ΣΤΟΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ ΚΩΝΛΕΩΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ ΤΟΝ Ε΄
Ἕνα ποίημα τοῦ Λευκαδίου ποιητοῦ Α. Βαλαωρίτη
Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;
ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου, τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;
Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσες μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριὲς κ᾿ ἐλπίδες;
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου
νὰ μὴ γλυκοχαράζει, πατέρα, ἕνα χαμόγελο;
Γιατί νὰ μὴ σπαράζει μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά,
καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;
Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ
κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν.
Ἡ θάλασσ᾿ ἀγριωμένη
ἀπὸ μακρὰ σ᾿ ἐγνώρισε καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα φιλεῖ,
πατέρα μου γλυκέ,
τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα, ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάγχνα του.
Θυμᾶται τὴν ἡμέρα, πατέρα μου, σ᾿ ἐδέχτηκε.
Θυμᾶται στὸ λαιμό σου τὸ ματωμένο τὸ σχοινί,
καὶ στ᾿ ἅγιο πρόσωπό σου τ᾿ ἄτιμα τὰ ραπίσματα,
τὸ βόγγο, τὴ λαχτάρα, τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή.
Θυμᾶται τὴν ἀντάρα, τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν,
τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου,
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνέβασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου.
Τὸ μάρμαρο μένει βουβὸ καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
ποιὸς ξέρει ὡς πότ᾿ ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα.
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσει,
ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα,
βροντήσει τὸ φοβερό μας κήρυγμα.
«Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ πατριάρχη!»
(Ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Γρηγόριος ὁ Ε΄, Πατριάρχης Κων/λεως, ἐμαρτύρησε τήν 10ην Ἀπριλίου 1821. Τιμᾶται ἰδιαιτέρως ὑπό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας τόσον στίς 10 Ἀπριλίου, (ἡμέραν μνήμης του), ὅσον καί τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου καί Γ΄Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστήν μετά τῶν λοιπῶνἉγίων Νεομαρτύρων).
[ Home | Update Journal | Login/Logout | Search | Account | Site Map ]