ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ: ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΕΙΝΟΥΣ ΠΟΛΕΜΙΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»
... Μελέτιος Πηγάς.
Τώρα η μόνη δυνατή προσωπικότητα, πού θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίση αποτελεσματικά τις κρίσιμες εσωτερικές και εξωτερικές περιστάσεις της ορθοδοξίας, να δώση πνοή και ν’ αναζωογονήση την πνευματική της ζωή, είναι ο μεγάλος για την ταπεινοσύνη, για την μόρφωση και για το κύρος του Μελέτιος ο Πηγάς (1549 - 1601) από τον Χάνδακα ή Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης. Ο Μελέτιος, ύστερ’ από τις πρώτες σπουδές στην πατρίδα του, πηγαίνει στην Πάδοβα, όπου σπουδάζει κλασσική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα του κείρεται μοναχός στην περίφημη μονή της Αγκαράθου, όπου ηγουμένευε ο Σίλβεστρος, μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και μετέπειτα πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ο νεαρός μοναχός γρήγορα διακρίθηκε για το σεμνό του ήθος, για την αφοσίωσή του στις θεολογικές μελέτες και προ πάντων για το καρποφόρο κήρυγμά του εναντίον της καθολικής προπαγάνδας. Εκτιμώντας οι συμπατριώτες του την μεγάλη μόρφωση και τους αγώνες του του ανέθεσαν την διεύθυνση της ελληνικής σχολής του Χάνδακα. Δεν γνωρίζουμε πόσο έμεινε εκεί. Πιθανόν στα 1578 έφυγε για την Αίγυπτο και απ’ εκεί για το ερημητήριο της Αγίας Αικατερίνης στο «θεοβάδιστον» όρος Σινά. Εκεί έμεινε μόνον ένα ή ενάμιση χρόνο, γιατί ο γέρος πατριάρχης Αλεξανδρείας και άλλοτε πνευματικός του πατέρας Σίλβεστρος, έχοντας ανάγκη βοηθού για την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων τον κάλεσε κοντά του, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, κατόπιν τον προβίβασε σε πρωτοσύγκελλο (πιθανότατα τέλη του 1579) και λίγο αργότερα σε επίσημο ιεροκήρυκα του πατριαρχείου. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και εδώ το κήρυγμά του στην ελληνική και αραβική του χάρισε μεγάλη φήμη. Επίσης προσπάθησε να επαναφέρη τούς Κόπτες στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας και ν’ ανορθώση τον μοναχικό βίο στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια ο Πηγάς ίδρυσε την πρώτη ελληνική σχολή, όπου και δίδαξε. Για τούς μαθητές του έγραψε το εγχειρίδιο «Στοιχειώσεις», πού διαιρείται σε 3 μέρη• 1) γραμματική, 2) διαλεκτική και 3) ρητορική. Άλλην επίσης σχολήν ίδρυσε στο κοινόβιο της Αλεξανδρείας και διόρισε δάσκαλο τον Μάξιμο Πελοποννήσιο, τον γνωστό για τον «στηλιτευτικόν» του εναντίον του μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου.
Στην Αλεξάνδρεια είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με επιφανείς προτεστάντες, με τον Salomon Schweigger (Σιωπικός ) στα 1581 και τον επόμενο χρόνο με τον Φραγκίσκο Billerbek και τον Ροβέρτο Dorndof, στους οποίους έκαναν μεγάλη εντύπωση οι ευγενείς τρόποι και η σπάνια για Έλληνες της εποχής εκείνης μόρφωση και γλωσσομάθειά του. Με την μεσολάβηση αυτών αλληλογραφεί με επιφανείς διαμαρτυρομένους, αλλά κρατεί απέναντί τους επιφυλακτική στάση και δεν αφίσταται από το πνεύμα της ορθοδοξίας. Είναι ευγενής και ήπιος στις εκφράσεις του απέναντι των διαμαρτυρομένων, ενώ δεν τηρεί την ίδια στάση απέναντι των καθολικών, κι’ αυτό ασφαλώς, γιατί από την περίοδο αυτή εντείνεται η καθολική προπαγάνδα στην Ανατολή, όπως είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε διεξοδικά στα προηγούμενα οικεία κεφάλαια. Από την εποχή αυτή χρονολογούνται, μεταξύ άλλων, η «Ορθόδοξος διδασκαλία» (1582), έργο δογματικό με πολεμικό χαρακτήρα, αφιερωμένο στην Μαργαρίτα της Ναβάρρας, γυναίκα του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας, και ο «Πρώτος Στρωματεύς», αφιερωμένο στον υπέρμαχο της ορθοδοξίας τσάρο Θεόδωρο Α’ (1584 - 1598). Ο σκοπός ιδίως το πρώτου έργου, το οποίο τυπώθηκε δυό φορές (στα 1596 στην Βίλνα της Ρουθηνίας και 1769 στο Ιάσιο) είναι πολύ καθαρός: βλέπει ότι η Εκκλησία έχει περιέλθει σε δεινή θέση «και αυτό το της ορθοδοξίας σύνθημα, το της πίστεως, φημί, σύμβολον εν συγχύσει πολυσχιδεί» και θέλει να βοηθήση, ώστε να επιστρέψουν στους κόλπους της εκείνοι πού είχαν παρασυρθή από την καθολική προπαγάνδα. Το έργο αυτό αποτελεί να είδος κατήχησης στην ορθοδοξία. Είναι η εποχή των νέων κλυδωνισμών της Εκκλησίας από την απήχηση του γρηγοριανού ημερολογίου, από την σύγκληση της συνόδου του 1583 στην Κωνσταντινούπολη για την αντιμετώπιση το ζητήματος αυτού, από την έκδοση του Τόμου του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του «ετέρου τόμου Αλεξανδρινού», πού συντάσσει ο Μελέτιος Πηγάς και αποστέλλει στην Νοτιοδυτική Ρωσία, για να διαφωτίση τούς κατοίκους σχετικά με την μεταρρύθμιση του ημερολογίου• από την εξορία του Ιερεμία Β’ στην Ρόδο, από την άνοδο του φαύλου Παχωμίου Πατέστα του Λεσβίου στον πατριαρχικό θρόνο• από τις απαιτήσεις του πρώην Αντιοχείας Μιχαήλ (πού είχε παραιτηθή) να επανέλθη στον πατριαρχικό θρόνο πού κατείχε τότε ο Ιωακείμ Β’. Δεν είχε καθησυχάσει ακόμη ο σάλος της εκκλησίας, όταν ο Μελέτιος, προσκαλεσμένος από τον τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Δ’ τον Τρομερό (1533 - 1584), ταξιδεύει στην Ρωσία με σκοπό να προσφέρη τις υπηρεσίες του στην ομόδοξη εκκλησία της. Όταν όμως φθάνη στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζεται να διακόψη το ταξίδι του, γιατί διαπιστώνει ότι η ορθόδοξη εκκλησία κινδυνεύει από τον σάλο των εσωτερικών ανωμαλιών. Επί δυό χρόνια (1586 - 1587) ο Μελέτιος αγωνίζεται με σύνεση για ν’ αποκαταστήση την γαλήνη στην έδρα της ορθοδοξίας, ενώ με το γραπτό και προφορικό του κήρυγμα ανανεώνει την δραστηριότητα, πού είχε επιδείξει στην Κρήτη. Με κέντρο την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται τούς κατοίκους διαφόρων μερών της Θράκης και της Μ. Ασίας αποστέλλει σε άλλους επιστολές και τονώνει το θρησκευτικό τους αίσθημα. Το έργο του θυμίζει την δράση των αποστόλων των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Στις αρχές του 1588 ο Μελέτιος καλείται ν’ αναλάβη την διοίκηση του πατριαρχείου Αλεξανδρείας με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου και μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου εκλέγεται «πάπας και πατριάρχης Αλεξανδρείας» (5 Αυγούστου 1590). Ο Μελέτιος ξαναγυρίζει δυό φορές ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, την πρώτη για να λάβη μέρος στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως της 12 Φεβρουαρίου 1593 (η οποία μεταξύ άλλων σκοπό είχε να κυρώση σύμφωνα με τούς κανόνες της Εκκλησίας την ανακήρυξη του πατριαρχείου της Μόσχας) και την δεύτερη το 1594, για να ενισχύση με την παρουσία του ηθικά τον πατριάρχη Ιερεμία Β’ και να συντελέση πάλι στην αποκατάσταση της γαλήνης μέσα στο οικουμενικό πατριαρχείο. Γίνονται τώρα περισσότερο αισθητοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οι κλονισμοί από την δράση των Ιησουιτών. Κατά τα ταξίδια του προς την Κωνσταντινούπολη είχε την ευκαιρία να διαπιστώση τον ζήλο και τις επιτυχίες τους. Και τρομαγμένος σημειώνει: «Παρασύρονται των ακεραιοτέρων αι ακοαί. Εις συνήθειαν ήλθον της διεστραμμένης διδασκαλίας... βαπτίσματα παρ’ εκείνων, προπομπαί των εξοδευόντων (αποθνησκόντων), επισκέψεις των ασθενούντων, παρακλήσεις των λυπουμένων, βοήθειαι των καταπονουμένων, αντιλήψεις παντοδαπαί, μυστηρίων κοινωνίαι, α πάντα δι’ εκείνων (των ιησουιτών) επιτελούμενα σύνδεσμος γίνεται τοις πολλοίς της προς αυτούς ομονοίας, ώστε μικρού χρόνου παρελθόντος μηδέ (εί γένοιτό τις άδεια) ελπίδα λοιπόν είναι τούς υπό χρονίας απάτης κατασχεθέντας πάλιν προς την επίγνωσιν της αληθείας ανακληθήναι». Στην Χίο οι ιησουίτες, όπως είδαμε, είχαν σημειώσει τόσες επιτυχίες, ώστε ν’ αναγκαστή να στείλη εκεί, κατά τα τέλη του 1589, τον ανεψιό και πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο Λούκαρι και τον (ιερομόναχο Σωφρόνιο Παπαδόπουλο, για ν’ αναστείλουν τις προόδους των. Η παραμονή τους εκεί ήταν εφήμερη και είναι βέβαιο ότι δεν άφησε ουσιαστικές επιδράσεις, αλλά μάλλον σπέρματα αναταραχής και δυσάρεστες συνέπειες για τον Σωφρόνιο. Φαίνεται ότι Χιώτες λατινόφρονες με την υποκίνηση ασφαλώς των ιησουιτών, πού αμύνονταν, αντεπιτέθηκαν και κατόρθωσαν να διαβάλουν στο πατριαρχείο τον νεωτερίζοντα ίσως Σωφρόνιο για Λουθηροκαλβινισή με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την καθαίρεσή του. Τον Λούκαρι τον στέλνει επίσης ο Μελέτιος το 1593 στην Πολωνία, για ν’ ανταπεξέλθη στην προπαγάνδα των Ιησουιτών, πού κλόνιζαν εκεί τα θεμέλια της ορθοδοξίας. Κατά την επιστροφή του στην έδρα του διαπιστώνει ο Μελέτιος με μεγάλη λύπη της ταλαιπωρίες των Ελλήνων και την αναξιότητα των αρχιερέων• «πολύς εσμός εκχείται παρά των ημετέρων τουτωνί, των αρχιερατευόντων, τη οικουμένη των κακιών». Και για να παρηγορήση τον Ιερεμία του γράφει• «Ου Θράκη μόνον πλουτεί των κακών, αλλά Θράκην Αίγυπτος υπερακοντίζει». Στην Αίγυπτο τον αναμένουν νέοι αγώνες. Με επιμονή τώρα συνεχίζει τις προσπάθειες (πού είχε αρχίσει άλλοτε ως πρωτοσύγκελλος) και κατορθώνει να φέρη στους κόλπους της ορθοδοξίας πολλούς μονοφυσίτες Κόπτες. Δεν στέφθηκε όμως με την ίδια επιτυχία και το διάβημά του προς τον βασιλιά των Αβησσυνών Sagad Α’ (1563 - 1597), προς τον οποίο είχε γράψει (1595) προσκαλώντας τον να μιμηθή το παραπάνω παράδειγμα. Κατόρθωσε όμως ν’ αντιταχθή μ’ επιτυχία στην προπαγάνδα των ιησουιτών ανάμεσα στους Κόπτες και να την ανακόψη. Το κύρος του Μελετίου την εποχή αυτή έχει επιβληθή όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Μετά τον θάνατο του Ιερεμία Β’, υπείκοντας στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και πρεσβείες των κύκλων του πατριαρχείου, κληρικών και κοσμικών, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει στις 26 Μαρτίου 1597 την διακυβέρνηση τού οικουμενικού θρόνου ως «επιτηρητής» (τοποτηρητής), ωσότου εκλεγή ο νέος πατριάρχης. Τότε τον γνωρίζει ο περιηγητής Dousa, πού μας δίνει το πορτραίτο του: «ήταν πια ηλικιωμένος, το πρόσωπό του αξιοπρεπές και τα ψυχικά του χαρίσματα τόσο μεγάλα, ώστε να μη θεωρήται ότι ανάξια κατείχε την ανώτατη θέση τής ανατολικής εκκλησίας• γενικά με την εμφάνισή του κατακτούσε τις ψυχές των ανθρώπων». Κατά το εικοσάμηνο περίπου διάστημα της τοποτηρητείας του ο Μελέτιος κατόρθωσε να οργανώση άριστα το πατριαρχικό δικαστήριο, πού εκδίκαζε τελεσίδικα τις υποθέσεις των χριστιανών ραγιάδων, να εξαγοράση το μοναστήρι του Μεγάλου Δημητρίου στην Ξυλόπορτα, όπου με δωρεές του ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιερεμία (1595-1606) κτίστηκε το νέο πατριαρχικό οίκημα, και με τούς εράνους και συνδρομές των χριστιανών να εξοφλήση το μεγαλύτερο, φαίνεται, μέρος του πατριαρχικού χρέους προς Εβραίους τοκογλύφους, πού το ονόμαζε «θηρίον της Εκκλησίας». Οι αντιδράσεις όμως πού προκαλούσε η ανεξαρτησία της γνώμης του και η αυστηρότητα των μέτρων του εναντίον των παρεκτρεπομένων, καθώς και η αδυναμία του τελικά να επιβληθή στους ιδιοτελείς και ταπεινούς συνεργάτες του, του δημιούργησαν μιά ανυπόφορη ατμόσφαιρα, γεμάτη από στεναχώριες και ψυχικές αναστατώσεις. Αυτοί ακριβώς κινήθηκαν εναντίον του και κάλεσαν ξαφνικά στον θρόνο, τον Απρίλιο του 1598, τον απαίδευτο επίσκοπο Ιωαννίνων Ματθαίο, τον οποίο με την σύμπραξη των Τούρκων τον έκαναν πατριάρχη. Απογοητευμένος ο Μελέτιος εγκατέλειψε οριστικά την Κωνσταντινούπολη και ξαναγύρισε στην έδρα του, κατά το τέλος του 1598 αρχές του 15991. Επικρατούν οι εγωπαθείς και διεφθαρμένοι του πατριαρχικού περιβάλλοντος και συνεχίζονται οι μηχανορραφίες και οι αλλαξοπατριαρχείες. Οι νέοι αυτοί γραικύλοι εμπρός στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους κάνουν ότι μπορούν, για να επιβαρύνουν τα οικονομικά του πατριαρχείου και να σπιλώνουν την υπόληψη της εκκλησίας του Χριστού. Ο φατριασμός και οι διχόνοιες είναι καθημερινή απασχόλησή τους. Η ελεεινή όμως αυτή κατάσταση αποκαρδίωνε και έσπρωχνε πολλούς χριστιανούς κάθε χρόνο στον Ισλαμισμό. Ο Μελέτιος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1601 στις αγκάλες του πνευματικού του τέκνου Κυρίλλου Λούκαρι (1572 - 1638), πού μόλις είχε φτάσει από την δεύτερη αποστολή του στην Πολωνία, όπου μάταια είχε προσπαθήσει ν’ αναστείλη την πρόοδο του καθολικισμού. Τα έργα του Μελετίου είναι δογματικά, απολογητικά της ορθοδοξίας, και ιδίως πολεμικά, όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη. Κεντρικό σημείο του έργου του αποτελεί η υπεράσπιση των θέσεων της ορθοδοξίας απέναντι των αποφάσεων της Φλωρεντινής συνόδου. Από τα έργα του η «Ορθόδοξος διδασκαλία», είχε, φαίνεται, την μεγαλύτερη απήχηση στον λαό, γι’ αυτό και μεταφέρθηκε σε απλή γλώσσα. Ενδιαφέρουσες είναι και οι πάμπολλες επιστολές του, εκδεδομένες και ανέκδοτες, πού είναι ανάγκη να συγκροτηθούν σε σώμα και να εκδοθούν, γιατί απευθύνονται όχι μόνο σε επίσημα πρόσωπα, βασιλείς, ανώτερους κληρικούς, λογίους, αλλά και σε κατώτερους κληρικούς και απλούς ανθρώπους του λαού, και περιέχουν πλήθος ειδήσεων χρήσιμων για την γνώση της κοινωνικοπολιτικής, θρησκευτικής και πνευματικής ιστορίας του τόπου.
Πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα όμως παρουσιάζουν τα κηρύγματά του, οι σωζόμενες ομιλίες με τον τίτλο «Ευαγγελικής διδασκαλίας περίοδος», γιατί άσκησαν μεγάλη επίδραση στον ελληνικό λαό. Το μυστικό της γοητείας του Μελετίου ήταν, κατά τον αυτόπτη μάρτυρα Dousa, ότι «μιλούσε με ευγλωττία και χρησιμοποιούσε διαλεχτές λέξεις, απαλλαγμένες από κάθε τάση για επίδειξη». Ο Πηγάς δηλαδή συνεπαρμένος από την επιθυμία του να πλησιάση τον λαό απομακρύνεται από την συνηθισμένη παλαιότερη παράδοση του κηρύγματος, την επηρεασμένη από την δυτική σχολή, πού πρόσεχε πολύ την τεχνική επεξεργασία του κειμένου, δηλαδή την εσωτερική δομή του λόγου, την καλλιέπεια και το ύφος, και — παραμελώντας τούς καθιερωμένους κανόνες τού είδους αυτού της γραμματείας — αποβλέπει στην πηγαία απόδοση των συναισθημάτων του, στην ζωντανή εξεικόνισή τους με όργανο την δημοτική γλώσσα. Έτσι με τον αυθορμητισμό του ανανεώνει το κήρυγμα, του δίνει μορφή δική του, ελληνική, και ανοίγει να δρόμο πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για θεολόγους πού δεν είχαν ούτε την δική του θερμή πίστη ούτε και μην βαθιά φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση. Οι ομιλίες του Πηγά αποτελούν να ζωντανό εθνικοθρησκευτικό κήρυγμα για εγκαρδίωση και ανάνηψη• καταδικάζει την πολυτέλεια, την τροφή, την μέθη, πού οδηγούν τούς νέους στο παραστράτημα και στην παραλυσία• στιγματίζει τις σωματικές ηδονές και εξαίρει τις πνευματικές, αποδοκιμάζει τις γυναίκες πού τρέχουν στους μάγους, στις γητεύτρες, στις γύφτισσες κ. λ., ή εκείνες πού πιστεύουν σε διάφορες δεισιδαιμονίες, κ. λ. Καταδικάζει τις αδικίες: «Ω άνθρωπε άσπλαχνε..., τι ελπίζεις να πάθης εσύ, οπού αρπάζεις τα αλλότρια, κλέπτεις τα ξένα, ιεροσυλείς τα θεία; Και πάντα διατί; Άλλος διά να μεθύση, άλλος διά να σπαταλήση, άλλος διά να λαμπροφορέση, άλλος διά να κερδίση, λέγει, θρόνους — ξεύρω για τι θρόνους — να δοξασθή και να κλονήται η εκκλησία του θεού, διά να ξοδιάζωνται τα στάμενα εις τούς ασεβείς, εις τούς εχθρούς του Χριστού, να ξεκουμπίση τον αδελφόν, να χαλάση την εκκλησίαν, διά να στήση το θέλημά του». Με αυστηρότητα καυτηριάζει τούς ανάξιους κληρικούς: «Άνθρωπος κράζεται εκείνος του θεού, χριστιανός το όνομα, και τάχα και φορεί και σχήμα, δεν ηξεύρω πώς να τον ειπώ τον ανίερον. Έπειτα τρέχει οπίσω σαρκός τέρας και δεν φοβάται θεόν, μήτε το πυρ εκείνο ενθυμείται και τες φλόγες εκείνες [τες] σοδομιτικές, ώ ουρανέ και ήλιε!.. Τις σε αναγκάζει να πωλήσης ή να αγοράσης ανάξιος ιερωσύνην ή αρχιερωσύνην και να θησαυρίσης κόλασιν; Η δεν γνωρίζεις πώς είναι πολλών κολάσεων άξιον το επιχείρημα; . . ». Υπάρχει έπειτα και η στιγμή της κρίσεως: «Πώς να απολογηθούμεν εκεί, όταν έλθη ο κριτής, όταν καθίση το κριτήριον το φοβερόν, όταν τεθώσι θρόνοι, όταν ανοιχθώσι τάφοι, οι βίβλοι των συνειδήσεών μας;» Δεν ξεχνά την καταγωγή του και είναι περήφανος γι’ αυτήν. Το γένος του εξακολουθεί να είναι το φως του κόσμου: «Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ εκυρίευσεν όλην την Οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τούς Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, ο ι ο π ο ί ο ι ή σ α ν Έ λ λ η ν ε ς, τ ο γ ν ή σ ι ο ν γ έ ν ο ς σ α ς. Α π ό ε κ ε ί ν ο υ ς δ έ ε ι ς τ ο ύ ς Ρ ω μ α ί ο υ ς, α π ό τ ο ύ ς ο π ο ί ο υ ς ε σ ε ί ς κ α ι κ ρ α τ ά τ ε κ α ι λ έ γ ε σ θ ε. Εσείς είσθε εκείνοι, των οποίων οι πατέρες εφώτισαν την οικουμένην, την ορθοδοξίαν τής Χριστού πίστεως. Τα λείψανα είστε εσείς της βασιλείας των Ρωμαίων, εσείς τα λείψανα της ορθοδοξίας. Από εσάς όλα τα έθνη, όσα ομολογούσι τον Χριστόν, αναμένουσι να πάρουσι το στερέωμα των δογμάτων τής πίστεως και τούς θεσμούς των εκκλησιαστικών πράξεων, τα ήθη και την πολιτείαν τής θεαρέστου ζωής. Όλος ό κόσμος εις εσάς αναδρανίζει, εσάς ως φως του κόσμου». Όπως βλέπουμε, ο ιερωμένος αυτός γνωρίζει καλά τις πηγές της πνευματικής και της εθνικής του υπόστασης, την αρχαία Ελλάδα μαζί με την Μακεδονία και το χριστιανικό Βυζάντιο. Κλαίει όμως τώρα για την κατάπτωση του γένους πού έγινε περίπαιγμα των λαών της Δυτικής Ευρώπης και των «απίστων»: «Κλαίω και εγώ την συμφοράν του γένους μας και θέλω την κλαύσει, διά να μη θαρρούσιν οι αιρετικοί και οι ασεβείς, οπού μας περιπαίζουσι και μας ονειδίζουσι ή πώς δεν βλέπομεν την παντερημίαν μας ή πώς την στέργομεν». Αλλά δεν πρέπει ν’ απελπίζωνται οι Έλληνες, αρκεί να μετανοήσουν για όσα έγιναν. Η μετάνοια είναι η σωτηρία. Ο Πηγάς αντιπαραθέτει την αξία της μετάνοιας προς την απαξία της αμαρτίας: «Η αμαρτία εξορίζει, η μετάνοια προσοικειοί. Η αμαρτία πτωχαίνει, πλουτίζει η μετάνοια. Η αμαρτία σκορπίζει, η μετάνοια περιμαζώνει. Ασχημίζει η αμαρτία, καλλωπίζει [η μετάνοια]. Εκείνη κατασταίνει βοσκούς χοίρους, ετούτη μας κατασταίνει πάλιν υιούς». Ας μην είναι λοιπόν οι Έλληνες απαισιόδοξοι. Μόνο στην μετάνοια και στα καλά έργα βρίσκεται η σωτηρία τους: «. . . ας κλαύσωμεν από το ένα μέρος διά τας αμαρτίας μας, επιστρέφοντες εις μετάνοιαν, και από το άλλο μέρος, μη απελπίζου, μη απελπίζου ο λαός του θεού, το έθνος το άγιον, βλέποντες πώς σε κακουχούσιν και σκληραγωγούσιν οι ασεβείς. Αναθυμήσου, πώς και το σπέρμα του Αβραάμ, το σπέρμα της επαγγελίας, παρέδωκεν ο Θεός ό δίκαιος εις δουλείαν τόσους χρόνους. Έπειτα ο αυτός Θεός έκρινε (καθώς είπα του Αβραάμ) το έθνος εκείνο των ασεβών... Πλην, παρακαλώ, να σπουδάσωμεν ημείς, να προφθάσωμεν με τα καλά έργα τες ασέβειες αυτών, διά να παρακινηθή ογληγορήτερα ο Θεός, διά την εργασίαν των καλών μας έργων, διά την ασέβειαν των εχθρών, να χαλάση και τόσην τυραννίαν και τόσον κακόν, ως επιθυμείτε, και να μας αξιώση των αγαθών εκείνων τής βασιλείας των ουρανών. . . ».
Απέραντη η πίστη του στην ορθοδοξία. Αυτή θα σώση τούς Έλληνες: «Μόνον μ η α μ ε λ ή σ ω μ ε ν, α δ ε λ φ ο ί, τ ο ι ς ί χ ν ε σ ι ν ε π ι β α ί ν ε ι ν των π ρ ο γ ό ν ω ν η μ ώ ν, ε ι δ ό τ ε ς, ό τ ι ο υ π ρ ο σ φ ά τ ο ι ς π ό μ ε θ α δ ό γ μ α σ ι ν, α λ λ’ α ρ χ α ί ο ι ς και π α τ ρ ο π α ρ α δ ό τα ο ι ς, τ ο ν Σ ω τ ή ρ α Χ ρ ι σ τ ό ν έ χ ο υ σ ι ν ο μ ο δ ό τ η ν κ α ι ν ο μ ο θ έ τ η ν, τ ο ύ ς Α π ο σ τ ό λ ο υ ς δ ε κ α ι τ ο ύ ς Α γ ί ο υ ς Π α τ έ ρ α ς ε κ φ ά ν τ ο ρ α ς...». Παρακαλεί τον Χριστό να μην παύση να βασιλεύη και να μην επιτρέψη να βασιλεύη άλλος στην θέση του —• φράση πού υπαινίσσεται τον φόβο για την ενδεχόμενη επικράτηση του μουσουλμανισμού. Ύστερ’ από όσα αναφέραμε παραπάνω, ήταν επόμενο, οι τρεις κορυφαίοι κληρικοί, ο Μελέτιος Πηγάς, ο Γαβριήλ Σεβήρος και ο Μάξιμος Μαργούνιος να θεωρηθούν πρόμαχοι της ορθοδοξίας από τις μάζες των ορθοδόξων και η φήμη τους να σκορπιστή και στις ορθόδοξες χώρες της Βαλκανικής, κυρίως στην Ρουμανία. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ματθαίος Μυρέων συνέθεσε «Ακολουθίαν εις τούς νεοφανείς αστέρας και θεολόγους και διδασκάλους της Εκκλησίας Μελέτιον πατριάρχην Αλεξανδρείας, τον από Κρήτης και Γαβριήλ Φιλαδελφείας, τον από Μονεμβασίας, και Μάξιμον Κυθήρων τον Μαργούνιον, τον και αυτόν από Κρήτης, τούς εν ενί καιρέ επί στηριγμ των της Εκκλησίας δογμάτων και πατρικών παραδόσεων διαλάμψαντας».