Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝ/ΛΕΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1848 (Α΄ ΣΥΝΕΧΕΙΑ)
ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝ/ΛΕΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1848 ΕΠΙ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙ ΕΝ ΕΤΕΙ 2008) 160 ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΤΗΣ
Πηγή: Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Καρμίρη Ιωάννη, τ. Β' σελ. 902-925, Αθήνα 1953, προσαρμοσμένο με απόδοση στην νεοελληνική. Προσαρμογή – απόδοση – επιμέλεια: Θ.Ρ – Γ. Γ. – Θ. Δ.
Εισαγωγικά
Aφορμή για την έκδοση της υπό μορφή εγκυκλίου παρούσας απάντησης δόθηκε από τον Πάπα Πίο Θ’, ο οποίος ήδη από την αρχή της θητείας του, δηλαδή από τις 6 Ιανουαρίου 1848, εξέδωσε εγκύκλιο «προς τους Ανατολικούς», προτρέποντάς τους σε ένωση ή καλύτερα υποταγή προς την Ρώμη και αποδοχή της διδασκαλίας της, και κυρίως αναγνώριση του παπικού πρωτείου, επαναλαμβάνοντας τα γνωστά παλιά επιχειρήματα για την υποστήριξη των άγνωστων στην εκκλησιαστική αρχαιότητα αξιώσεών του. Την παπική αυτή εγκύκλιο, η οποία μεταφράσθηκε και στην ελληνική γλώσσα, «ο απεσταλμένος του Πάπα την διασκόρπισε ως μίασμα προερχόμενο από έξω μέσα στο ορθόδοξο ποίμνιο», με σκοπό να εξαπατήσει «τους πιο αφελείς να αποστατήσουν από την Ορθοδοξία» και να πετύχει την «επάνοδό τους στην αληθινή Εκκλησία και την κοινωνία με τον άγιο τούτο θρόνο», δηλαδή της ‘Ρώμης’. Γι' αυτό κατέστη επιτακτική ανάγκη να δοθεί τον Μάιο του ίδιου έτους η ανάλογη απάντηση στην ανωτέρω παπική εγκύκλιο εκ μέρους την Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Σε αυτήν οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες, αφού στην αρχή χαρακτηρίζουν τον Παπισμό γενικά ως αίρεση, παραβάλλοντάς τον με τον Αρειανισμό, στην συνέχεια αναιρούν, κατά πρώτο μεν και κύριο λόγο, τις δύο σπουδαιότερες λατινικές διδασκαλίες, δηλαδή το Filioque και το παπικό πρωτείο και αλάθητο, δευτερευόντως δε και παρεμπιπτόντως αναφέρουν και κάποιες άλλες καινοτομίες, όπως το «ράντισμα αντί του βαπτίσματος», «τα βρέφη που βαπτίζονται να μην χρίονται με λάδι», «και να μη μεταλαμβάνουν τα αμόλυντα μυστήρια», την «απάρνηση του θείου ποτηρίου στους λαϊκούς», την «κατάργηση του ενός άρτου [κατά τη θεία Μετάληψη] και τη χρήση δισκίων», τα «άζυμα αντί του άρτου», το «να μην γίνονται ιερείς οι έγγαμοι», την «αφαίρεση της ευλογίας από τις λειτουργίες, δηλαδή της θείας επικλήσεως του παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος» και την αθέτηση διαφόρων εκκλησιαστικών παραδόσεων και εθίμων, ακόμα και την παραχάραξη και την νόθευση αγιογραφικών και πατερικών κειμένων. Προφανώς στην απάντηση θίγονται απλά κάποιες λίγες διαφορές και παραλείπονται πολλές άλλες, γιατί οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες, ακολουθώντας τον Πάπα Πίο Θ΄ (που επίσης τις παρέλειψε και αναφέρθηκε στο πρωτείο), έκριναν σκόπιμο να περιορισθούν στις δύο σπουδαιότερες λατινικές αποκλίσεις, σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και με την κεφαλή και το αλάθητο της Εκκλησίας, στα οποία κυρίως οφείλεται το εκκλησιαστικό σχίσμα και η διαιώνισή του. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά στην όγδοη Οικουμενική Σύνοδο και μάλιστα μέσα σε ένα έγγραφο με πανορθόδοξο κύρος. Δύο διευκρινίσεις, απαραίτητες για την κατανόηση της ορθόδοξης εγκυκλίου: Α. Όταν σε αυτήν γίνεται λόγος για «Καθολική Εκκλησία», «καθολική πίστη» κ.τ.λ., εννοείται πάντα η αρχαία αδιαίρετη χριστιανοσύνη και η ιστορική συνέχειά της, η ορθόδοξη. «Καθολική Εκκλησία» είναι, ως γνωστόν, η παγκόσμια Εκκλησία, ενώ ο Παπισμός, μετά το σχίσμα, οικειοποιήθηκε αυτόν τον τίτλο για να εμφανιστεί ως «η μόνη Εκκλησία του Χριστού». Β. Στο κείμενο κατακρίνεται σφόδρα ο «νεωτερισμός» και η «καινοτομία». Δεν εννοείται η πρόοδος σε κάποιον τομέα της ζωής και του πολιτισμού, αλλά μόνον η προσθήκη «νέων ιδεών» (αυθαίρετων) στη χριστιανική διδασκαλία για την Αγία Τριάδα και για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η προσθήκη αυτή οδηγεί σε σφάλματα (επομένως είναι κατακριτέα), γιατί οι Οικουμενικές Σύνοδοι και οι άγιοι Πατέρες δεν «χάραξαν δόγματα», αλλά εξέφρασαν, όσο ήταν δυνατόν, με λόγια την εμπειρία τους από τη σχέση τους με το Θεό –από αυτήν την εμπειρία διδάχθηκαν την πίστη και μίλησαν γι’ αυτήν όταν η γνησιότητά της κινδύνευσε. Αυτή μάλιστα η εμπειρία δεν είναι προνόμιο κάποιου «ιερατείου», αλλά καρπός της αγάπης, της ταπείνωσης και της ευλάβειας κάθε χριστιανού, άντρα ή γυναίκας, γι’ αυτό και κάθε χριστιανός μπορεί να αναδειχθεί σε μέγα διδάσκαλο της πίστης μας. Αντίθετα, ο Παπισμός «χαράζει δόγματα» μέσω φιλοσοφικών συλλογισμών, γι’ αυτό –όπως επισήμανε και ο αείμνηστος π. Ιω. Ρωμανίδης– δεν ονόμασε τη θεολογία του «πατερική» αλλά «σχολαστική» (=ακαδημαϊκή). Η παρούσα ορθόδοξη Εγκύκλιος εκδόθηκε αυτοτελώς με τον τίτλο: «Εγκύκλιος της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας επιστολή προς τους απανταχού Ορθοδόξους, στην Κωνσταντινούπολη, από την πατριαρχική του γένους τυπογραφία, 1848» σε ρωσική δε μετάφραση στη Μόσχα το 1849, και στην γαλλική με τίτλο «Lettre encyclique de S. S. Le Pape Pie IX aux chrétiens d’ Orient, et encyclique responsive des Patriarches et des Synodes de l’ Église d’ Orient. Traduites du grec par le docteur Dem. Dallas. Paris 1850». Το 1935 δε δημοσιεύθηκε και ρουμανική μετάφραση της Εγκυκλίου μαζί με το ελληνικό πρωτότυπο και εισαγωγή από τον T. Popescu, Enciclica Patriarhitor Ortodocsi dela 1848. Studiu introductiv, text si traducere. Bucuresti 1935. Οι τίτλοι μέσα στο κείμενο έχουν τεθεί από την ΟΟΔΕ για τη διευκόλυνση του σημερινού αναγνώστη.
Κείμενο
Προς όλους τους απανταχού αγαπητούς εν Αγίω Πνεύματι και περισπούδαστους σε μας αδελφούς μας άγιους αρχιερείς, και προς τον ευλαβέστατο Κλήρο και προς όλα τα Ορθόδοξα γνήσια τέκνα της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, αδελφικός ασπασμός εν Αγίω Πνεύματι, και [ευχή για] κάθε καλό και σωτήριο [δοσμένο] από τον Θεό.
(Γιατί εκδίδεται το παρόν: κάποιοι νοθεύουν την αληθινή πίστη)
1. Έπρεπε μεν το ευαγγελικό ιερό και θείο κήρυγμα για την απολύτρωσή μας να κηρύττεται από όλους με πραγματική αγνότητα και να πιστεύεται ως αγνό αιώνια, όπως ακριβώς ο Σωτήρας μας, κενώνοντας τον εαυτό Του, λαμβάνοντας την μορφή δούλου, και κατεβαίνοντας από τους πατρικούς και θεϊκούς κόλπους, το αποκάλυψε στους θείους και ιερούς μαθητές Του, και όπως εκείνοι, γενόμενοι αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες, σαν ηχηρές σάλπιγγες, ήχησαν δυνατά προς όλη την υφήλιο· (γιατί ο ήχος τους ακούστηκε σε όλη την γη, και τα λόγια τους στα πέρατα της οικουμένης[1])· και τέλος, όπως οι τόσο πολλοί και τόσο σπουδαίοι Πατέρες της Καθολικής Εκκλησίας, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια, το παρέδωσαν ανεπηρέαστο από τα πέρατα της γης μέχρι και σε μας μέσω των Συνόδων τους αλλά και μέσω των προσωπικών διδασκαλιών τους. Αλλά ο Αρχηγός του Κακού, ο πνευματικός εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων, όπως παλιότερα στην Εδέμ, αναλαμβάνοντας με δόλιο τρόπο την θέση δήθεν επωφελούς συμβούλου, οδήγησε τον άνθρωπο στην παράβαση της ρητής θείας εντολής, έτσι και σε αυτή την νοητή Εδέμ, την Εκκλησία του Θεού, κατά καιρούς πολλούς έχει απατήσει και τους έχει βάλει σε πονηρούς και ενάντιους προς τον Θεό λογισμούς, χρησιμοποιώντας τους ως όργανά του και ανακατεύοντας τα δηλητήρια της αιρέσεως με τα καθαρά νάματα της ορθόδοξης διδασκαλίας σε ένα επιχρυσωμένο ποτήρι με την ευαγγελική δήθεν χριστολογία, ποτίζει πολλούς από αυτούς, αθώους μεν, οι οποίοι όμως ζουν χωρίς να παίρνουν προφυλάξεις και «χωρίς να προσέχουν περισσότερο αυτά που ακούν»[2] και αυτά που οι πατέρες τους αναγγέλλουν, σύμφωνα με το ευαγγέλιο και με τις προηγούμενες διδασκαλίες, και δεν θεωρούν επαρκή για την ψυχική τους σωτηρία τον ρητό και γραπτό λόγο του Κυρίου και το κύρος της διηνεκούς Εκκλησίας, αλλά αναζητούν την ασέβεια και τις καινοτομίες, όπως αλλάζουμε την μόδα στα ρούχα μας, και αγκαλιάζουν την ευαγγελική διδασκαλία παραχαραγμένη με κάθε τρόπο.
(Οι αιρέσεις δεν επιζούν αιώνια)
2. Από εκεί προέκυψαν οι πολυσχιδείς και τερατώδεις αιρέσεις, τις οποίες η Καθολική Εκκλησία, ήδη από την γέννησή της, αναλαμβάνοντας την πανοπλία του Θεού και αρπάζοντας «την μάχαιρα του Πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού»[3], αναγκάστηκε να καταπολεμήσει. Και κατάφερε να θριαμβεύσει εναντίον όλων μέχρι και σήμερα, και θα θριαμβεύει για πάντα, εμφανιζόμενη πάντοτε πιο λαμπρή και πιο ισχυρή μετά την συμπλοκή.
3. Αλλά από αυτές τις αιρέσεις, κάποιες ήδη έχουν εξαφανιστεί για πάντα, κάποιες είναι σε φθίνουσα πορεία, κάποιες μαράθηκαν, κάποιες ακόμα ευδοκιμούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σθεναρά μέχρι να έρθει ο καιρός της αποκατάστασής τους, ενώ άλλες πάλι αναφύονται, για να διανύσουν την δική τους περίοδο από τη γέννηση μέχρι τη φθορά· γιατί όντας μίζερες σκέψεις και επινοήσεις μίζερων ανθρώπων, όπως κι αυτοί, έτσι κι εκείνες, χτυπημένες από τον κεραυνό του αναθέματος των επτά οικουμενικών Συνόδων, θα εξαφανισθούν, ακόμη και αν διατηρηθούν για χίλια χρόνια. Γιατί μόνη η Ορθοδοξία της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, επειδή εμψυχώνεται από τον ζωντανό Λόγο του Θεού, είναι αιώνια σαν Αυτόν, κατά την αλάνθαστη υπόσχεση του Κυρίου «οι πύλες του Άδη δεν θα υπερισχύσουν αυτής»[4], δηλαδή τα στόματα των ασεβών και των αιρετικών (όπως μας εξηγούν οι θείοι Πατέρες) όσο τρομερά, όσο ρητορικά και αληθοφανή, όσο καταπληκτικά κι αν είναι, δεν θα κατανικήσουν την ήσυχη και αθόρυβη ορθή διδασκαλία. Αλλά άραγε «για ποιο λόγο η οδός των αμαρτωλών ευδοκιμεί»[5] και οι ασεβείς καυχώνται και ανυψώνονται σαν τους κέδρους του Λιβάνου[6], βάζοντας σε δοκιμασία την ήσυχη λατρεία του Θεού; Ο λόγος είναι άγνωστος και η Εκκλησία, αν και προσεύχεται καθημερινά να απομακρυνθεί αυτός ο πάσσαλος, αυτός ο δαιμονικός άγγελος, ακούει πάντα από τον Κύριο· «η χάρις μου είναι αρκετή για σένα· γιατί η δύναμη μου τελειοποιείται στην ασθένεια»[7]. Διότι «καυχιέται με περισσότερη ευχαρίστηση στις αρρώστιες της, για να κατασκηνώσει σ’ αυτήν η δύναμη του Χριστού» και «για να φανερώνονται οι άξιοι»[8].
4. Από αυτές τις εξαπλωμένες σε μεγάλο μέρος της οικουμένης (για λόγους που γνωρίζει ο Κύριος) αιρέσεις, ήταν παλιότερα ο Αρειανισμός, ενώ σήμερα είναι και ο Παπισμός· αλλά και αυτός (όπως ακριβώς και ο προηγούμενος έχει εξαφανισθεί), αν και ακόμα είναι ακμαίος, δεν θα αντέξει ώς το τέλος, αλλά θα ξεπερασθεί και θα καταστραφεί, και η ουράνια μεγάλη φωνή θα αντηχήσει: «ΝΙΚΗΘΗΚΕ»[9].
(Γιατί το: "και εκ του Υιού" (filioque) είναι αίρεση)
5. Η καινούργια ιδέα, «ότι το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται από τον Πατέρα και από τον Υιό», ενάντια στη ρητή δήλωση του Κυρίου μας, που είπε γι’ Αυτό εμπεριστατωμένα «το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα»[10], και ενάντια στην ομολογία ολόκληρης της Καθολικής Εκκλησίας «το εκ του Πατρός εκπορευόμενο», όπως μαρτυρείται από τις επτά οικουμενικές Συνόδους:
α. επειδή αναιρεί την μαρτυρούμενη στο ευαγγέλιο, μοναδική μεν από μία αιτία, διαφορετική δε, προέλευση των θείων προσώπων της Ευλογημένης Τριάδας·
β. επειδή επιφέρει ανόμοιες και άνισες σχέσεις στα ίδια τα ισοδύναμα και συμπροσκυνούμενα πρόσωπα [της Αγίας Τριάδας], και σύγχυσή τους ή ανάμιξη·
γ’ επειδή κατηγορεί ως δήθεν ατελή ή σκοτεινή και δύσκολη να γίνει κατανοητή η προ αυτής ομολογία της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας·
δ. επειδή θίγει τους Αγίους Πατέρες της πρώτης οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια και της δεύτερης οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, ότι δήθεν θεολόγησαν ατελώς σχετικά με τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, σαν να έχουν αποσιωπήσει αυτή την ιδιότητα της θεότητας του κάθε προσώπου, ενώ ήταν απαραίτητο να ερμηνευθούν όλες τους οι θεϊκές ιδιότητες κατά των Αρειανών και των Μακεδονιανών·
ε. επειδή εξυβρίζει τους Πατέρες της Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι διακήρυξαν στον κόσμο το θείο Σύμβολο [της Πίστεως] τέλειο και πλήρες, ώστε με φοβερά αναθέματα και επιτίμια που δεν σβήνονται απαγορεύουν και στους εαυτούς τους και σε οποιονδήποτε άλλο, κάθε προσθήκη και αφαίρεση ή αλλοίωση ή μεταβολή ακόμα και στην μικρότερη λεπτομέρεια του· και το εμφανίζει [το Σύμβολο] να επιδέχεται διόρθωση και επέκταση και συνεπώς να επιδέχεται μεταβολή όλη η θεολογική διδασκαλία των παγκόσμιων Πατέρων, επειδή δήθεν ανακαλύφθηκε νέα ιδιότητα και στα τρία πρόσωπα της ευλογημένης Αγίας Τριάδας·
στ. επειδή καταρχάς εισχώρησε μυστικά στις Εκκλησίες της Δύσης, ως «λύκος σε δέρμα προβάτου», δηλαδή όχι με την σημασία της «εκπορεύσεως» (κατά την ελληνική εκδοχή [του όρου] στο Ευαγγέλιο και στο Σύμβολο), αλλά με την σημασία της «αποστολής», όπως βεβαίωνε ο Πάπας Μαρτίνος τον Μάξιμο τον Ομολογητή και όπως εξηγούσε ο Αναστάσιος ο βιβλιοθηκάριος επί Ιωάννου Η΄·
ζ. επειδή, ενεργώντας ιδιωτικά, βίασε με αφάνταστη τόλμη και παραχάραξε το ίδιο το Σύμβολο, το οποίο αποτελεί κοινή παρακαταθήκη του Χριστιανισμού·
η. επειδή εισήγαγε τεράστιες ταραχές στην ήσυχη Εκκλησία του Θεού και διαίρεσε τα έθνη·
θ. επειδή αποκηρύχθηκε πάνδημα στην πρώτη του εμφάνιση, από δύο αείμνηστους Πάπες, τον Λέοντα Γ΄ και τον Ιωάννη Η΄, ο οποίος, στην επιστολή του προς τον ιερό Φώτιο, κατέταξε και μαζί με τον Ιούδα αυτούς που πρώτοι το εισήγαγαν στο θείο Σύμβολο·
ι. επειδή καταδικάσθηκε από πολλές ιερές Συνόδους των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής·
ια. επειδή υποβλήθηκε στο ανάθεμα, ως καινοτομία και επαύξηση του Συμβόλου, στην όγδοη οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία συγκροτήθηκε για την ειρήνη μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών Εκκλησιών·
ιβ. επειδή μόλις εισήχθη στις Εκκλησίες της Δύσης, τεκνοποίησε επονείδιστα γεννήματα ή έφερε μαζί του λίγο-λίγο άλλες καινοτομίες, οι περισσότερες από τις οποίες εναντιώνονται στις διαταγές του Σωτήρα μας, που έχουν γραφεί καθαρά στο ευαγγέλιο και οι οποίες διατηρήθηκαν ακριβώς μέχρι την εισαγωγή της στις Εκκλησίες, στις οποίες εισχώρησε. Ανάμεσα σε αυτές [τις καινοτομίες] είναι: το ράντισμα αντί του βαπτίσματος· η απάρνηση του θείου ποτηρίου στους λαϊκούς, η κατάργηση του ενός και μόνον κομμένου άρτου και η χρήση δισκίων· το άζυμο αντί του άρτου· η αφαίρεση της ευλογίας από τις λειτουργίες, δηλαδή της θείας επικλήσεως του παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος [ΟΟΔΕ: δηλ. του Αγίου Πνεύματος, που είναι επικεφαλής των εκκλησιαστικών τελετών]· και [καινοτομίες που] καταλύουν τις αρχαίες αποστολικές τελετές της Καθολικής Εκκλησίας, όπως το να μη χρίονται τα βαπτιζόμενα βρέφη, ούτε να λαμβάνουν τα άχραντα μυστήρια, να μη γίνονται ιερείς οι έγγαμοι, το ότι ο Πάπας φέρει στο πρόσωπό του την αναμαρτησία και την εκπροσώπηση του Χριστού κ.τ.λ., παραγκωνίζοντας έτσι όλο τον αρχαίο αποστολικό τύπο σχεδόν όλων των μυστηρίων και όλης της διδασκαλίας, τον οποίο κατείχε η αρχαία, αγία και ορθόδοξος Εκκλησία της Ρώμης, που ήταν τότε τιμιότατο μέλος της αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας·
ιγ. επειδή εξώθησε τους θεολόγους της Δύσης, που έγιναν υπερασπιστές της, επειδή δεν είχε κανένα έρεισμα ούτε στη Γραφή ούτε στους Πατέρες, για την υποστήριξη των παραπάνω αποκλίσεων, όχι μόνο στις παρερμηνείες των Γραφών, όπως δεν έχουν ιδωθεί σε κανένα από τους Πατέρες της Καθολικής αγίας Εκκλησίας, αλλά και σε παραχαράξεις ιερών και άθικτων κειμένων των ανατολικών και των δυτικών θείων Πατέρων·
ιδ. επειδή φάνηκε ξένη, ανήκουστη και βλάσφημη ακόμη και στις υπάρχουσες χριστιανικές κοινότητες, οι οποίες, πριν από την γέννηση της, από αιώνες, για άλλους δίκαιους λόγους είχαν αποκλεισθεί από την παγκόσμια μάνδρα·
ιε. επειδή δεν έχει ακόμα καταφέρει να απολογηθεί από τις Γραφές, έστω κατά πιθανότητα, ή τουλάχιστον εύλογα από τους Πατέρες, για καμία από τις κατηγορίες που της έχουν αποδοθεί, παρά τον ζήλο και τους αγώνες των υπερασπιστών της,
[για τους παραπάνω λόγους] η ιδέα αυτή φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της αποκλίνουσας διδασκαλίας, τα οποία προκύπτουν από τη φύση και τα γνωρίσματά της. Και επειδή κάθε αποκλίνουσα διδασκαλία, που θίγει το καθολικό φρόνημα περί της Αγίας Τριάδας και της προέλευσης των θείων προσώπων, και μάλιστα την ίδια την ύπαρξη του παναγίου Πνεύματος, είναι και λέγεται αίρεση, και εκείνοι που σκέπτονται έτσι [είναι και λέγονται] αιρετικοί (κατά την απόφαση του αγίου Δαμάσου, Πάπα της Ρώμης, «αν κάποιος σωστά φρονήσει για τον Πατέρα και τον Υιό αλλά εσφαλμένα για το Άγιο Πνεύμα, είναι αιρετικός»[11]), για αυτό η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, ακολουθώντας τα ίχνη των αγίων Πατέρων, ανατολικών και δυτικών, κήρυξε παλιότερα την εποχή των Πατέρων μας και κηρύττει πάλι σήμερα μέσω τη Συνόδου, ότι η προαναφερόμενη καινούργια ιδέα, ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, είναι ουσιωδώς αίρεση, και οι οπαδοί της, οποιοιδήποτε και αν είναι, είναι αιρετικοί, σύμφωνα με την προαναφερόμενη συνοδική απόφαση του αγιοτάτου Πάπα Δαμάσου, και οι συνάξεις τους είναι αιρετικές, και κάθε πνευματική και θρησκευτική κοινωνία των Ορθοδόξων τέκνων της Καθολικής Εκκλησίας με αυτούς [ΟΟΔΕ: δηλ. συμμετοχή στην ίδια λατρεία και μάλιστα στα ίδια μυστήρια] είναι παράνομη, ιδιαίτερα μάλιστα με την ισχύ του έβδομου κανόνα της Γ΄ οικουμενικής Συνόδου[12].
(Ιστορία του «και εκ του Υιού»: η γένεση του Παπισμού)
6. Αυτή η αίρεση, η οποία, όπως έχει ειπωθεί, συνοδεύεται από πάρα πολλούς νεωτερισμούς, εμφανίσθηκε περίπου στα μέσα του έβδομου αιώνα, στην αρχή άγνωστη και ανώνυμη, και μάλιστα κάτω από διάφορες σημασίες στις δυτικές επαρχίες της Ευρώπης, υφέρποντας αθόρυβα σε διάστημα τεσσάρων ή πέντε αιώνων, υπερίσχυσε ενάντια στην αρχαία ορθοδοξία εκείνων των περιοχών, λόγω της αμέλειας των ποιμένων και της προστασίας των ηγεμόνων, και λίγο-λίγο αποπλάνησε όχι μόνο τις τότε ακόμη ορθόδοξες Εκκλησίες της Ισπανίας, αλλά και τις Γερμανικές και τις Γαλλικές και τις Ιταλικές, που η ορθοδοξία τους ακουγόταν κάποτε σε όλο τον κόσμο και με τις οποίες πολλές φορές συζήτησαν οι άγιοι Πατέρες μας, όπως ο μέγας Αθανάσιος και ο ουρανοφάντορας Βασίλειος [ΟΟΔΕ: δηλ. εκείνος που φανερώνει τον ουρανό], και των οποίων η σύμπνοια και η σύμπραξη με μας μέχρι την έβδομη οικουμενική Σύνοδο διατήρησε αλώβητη την διδασκαλία της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αλλά τελευταία, με τον φθόνο του εχθρού του καλού, οι καινοτομίες αυτής στην υγιή και ορθόδοξη θεολογία του παναγίου Πνεύματος, (που «η βλασφημία Του δεν θα συγχωρεθεί (στους ανθρώπους) ούτε σ’ αυτόν τον αιώνα ούτε στον μελλοντικό», σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου[13]), και η μία μετά την άλλη οι καινοτομίες στα θεία μυστήρια και μάλιστα στο μυστήριο του κοσμοσωτήριου βαπτίσματος και της θείας κοινωνίας και της ιεροσύνης, οι οποίες είναι τερατώδεις γεννήσεις, κατακυρίευσαν ακόμα και την παλαιά Ρώμη, όπου [η αίρεση] λαμβάνοντας και επισημότητα στην Εκκλησία, έλαβε ως διακριτικό το όνομα Παπισμός. Γιατί οι επίσκοποί της [της παλαιάς Ρώμης], οι επονομαζόμενοι Πάπες, αν και στην αρχή κάποιοι από αυτούς κηρύχθηκαν παγκόσμια κατά της καινοτομίας, όπως ο Λέων Γ΄ και ο Ιωάννης Η΄, όπως έχει ειπωθεί, και την αποκήρυξαν σε όλο τον κόσμο, ο μεν με εκείνες τις αργυρές ασπίδες, ο δε με την επιστολή του προς τον άγιο Φώτιο στην όγδοη οικουμενική Σύνοδο και με εκείνη προς τον Σφενδόπουλχρο υπέρ του Μεθοδίου επισκόπου Μοραβίας. Όμως οι περισσότεροι από τους διαδόχους τους, επειδή δελεάστηκαν από τα αντισυνοδικά προνόμια που τους παραχωρούσε η αίρεση για την καταδυνάστευση των Εκκλησιών του Θεού και βρήκαν σε αυτά μεγάλο το κοσμικό όφελος και «πολύ το κέρδος» και φαντάστηκαν μονοκρατορία στην Καθολική Εκκλησία και μονοπώλιο στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο αλλοίωσαν το αρχαίο θρήσκευμά τους, αποσχίζοντας τους εαυτούς τους με τις προαναφερόμενες καινοτομίες από τον υπόλοιπο αρχαίο χριστιανικό κόσμο, αλλά προσπάθησαν, όχι χωρίς αθέμιτες ραδιουργίες, όπως η αληθινή Ιστορία μας παρέδωσε, να παρασύρουν στην αποστασία τους από την Ορθοδοξία και τα λοιπά τέσσερα Πατριαρχεία και έτσι να υποδουλώσουν την Καθολική Εκκλησία στις επιθυμίες και τις διαταγές ανθρώπων.
(Προσπάθειες των ορθοδόξων Πατέρων για θεραπεία της αίρεσης)
7. Οι τότε ένδοξοι προκάτοχοί μας και πατέρες, με κοινό πόνο και κοινή σκέψη, βλέποντας να καταπατείται βίαια η προγονική ευαγγελική διδασκαλία, και το άνωθεν υφαντό ιμάτιο του Σωτήρα μας σχισμένο από ανόσια χέρια, οδηγούμενοι από πατρική και αδελφική αγάπη, έκλαψαν μεν την απώλεια τόσων χριστιανών, «υπέρ των οποίων πέθανε ο Χριστός»[14], κατέβαλαν δε περισσότερη προσπάθεια και προθυμία, και κατά τις συνόδους και ιδιωτικά, ώστε, διασώζοντας την ορθόδοξη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας, να ενώσουν, όσο είναι δυνατό, το σχίσμα, και όπως οι δόκιμοι γιατροί συσκέφθηκαν υπέρ της σωτηρίας του πάσχοντος μέλους, υπομένοντας πολλές θλίψεις και περιφρονήσεις και διωγμούς, μόνο για να μη διαμελιστεί το σώμα του Χριστού, μόνο για να μην καταπατηθούν οι όροι των θείων και σεπτών Συνόδων. Αλλά η αδιάψευστη Ιστορία παρέδωσε σε μας το αδυσώπητο της δυτικής επιμονής στην πλάνη· αυτοί οι ένδοξοι άνδρες δοκίμασαν έμπρακτα και σ’ αυτή την υπόθεση την αλήθεια των λόγων του άγιου μας πατέρα Βασίλειου του ουρανοφάντορα, όταν ακόμη και τότε, λόγω εμπειρίας, έλεγε για τους επισκόπους της Δύσης και ιδιαίτερα για τον Πάπα· «ούτε γνωρίζουν την αλήθεια ούτε δέχονται να την μάθουν, αλλά φιλονικούν εναντίον αυτών που τους λένε την αλήθεια και επιβεβαιώνουν διά του εαυτού τους την αίρεση» (προς Ευσέβιον Σαμοσάτων[15])· και έτσι μετά την πρώτη και δεύτερη αδελφική νουθεσία, γνωρίζοντας την αμετανοησία τους, «αποτινάζοντας» και «παραιτηθέντες», «τους παρέδωσαν στον ανώριμο νου τους»[16], («ο πόλεμος είναι καλύτερος από την ειρήνη που χωρίζει από τον Θεό», όπως είπε και ο άγιος πατέρας μας Γρηγόριος για τους Αρειανούς). Από τότε [δεν υπάρχει] καμία πνευματική επαφή ανάμεσα σε μας και σε αυτούς· γιατί με τα ίδια τους τα χέρια έσκαψαν βαθύ το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς και την Ορθοδοξία.
(Παπικές επιθέσεις)
8. Ακόμα και για αυτό δεν έπαυσε ο Παπισμός να ενοχλεί την ήσυχη Εκκλησία του Θεού, αλλά αποστέλλοντας παντού τους λεγόμενους μισσιονάριους [ΟΟΔΕ: παπικούς ιεραποστόλους], άνδρες ψυχοκαπήλους [ΟΟΔΕ: εκμεταλλευτές των ψυχών], «διασχίζει γη και θάλασσα, για να προσηλυτίσει [έστω] έναν άνθρωπο»[17], να εξαπατήσει έναν από τους Ορθοδόξους, να διαφθείρει την διδασκαλία του Κυρίου μας, να νοθεύσει με προσθήκη το θείο Σύμβολο της ιερής πίστης μας, να αποδείξει περιττό το βάπτισμα που μας παρέδωσε ο Θεός, άχρηστη την κοινωνία του ποτηρίου της Διαθήκης, και μύρια όσα άλλα ο δαίμονας της καινοτομίας υπαγόρευσε στους σχολαστικούς του μεσαίωνα, που τόλμησαν τα πάντα, και στους επισκόπους της παλαιάς Ρώμης, που τότε τόλμησαν τα πάντα λόγω του πόθου τους για δύναμη. Οι ευλογημένοι, λόγω της ευσέβειάς τους, προκάτοχοι και πατέρες μας, αν και έχουν πολεμηθεί και εκδιωχθεί από πολλές πλευρές και με πολλούς τρόπους, κι από μέσα κι από έξω, και άμεσα και έμμεσα από τον Παπισμό, «έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύριο», κατόρθωσαν να διασώσουν και να παραδώσουν σώα και σε μας την ανεκτίμητη κληρονομιά των Πατέρων τους, την οποία και εμείς, με την βοήθεια του Θεού, θα μεταδώσουμε σαν πολύτιμο θησαυρό στις γενιές που έρχονται μέχρι το τέλους του κόσμου. Παρόλ’ αυτά, οι Παπιστές δεν έπαυσαν μέχρι σήμερα ούτε θα παύσουν, σύμφωνα με την συνήθειά τους, να επιτίθενται κατά της Ορθοδοξίας, την οποία έχουν ως καθημερινό ζωντανό έλεγχο μπροστά στα μάτια τους, ως αποστάτες από την προγονική τους πίστη. Μακάρι να έκαναν τις επιθέσεις αυτές εναντίον της αίρεσης, που έχει επιτεθεί και κατακυριεύσει την Δύση. Γιατί ποιος αμφιβάλλει ότι, αν τον ζήλο τους για την κατάρρευση της Ορθοδοξίας τον χρησιμοποιούσαν για την ανατροπή της αίρεσης και των καινοτομιών, κατά τις θεοφιλείς συμβουλές του Λέοντος Γ΄ και του Ιωάννη Η΄, των αείμνηστων εκείνων τελευταίων ορθόδοξων Παπών, δεν θα είχε μείνει ούτε ίχνος της στην υφήλιο, και τώρα θα είχαμε την ίδια διδασκαλία [εμείς και οι δυτικοί], σύμφωνα με την αποστολική παραγγελία; Αλλά ο ζήλος αυτών που τους διαδέχθηκαν δεν ήταν για την προστασία της ορθόδοξης πίστης, όπως ο αξιομνημόνευτος ζήλος του μακάριου Λέοντος Γ΄.
(Η νέα επίθεση: η εγκύκλιος του Πάπα Πίου Θ΄)
9. Και εδώ και καιρό, οι απευθείας προσωπικές επιθέσεις των προηγούμενων Παπών είχαν παύσει, και συνεχίζονταν μόνο των κατά περιοχές [παπικών] ιεραποστόλων.. Πρόσφατα όμως, ο Πίος Θ΄, που ανέλαβε την επισκοπή της Ρώμης το 1846 και αναγορεύθηκε Πάπας, εξέδωσε στις 6 Ιανουαρίου του παρόντος έτους εγκύκλιο με τίτλο «προς τους Ανατολικούς», αποτελούμενη από δώδεκα σελίδες στην ελληνική μετάφραση, την οποία ο απεσταλμένος του διέσπειρε, σαν ένα μίασμα που έρχεται από έξω, εντός του δικού μας ορθόδοξου ποιμνίου. Σε αυτήν την εγκύκλιο προσκαλεί μεν αυτούς που έχουν αποστατήσει από διάφορες χριστιανικές κοινωνίες κατά διαφορετικά χρονικά διαστήματα και έχουν αυτομολήσει στον Παπισμό, και επομένως είναι οικείοι του, απευθύνεται όμως με σκοπιμότητα και στους Ορθοδόξους, όχι ιδιαιτέρως ή ονομαστικά, αναφέροντας όμως με το όνομά τους τούς θείους και ιερούς Πατέρες μας[18], φανερά όμως συκοφαντώντας και εκείνους και εμάς, τους απογόνους και διαδόχους τους, εκείνους μεν ως δήθεν υπακούοντες αβασάνιστα στα παπικά εντάλματα και τις αποφάσεις, επειδή προέρχονταν από τους Πάπες, και εμάς ότι δήθεν δεν ακολουθούμε τα δικά τους παραδείγματα και επομένως μας κατηγορεί στο ποίμνιο που μας επέτρεψε ο Θεός [να ποιμαίνουμε] ότι δήθεν διαχωριζόμαστε από τους ίδιους μας τους Πατέρες και αμελούμε τα πνευματικά μας καθήκοντα και την ψυχική σωτηρία των πνευματικών μας παιδιών. Και λοιπόν, σφετεριζόμενος σαν δικό του κτήμα την Καθολική Εκκλησία του Χριστού, επειδή κατέχει, όπως καυχιέται, τον επισκοπικό θρόνο του ευλογημένου Πέτρου, θέλει έτσι να εξαπατήσει τους πιο αφελείς για να αποστατήσουν από την Ορθοδοξία, καταλήγοντας με τα παράδοξα για κάθε μέτοχο θεολογικής παιδείας λόγια· «ούτε υπάρχει δικαιολογία για να μην επανέλθετε στην αληθινή Εκκλησία και την κοινωνία με τον άγιο τούτο θρόνο»[19].
10. Πάντως ο καθένας από τους ευσεβώς αναθρεμμένους και μορφωμένους αδελφούς και τέκνα μας εν Χριστώ, με προσεκτική ανάγνωση και με την σοφία που του δόθηκε από τον Θεό, διακρίνει ότι τα λόγια και του τωρινού επισκόπου της Ρώμης, όπως κι αυτά των προκατόχων του από το σχίσμα και έπειτα, δεν είναι λόγια ειρήνης, όπως λέει[20], και στοργικότητας, αλλά λόγια απάτης και παραλογισμού, που αποσκοπούν σε ιδιοτέλεια, σύμφωνα με την συνήθεια των αντισυνοδικών προκατόχων του. Γι' αυτό είμαστε βέβαιοι ότι, όπως μέχρι σήμερα, έτσι και από εδώ και στο εξής οι Ορθόδοξοι δεν θα εξαπατηθούν· γιατί τα λόγια του Κυρίου μας είναι βέβαια, «δεν θα ακολουθήσουν ξένο, αλλά θα φύγουν μακριά από αυτόν, επειδή δεν γνωρίζουν την φωνή των ξένων»[21].