Ανάμεσα στους πολλούς διαπρέψαντες Αγχιαλίτες σε παλιότερες εποχές, ως φωτεινή και ακμαία μορφή, ξεπροβάλλει από το βάθος του χρόνου ο διατελέσας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας ο Β’. Ανήκε στην παλιά βυζαντινή οικογένεια των Τρανών, η οποία έπειτα από την άλωση της Κων/πόλεως βρήκε καταφύγιο στην Αγχίαλο της Μαύρης Θάλασσας. Γεννήθηκε περίπου το 1536, όταν πια η Toυρκοκρατία και η Λατινοκρατία είχαν εξαπλωθεί σε όλη τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Δάσκαλοι του σε μία εποχή σκοτεινή για τον Ελληνισμό, στάθηκαν κυρίως ιερωμένοι, όπως ο Ιερόθεος Μονεμβασίας, ο Αρσένιος Τυρνόβου, ο Δαμασκηνός Ναυπάκτου και ο Θεοφάνης Ελεαβούλκος. Αρχικά το 1568 έγινε μητροπολίτης Λαρίσης. Στη συνέχεια όμως, με την υποστήριξη του επίσης Αγχιαλίτη Μιχαήλ Καντακουζηνού ,[1], φίλου του μεγάλου Βεζίρη Μεχμέτ Σόκολι, εκλέχτηκε πατριάρχης το 1572 στην θέση του Μητροφάνους Γ’. Οι υποστηρικτές του τελευταίου θα εκθρονίσουν τον Ιερεμία το Νοέμβριο του 1579. Όμως και ο Μητροφάνης μετά από μερικούς μήνες πέθανε και ο Ιερεμίας επανεκλέχτηκε (Αύγουστος 1580). Έμελλε όμως η σχέση του με τον πατριαρχικό θρόνο να είναι ιδιαίτερα περιπετειώδης και ταραχώδης. Έτσι τέλη του Φεβρουαρίου του 1584 ο Παχώμιος Β’ και ο ανιψιός του Μητροφάνους Θεόληπτος Β’ κατόρθωσαν να τον εκθρονίσουν και να τον εξορίσουν στη Ρόδο. Τον Απρίλιο του 1587 ο Ιερεμίας επανεκλέχτηκε για τρίτη φορά πατριάρχης. Αυτές όμως οι αλλεπάλληλες μηχανορραφίες αμαύρωσαν το κύρος του Πατριαρχείου. Ακόμη και η ίδια του η ύπαρξη κινδύνευε σοβαρά. Τότε ήταν που η τούρκικη αυλή εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να μετατρέψει σε τζαμί τον ναό της Παμμακαρίστου, έδρα του Πατριαρχείου από το 1454. Αυτό το κλίμα χρωμάτισε την τρίτη και τελευταία πατριαρχεία του Ιερεμία (1587-1595) ,[2]. Ήδη πριν την εποχή του Ιερεμία Β’, το 1517 ο Αυγουστινιανός μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) κοινοποίησε τις περίφημες 95 «θέσεις» του. Έκτοτε διαμορφώνεται ένα νέο δόγμα στη Δύση, ο Προτεσταντισμός ή ο Λουθηρανισμός, που γνώρισε μεγάλη διάδοση, ιδίως στην Γερμανία. Η αποσχιστική αυτή εκκλησιαστική προσπάθεια, αφού καθιερώθηκε έως ένα βαθμό, θέλησε να τραβήξει με το μέρος της τους ορθοδόξους. Ήταν ακριβώς την εποχή της πατριαρχίας του Ιερεμία, που μία ομάδα θεολόγων καθηγητών της Τυβίγγης (Τubingen) με πρωτεργάτη τον διάσημο τότε φιλόλογο και θεολόγο Μαρτίνο Κρούσιο (Crucious) έστειλαν επιστολές προς την έδρα του Πατριαρχείου στην Κων/πολη. Μάλιστα την τελευταία από αυτές συνόδευε και μία ελληνική μετάφραση της Αυγουσταίας Ομολογίας του Λούθηρου. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας με την βοήθεια λογίων της Πόλης καθώς και μητροπολιτών συνέταξε μία πρώτη απόκριση προς του λουθηρανούς θεολόγους με 21 κεφάλαια (1576). Σε αυτήν με βάση την Αγία Γραφή, τις αποφάσεις των 7 πρώτων συνόδων και τα κείμενα των Πατέρων, σε απλό ύφος, γράφει ότι «το συμφωνούν ημίν και διαφωνούν σαφηνίσομεν» ,[3]. Ο Ι.Καρμίρης συνοψίζει ως εξής τις διαφορές ορθοδόξων-προτεσταντών που οι επιστολές του Ιερεμία έθιξαν ,[4]: α) την Ιερά Παράδοση β) το Filioque γ) το αυτεξούσιο δ)τον Θείο Προορισμό ε) την δικαίωση στ) τον αριθμό των μυστηρίων ζ) την δια ραντισμού ή επιχύσεως τέλεση του βαπτίσματος η) την έννοια της μεταβολής στην Θεία Ευχαριστία και την τέλεσή της δι’ αζύμων θ) του αλαθήτου της Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων και ι) την τιμή, τις εορτές, τις επικλήσεις των Αγίων, των εικόνων και των λειψάνων αυτών, των νηστειών και των διάφορων εκκλησιαστικών παραδόσεων και εθίμων. Οι αποκρίσεις του Ιερεμία Β’ ήταν συνολικά τρεις, ιδιαίτερα φροντισμένες και αποτελούν μέχρι και σήμερα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Εκκλησίας. Για πρώτη φορά η εκκλησιαστική γραμματολογία αποκτούσε επίσημο κείμενο, στο οποίο διευκρινίζονταν οι διαφορές ορθοδόξων και προτεσταντών. Οι δε Λουθηρανοί θεολόγοι στις απαντήσεις τους τόνιζαν πάντα την μοναδική σημασία της Αγίας Γραφής για τον καθορισμό της πίστεώς τους. Ωστόσο δεν δέχονταν την Παράδοση, το αυτεξούσιο, τα αγαθά έργα για την σωτηρία, ούτε όλα τα μυστήρια ,[5]. Είναι σημαντικό ότι στις αποκρίσεις του Ιερεμία χρησιμοποιούνται οι πατέρες της εκκλησίας όπως ο μάρτυρας Ιουστίνος, ο Μάξιμος Ομολογητής, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης ,[6]. Στο τέλος ο διάλογος πέφτει στο κενό και ο Ιερεμίας σταματά τις απαντήσεις προτιμώντας μία αξιοπρεπή σιωπή ,[7]. Με τον Ιερεμία συνδέεται επίσης το 1587 η ανακήρυξη του Ιώβ μητροπολίτη Μόσχας σε πατριάρχη. Στο ταξίδι του στη Ρωσία ο Ιερεμίας συνοδευόταν αρχικά από τον Ιερόθεο Μονεμβασίας και στη συνέχεια από τον Αρσένιο Ελασσόνας. Για το ταξίδι αυτό σώζεται ένα έμμετρο ποίημα του Ελασσόνος (τον οποίο ο Ιερεμίας βρήκε στην πόλη Λβώφ της Ρωσίας και τον χρησιμοποίησε ως επίσημο διερμηνέα του). Το ποίημα αυτό κατατάσσεται στα βραχέα χρονικά, δεν έχει μεγάλη ποιητική αξία, αλλά αποτελεί «μνημείον σπουδαίον άμα δε και δυσεύρετον, διαφερον τα τε χρονικά της Ανατολικής Εκκλησίας και την ιστορίαν της νεωτέρας γραμματολογίας μας» ,[8]. Επί Ιερεμία επίσης καθιερώθηκε στην Δύση για πρώτη φορά το νέο Ημερολόγιο που ονομάστηκε Γρηγοριανό από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’. Ο Ιερεμίας αρνήθηκε να το υιοθετήσει και συγκάλεσε σύνοδο (1593), η οποία καταδίκασε τις ρωμαιοκαθολικές καινοτομίες. Σύμφωνα με τον παλαιότερο ιστορικό Αθανάσιο Υψηλάντη έγιναν δύο σύνοδοι, που ήταν απορριπτικές του Γρηγοριανού ημερολογίου ,[9]. Ωστόσο σε ανακοίνωση της Ιεραρχίας της Ελλάδος (2 Ιουλίου 1929) διευκρινίζεται ότι η Σύνοδος του Ιερεμία δεν είναι ακριβές ότι αποκήρυξε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, αλλά αυτή η αντίληψη επικράτησε εξαιτίας πλαστογραφήματος «παρά Αγιορειτών σκευωρηθέντος». Τούτο προσπάθησε να αποδείξει ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος σε δύο άρθρα ,[10]. Όπως είναι γνωστό βέβαια όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες το 1924 εισήγαγαν το νέο ημερολόγιο, αλλά όχι αυτούσιο. Απλώς πρόσθεσαν 13 ημέρες για ημερομηνιακή σύμπτωση με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο της Δύσης. Ο Ιερεμίας συνδέεται επίσης με το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης που ιδρύθηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ το 1577. Φαίνεται ότι ο Ιερεμίας με ανιδιοτέλεια σκεπτόμενος έστελνε ελληνόπαιδες να σπουδάσουν στην Ρώμη, ενώ βέβαια στόχος των ρωμαιοκαθολικών ήταν κατά κύριο λόγο ο εκλατινισμός των Ελλήνων. Έτσι η καθολική εκκλησία, όσον αφορά τους μαθητές του Κολεγίου, περιόριζε την παράδοση στο ορθόδοξο τυπικό και στην εξωτερική εμφάνιση των κληρικών, ενώ ο Ιερεμίας έδινε μεγαλύτερη σημασία στον πνευματικό τομέα της παράδοσης, θεωρώντας την περισσότερο καθοριστική της συνείδησης ,[11]. Ο Ιερεμίας ως μητροπολίτης Λαρίσης και ως πατριάρχης προσπάθησε με κάθε τρόπο να ενισχύσει την παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων. Το 1583 μάλιστα έστειλε στη Βενετία τον λόγιο βοηθό του Νικηφόρο Παράσχη να προμηθευτεί επιστημονικά εγχειρίδια για την Πατριαρχική Σχολή που λειτουργούσε τότε στην Κων/πολη. Τα φιλολογικά και φιλοσοφικά μαθήματα του σχολείου εκείνου παρακολουθούσε συχνά και ο ίδιος. Επίσης αλληλογραφούσε με επιφανείς λόγιους, όπως ο Μάξιμος Μαργούνιος, ο Γαβριήλ Σεβήρος, ο Δαβίδ Χυτραίος, ο Ιωακείμ Καμεράριος κ.ά. Έχει σημειωθεί ως γενική εκτίμηση για τον Ιερεμία Β’ ότι ο κύκλος των λογίων που τον περιστοίχιζε ήταν μεγάλος και ότι η προσφορά του στο Γένος δεν έχει μελετηθεί όσο θα του άξιζε ,[12]. Έτσι η πατριαρχεία του Ιερεμία, έπειτα από εκατό χρόνια παρακμής, φάνηκε για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, πράγματι, σαν προάγγελος μίας μεγαλύτερης αναγέννησης. ΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ 1. Τον Μιχαήλ Καντακουζηνό επειδή τον φοβόντουσαν οι Τούρκοι τον ονόμασαν «Σειτάνογλου». 2. Από την Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος «Οι Πατριάρχες του γένους»: http://www.ec-patr.gr/. Για γενικότερη βιβλιογραφία δες: Β.Θ. Σταυρίδου, Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1453-Σήμερον). Εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1987. 3. Z.Tσιρπανλης, «Η μεταρρύθμιση και ο ορθόδοξος κόσμος». Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τομ. Ι, 119-120 4. Θρησκευτική Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 6, Αθήνα 1965, 783. 5. Ζ.Τσιρπανλής, ό.π., 120 6. Ο Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα. Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, 112-115, λέει εν κατακλείδι ότι οι αποκρίσεις του Ιερεμία ως προς τη γλώσσα επιτρέπουν διαφυγές προς την εκκλησιαστική υπαρκτική εμπειρία. 7. Ι.Καρμίρη, Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός, Εν Αθήναις 1937, 79-135. -Του ίδιου, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Β’, τομ.1. Αθήναι 1960, τομ.2, Graz-Austria 1968 (όπου περιέχονται τα κείμενα των αποκρίσεων του Ιερεμίου). 8. Σ. Ζαμπέλιου, Καθίδρυσις Πατριαρχείου εν Ρωσία. Αθήνα 1859. Επίσης Κ. Σάθα, Τουκοκρατούμενη Ελλάς. Αθηναι 1869, 207. - Του ίδιου, Ιστορικόν σχεδίασμα περί του πατριάρχου Ιερεμίου Β’ (1572-1594), Αθήναι 1870. 9. Α. Υψηλάντης, Τα Μετά την Άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, Κων/πολη 1870, 113. 10. Π.Τρεμπέλας, Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος, Αθήναι 1968, 22-23. 11. Ζ.Τσιρπανλής, ό.π., 124-126 12. Φ. Δημητρακόπουλος, Αρσένιος Ελασσόνος, Αθήνα 1984, 172.