ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ
α) Ό πόθος και ή αγάπη προς τον Θεό. Φεύγει ό μοναχός στην έρημο, μακριά από τα φθαρτά και μάταια του κόσμου, για να αγαπήσει αμετεωρίστως «το άκρον και ανώτατον εραστόν, όπερ εστίν ό Θεός». Το άπειρον θείο κάλλος έλκει την ψυχή του μονάχου προς ένα «απαύστον και αεικίνητον» θείο πόθο, ή δε έρημος βοηθεί στο να μη ανακόπτεται αλλά διαρκώς να αναρριπίζετε προς τελειότερα αγάπη. Αυτά λέγει ό Άγιος ερμηνεύων τον δεύτερο αναβαθμό του α' ήχου «τοις ερημικοίς απαυστος ό θείος πόθος εγγίνεται, κόσμου ουσι του ματαίου εκτός»: «Ή αγάπη και ό πόθος των εν τη ερήμω και ησυχία κατακούντων μοναχών, δεν έλκεται από κανένα υλικό και μάταιο πράγμα• ούτε γίνεται άλλοτε άλλος, δελεαζόμενος από ηδονές, ή πλούτο, ή δόξα τα όποια φθείρονται και αφανίζονται... Επειδή λοιπόν ο Θεός είναι άπειρος κατά φύσιν και άφραστος, δια τούτο και ό προς τον Θεόν πόθος των ερημιτών δεν στέκεται ποτέ, άλλ' είναι πάντοτε απαύστος και αεικίνητος, πάντοτε λαμβάνων αύξησιν, και πάντοτε τρέχων προς το ανώτερον...• σπουδάζει μεν γαρ ό νους να άναβή εις το ύψος του θείου κάλλους, και να χωρήση αυτό ολόκληρο επειδή όμως δεν ημπορεί, δια τούτο στοχαζόμενος, ότι εκείνο όπου δεν εδυνήθη να χωρήση, είναι ανώτερο και ηδονικώτερο από εκείνο, όπου χώρησε• τούτου χάριν θαυμάζει και απορεί• εκ δε του θαυμασμού, γεμίζει από θείους ερωτάς, και πόθους αναρριπίζει διακαείς τη ψυχή... την απορία πορισμό ερώτων τιθέμενος, κατά τον αγιον και νηπτικώτατο Κάλλιστο». β) Ή ησυχία. Ή ησυχία κατά τον άγιο Νικόδημο, είναι ό καταλληλότερος τόπος και τρόπος για να εργάζεται ό νους την αδιάλειπτο νοερά εργασία. Δεν αντιλαμβάνεται ό Άγιος την ησυχία ως απραξία. Οι ιερώς ησυχάζοντες ασκούν μία σύντονο και αδιάλειπτο νοερά εργασία νίψεως και προσευχής. «Οι δε εν τη ερήμω καθήμενοι, και την ησύχιον ζωήν μεταχειριζόμενα, αυτοί καταφρονούσι μεν όλα τα ηδέα, και παρά τοις άλλοις ποθούμενα, ως βλαπτικά της ψυχής και από του Θεού χωρίζοντα• συμμαζόνουσι δε τον νουν τους, από κάθε σύγχυσιν του κόσμου και θεωρίαν, μέσα εις την καρδίαν τους, και εκεί αδιαλείπτως προσεύχονται, μελετώντες το παμπόθητον και γλυκύτατον όνομα του Ιησού Χριστού, και λέγοντες αγαπητικός «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησαν με». Εκ της τοιαύτης δε αδιάλειπτου προσευχής και συχνής μελέτης του θείου ονόματος του Ιησού, ανάπτουσι μεν την καρδίαν τους εις μόνον τον του Θεού πόθον και έρωτα, εκτείνουσι δε και τον νουν εαυτών εις την θεωρίαν του θείου κάλλους. Όθεν από το υπέρκαλλον εκείνο κάλλος καταθελγόμενοι, και έξω γενόμενοι εαυτών, λησμονούσι και φαγητά, και ποτά, και φορέματα και αυτήν την φυσική ανάγκην του σώματος». γ) Ή Χριστομίμητος υπακοή. Ή υπακοή των μοναχών δεν είναι μία εξωτερική πειθαρχία, ηναγκασμένη ή συμβατική. Πρότυπο της έχει την υπακοή του Κυρίου στον Ουράνιο Του Πατέρα, κατά το «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β', 8), και στην Ύπεραγία Μητέρα Του και τον δίκαιο Ιωσήφ, κατά το «ην υποτασσόμενος αυτοίς» (Λουκ. β', 51). Αληθινή υπακοή είναι ή υπακοή φρονήματος. Γράφει ό Άγιος: «Υπότασσε λοιπόν εις αυτόν [τον δια του μοναδικού σχήματος γενόμενον γέροντα σου], όχι μόνον όλα σου τα θελήματα, το όποιον είναι ευκολότερων, άλλ' ακόμη και όλα σου τα φρονήματα, το όποιον είναι δυσκολότερων. Πολλοί γαρ υποτακτικοί εκκόπτουσι ναι το θέλημα των και κάμνουσι το θέλημα του γέροντος των μα το φρόνημα των δεν το εκκόπτουσι και μάλιστα αν είναι, και λογιώτατοι άλλ' εχουσι πάντοτε μίαν τοιαύτην ιδέαν βαθέως ριζωμένη εις την καρδίαν τους, ότι εκείνο οπού αυτά φρονούσι και συλλογίζονται δια κάθε πράγμα, είναι καλλίτερον και φρονιμώτερο από εκείνο οπού φρονεί και συλλογίζεται ό γέροντας των». Με την διδασκαλία αύτη οδηγεί τον υποτακτικό .στην αληθινή ταπείνωση, κατά το παράδειγμα του Κυρίου δ) Ή εργασία. Το εργόχειρο ή το διακόνημα είναι απαραίτητο στον μοναχό, για λόγους πού ό άγιος Νικόδημος επισημαίνει. Πρώτα, για να μη έχη ό λογισμός του μονάχου αφορμές μετεωρισμού. Και έπειτα, για να μη υποχρεώνεται ό μοναχός να βγαίνει στον κόσμο για συλλογή ελεημοσύνης, διότι από αυτό προκαλούνται πειρασμοί και πτώσεις, δημιουργούνται αφορμές σκανδαλισμού των κοσμικών και εισάγονται στα μοναστήρια κοσμικές συνήθειες και φρονήματα. Διευκρινίζει ό άγιος Νικόδημος, ότι το είδος της εργασίας πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να μη βάζει τον μοναχό σε μέριμνες, πειρασμούς και αισχροκέρδειες, Ιδιαιτέρως δε για τον ερημίτη να μπορεί να επιτελείται απερίσπαστος στο ερημικό του καλύβι. ε) Ή προσευχή. Όλος ό μοναχικός αγώνας, κατά τον άγιο Νικόδημο, συντείνει στο να εξασφάλιση στο νου την ελευθερία να προσεύχεται απερίσπαστος. Ό ίδιος ως ερημίτης ειργάζετο την μονολόγιστο ευχή και αυτήν συνιστούσε ενθέρμως: «Ό Ιησούς λοιπόν, παρακαλώ σε και τρίτον, ας είναι γλυκύ μελέτημα της καρδίας σου, ο Ιησούς ας είναι εντρύφημα της γλώσσης σου • ό Ιησούς ας είναι το αδολέσχημα και ή ιδέα του νοός σου • εν συντομία, ό Ιησούς ας είναι ή αναπνοή σου • και ποτό να μη κορέννυσαι επικαλούμενος τον Ιησούν». Άλλα παραλλήλως δίδασκε και την αναγκαιότητα της κοινής προσευχής και θείας λατρείας στον ναό. Στο έργο του Χρηστοήθεια των Χριστιανών ό Άγιος προτρέπει τους εν τω κόσμο Χριστιανούς να συμμετέχουν στον Εσπερινό, στον Όρθρο και στην Θεία Λειτουργία μαζί με τα παιδιά τους, για να συνηθίζουν, και συνιστά να μη απέχουν από τίς κοινές Ακολουθίες προφασιζόμενοι την κατ' ιδίαν προσευχή στο σπίτι. Χάριν της κοινής προσευχής στον ναό συνέθεσε Κανόνες διαφόρων εορτών, συνέταξε το Θεοτοκάριο και ερμήνευσε τους ειρμούς των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, ώστε ή ψαλμωδία να είναι λογική λατρεία. στ) Ή αγάπη. Ή μοναχική άσκησης χωρίς αγάπη δεν σώζει. Ό άγιος Νικόδημος το τονίζει με έμφαση: «Δεν είναι θρήνων άξιον, να βλέπη τινάς τόσους και τόσους αδελφούς να αφήσουν τον κόσμον, και να κατοικούν μέσα εις τα όρη και τα σπήλαια, δια να σώσουν την ψυχήν τους • να εκχέουν τόσους αιματωμένους ίδρωτας • να αγωνίζονται με υπερβολικούς αγώνας, νηστειών, αγρυπνιών, κακοπαθειών, νωτοφορούντες, υδροφορούντες, και πεζοί οδεύοντες μέσα εις δύσβατους και αμφικρήμνους τόπους, και ύστερον από όλα αυτά, να βλέπη τους τοιούτους να τρέφουν εις την καρδίαν τους εν τόσον φαρμακερό βασιλίσκο; το μίσος, λέγω, κατά των αδελφών τους; ω! και τίς να μη αναστενάξει; ω! και τίς να μη χύση καρδιοστάλακτα δάκρυα;».
Ό άγιος Νικόδημος άσκησε την αγάπη, παρότι έζησε έντονα τίς συνέπειες των αγώνων του υπέρ των ορθοδόξων παραδόσεων, κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, διώχθηκε. Στην Ομολογία Πίστεως, πού χρειάσθηκε να σύνταξη για να πληροφόρηση, όπως λέγει, τους μη ειδότας και να διόρθωση τους εν γνώσει κατηγορούντας, γράφει περί των κατηγόρων του πού δυστυχώς είχαν αποκλίνει από την αγάπη: «Ή μοναδική πολιτεία απαιτεί να έχουν οί Μοναχοί πραότητα, και αταραξία καρδίας• αυτοί όμως οί ευλογημένοι...ταράττονται., ανάπτουν από τον θυμό, και ευθύς λέγουν τα δυσφημότατα.,. και με τούτο δείχνουν το μίσος και την πικρία, όπου φυλάττουν μέσα εις την ψυχήν τους». Τους παρακαλεί να συνέλθουν, να αφήσουν τα πείσματα, να εκριζώσουν το μίσος και να εγκολπωθούν την αγάπη.
Στην αντίθετη περίπτωση, καταλήγει ό άγιος Νικόδημος, «εάν δεν εκριζώσετε το μίσος από την καρδίαν σας, και δεν εμφυτεύσετε την άγάπην, και εάν δεν παύσετε από τάς κατά των αδελφών σας δυσφημίας, να ηξεύρετε (και σύγγνωτε ημίν δια την τόλμη) ότι ματαίως κατοικείτε εις τα όρη και τα βουνά• μάταιοι είναι όλοι οί ασκητικοί σας αγώνες και κόποι και ίδρωτες • να ειπούμε και το μεγαλύτερον; μαρτύριο αισθητό εάν υπομείνετε δια τον Χριστόν, έχετε δε μίσος, μάταιο είναι το τοιούτον μαρτύριο σας».
(Ἀπό Εἰσήγησιν περί τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ π. Γεωργίου Καψάνη)