Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ
Ἡ μνήμη ὡς ὅρος ἐπιβίωσης:
Ἡ ποντιακή γενοκτονία (19 Μαΐου)
Τοῦ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Γ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗ·(*)
Ὁ ποντιακός Ἑλληνισμός μέ ἀξιοθαύμαστη δύναμη καί ἀγωνιστικότητα τίμησε γιά πολλοστή φορά τούς Ἕλληνες τοῦ Πόντου καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πού σφαγιάστηκαν καί ἐξοντώθηκαν μέ ποικίλους βάρβαρους τρόπους κατά ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀπό τήν ἐνσκήψασα λαίλαπα τῶν τούρκων ἐθνικιστῶν, ἀπό τό 1914 μέχρι τό 1922.
Εἶναι ἀξιοθαύμαστοι οἱ Πόντιοι συμπατριῶτες μας, γιατί διεκδικοῦν συμβολικά κάθε χρόνο τήν ἴδια ἡμερομηνία, ἀλλά καί καθημερινά, τό «Δικαίωμα στή Μνήμη», πού σημαίνει καθημερινή ἀναδρομή στό παρελθόν ὡς Ἱστορία καί ὡς παράδοση, ὡς πολιτισμός καί ὡς ἀγῶνας γιά τήν ἐλευθερία, γιατί ξέρουν ὅτι μόνον μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔχουν δικαίωμα στό μέλλον ὡς πολιτισμός, ὡς ταυτότητα ἐθνική καί ὡς ἐκλεκτό τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Τοῦτο, γιατί πολιτισμός σημαίνει μνήμη καί λαοί χωρίς μνήμη δέν ἔχουν μέλλον, δέν ἔχουν ταυτότητα. Ἡ μνήμη μᾶς ὑπαγορεύει ὄχι μόνον τήν ἀναζήτηση τῶν ἐνόχων καί τό πρόσταγμα τοῦ ἐξαναγκασμοῦ τους σέ ἀναγνώριση τῶν σφαγῶν καί τῆς Γενοκτονίας, ἀλλά εἶναι καί ὑποχρέωση καί καθῆκον διαρκοῦς ὑπόμνησης στή διεθνῆ κοινότητα πώς αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ θηριωδίες καί οἱ βαρβαρότητες δέν συμφιλιώνονται μέ τό ἀνθρώπινο γένος καί τόν πανανθρώπινο πολιτισμό.
Μνήμη, λοιπόν, εἶναι μιά διαρκής ὑπόμνηση πρός τή διεθνῆ κοινότητα, ὄχι μόνον νά καταδικάζει ἀλλά καί νά παρεμβαίνει δραστικά καί ἀποτελεσματικά, ὁσάκις μιά ἐθνότητα ἤ ἕνας λαός ἀπειλοῦνται μέ σφαγή ἤ γενοκτονία καί ἐξόντωση.
Ὁ Ἀδόλφος Χίτλερ, στίς 22 Αὐγούστου τοῦ 1939, ἀπευθυνόμενος στά Τάγματα Θανάτου, τούς κάλεσε νά εἰσέλθουν στήν Πολωνία καί νά ἐξοντώσουν καθετί τό ἑβραϊκό, νά μή λυπηθοῦν οὔτε γυναῖκες οὔτε παιδιά, νά σκοτώνουν χωρίς οἶκτο, γιατί ὅπως ὁ ἴδιος τόνισε: «Ποιός θυμᾶται σήμερα τήν ἐξόντωση τῶν Ἀρμενίων τοῦ 1915;».
Οἱ γενοκτόνοι ἡγέτες ἐπικαλοῦνται εἴτε τή «διεθνῆ ἀμνησία» εἴτε τήν ἐπιλεκτική μνήμη τῆς διεθνοῦς κοινότητας, ὁ κόσμος τῶν κρατῶν, καί σήμερα ὅπως καί τότε, λειτουργεῖ, παρά τίς ἀλματώδεις προόδους πού ἐπετεύχθησαν στήν τεχνολογία καί τήν τεχνική πρόοδο, ἰδιαίτερα μάλιστα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς εἰκόνας καί τῆς παγκόσμιας συνεργασίας, μέ βάση τήν ἀρχή τῆς ἰσχύος ἔναντι τοῦ Δικαίου καί τοῦ συμφέροντος ἔναντι τῆς πολιτικῆς ἠθικῆς. Μεγάλοι καί μικροί, ἀκόμη καί στόν 21ο αἰῶνα, ἀντιλαμβάνονται τήν πολιτική, ὄχι ἐπί τῆ βάσει τῶν κανόνων τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου, ἀλλά μέ ἀφετηρία τίς σκοπιμότητες πού ὑπαγορεύουν τά ἐθνικά τους συμφέροντα.
Ἐμεῖς ὡς Ἑλληνισμός, σέ αὐτό τό «παγκόσμιο χωριό» της, ἐν πολλοῖς, ἀσύδοτης καί κραυγαλέα ἄδικης, μυωπικῆς καί στενόκαρδης πολιτικῆς τῶν συμφερόντων, ὅπου πολλές φορές «δικαιώνονται» σφαγεῖς καί καταπιεστές πού ἔχουν τή δύναμη τῆς ἐπιβολῆς εἰς βάρος ἀδυνάτων πού βρίσκονται ἐν δικαίω, τό μόνο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά διατηροῦμε μνῆμες καί ταυτότητα ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ.
Οἱ Ἀρμένιοι κατάφεραν ἔπειτα ἀπό δεκαετίες, διατηρώντας τή μνήμη καί τήν ἐθνική τους ταυτότητα, νά ἀποκτήσουν κράτος, τό ὁποῖο λειτουργεῖ ὡς κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ τους, ἐνῶ ἡ ἀρμενική Διασπορά κράτησε ζωντανή τήν ἱστορία τοῦ ἀρμενικοῦ ἔθνους καί διεκδικεῖ μέ ἀποτελεσματικότητα τήν ἀναγνώριση τῆς Γενοκτονίας, πού ἦταν καί ἡ πρώτη τοῦ αἰώνα καί τόν ἐξαναγκασμό τῆς Τουρκίας σέ συγγνώμη καί μεταμέλεια, κατ' ἀνιστοιχία τοῦ ἑβραϊκοῦ ὑποδείγματος ἔναντι τοῦ γερμανικοῦ κράτους. Διότι, ἄν ἡ Τουρκία εἶχε ἐξαναγκασθεῖ μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σέ μεταμέλεια καί συγγνώμη, γιά τόν ποντιακό Ἑλληνισμό καί τούς Ἀρμενίους, πιθανότατα δέν θά εἴχαμε τήν ἐξόντωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς Ἴμβρου καί Τενέδου οὔτε καί τήν κατοχή τῆς Κύπρου καί τή σφαγή τῶν Ἑλληνοκυπρίων.
Ἡ Τουρκία συνέχισε νά λειτουργεῖ ὡς μέρος τοῦ δυτικοῦ συστήματος μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἀναγνωρισμένη ὡς ἀνήκουσα στά πολιτισμένα ἔθνη τοῦ δυτικοῦ τότε κόσμου, χωρίς καμμία ἐνοχή καί μέ περισσό θράσος.
Ἡ χώρα τοῦ Κεμάλ Ἀτατούρκ ὀφείλει νά κατανοήσει πώς γιά νά ἀνήκει στήν εὐρωπαϊκή οἰκογένεια πρέπει νά ὑπερβεῖ τό γενοκτόνο σύνδρομο τῶν νεότουρκων, νά ἀναγνωρίσει καί νά μεταμεληθεῖ, μέσα ἀπό τό παιδαγωγικό σύστημά της, γιά τίς γενοκτονίες πού διέπραξε καί νά ἀναγνωρίσει τούς Κούρδους καί τίς ἄλλες ἐθνικότητες καί μειονότητες ὡς αὐθύπαρκτες ὀντότητες πού ζοῦν καί ἀναπτύσσονται αὐτόνομα στό πλαίσιο τῆς τουρκικῆς κρατικῆς ὀντότητας.
Στό πλαίσιο αὐτό ἡ μνήμη καί ἡ ἐθνική ταυτότητα ἀποτελοῦν οὐσιαστικές προϋποθέσεις ἐπιβίωσης κάθε λαοῦ καί ἐθνότητας καί μοναδικά ὅπλα ἀντοχῆς στόν χρόνο τῶν μικρῶν καί ἀδυνάτων.
***
(*) Καθηγητής «Διεθνοῦς Πολιτικῆς» εἰς τό Πάντειον Πανεπιστήμιον. Ἀναδημοσίευσις ἐκ τῆς ἐφημερίδος «Τό Παρόν» 31.5.2009 σελ. 33.