«...... Στα «Απομνημονεύματα» του Σιλβέστρου Συροπούλου, την πιο αυθεντική και αξιόπιστη πηγή για όσα συνέβησαν στην «Ενωτική ψευδοσύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), υπάρχει ένα επεισόδιο, όπου πρωταγωνιστούν οι λατινόφρονες της συνόδου και ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, το οποίο προβαλλόμενο στη σημερινή συγκυρία των αγαπητικών ασπασμών και θεολογικών ανοιγμάτων προς τον Παπισμό, φανερώνει ότι οι σημερινοί λατινόφρονες έχουν προχωρήσει στον φιλολατινισμό, επομένως και στην αποστασία και προδοσία της πίστεως, πολύ περισσότερο από τα παλαιά πρότυπά τους, τον Βησσαρίωνα Νικαίας, τον Ισίδωρο Κιέβου, κ.α. Είχε ήδη συγκροτηθεί κατά την διάρκεια της συνόδου η ισχυρή ομάδα των λατινοφρόνων, οι οποίοι εξεβίασαν ακόμη και τον αυτοκράτορα για την υπογραφή του ενωτικού όρου. Ο μόνος άκαμπτος και ανυποχώρητος ήταν ο μητροπολίτης της Εφέσου Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο οποίος επέμενε ότι έπρεπε πρώτα οι Λατίνοι να παραδεχθούν τις πλάνες και τις αιρέσεις τους, να συμφωνήσουν στις αλήθειες της βασιζόμενης στην Αγία Γραφή και στην Πατερική Παράδοση κοινής μέχρι του σχίσματος διδασκαλίας, και κατόπιν να υπογραφεί ο όρος της ενώσεως, ώστε η ειρήνη και η ενότητα να είναι αληθινή και σταθερή, όχι εικονική και εύθραυστη. Πώς είναι δυνατόν να ενωθούν η αλήθεια και η πλάνη, η Ορθοδοξία και η αίρεση; Στη συνάφεια αυτή μας διηγείται ο Συρόπουλος ότι «οι του λατινικού εφιέμενοι», οι λατινόφρονες δηλαδή εκ των Ορθοδόξων, επαινούσαν την ομόνοια και την ειρήνη, χωρίς δογματικές προϋποθέσεις, όπως κάνουν και σήμερα οι Οικουμενισταί, που παρασύρουν τον ακατήχητο και απληροφόρητο λαό με παχειά λόγια περί αγάπης, ωσάν να είναι αυτοί αγαπητικώτεροι και φιλανθρωπότεροι του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, που καταδικάζουν με αυστηρότητα την πλάνη και την αίρεση, τους ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους. Εσχεδίαζαν μάλιστα και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση, χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται και σήμερα ο πιστός λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλείτουργα και αμοιβαία εκκλησιολογική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό ποτήριο, όταν έλθει επισήμως, να αποτελεί απλώς μια επισφράγιση και επικύρωση της γενόμενης ήδη ενώσεως. Άλλωστε, μήπως δεν υπάρχει και σήμερα κοινό ποτήριο με τους Μονοφυσίτες στην Αντιόχεια, στην Αμερική και αλλαχού, όπως και με τους Λατίνους σε μεμονωμένες γνωστές περιπτώσεις; Όταν στο επεισόδιο ο μητροπολίτης Ηρακλείας ζήτησε να έχουν στα χέρια τους το ενωτικό κείμενο που ετοίμασαν ο Βησσαρίων και η ομάδα του, ώστε να το μελετήσουν προσεκτικά, γιατί από μια απλή ακρόασή του δεν μπορούσαν να σχηματίσουν γνώμη, δέχθηκε αυστηρή και ειρωνική την παρατήρηση ότι είναι ντροπή να ισχυρίζονται μερικοί ότι δεν συνεκράτησαν και ελησμόνησαν τα αναγνωσθέντα. Με τέτοια βιασύνη, επιπολαιότητα και κρυψίνοια προχωρούσαν οι λατινόφρονες στην συμφωνία σε θέματα πίστεως: «Τοιαύτας διασκέψεις και μελέτας ηξίουν γίνεσθαι εις τας περί της πίστεως εκθέσεις τε και συγκαταθέσεις». [1] Ισχυρίζονταν επίσης οι λατινόφρονες ότι οι διαφορές που μας χωρίζουν από τους Λατίνους είναι μικρές, και αν οι δικοί μας θελήσουν να γίνει η ένωση, εύκολα θα διορθωθούν. Όταν ο Άγιος Μάρκος αντέτεινε ότι είναι μεγάλες οι διαφορές που μας χωρίζουν, του απήντησαν, ότι δεν είναι αιρετικοί οι Λατίνοι και δεν μπορεί να τους ονομάζει αιρετικούς, γιατί ούτε και οι προηγούμενοι λόγιοι και άγιοι άνδρες ονόμαζαν τον Λατινισμό αίρεση. Ο Άγιος Μάρκος αποκρίθηκε ότι είναι αίρεση, και έτσι τους θεωρούσαν και οι προηγούμενοι αλλά δεν θέλησαν να διακηρύξουν φανερά και να καταδικάσουν τους Λατίνους ως αιρετικούς, γιατί ήλπισαν και περίμεναν, ότι θα επιστρέψουν, και γιατί είχαν ανάγκη της φιλίας τους˙ αν αμφέβαλλαν γι’ αυτό, θα μπορούσε να τους αποδείξει με μαρτυρίες από τα κείμενα ότι τους θεωρούσαν ως αιρετικούς: «Αίρεσις έστι, και ούτως είχον αυτήν και οι προ ημών, πλην ουκ ηθέλησαν θριαμβεύειν τους Λατίνους ως αιρετικούς, την επιστροφήν αυτών εκδεχόμενοι και την φιλίαν πραγματευόμενοι˙ ει δε βούλεσθε, δείξω υμίν εγώ όπως είχον τούτους αιρετικούς». [2]