ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ ΚΥΡΙΟΝ
Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου Ἐπισκόπου Κύπρου "εἰς τήν ἁγίαν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ", ἡ ὁποία κυκλοφορεῖ κάθε χρόνο τήν περίοδο τῆς ‘Αναστάσεως, καί τήν ὀποίαν παραθέτομεν καί ἐνταῦθα:
"…Μέ ἐπιμονή ἄς προσευχηθοῦμε γιά τούς ἀδελφούς μας καί ἄς ποῦμε στόν Χριστό: "Ἐσύ ὁ μόνος, τότε καί τώρα, ἀγαθός Θεός καί φιλάνθρωπος Δεσπότης, πού μέ τό Πάσχα γλύτωσες τούς Ἰσραηλίτες ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου καί τούς χάρισες τήν ἐλευθερία μέ τό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ, Ἐσύ ὁ Ἴδιος καί τώρα μέ τό ἀμόλυντό Σου Σῶμα καί τό πολύτιμό Σου Αἷμα δώρησε στόν κόσμο Σου τήν ἐλευθερία ἀπ' τήν πικρή δουλεία". Ἐσύ πού δέχτηκες μέ εὐμένεια τόν κλαυθμό τῆς ἁμαρτωλῆς πόρνης, ἐσύ δέξου καί σήμερα καί τῆς δικῆς Σου Ἐκκλησίας τόν στεναγμό διά τήν αἰχμαλωσίαν της. Ἐσύ πού δέχτηκες τήν παράκληση τοῦ πιστοῦ ληστῆ, δέξου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου τή δέηση. Ἐσύ πού δέχτηκες τή μετάνοια καί τόν στεναγμό τοῦ Πέτρου, δέξου καί τόν δικό μας κλαυθμό πού εἴμαστε φτωχοί. Ἐσύ πού δέν ἀποστράφηκες τά δάκρυα τῆς Χαναναίας, δέξου καί τή μικρή Ἐκκλησία νά προσεύχεται θερμά γιά τή μεγάλη αἰχμαλωσία, καί ἡ ὁποία πρός Ἐσένα τόν Θεό φωνάζει σήμερα καί λέει: Θεέ, Ἐσύ πού ἀναστήθηκες σέ τρεῖς ἡμέρες ἀπό τούς νεκρούς, ἀνάστησε ἀπό τήν ὑποδούλωση τῶν ἐχθρῶν τόν πιστό λαό Σου. Ἐσύ πού ἀνέστησες τόν Ἀδάμ ἀπό τούς νεκρούς, ὕψωσε τή δύναμη τῶν Χριστιανῶν. Ἐσύ πού καί τότε καί τώρα εἶσαι ὁ Ἴδιος Θεός, πού πῆρες τή μορφή τοῦ δούλου, λύτρωσε ἀπό τή δουλεία τόν ταπεινό Σου λαό. Ἐσύ πού ἔκρινες ἄξιο νά γίνεις νήπιον γιά χάρη μας, σῶσε ἀπό τή σφαγή τό πλῆθος τῶν νηπίων μας.
Ἐσύ, ὁ καί τότε Θεός, πού ξενιτεύθηκες μαζί μέ τή Μητέρα Σου στήν Αἴγυπτο, φέρε πίσω, ἀπό τή μακροχρόνια ξενιτειά τίς μητέρες καί τά παιδιά τους. Ἐσύ, πού μέ τή θέλησή Σου πουλήθηκες ἀπό τόν Ἰούδα γιά χάρη πολλῶν, σταμάτησε τήν πώληση τοῦ λαοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐσύ, πού δέχτηκες γιά χάρη μας στήν πλάτη μαστίγωμα, καί ἀπειλές, καί πού κοπίασες γιά μᾶς μέ τήν ὁδοιπορία, παῦσε τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες τοῦ λαοῦ Σου. Ἐσύ, πού φώναξες στόν Σταυρό, Διψῶ, δρόσισε τίς ψυχές πού διψοῦν καί πεινοῦν φοβερά. Ἐσύ, πού μαζί μέ τούς ἀνόμους καταδικάστηκες ἀπό ἀνόμους, γλύτωσε κι ἐμᾶς ἀπό τήν ἀπόφαση τῶν ἀνόμων. Ἐσύ, πού γυμνώθηκες ὡς κακοῦργος ἀπό τούς ἀνόμους, καί φυλακίσθηκες ἀπό ἀνόμους, ἐλευθέρωσέ τους ἀπό τά δεσμά τῆς φυλακῆς. Ἐσύ, πού ἔδωσες παρηγοριά στήν ἀμόλυντη Μητέρα Σου, ἀπό τόν θρῆνο καί τόν κλαυθμό πού ἔκανε ἐξ αἰτίας τοῦ Σταυροῦ, Ἐσύ ὁ Ἴδιος πού τότε φώναξες στίς Μυροφόρες τό Χαῖρε, φώναξε ὁ Ἴδιος καί τώρα στίς Ἐκκλησίες Σου τό "χαίρεται". Ἐσύ, πού καρφώθηκες μέ τά τίμια καρφιά στά χέρια καί τά πόδια, λῦσε τά σιδεροδεμένα χέρια καί πόδια τοῦ πλήθους. Ναί φιλάνθρωπε Δέσποτα, Ἐσύ πού εἶπες: "Γεμάτη ἀπό λύπη, μέχρι θανάτου, εἶναι ἡ ψυχή μου" ἐλευθέρωσε τόν λαό Σου ἀπό τή λύπη καί τόν θάνατο. Ἐσύ, πού τρυπήθηκες στήν πλευρά μέ τή λόγχη, σπάσε τήν μάχαιρα τῶν ἐχθρῶν μέ τό παντοδύναμό Σου χέρι, καί θυμήσου, Δέσποτα, ὅπως θυμήθηκες τόν πιστό Σου ληστή καί τόν λαό Σου. Ἐσύ πού ἔχυσες τό ἀμόλυντο Αἷμα Σου γιά χάρη μας, σταμάτησε τό ἄφθονο χύσιμο τοῦ αἴματός μας. Κύριε, σῶσε τόν λαό Σου καί λυπήσου αὐτούς πού κληρονόμησες. "Σήκω ἐπάνω, Γιατί κοιμᾶσαι, Κύριε;". Γιατί δείχνεις μακροθυμία στούς ἐχθρούς; "Γιατί γυρίζεις ἀλλοῦ τό πρόσωπό Σου, ἀπό ἐμᾶς; Σήκω καί μή μᾶς ἀπωθεῖς γιά νά μή φτάσουμε στό τέλος μας". Μή μᾶς παραβλέπεις ὁλότελα. Θυμήσου τόν Σταυρό Σου, θυμήσου τόν λαό Σου, θυμήσου τήν εὐσπλαχνία Σου. Ἐσύ, Κύριε, πού πειράσθηκες μέ τή θέλησή Σου γιά σαράντα ἡμέρες θυμήσου τούς πολλούς πιστούς Σου πού δοκιμάζονται σέ ἀδιάβατους καί ἄνυδρους τόπους. Θυμήσου, ἀγαθέ καί φιλάνθρωπε αὐτούς μαζί μ' ἐμᾶς καί πρίν ἀπό ἐμᾶς. Ἐκείνους βοήθησε πρίν ἀπό ἐμᾶς, σ' ἐκείνους τρέξε, ἐκείνους τέλος, ἐπισκέψου. Ἐκείνους τούς πιό ἀξιολύπητους ἀπ' ὅλους, ἐκείνους τούς πιό ταπεινούς ἀπ' ὅλους ἐπάνω στή γῆ. Ἐκείνους πού τούς ξέχασαν στήν ἔρημο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἀπό τό χέρι Σου διώχθηκαν μακρυά. Αὐτούς πού παιδεύτηκαν πολύ ἀπ' τόν θυμό Σου καί ἐλέγχθηκαν πιό πολύ ἀπ' τήν ὀργή Σου. Αὐτούς, πού σάν νεκροί λησμονήθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους, καί καταδικάστηκαν νά ζοῦν μέ τά ἄγρια θηρία. Αὐτούς, τῶν ὁποίων τή στενοχώρια κανένας δέν τή βλέπει παρά μόνο τό δικό Σου ἀκοίμητο μάτι. Αὐτούς, πού τήν ἀνάγκη τους, Δέσποτα, Ἐσύ γνωρίζεις καί κανένας ἄλλος, γιατί εἶναι ἀποχωρισμένοι καί ἀπομακρυσμένοι ἀπό τίς πόλεις, καί ἔχουν ξεχάσει τίς Ἐκκλησίες καί δέν γνωρίζουν τίς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν….".
Σχόλιον: Ἡ ὁμιλία αὐτή τοῦ Ἁγ. Ἐπιφανίου, ὅπως φαίνεται ἀπό τό περιεχόμενό της, ἐξεφωνήθη εἰς στιγμάς αἰχμαλωσίας τοῦ ποιμνίου του, δι' αὐτό καί ἔχει τόν χαρακτῆρα προσευχῆς πρός τόν σταυρωθέντα καί ἀναστάντα Χριστόν τόν ὁποῖον παρακαλεῖ νά τούς δείξη τήν εὐεργετικήν του χάριν καί νά τούς ἐπαναφέρη ἀπό τήν σκλαβιά στήν ἐλευθερία. Ἡ προσευχή αὐτή τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ἄς γίνη καί δική μας προσευχή, καί προσευχή ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας διά τούς πορευομένους "ἐν χώρα καί σκιᾶ θανάτου" δηλαδή διά τούς αἰχμαλωτισθέντας εἰς τήν σκληράν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀποστασίας, εἴτε εἶναι οὗτοι Κληρικοί, εἴτε εἶναι λαϊκοί.
[ Home | Update Journal | Login/Logout | Search | Account | Site Map ]