ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1938/1998
Ο ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΚΙΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
κ. ΓΟΡΓΟΝΙΟΣ
ΕΔΙΚΑΙΩΘΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΩΣ
ΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠ᾿ ΑΡΙΘΜ. 1938/1998 ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ
ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Γ.Ο.Χ.
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΟΡΩΠΙ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΑΘΗΝΑΙ 1998
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Διά τῆς ὑπ᾿ ἀριθμ. 1938)1998 ᾿Αποφάσεως τοῦ ᾿Εφετείου Θεσσαλονίκης ἐδικαιώθη πανηγυρικῶς, κατά τρόπον ὁριστικόν καί τελεσίδικον, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους καί Κατερίνης κ. Γοργόνιος, μετ᾿ αὐτοῦ δέ καί ἡ ῾Ιερά Σύνοδος τῆς ᾿Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος.
Εἰδικώτερον μέ τήν ἀπόφασιν αὐτήν, διά τῆς ὁποίας ἐξηφανίσθη ὡς ἐσφαλμένη ἡ ὑπ᾿ ἀριθμ. 236/29-7-1997 ᾿Απόφασις τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Κατερίνης, ἀπερρίφθη ἡ ᾿Αγωγή τῶν πρώην Κοζάνης κ. Τίτου καί πρώην Θεσσαλονίκης κ. Χρυσοστόμου κατά τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους καί Κατερίνης κ. Γοργονίου.
Διά τῆς ἀγωγῆς αὐτῆς ἐπεδιώκετο νά ἐκδιωχθῇ ὁ Σεβασμιώτατος κ. Γοργόνιος ἀπό τόν ῾Ιερόν Ναόν ῾Αγίου Δημητρίου Κατερίνης εἰς τόν ὁποῖον ἐπί δύο δεκαετίες εἶναι ᾿Εφημέριος.
Αἰτιολογικόν τῆς ᾿Αγωγῆς ταύτης ἢτο ἡ δῆθεν καθαίρεσις τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Γοργονίου ὑπό τῶν πέντε πρώην Μητροπολιτῶν καί ὁ ἀναληθής ἰσχυρισμός ὅτι ᾿Εφημέριος τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ ῾Αγίου Δημητρίου ἦτο δῆθεν ὁ ῾Ιερεύς ᾿Αντώνιος Διαμαντῆς.
Τό Πολυμελές Πρωτοδικεῖο Κατερίνης, τό ὁποῖον ἔκρινεν εἰς πρῶτον βαθμόν, ἐδέχθη, ἐπί ὅλως ἐσφαλμένης αἰτιολογίας, τήν ᾿Αγωγήν ταύτην διά τῆς ὑπ᾿ ἀριθμ. 236/29-7-1997 ᾿Αποφάσεώς του.
Κατά τῆς ἐσφαλμένης ταύτης ἀποφάσεως τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Κατερίνης ὁ Σεβασμιώτατος κ. Γοργόνιος ἤσκησεν ἔφεσιν ἐνώπιον τοῦ ᾿Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Τό ᾿Εφετεῖον Θεσσαλονίκης, διά τῆς ὡς ἄνω ὑπ᾿ ἀριθμ. 1938/1998 ᾿Αποφάσεώς του, ἐδέχθη ὁμοφώνως, διά συντριπτικῆς δέ αἰτιολογίας, τήν ῎Εφεσιν ταύτην, ἐξηφάνισε τήν ὡς ἄνω ᾿Απόφασιν τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Κατερίνης καί ἀπέρριψε τήν ᾿Αγωγήν ἐπί τῆς ὁποίας ἐξεδόθη ἡ ᾿Απόφασις αὕτη.
Εἰδικώτερον τό ᾿Εφετεῖον Θεσσαλονίκης διά τῆς ἀποφάσεώς του ταύτης ἐδέχθη, ὅτι ἡ δῆθεν καθαίρεσις τοῦ Σεβ. κ. Γοργονίου ὑπό τῶν "πέντε" δέν ἦτο σύμφωνος μέ τούς ῾Ιερούς Κανόνας τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, διό καί δέν ἦτο ἔγκυρος, ἤτοι ὅτι ἦτο ἐκκλησιαστικῶς καί νομικῶς ἀνυπόστατος.
᾿Εν ἄλλοις λόγοις τό ᾿Εφετεῖον ἐδέχθη, ὅτι ἡ λεγομένη "καθαίρεσις" τοῦ Σεβ. κ. Γοργονίου ὑπό τῶν "πέντε" δέν ἦτο ἀληθής καθαίρεσις, ἀλλά ψευδοκαθαίρεσις. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι εἶναι ὡς νά μή ὑπάρχῃ καί κατά συνέπειαν οὐδέν ἔννομον ἀποτέλεσμα συνεπάγεται.
Λόγῳ τῆς μεγίστης σημασίας τῆς ἀποφάσεως ταύτης τοῦ ᾿Εφετείου Θεσσαλονίκης καί τοῦ ἐξαιρετικοῦ της ἐνδιαφέροντος τήν ὁποίαν ἔχει, τόσον ἀπό νομικῆς, ὅσον καί ἀπό ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως, προβαίνομεν εἰς τήν δημοσίευσίν της, αὐτουσίας, πρός ἐνημέρωσιν παντός ἐνδιαφερομένου νά γνωρίσῃ τήν ἀλήθειαν.
Εἰδικώτερον, ὡς προκύπτει ἀπό τήν ἀνάγνωσιν τῆς ἀποφάσεως ταύτης ἀπεδείχθησαν μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς λίαν σημαντικά καί ἀξιοπρόσεκτα:
α) Οἱ "πέντε" δέν συνῆλθον κανονικῶς ὡς Σύνοδος, ἀλλά ὡς ὁμάς ᾿Επισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐνήργησαν κατά παράβασιν, ἤτοι ἐναντίον τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι προβλέπουν τήν διαδκασίαν καί τάς προϋποθέσεις ὑπό τάς ὁποίας συνέρχεται ἡ ῾Ιερά Σύνοδος εἰς τήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν, λ.χ. δέν συνεκλήθη Σύνοδος κατόπιν προσκλήσεως τοῦ πρώτου, ἤτοι τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν καί πάσης ᾿Ελλάδος, οὔτε κατόπιν προσκλήσεως τοῦ ἔχοντος τά πρεσβεῖα τῆς ᾿Αρχιερωσύνης, συνεκλήθη τοιαύτη Σύνοδος, πράγμα τό ὁποῖον θά προεβλέπετο, ἐάν ἀπεδεικνύετο ὅτι ὁ "Πρῶτος" , ἐν προκειμένῳ ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος, ἠρνεῖτο νά τήν συγκαλέσῃ
β) Δέν ἐκλήθησαν νά προσέλθουν οἰ Σεβ. Μητροπολῖται Πειραιῶς καί Νήσων κ. Νικόλαος καί ᾿Αργολίδος κ. Παχώμιος, ὡς προβλέπουν οἱ ῾Ιεροί Κανόνες.
γ) Νόμιμος καί κανονική Σύνοδος εἲναι ἡ ὑπό τόν Μακαριώτατον ᾿Αρχιεπίσκοπον ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος κ. ᾿Ανδρέαν.
δ) ῾Ο Σεβ. κ. Γοργόνιος, μηδέποτε καθαιρεθείς, εἶναι ὁ νόμιμος καί κανονικός Μητροπολίτης Κίτρους καί Κατερίνης, αὐτός δέ εἶναι ὁ Προϊστάμενος τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ ῾Αγίου Δημητρίου, εἰς τόν ὁποῖον Ναόν, ὅσοι πιστοί, δύνανται νά προσέρχωνται καί νά ἐκκλησιάζωνται.
῞Ομως διά νά μή κουράσωμεν περισσότερον τόν ἀναγνώστην προβαίνομεν είς τήν δημοσίευσιν αὐτουσίας τῆς ὡς ἄνω ἱστορικῆς ἀποφάσεως τοῦ ᾿Εφετείου Θεσσαλονίκης, παραθέτοντες εἰς τό τέλος καί τάς σημαντικάς προτάσεις τοῦ Σεβ. κ. Γοργονίου, τάς ὁποίας ὑπέβαλεν εἰς τό ᾿Εφετεῖον Θεσσαλονίκης διά τοῦ Πληρεξουσίου του Δικηγόρου Λαρίσης κ. Δόβα.
᾿Αθῆναι 5-11-1998
+ ῾Ο Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς
Κήρυκος
Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ
ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
᾿Αριθμός 1938/1998
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ ἀπό τούς δικαστές, Θεόδωρο Τσεκούρα, Πρόεδρο ᾿Εφετῶν, Μιχαήλ Ντούμα καί ᾿Αδάμ Κυριλλίδη, Εἰσηγητή, ᾿Εφέτες καί τή Γραμματέα ῎Αννα Ρόμα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στό ἀκροατήριό του στίς 3 ᾿Απριλίου 1998 γιά νά δικάσῃ τήν ὑπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Τοῦ Γοργονίου Ζαρογιάννη, Μητροπολίτου Κίτρους καί Κατερίνης τῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν (Γ.Ο.Χ.) κατοίκου Κατερίνης, ὁ ὁποῖος παραστάθηκε μαζί μέ τούς πληρεξούσιους Δικηγόρους του ᾿Εμμανουήλ Μελιτκόπουλο (Α.Μ 553) καί Γεώργιο Δόβα (Δ.Σ. Λάρισας) ΚΑΙ
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: (᾿Αναφέρονται τά ὀνόματα τῶν πρώην Σερβίων καί Κοζάνης κ. Τίτου καί πρώην Θεσσαλονίκης κ. Χρυσοστόμου, ὡς ἐκπροσώπων τῆς Συνόδου τῶν "πέντε", τά ὀνόματα τῆς δῆθεν ᾿Εκκλησιαστικῆς ᾿Επιτροπῆς τοῦ Ι.Ν. ῾Αγίου Δημητρίου καί 146 ἄλλα ὀνόματα δῆθεν ἐνοριτῶν τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ ῾Αγίου Δημητρίου.)
Οἱ ἐνάγοντες μέ ἀγωγή τους, κατά τοῦ ἐναγομένου, πρός τό Πολυμελές Πρωτοδικεῖο Κατερίνης (ἀριθμ. ᾿Εκθ. κατάθεσης 2157/517/1996) ζήτησαν ὅ,τι ἀναφέρουν σ᾿ αὐτή. Τό Δικαστήριο μέ τήν ὑπ᾿ ἀριθμ. 236/1997 ὁριστική ἀπόφασή του δέχθηκε τήν ἀγωγή. Κατ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόφασης παραπονεῖται ὁ ἐναγόμενος μέ τήν ἀπό 20-9-1997 ἔφεσή του (ἀριθμ. ᾿Εκθ. κατάθεσης 145/29-9-1997) δικάσιμος τῆς ὁποίας ὁρίστηκε αὐτή πού ἀναφέρεται στήν ἀρχή τῆς παρούσας(3-4-1998).
Κατά τή συζήτηση τῆς ὑπόθεσης καί μετά τήν ἐκφώνησή της ἀπό τό σχετικό πινάκιο στή σειρά της, οἱ πληρεξούσιοι δικηγόροι τῶν διαδίκων ἀναφέρθηκαν στίς ἔγγραφες προτάσεις πού κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.
᾿Επειδή, ἡ ὑπό κρίσιν ὑπ᾿ ἀριθμ. ἐκθ. καταθ. 145/29.9.97 ἔφεσις τοῦ πρωτοδίκως ἠττηθέντος ἐναγομένου, στρεφομένη κατά τῆς ὑπ᾿ ἀριθμ. 236/29.7.1997 ὁριστικῆς ἀποφάσεως τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Κατερίνης, ἐκδοθείσης κατά τήν τακτικήν διαδικασίαν, δεξαμένης δέ τήν ὑπ᾿ ἀριθμ. ἐκθ. καταθ. 2157/517/1996 ἀγωγήν τῶν ἐφεσιβλήτων, νομοτύπως καί ἐμπροθέσμως, κατά τάς διατάξεις τῶν ἄρθρων 495 παρ. 1, 513, 516, 517 καί 518 ΚΠοΛΔ. ἀσκηθεῖσα, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἐπικαλοῦνται οἱ διάδικοι, οὔτε ἐκ τῶν στοιχείων τῆς δικογραφίας προκύπτει, ὅτι ἐπεδόθη ἡ πρωτόδικος ἀπόφασις καί ὅτι παρῆλθε ἡ προθεσμία διά τήν ἄσκησιν ἐφέσεως κατ᾿ αὐτῆς, τύποις δεκτή καθίσταται, καί πρέπει νά ἐρευνηθῇ περαιτέρω, ὡς πρός τό βάσιμον ἤ μή τῶν λόγων της (ἄρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠοΛΔ).
᾿Επειδή, διά τῆς ἄνω ἀγωγῆς οἱ ἐνάγοντες (Σημ, ἡμετ. οἱ πρώην Μητροπολῖται Κοζάνης Τίτος καί Θεσσαλονίκης Χρυσόστομος) ἐκθέτουν ( Σημ. ἡμετ: διά λογαριασμόν τῶν "πέντε"), ὅτι εἰς τήν Κατερίνην καί εἰς τόν οἰκισμόν "Σιδηροδρομικός Σταθμός" (ὁδός Σιδηροδρομικοῦ Σταθμοῦ 4) εὑρίσκεται ὁ ἱερός Ναός τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου, τῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν (ἐφεξῆς Γ.Ο.Χ.), ἀνεγερθείς, τό ἔτος 1977, ἐπί οἰκοπέδου, εἰδικώτερον ἐν αὐτῇ προσδιοριζομένου, ὅτι εἰς τόν ναόν τοῦτον ἐλειτούργει ὁ ἐναγόμενος, ἐφημέριος Γοργόνιος, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἐκδήλωσιν εἰς τούς κόλπους τῆς θρησκευτικῆς Κοινότητος τῶν Γ.Ο.Χ. τῆς νεοεικονομαχικῆς αἱρέσεως τοῦ τέως ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. ᾿Ανδρέα, ἠσπάσθη ταύτην, δι ὅν λόγον διά τῆς ὑπ᾿ ἀριθμ. 10/(25.6.1995)-8.7.1995 ἀποφάσεως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου (Σημ. ἡμετ. τῶν πραξικοπηματιῶν) καθηρέθη καί κατετάγη εἰς τήν τάξιν τῶν μοναχῶν, ὅτι οὗτος (ἐναγόμενος), παρά τήν καθαίρεσίν του, ἐξακολουθῇ νά ἱερουργῇ εἰς τόν ἄνω Ναόν, ἀποβάλλων τούς πιστούς Γ.Ο.Χ. ἐξ᾿ αὐτοῦ, ἀπό δέ τοῦ ᾿Ιουλίου 1995 ἀντικατέστησε τό κλεῖθρον τῆς θύρας εἰσόδου τοῦ Ναοῦ, εἰς τόν ὁποῖον καί παραμένει ἔκτοτε, ὅτι ὁ ὡς ἄνω ῾Ιερός Ναός τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου προωρίσθη καί καθιερώθη ἀπό τῆς ἀνεγέρσεώς του ὑπό τῶν δωρητῶν του ὡς τόπος διά τήν θεραπείαν καί ἄσκησιν τῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν τῶν μελῶν τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος Γ.Ο.Χ. Κατερίνης, ἀποτελούντων ὡς Γ.Ο.Χ. σῶμα τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ανατολικῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, ἤτοι καθιερώθη ὑπό τῶν δωρητῶν εἰς τήν δημοσίαν λατρείαν καί συνεπῶς ἀποτελεῖ πράγμα ἐκτός συναλλαγῆς, τό ὁποῖον κατέλαβε ἐπιληψίμως ὁ ἐναγόμενος, ὁ ὁποῖος καθαιρεθείς ὡς ἄνω καί ἀποστερηθείς πάσης πνευματικῆς, λειτουργικῆς καί διαχειριστικῆς δικαιοδοσίας ἐπί τοῦ ἄνω ῾Ιεροῦ Ναοῦ καί τῶν ἐκκλησιαζομένων Γ.Ο.Χ. ἐνοριτῶν, διά τῆς αἱρετικῆς ἰδιότητος, στάσεως, δραστηριότητος, λειτουργίας, κηρυγμάτων καί ἀπαγορεύσεως τῆς εἰσόδου τῶν ἐναγόντων, ἀπέβαλε τούτους ἐκ τοῦ ἄνω ῾Ιεροῦ Ναοῦ καί προσέβαλε βαναύσως τήν προσωπικότητά των, ἀφοῦ ἐστέρησε καί ἐξακολουθῇ νά στερῇ τούτους παντός χρησίμου διά τήν ἱκανοποίησιν τοῦ πνευματικοῦ καί ψυχικοῦ των κόσμου, ὡς καί τῆς συνταγματικῆς ἐλευθερίας των νά καλύψουν τάς θρησκευτικάς καί λατρευτικάς των ἀνάγκας, αἰτοῦνται δ᾿ ἐπί τούτοις ὅπως ἀπαγορευθῇ εἰς τόν ἐναγόμενον ἡ εἴσοδός του εἰς τόν ἄνω ῾Ιερόν Ναόν ῾Αγίου Δημητρίου τῶν Γ.Ο.Χ. Κατερίνης, καί ἡ τέλεσις ἐν αὐτῷ μυστηρίων, θείων λειτουργιῶν καί λοιπῶν ἱερατικῶν καί θρησκευτικῶν ἔργων, ὅπως ὑποχρεωθῇ ὁ ἐναγόμενος, νά μή παρεμποδίζῃ τήν ἄσκησιν τῶν θρησκευτικῶν, ἱερατικῶν. λειτουργικῶν, διοικητικῶν καί διαχειριστικῶν καθηκόντων εἰς τόν ναόν τοῦτον καί νά ὑποχρεωθῆ νά παύσῃ τήν προσβολήν τῆς προσωπικότητος τῶν ἐναγόντων, ἐπί ἀπειλῇ εἰς βάρος του προσωπικῆς κρατήσεως καί χρηματικῆς ποινῆς διά πᾶσαν νέαν προσβολήν τῆς προσωπικότητος τῶν ἐναγόντων. ᾿Επί τῆς ἀγωγῆς ἐξεδόθη ἡ ὑπ᾿ ἀριθμ. 236/1997 ἀπόφασις τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Κατερίνης, διά τῆς ὁποίας ἐκρίθη αὕτη νόμιμος, ἅμα δέ κατ᾿ οὐσίαν βάσιμος προαποδειχθεῖσα, ὑπεχρεώθη δέ ὁ ἐναγόμενος, νά παύσῃ τήν προσβολήν τῆς προσωπικότητος τῶν ἐναγόντων καί νά μή παρεμποδίζῃ τούτους εἰς τήν ἄσκησιν τῶν θρησκευτικῶν, ἱερατικῶν, πνευματικῶν, διοικητικῶν καί διαχειριστικῶν καθηκόντων των εἰς τόν ἄνω ῾Ιερόν Ναόν καί νά μή τελῇ ὁ ἴδιος, εἰς τόν ἴδιον Ναόν, ἱερά μυστήρια, θείας λειτουργίας καί λοιπά ἱερατικά θρησκευτικά ἔργα, ἐπ᾿ ἀπειλῇ εἰς βάρος του προσωπικῆς κρατήσεως διαρκείας δύο μηνῶν καί χρηματικῆς ποινῆς διακοσίων χιλιάδων δραχμῶν, διά πᾶσαν είς τό μέλλον προσβολήν τῆς προσωπικότητος τῶν ἐναγόντων. Κατά τῆς ἀποφάσεως ταύτης παραπονεῖται ὁ ἐναγόμενος, διά τῆς ὑπό κρίσιν ἐφέσεως καί διά τούς ἐν αὐτῇ λόγους, αἰτεῖται δέ τήν ἐξαφάνισίν της, ἐπί τῷ τέλει ἀπορρίψεως τῆς ἀγωγῆς.
᾿Επειδή διά τήν νομιμότητα ἤ μή τῆς εἰς τήν ἀγωγήν καθαιρέσεως ἐκ τῆς ἱερωσύνης τοῦ ἐναγομένου καί τῆς ἐπαναφορᾶς του εἰς τήν τάξιν τῶν μοναχῶν, θά πρέπει νά κριθῇ ὑπό τοῦ Δικαστηρίου τούτου, ὡς παρεμπῖπτον θέμα, τό κῦρος τῆς ὑπ᾿ ἀριθμ. 10/25.6-8.7.1995 ἀποφάσεως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν ῾Ελλάδος, διά τῆς ὁποίας, κατά τά εἰς τήν ἀγωγήν ἐκτιθέμενα, καθηρέθησαν τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀπεγυμνώθησαν παντός ἱερατικοῦ βαθμοῦ καί ἐπανῆλθον εἰς τήν τάξιν τῶν μοναχῶν ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος ᾿Ανδρέας, οἱ Μητροπολῖται Πειραιῶς καί Νήσων Νικόλαος καί ᾿Αργολίδος Παχώμιος, οἱ νεοχειροτονημένοι καί νεοχειροτονηθησόμενοι ὑπό τούτων ἀρχιερεῖς καί οἱ ἀκολουθοῦντες τούτους κληρικοί, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ ἐναγόμενος. Μετά τήν κατά τό ἔτος 1924 ἐπέκτασιν τοῦ νέου Γρηγοριανοῦ ῾Ημερολογίου καί εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς σχέσεις διά τόν ὑπολογισμόν τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν ἀπεσπάσθησαν ἐκ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος οἱ αὐτοαποκληθέντες "Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί", γνωστοί ὡς "παλαιοημερολογῖται", οἱ ὁποῖοι συνέπηξαν ἰδιαιτέραν θρησκευτικήν Κοινότητα (βλ. σχετ. Μητροπολίτου Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, ῾Ιστορική καί κανονική θεώρησις τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος κατά τε τήν γένεσιν καί τήν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν ῾Ελλάδι,᾿Αθῆναι 1982), ἡ ὁποία διαφέρει τῆς ἀνατολικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας εἰς τό ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου καί τοῦ χρόνου τελέσεως τῶν θρησκευτικῶν ἑορτῶν, δέν εἶναι ὅμως ἑτερόθρησκοι οὔτε ἑτερόδοξοι. (Σ.Ε. ὁλομ. 1444/1991 ΝοΒ 40-626). ῎Αν διατάξεις νόμων αἱ ἀναφερόμεναι εἰς τήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν τῆς ῾Ελλάδος δέν ἐφαρμόζονται ἐπί τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος τῶν Γ.Ο.Χ., ὡς πρός τήν ὁποίαν ἔχει καταχωρισθεῖ εἰς τά Πρακτικά συζητήσεως τοῦ Συντάγματος 1975 εἰδική δήλωσις τοῦ ἁρμοδίου ῾Υφυπουργοῦ Παιδείας καί Θρησκευμάτων ἀναφερομένη εἰς τήν ἐλευθερίαν τῶν μελῶν τῆς κοινότητος ταύτης διά τήν ἄσκησιν τῆς θρησκευτικῆς των λατρείας (βλ. Σ.Ε. ὁλομ. 1444/91 ἐἀ. Β. Γνωμοδότησιν Σπ. Τρωιάννου, Καθηγητοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαίου τοῦ Τμήματος Νομικῆς τοῦ Παν/μίου ᾿Αθηνῶν). ᾿Αποτέλεσμα τῆς ἀδυναμίας ἐφαρμογῆς τῶν διατάξεων τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος εἶναι ὅτι ἡ διοικητική ὀργάνωσις καί λειτουργία τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων τῶν Γ.Ο.Χ. ρυθμίζεται ἀποκλειστικῶς ὑπό τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων, τῶν ἱερῶν παραδόσεων καί συμπληρωματικῶς ὑπό τῶν καταστατικῶν τῶν σωματείων, τά ὁποῖα ἔχουν ἱδρυθεῖ, διά τήν ἐξασφάλισιν τῆς ἀσκήσεως τῆς λατρείας των. Βάσει δέ τῶν Κανόνων τούτων θά κριθῇ ἡ ἐγκυρότης καί τό νομότυπον τῆς διαδικασίας συγκλήσεως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος, ὡς καί τό κῦρος τῶν ληφθεισῶν ὑπ᾿ αὐτῆς ἀποφάσεων. (βλ. Γνωμοδότησιν Ι. Κονιδάρη Καθηγητοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαίου Νομικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν). ᾿Εκ τῶν κανόνων ΛΔ τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, Θ'τῆς Συνόδου τῆς ᾿Αντιοχείας, οἱ ὁποῖοι ἐπεκυρώθησαν ὑπό τοῦ Κανόνος Β' τῆς Συνόδου τοῦ Τρούλου (Πενθέκτης), προκύπτει, ὅτι εἰς τάς διοικητικάς ἑνότητας, τάς ἀπαρτιζομένας ὑπό περισσοτέρων ἐπαρχιῶν καί διοικουμένας ὑπό Συνόδου, οἱ ἐπί μέρους ἐπίσκοποι-μέλη τῆς Συνόδου δικαιοῦνται νά ἐπιχειροῦν ὅλας τάς πράξεις τῶν ὁποίων ἡ ἐνέργεια περιορίζεται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐπαρχίας των καί ἀφοροῦν τήν διοίκησιν της καί ὅτι οἱαδήποτε ἄλλη πράξις, ἔχουσα γενικωτέραν σημασίαν καί ἀφορῶσα ὁλόκληρον διοικητικήν ἑνότητα, ἀπαιτεῖται νά γίνη τῇ συμπράξει ἤ ἐγκρίσει τοῦ πρώτου. ᾿Επίσης κατά τούς Κανόνας ΙΣΤ', Κ' καί ΙΘ τῆς Συνόδου τῆς ᾿Αντιοχείας, Δ' τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί Λ τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄνευ τῆς παρουσίας τοῦ πρώτου δέν δύναται νά νοηθῇ Σύνοδος, εἶναι ἀκέφαλος, ἀτελής καί ἀνίσχυρος. Εἰς ἥν ὅμως περίπτωσιν ὁ πρῶτος ἀρνεῖται νά καλέσῃ τήν Σύνοδον, εἴτε διότι εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιόν της ὁ ἴδιος καί ἔχει κάθε λόγον καί συμφέρον νά μή θέλῃ τήν συζήτησιν, εἴτε διότι ἐνεργεῖ αὐθαιρέτως, θά πρέπει νά γίνῃ δεκτόν παρά τά ὅσα ὁρίζονται εἰς τούς ῾Ιερούς Κανόνας, ὅτι δύναται νά συνέλθῃ ἡ Σύνοδος αὐτοδικαίως, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ μητροπολίτου τοῦ ἔχοντος τά πρεσβεῖα τῆς ἀρχιερωσύνης καί νά ἐπιληφθῇ τῶν ἐκκρεμῶν θεμάτων (βλ. Μητροπολίτου Νουβίας ᾿Ανθίμου. ῾Η Κυριαρχική ἐξουσία ἐν τῇ ᾿Ορθοδόξῳ ᾿Εκκλησίᾳ καί τῇ ᾿Αλεξανδρινῇ ἰδίᾳ, β' ἔκδ. 1950, σελ. 44). Τοῦτο δέ διότι θεμέλιον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος εἰς τήν ᾿Ανατολικήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ἀποτελεῖ τό συνοδικόν σύστημα καί ὁ συνοδικός θεσμός ὑπέρκειται τῆς προεδρίας τοῦ πρώτου, καθ᾿ ὅσον οὗτος ὑπόκειται εἰς τήν δικαιοδοσίαν τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου, συμφώνως πρός τούς Κανόνας Α' τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς ᾿Εφέσου "εἴ τις Μητροπολίτης τῆς ᾿Επαρχίας ἀποστατήσας τῆς ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου...αὐτός κατά τῶν τῆς ἐπαρχίας ᾿Επισκόπων διαπράττεσθαι τι οὐδαμῶς δύναται, πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπό τῆς Συνόδου ἐκβεβλημένος καί ἀνενεργός ὑπάρχων" καί Μ' τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας, "ὅτι οὐδέ ἐπισκόπους εἰς Σύνοδον καταφρονεῖν, ἀλλ' ἀφιέναι καί διδάσκειν ἤ διδάσκεσθαι εἰς κατόρθωσιν τῆς ᾿Εκκλησίας καί τῶν λοιπῶν. Εἰ δέ καταφρονήσειεν ὁ τοιοῦτος ἑαυτόν αἰτιάσεται, παρεκτός εἰ μή δι ἀνωμαλίαν ἀπολιμπάνοιτο" (βλ. Γνωμοδότησιν Χαρ. Παπαστάθη, Καθηγητοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαίου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σελ. 4). Εἰς πᾶσαν ὅμως περίπτωσιν διά τήν αὐτοδικαίαν σύγκλησιν τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου ὑπό τοῦ πρώτου τῇ τάξει Μητροπολίτου ἀπαιτεῖται ἐκ τοῦ ὅλου πνεύματος τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων, ἀλλά καί τῆς ἀρχῆς τῆς χρηστῆς διοικήσεως ὁ Πρῶτος (Πατριάρχης εἰς τά Πατριαρχεῖα, ἤ ᾿Αρχιεπίσκοπος εἰς τάς λοιπάς αὐτοκεφάλους, αὐτονόμους ἤ ἠμιαυτονόμους ὀρθοδόξους ἐκκλησίας, ὡς καί τάς διοικητικῶς χωρισμένας ἐκ τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας ὀρθοδόξους κοινότητας, ὡς ἡ ᾿Εκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ.) νά ἀρνῆται ἀποδεδειγμένως τήν σύγκλησιν τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου κατά τρόπον αὐθαίρετον ἤ διότι οὗτος εἶναι ὑπόλογος ἔναντι τῶν Συνοδικῶν Μητροπολιτῶν, ἀπαιτεῖται δέ πρόσκλησις ἀπευθυνομένη πρός ὅλα τά μέλη τῆς Συνόδου. Περαιτέρω, διά τήν ἀπαγγελίαν κατηγορίας ἐναντίον ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται γνωστοποίησις τοῦ περιεχομένου τῆς κατηγορίας εἰς τόν ἐγκαλούμενον καί κλήτευσις τούτου διά τριῶν τουλάχιστον ἐγγράφων προσκλήσεων, ὡς τοῦτο ἐπιτάσσεται ὑπό τῶν Κανόνων ΟΔ' τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων καί ΙΘ τῆς Καρθαγένης, διά τῆς τελευταίας τῶν ὁποίων ἐτροποποιήθη ὁ ἀρχικός κανών τῆς κλητεύσεως δι᾿ ἐπισκόπων, τῶν κανόνων τούτων ἐπικυρωθέντων ὑπό τοῦ κανόνος Β' τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (βλ. Α. Χριστοφιλοπούλου. ῾Η τυπική ἰσχύς τῶν ᾿Εκκλησιαστικῶν Κανόνων. Θ. 60 (1949) 667 ἐπ. Γνωμοδότησις. Σπ. Τωιάννου, Καθηγητοῦ τοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαίου Νομικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν). ῾Ο πρῶτος τῶν ἄνω κανόνων ὁρίζει: "᾿Επίσκοπον κατηγορηθέντα ἐπί τινι παρ᾿ ἀξιοπίστων ἀνθρώπων, καλεῖσθαι αὐτόν ἀναγκαῖον ὑπό ἐπισκόπων, κἄν μέν ἀπαντήσῃ καί ὁμολογήσῃ, ἤ ἐλεγχθείη... ὁριζέσθω τό ἐπιτίμιον. ᾿Εάν δέ καλούμενος μή ὑπακούσῃ, καλείσθω καί δεύτερον, ἀποστελλομένων ἐπ᾿ αὐτόν δύο ἐπισκόπων, ἐάν δέ καί οὕτω μή ὑπακούση, καλείσθω καί τρίτον, δύο πάλιν ἐπισκόπων ἀποστελλομένων πρός αὐτόν. ᾿Εάν δέ καί οὕτω καταφρονήσας μή ἀπαντήσῃ, ἡ Σύνοδος ἀποφαινέσθω κατ᾿ αὐτοῦ τά δοκοῦντα, ὅπως μή δόξῃ κερδαίνειν, φυγοδικῶν". Κατά τό κείμενον τοῦ κανόνος τούτου ἀπαιτεῖται νά γίνῃ ἡ κλήτευσις δι ἐπισκόπων, ἀλλ᾿ εἰς τό σημεῖον τοῦτο ἐτροποποιήθη διά τοῦ μεταγενεστέρου κανόνος ΙΘ τῆς Καρθαγένης, (ἰσοδυνάμου τοῦ πρώτου ἀπό ἀπόψεως τυπικῆς ἰσχύος, ἀφοῦ καί οἱ δύο ἔχουν ἐπικυρωθῇ διά τοῦ ἰδίου κανόνος Β' τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου Χριστοφιλοπούλου ἐ.ἀ.), ἀρκεσθέντος εἰς ἔγγραφον πρόσκλησιν. Περαιτέρω, ὁ ὡς ἄνω κανών ΙΘ' τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἀξιοῖ νά παρεμβάλλεται μεταξύ ἑκάστης προσκλήσεως, προθεσμία 30 ἡμερῶν, ἡ ὁποία (προθεσμία) θά πρέπει νά ἐξακολουθήσῃ νά ἰσχύῃ, ἀνεξαρτήτως τῶν διαφόρων τῆς τότε καί σήμερον συνθηκῶν ἐπικοινωνίας, διότι τό διάστημα τοῦτο τῶν 30 ἡμερῶν ὑποβοηθεῖ τόσον εἰς τήν προετοιμασίαν τοῦ ὑποδίκου μητροπολίτου, διά τήν συλλογήν τῶν ἀποδεικτικῶν τῆς ὑπερασπίσεώς του στοιχείων, ὅσον καί κυρίως διά τόν κατευνασμόν τῆς ὀξύτητος καί τήν ἀποφυγήν τῆς λήψεως ἐσπευσμένων ἀποφάσεων ὑπό τῶν ἐκπροσώπων τῆς ᾿Εκκλησίας (Σπ. Τρωιάννος-Γνωμοδότησις σελ. 17). ᾿Εν ὄψει τῶν προεκτεθέντων, ἀπόφασις τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος ληφθεῖσα, τυχόν, ἄνευ τῆς τηρήσεως τῶν ἄνω τυπικῶν προϋποθέσεων νομοτύπου συγκλήσεως της καί ἐπιβαλοῦσα, ἄνευ τηρήσεως τῶν ἀναγκαίων ὡς ἄνω διαδικαστικῶν προϋποθέσεων, τήν ποινήν τῆς καθαιρέσεως ἐπισκόπου, εἶναι ἀνυπόστατος καί οὐδέν ἔννομον ἀποτέλεσμα παράγει, οἱ φερόμενοι δέ ὡς καθαιρεθέντες διατηροῦν τόν τίτλον καί τόν θρόνον των καί δικαιοῦνται νά συμμετέχουν εἰς τήν ῾Ιεράν Σύνοδον. ᾿Εν προκειμένῳ, κατά τά ἀναφερόμενα εἰς τήν ἀγωγήν, προεκλήθη, κατόπιν πολυχρόνου διενέξεως ἐν σχέσει πρός τήν ἀπεικόνισιν τῶν εἰκόνων τῆς φιλοξενίας τοῦ ᾿Αβραάμ, τῆς εἰς ῎Αδου Καθόδου καί τῆς ῾Αγίας Τριάδος, σχίσμα εἰς τήν παράταξιν τῶν Ματθαιϊκῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί τήν μίαν πλευράν, τήν μειοψηφίαν τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος, ἀπετέλεσαν ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αθηνῶν ᾿Ανδρέας καί οἱ Μητροπολῖται Πειραιῶς Νικόλαος καί ᾿Αργολίδος Παχώμιος, τήν ἄλλην δέ (πλειοψηφίαν τῆς ῾Ι. Συνόδου) οἱ Μητροπολῖται Μεσσηνίας Γρηγόριος, ᾿Αττικῆς καί Μεγαρίδος Ματθαῖος, Φθιώτιδος Θεοδόσιος, Σερβίων καί Κοζάνης Τίτος καί Θεσσαλονίκης Χρυσόστομος, οἱ ὁποῖοι (πλειοψηφία τῆς ῾Ι. Συνόδου), θεωροῦντες τούς πρώτους ὡς νεοεικονομάχους καί αἱρετικούς, διά τῆς ὑπ᾿ ἀριθμ. 10/25.6.95/8.7.95 ἀποφάσεως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου καθήρεσαν τούς πρώτους ἐκ τῶν ἐπισκοπικῶν βαθμῶν των καί ἐπανέφεραν τούτους εἰς τήν τάξιν τῶν μοναχῶν, διά τῆς αὐτῆς δέ ἀποφάσεως των καθήρεσαν τῆς ῾Ιερωσύνης καί ἐπανέφερον εἰς τήν τάξιν τῶν μοναχῶν καί τόν ἐναγόμενον, προσχωρήσαντα εἰς τήν αἵρεσιν τῆς νεοεικονομαχίας. ῞Ομως, ούδαμοῦ τῆς ἀγωγῆς ἀναφέρεται ποῖος εἶχε τήν πρωτοβουλίαν συγκλήσεως τῆς ἄνω ῾Ιερᾶς Συνόδου καί πάντως δέν ἀναφέρεται, ὅτι συνεκλήθη αὕτη κατόπιν προσκλήσεως ὑπό τοῦ πρώτου, ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν ᾿Ανδρέα, ἤ τῇ συμπράξει, ἤ τῇ ἐγκρίσει ἤ τῇ συναινέσει τούτου, ἤ ὅτι, τούτου ἀρνηθέντος, ἐνεργοῦντος αὐθαιρέτως, νά συγκαλέσῃ τήν Σύνοδον, συνεκλήθη αὕτη αὐτοδικαίως, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Μητροπολίτου τοῦ ἔχοντος τά πρεσβεῖα τῆς ἀρχιερωσύνης. Περαιτέρω δέν ἀναφέρεται, ἐν αὐτῇ, ὅτι ὑπῆρξε πρόσκλησις πρός ὅλα ἀνεξαιρέτως τά μέλη τῆς Συνόδου καί εἰδικώτερον πρός τά μέλη τῆς μειοψηφίας, οὔτε ἀναφέρεται, ὅτι ἐτηρήθη, ἡ ὡς ἄνω, κατά τούς Κανόνας ἐπιβαλλομένη, διαδικασία ἀπαγγελίας κατηγορίας κατ᾿ αὐτῶν καί πρόσκλησις τούτων νά ἀπολογηθοῦν καί ἐν μῇ ἐμφανίσει των ἐπανάληψις τῆς προσκλήσεως δίς μετά παρεμβολῆς διαστήματος 30 ἡμερῶν μεταξύ ἑκάστης προσκλήσεως, κατά τά προεκτεθέντα. Ρητῶς μάλιστα ἀναφέρεται εἰς τήν ἀγωγήν ἅπαξ πρόσκλησις τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου, δι ἀπολογίαν εντός 30 ἡμερῶν, μή ἐπαναληφθεῖσα, ὡς ἔδει, οὐδεμία δέ ἀπαγγελία κατηγορίας ἤ κλήτευσις τῶν λοιπῶν δύο ὡς ἄνω Μητροπολιτῶν ἔλαβε χώραν, οὔτε παροχή προθεσμίας, πρός ἀπολογίαν τούτων, ὡς εἰς τήν ἀγωγήν ρητῶς ἀναφέρεται. Συνεπῶς, δέν ἀναφέρεται εἰς τήν ἀγωγήν ἡ τήρησις τῶν ἀναγκαίων ὡς ἄνω, κατά τούς κανόνας τῆς ᾿Εκκλησίας, διαδικαστικῶν προϋποθέσεων νομοτύπου συγκλήσεως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., οὔτε τήρησις τῶν ἀναγκαίων ὡς ἄνω διαδικαστικῶν προϋποθέσεων, κατά τούς ῾Ιερούς Κανόνας ἐπιβολῆς τῆς ποινῆς τῆς καθαιρέσεως εἰς τόν ᾿Αρχιεπίσκοπον καί τούς ἄνω δύο Μητροπολίτας, διό καί ἡ ὡς ἄνω ἀπόφασις τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῶν Γ.Ο.Χ., μή ληφθεῖσα κατά τούς ἄνω ῾Ιερούς Κανόνας, δέν εἶναι ἔγκυρος, ἀλλ᾿ ἀνυπόστατος καί οὐδέν ἔννομον ἀποτέλεσμα παράγει. Οἱ φερόμενοι δέ ὡς καθαιρεθέντες δι αὐτῆς ὡς ἄνω ᾿Αρχιεπίσκοπος καί Μητροπολῖται διατηροῦν τόν τίτλον των καί τόν θρόνον των καί δικαιοῦνται νά συμμετάσχουν εἰς τήν ῾Ιεράν Σύνοδον, ἡ παρ᾿ αὐτῆς δέ (῾Ι. Συνόδου), οὕτω ἀντικανονικῶς συγκροτηθείσης καθαίρεσις τοῦ ἐναγομένου ἐκ τῆς ῾Ιερωσύνης δέν εἶναι σύμφωνος πρός τούς ῾Ιερούς Κανόνας, θεωρεῖται δ᾿ ὡς ἐκ τούτου οὐδέποτε γενομένη, οὗτος δέ (ἐναγόμενος), φέρων τήν ἰδιότητα τοῦ ῾Ιερέως, τῆς ὁποίας δέν ἐξέπεσε, κατά τά προεκτεθέντα, νομίμως ἤσκει εἰς τόν ὡς ἄνω ῾Ιερόν Ναόν τά πνευματικά, λειτουργικά καί ἐν γένει διαχειριστικά του καθήκοντα, τῶν ἐναγόντων μή παρακωλυομένων ὑπό τούτου εἰς τήν ἄσκησιν τῶν θρησκευτικῶν των καθηκόντων των, οὐδεμιᾶς ἐντεῦθεν προσβολῆς τῆς προσωπικότητός των λαβούσης χώραν. Τό πρωτόδικον δικαστήριον, κατ᾿ ἐσφαλμένην ἑρμηνείαν καί ἐφαρμογήν τῶν ἐφαρμοστέων ἐν προκειμένῳ ως ἄνω ῾Ιερῶν Κανόνων τῆς ᾿Εκκλησίας, ἅμᾳ δέ καί πλημμελῆ ἐκτίμησιν - ἀξιολόγησιν τοῦ δικογράφου τῆς ἀγωγῆς, ἔκρινε νόμιμον τήν ἀγωγήν, πρέπει δέ, κατ᾿ ἀποδοχήν ὡς βασίμου τοῦ σχετικοῦ πρώτου λόγου τῆς ἐφέσεως νά ἐξαφανισθῇ ἡ προσβαλλομένη ἀπόφασις, διακρατουμένης δέ τῆς ὑποθέσεως εἰς τό δικαστήριον τοῦτο πρός ἐκδίκασιν (ἄρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), νά ἀπορριφθῇ ἡ ἀγωγή, ὡς μή νόμιμος, νά καταδικασθοῦν δέ οἱ ἐνάγοντες, ὡς ἐκ τῆς ἤττης των, εἰς τήν δικαστικήν δαπάνην τοῦ ἐναγομένου, ἀμφοτέρων τῶν βαθμῶν δικαιοδοσίας, ὡς εἰς τό διατακτικόν.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δικάζων ἀντιμωλία τῶν διαδίκων. Δέχεται τύποις καί κατ᾿ οὐσίαν τήν ἔφεσιν. ᾿Εξαφανίζει τήν ἐκκαλουμένην ὑπ᾿ἀριθμ. 236/1997 ἀπόφασιν τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Κατερίνης. Κρατεῖ παρ᾿ αὐτῷ τήν ὑπόθεσιν καί δικάζει ταύτην. ᾿Απορρίπτει τήν ἀγωγήν. Καταδικάζει τούς ἐνάγοντας εἰς τήν δικαστικήν δαπάνην τοῦ ἐναγομένου,ἀμφοτέρων βαθμῶν δικαιοδοσίας, ἐκ δραχμῶν ἑκατόν χιλιάδων (100.000).
Κρίθηκε καί ἀποφασίσθηκε στή Θεσσαλονίκη στίς 5 ᾿Ιουνίου 1998 καί δημοσιεύθηκε σέ ἔκτακτη δημόσια συνεδρίασι στό ἀκροατήριό του στίς 9 ᾿Ιουνίου 1998.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(᾿Ακολουθοῦν ὑπογραφές)
[ Home | Update Journal | Login/Logout | Search | Account | Site Map ]