ τινος πνεύματος, ὅπερ τείνει νά ἐκνομικεύσῃ τά πάντα καί νά περιορίσῃ τήν ζωήν τοῦ πνεύματος εἰς νομικούς τύπους, ἀλλά τήν ἔκφρασιν τῆς ποιμαντικῆς μερίμνης τῆς Ἐκκλησίας πρός σωτηρίαν τῶν μελῶν αὐτῆς"[3].
Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κεφάλαιο τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων, ἡ ἀνακεφαλαίωση ὅλης τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, τό κέντρο τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας, ἡ πηγή τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητας καί ἡ σφραγίδα ὅλης τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Εἶναι τό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, ὅπου ἡ κανονική τάξη καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας κρατεῖ μακράν τούς ἀμυήτους καί θέλει μόνο οἱ πιστοί νά συμμετέχουν καί νά προσέρχονται "μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης".
Τό χρυσοῦν στόμα τῆς Ἐκκλησίας προειδοποιεῖ: "μηδεὶς κοινωνείτω τῶν μὴ μαθητῶν...
Τῆς ψυχῆς ἀποστήσομαι πρότερον, ἢ τοῦ αἵματος μεταδώσω τοῦ δεσποτικοῦ παρʼ ἀξίαν"[4].
Ἐδῶ δύναται κανείς νά διακρίνει τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τοῦ Ἱεράρχου, γιά νά ἀντιληφθεῖ στήν συνέχεια μέ πόση ἐπιπολαιότητα καί ἔλλειψη θεολογικῆς εὐαισθησίας ὁρισμένοι λαϊκοί προπαγανδίζουν, ἀλλά καί σύγχρονοι θεολογοῦντες Ὀρθόδοξοι κληρικοί ἐνθαρρύνουν τίς μετά τῶν ἑτεροδόξων συμπροσευχές, ἄνευ τῆς ἀπαραιτήτου προηγηθείσης ἑνότητος τῆς Πίστεως καί τῆς Κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ὁ πιστός λαός διατηρεῖ τό τῆς Πίστεως αἰσθητήριο ὀρθόδοξο καί τό τῆς Ὀρθοδοξίας κριτήριο ἀνεπτυγμένο καί εὐαίσθητο. Οὐδέποτε θά δεχθεῖ, πολύ δέ περισσότερο θά ἀνεχθεῖ, καινοφανεῖς ἑρμηνεῖες στά θέματα τοῦ Δόγματος καί τοῦ ἤθους, τά ὁποῖα ὀρθῶς θεωρεῖ ὡς ἀλληλένδετα καί ἀναλλοίωτα._____________________________
1. α) π. Ἀναστ. Κ. Γκοτσοπούλου, Προσεγγίζοντας τήν κανονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, «οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», Πάτρα, 2008.
β) Ἀρχιμ. Κυρ. Κωστοπούλου, Ἡ Ἀντικανονικότητα τῆς μετά τῶν αἱρετικῶν συμπροσευχῆς, Πάτρα 2008.
2. Πηδάλιον σ. 670.
3. Ἀρχιμ. Γεωργ. Καψάνη, Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τους ἱερούς Κανόνας, Πειραιεύς, 1976, σ. 59.
4. Εἰς τό κατά Ματθαῖον, 82, ΕΠΕ 12, 220.