ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΠΟ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ: «ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ»
ΑΠΟ ΑΡΘΡΟΝ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ (Ν.Ε.) ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ
«.......
Επειδή το θέμα της απομακρύνσεως ενός Αρχιερέως από τον θρόνο του αντιμετωπίσθηκε στο παρελθόν από τους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας, που αποτελούν το κανονικό πλαίσιο διακυβερνήσεώς της, γι' αυτό μελέτησα το θέμα. Περίληψη όλου του προβλήματος από θεολογικής και εκκλησιολογικής πλευράς συναντά κανείς στον κανονολόγο Ματθαίο Βλάσταση. Σχετικό υλικό βρίσκει στον 10ο Κανόνα του Πέτρου Αλεξανδρείας, στην επιστολή του αγίου Κυρίλλου στον Δόμνο, στην επιστολή της Γ Ο?κουμενικ?ς Συνόδου προς την Εκκλησία της Παμφυλίας και στον 16ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Συνεκτιμώντας κανείς τα κείμενα αυτά, με τις σχετικές ερμηνείες των Κανονολόγων, μπορεί να καταλήξη στα εξής βασικά σημεία:
1. Υπάρχει στενή σχέση του Επισκόπου-Μητροπολίτου με την Επισκοπή-Μητρόπολή του και δεν νοείται Επίσκοπος άνευ Επισκοπής. Οι ιεροί Κανόνες προϋποθέτουν για μεν τον Επίσκοπο συγκεκριμένο ποίμνιο, για δε τον Πρεσβύτερο θυσιαστήριο. Εκείνος δε που παραιτείται από το ποίμνιο της πόλεως στο οποίο «επεκηρύχθη», «πως επίσκοπος κληθήσεται του λοιπού, τίνας επισκοπών;». Έτσι, ο Επίσκοπος ποιμαίνει λαό και δεν νοείται να έχη τίτλο, χωρίς ποίμνιο: «Πως δε και ιεράρχης κληθήσεται ο κλήρον μη κεκτημένος υφ' εαυτού, μήτε μην άρχων ιερωμένων;».
2. Ο Μητροπολίτης είναι ισόβιος και δεν παραιτείται η δεν απομακρύνεται από τον θρόνο του, χωρίς καταδικαστική κανονική απόφαση. «Το παραιτείσθαι τους ιερουργούντας τας εαυτών Εκκλησίας ουκ αρέσκει θεσμοίς», διότι όσοι είναι άξιοι να λειτουργούν «ουδείς ποιείσθαι παραίτησιν». Εάν είναι ανάξιοι να λειτουργούν, τότε δεν απομακρύνονται δια της παραιτήσεως, «αλλ' εκ των αποδειχθέντων κατ' αυτών εγκλημάτων», διότι εάν κανείς δεν είναι άξιος να προΐσταται του θυσιαστηρίου, τότε «μηδέ επίσκοπον λέγεσθαι». Και, φυσικά, δεν εκλέγεται νέος Μητροπολίτης σε μια Μητρόπολη, ζώντος του προηγουμένου Μητροπολίτου, ο οποίος δεν έχει καταδικασθή κανονικώς. Δεν επιτρέπεται να καθίσταται Επίσκοπος στην Εκκλησία «ης έτι ο προεστώς ζη», εκτός και εάν «αυτός εκών την επισκοπήν παραιτήσεται».
3. Ο Επίσκοπος δέχεται την αρχιερωσύνη, αλλά συγχρόνως αναλαμβάνει και το επίμοχθο έργο της επισκοπικής διακονίας και δεν νοείται να αποποιήται την διακονία αυτή. Αυτό είναι «άγνωμον» και «ουκ αν είη δίκαιον». Θεωρείται δε «άνοια» το να μπορούν οι Αρχιερείς «τας μεν επισκοπάς παραιτείσθαι, την δε ιερωσύνην και αύθις παρακατέχειν». Μάλιστα χαρακτηρίζονται «αναίσθητοι» «οι ζητούντες την λειτουργίαν, ης εθελοντί εκπεπτώκασι». Διότι «το της επισκοπής όνομα, πράγματός εστι και ενεργείας δηλωτικόν, ο δ' αποσεισάμενος εκοντί την ενέργειαν, εκπέπτωκε δηλαδή και της κλήσεως».
4. Δικαιολογείται για διαφόρους λόγους, λόγω «νόσου χαλεπής» η πατριαρχικής διακονίας, να απέχη από την Επαρχία του και πέραν των έξι μηνών. Όταν όμως ένας Επίσκοπος παραμένη μακράν της Επισκοπής του «και υπέρ του εξαμηνιαίου χρόνου» χωρίς να υπάρχουν οι λόγοι που προαναφέρθησαν, τότε «της του επισκόπου τιμής τε και αξίας αλλοτριωθήσεται παντελώς». Επομένως, ο Κανόνας επιτρέπει στους Αρχιερείς και «πλέον του ενιαυτού αποδημείν, παρά βασιλέων η πατριαρχών κατεχομένοις η δια νόσον βαρείαν κωλυομένοις».
5. Επίσκοπος που παραιτείται της προεδρίας της Επισκοπής για το μοχθηρόν και επίπονον της επισκοπικής διακονίας και κρατά την ιερωσύνη, δηλαδή την «τιμήν» και το «σέβας», δεν μπορεί να δικαιολογηθή κανονικώς. Αυτό σημαίνει ότι παραίτηση Επισκόπου από τον θρόνο του γίνεται για κανονικούς λόγους, αλλά συνδέεται απαραιτήτως και με την εγκατάλειψη της Αρχιερωσύνης. Παραιτείται, δηλαδή, από τον θρόνο, λόγω κανονικών παραπτωμάτων, και συγχρόνως στερείται και της Αρχιερωσύνης. «Ου δεκτέον απλώς την παραίτησιν, ει μη ανάξιόν τις εαυτόν της ιερωσύνης ομολογήσει• τούτου δε αποδεδειγμένου, άμα τη παραιτήσει, και πάσης ιερατικής αξίας ο παραιτούμενος εκπεσείται». Εκείνος που παραιτείται του θρόνου, αλλά επιθυμεί να λειτουργή, το κάνει από κενοδοξία. «Το γαρ την λειτουργίαν δια κενοδοξίαν γίνεται».
6. Ο παραιτούμενος του αρχιερατικού θρόνου, χωρίς κανονικούς λόγους, επιτιμάται από την Σύνοδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Ευσταθίου Παμφυλίας, ο οποίος όταν παραιτήθηκε «από μικροψυχίας και απραγμοσύνης» από την Επισκοπή του, η τοπική Σύνοδος του επέβαλε την έκπτωση και των δύο, και της Επισκοπής και της Ιερωσύνης. Αυτή ήταν αρχαία συνήθεια, διότι όσοι παραιτούνταν από τις Επισκοπές τους «πάντων εξέπιπτον, και ούτε αρχιερατικόν τι δίκαιον μετά την παραίτησιν είχον, ούτε επίσκοποι ωνομάζοντο». Έτσι, στην θέση του Ευσταθίου εξελέγη άλλος Επίσκοπος, διότι δεν ήταν δυνατόν να διατελούν «του Σωτήρος τα ποίμνια» «επιστάτου δίχα».
Όμως, ο Ευστάθιος προσήλθε στους Πατέρας που συγκροτούσαν την Γ Ο?κουμενική Σύνοδο κλαίγοντας και ζήτησε «τέως την του επισκόπου τιμήν και κλήσιν». Οι Πατέρες συνήλγησαν για την περίπτωση αυτή, πληροφορήθηκαν ότι παραιτήθηκε από αμέλεια και από επιπολαιότητα και αγάπη στην ησυχία και όχι από κάποιο κανονικό παράπτωμα, και απεφάσισαν κατ' οικονομίαν να έχη το όνομα της επισκοπής, την τιμή και την κοινωνία, αλλά να μη χειροτονή ούτε να ιερουργή με δική του αυθεντία, χωρίς την άδεια του οικείου Επισκόπου. Και η απόφαση αυτή «ου κανονικώς είρηται τοις αγίοις, αλλ' οικονομία χρησαμένοις και ασυνήθει συγκαταβάσει». Του έδωσαν την δυνατότητα να ιερουργή, κατά ασυνήθιστη συγκατάβαση.
7. Επειδή προβάλλεται η άποψη ότι επιτρέπεται η παραίτηση ενός Επισκόπου-Μητροπολίτου για λόγους υγείας, χωρίς να καθαιρήται της Αρχιερωσύνης του, διότι αυτό έχει καθιερωθή από την μετέπειτα επικρατήσασα παράδοση, πρέπει να σημειωθή μια κανονική αρχή, σύμφωνα με την οποία «μακρά συνήθεια άγραφος, ου κρατεί ένθα αγράφως νόμω η κανόνι εναντιούται».
Επομένως, επιτρέπεται κανονικώς η παραίτηση του Επισκόπου-Μητροπολίτου από τον θρόνο του η μπορεί να δικαιολογηθή και η θέσπιση ορίου ηλικίας, με την απαραίτητη όμως προϋπόθεση ότι ο παραιτηθείς η εκδιωχθείς θα στερήται συγχρόνως κανονικώς και της Αρχιερωσύνης και δεν θα μπορή να ιερουργή και να ιεροπράττη. ....»