Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΟΥ 1848 (Β΄ ΣΥΝΕΧΕΙΑ)
(Ανασκευή της θεωρίας του παπικού πρωτείου)
(α. Ο «θρόνος του αγίου Πέτρου»)
11. Μαζί με όλα αυτά θεωρήσαμε πατρικό και αδελφικό χρέος μας και ιερό καθήκον να σας στηρίξουμε και με την παρούσα προειδοποίησή μας, στην Ορθοδοξία που κατέχετε από τους προγόνους σας και ταυτόχρονα να επισημάνουμε, με την ευκαιρία, την σαθρότητα των συλλογισμών του επισκόπου της Ρώμης, την οποία είναι φανερό ότι και ο ίδιος καταλαβαίνει. Γιατί δεν στολίζει τον θρόνο του με την αποστολική του ομολογία, αλλά από τον αποστολικό θρόνο προσπαθεί να εγκαθιδρύσει το αξίωμά του, και από το αξίωμα [να επικυρώσει] την ομολογία του. Η αλήθεια είναι διαφορετική· όχι μόνον ο θρόνος της Ρώμης, ο οποίος από κάποια απλή παράδοση θεωρείται ότι τιμήθηκε από τον ευλογημένο Πέτρο, ούτε και ο μαρτυρούμενος από την θεία Γραφή ως ο κύριος θρόνος του ευλογημένου Πέτρου, δηλαδή η Αντιόχεια, που η Εκκλησία της γι’ αυτό έχει χαρακτηριστεί από τον άγιο Βασίλειο «σημαντικότερη από όλες τις Εκκλησίες του κόσμου»[22], και, ακόμα σημαντικότερο, η δεύτερη οικουμενική Σύνοδος, γράφοντας προς την Σύνοδο των Δυτικών (στους κυρίους και ευλαβέστατους αδελφούς και συλλειτουργούς Δάμασο, Αμβρόσιο, Βρίττωνα, Ουαλεριανό κ.τ.λ.) μαρτυρεί λέγοντας· «της αρχαιότατης και όντως αποστολικής Εκκλησίας της Αντιόχειας της Συρίας, που εκεί πρώτα χρησιμοποιήθηκε το τίμιο όνομα των χριστιανών»[23]· ούτε αυτή, είπαμε, η αποστολική Εκκλησία της Αντιόχειας είχε ποτέ το δικαίωμα να μην κρίνεται σύμφωνα με την Αγία Γραφή και τις συνοδικές αποφάσεις, [ακριβώς] επειδή ήταν αληθινά ενωμένη με το θρόνο του Πέτρου.
Τι λέμε λοιπόν; Το ίδιο το πρόσωπο του ευλογημένου Πέτρου κρίθηκε «μπροστά σε όλους για την αλήθεια του ευαγγελίου» και, όπως μαρτυρεί η Γραφή, «βρέθηκε αξιοκατάκριτος και να μη βαδίζει σωστά»[24]. Τι λοιπόν να υποθέσουμε γι’ αυτούς που καυχώνται και αλαζονεύονται μόνο από την διαδοχική κατοχή του θρόνου του; Και όντως, ο Μέγας Βασίλειος, ο μέγας αυτός οικουμενικός δάσκαλος της ορθοδοξίας στην Καθολική Εκκλησία, στον οποίο οι επίσκοποι της Ρώμης είναι υποχρεωμένοι να μας παραπέμπουν[25], μας έχει ξεκάθαρα και με σαφήνεια δείξει παραπάνω (παρ. 7) τι εκτίμηση οφείλουμε να έχουμε για τις κρίσεις του απρόσιτου Βατικανού: ««ούτε γνωρίζουν την αλήθεια ούτε δέχονται να την μάθουν, αλλά φιλονικούν εναντίον αυτών που τους λένε την αλήθεια και επιβεβαιώνουν διά του εαυτού τους την αίρεση»». Ώστε οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες μας, που η Μακαριότητά του άξια τους θαυμάζει ως φώτα και δασκάλους ακόμα και της Δύσης, μας τους αναφέρει κατά σειράν και μας συμβουλεύει να τους ακολουθήσουμε[26], μας διδάσκουν να μην κρίνουμε την ορθοδοξία από τον άγιο θρόνο, αλλά το θρόνο και αυτόν που κάθεται στον θρόνο σύμφωνα με την Αγία Γραφή, σύμφωνα με τις αποφάσεις και τους όρους των συνόδων και σύμφωνα με την πίστη που έχει κηρυχθεί, δηλαδή σύμφωνα με την ορθοδοξία της αιώνιας διδασκαλίας. Έτσι έκριναν και καταδίκασαν συνοδικώς οι Πατέρες μας και τον Ονώριο, Πάπα της Ρώμης, και τον Διόσκορο, Πάπα της Αλεξάνδρειας, και τους Μακεδόνιο και Νεστόριο, Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης, και τον Πέτρο Κναφέα, Πατριάρχη της Αντιόχειας, κ.τ.λ. Γιατί αν «το βδέλυγμα της ερημώσεως στάθηκε πάνω στον τόπο τον άγιο», κατά τη μαρτυρία των Γραφών[27], γιατί και η καινοτομία και η αίρεση να μη σταθεί πάνω στον άγιο θρόνο; Από εδώ συνάγεται, εν συνόψει, το ανόητο και το αδύναμο και των υπόλοιπων επιχειρημάτων υπέρ της εξουσίας του επισκόπου της Ρώμης. Γιατί, αν η Εκκλησία δεν είχε θεμελιωθεί στην ακλόνητη πέτρα της ομολογίας του Πέτρου (που ήταν κοινή απάντηση εκ μέρους όλων των Αποστόλων, όταν ρωτήθηκαν «εσείς ποιος λέτε (ότι είμαι);»[28]) «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ζώντος Θεού»[29], όπως μας εξηγούν οι Πατέρες, ανατολικοί και δυτικοί, θα μπορούσε να έχει θεμελιωθεί σε εσφαλμένη βάση, ακόμη και [αν θεμελιωνόταν] στον ίδιο τον Κηφά [ΟΟΔΕ: δηλ. στον Πέτρο] ή ακόμη και στον Πάπα, ο οποίος, αφού οικειοποιήθηκε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, είναι φανερό από την Ιστορία με ποιον τρόπο τα διαχειρίστηκε.
(β Η θέση του Πέτρου μεταξύ των αποστόλων)
Αλλά και τη σημασία του τριπλού «ποίμαινε τα πρόβατά μου» οι κοινοί μας άγιοι Πατέρες διδάσκουν ομόφωνα, ότι δεν ήταν κάποιο προνόμιο του ευλογημένου Πέτρου πάνω στους λοιπούς Αποστόλους, και, πολύ περισσότερο, [δεν ήταν προνόμιο] των διαδόχων του, αλλά απλώς αποκατάστασή του στην ιδιότητα του αποστόλου, από την οποία είχε εκπέσει λόγω της τριπλής του άρνησης. Έτσι φαίνεται να δέχεται και ο ίδιος ο άγιος Πέτρος το νόημα της τριπλής ερώτησης του Κυρίου «με αγαπάς;» και του «περισσότερο» και του «απ’ αυτούς»[30]· επειδή θυμήθηκε το «ακόμη κι αν όλοι κλονιστούν [στην πίστη τους] για σένα, εγώ ποτέ δε θα κλονιστώ» [31], «λυπήθηκε που του είπε τρίτη φορά “με αγαπάς;”». Αλλά οι διάδοχοί του, υστερόβουλα, ερμηνεύουν το λόγο με φαιδρότητα.
12. Αλλά η Μακαριότητά του λέει[32], ότι ο Κύριος μας είπε στον Πέτρο[33] «Εγώ προσευχήθηκα για σένα, ώστε να μη χαθεί η πίστη σου, κι εσύ, επιστρέφοντας κάποτε, στήριξε τους αδελφούς σου». Η προσευχή του Κυρίου μας έγινε, διότι ο Σατανάς[34] είχε ζητήσει να σκανδαλίσει την πίστη όλων των Αποστόλων, αλλά ο Κύριος τού επέτρεψε μόνο τον Πέτρο, και μάλιστα ακριβώς διότι έλεγε λόγια εγωιστικά και αναδείκνυε τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους. Αλλά το δικαίωμα αυτό ήταν προσωρινό, [και ίσχυσε μόνον, όταν ο Πέτρος] «άρχισε να καταριέται και να αναθεματίζει: “δεν ξέρω αυτόν τον άνθρωπο”»[35]. Τόσο αδύνατη είναι η ανθρώπινη φύση αφημένη στον εαυτό της. «Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σάρκα ασθενής»[36]. Ήταν προσωρινό, λέμε, ώστε, επανερχόμενος στον εαυτό του διά της επιστροφής του με δάκρυα μετανοίας, να στηρίξει ακόμη περισσότερο τους αδελφούς του σε Αυτόν, στον οποίο εκείνοι ούτε επιόρκησαν ούτε Τον αρνήθηκαν. Πόσο σοφές είναι οι κρίσεις του Κυρίου! Πόσο θεία και μυστηριώδης η τελευταία επίγεια νύχτα του Σωτήρα μας! Εκείνος ο ιερός Δείπνος, αυτός ο ίδιος πιστεύεται και σήμερα ότι τελείται καθημερινά· «αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου»[37], και «όποτε κι αν τρώτε αυτόν τον άρτο και πίνετε αυτό το ποτήριο, ομολογείτε τον θάνατο του Κυρίου μας, μέχρι να έρθει [ξανά]»[38].
Η αδελφική αγάπη, που με τόση επιμέλεια ο κοινός μας Διδάσκαλος μάς συνέστησε – «Από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας»[39] – που το χειρόγραφο και τις συνθήκες της οι Πάπες πρώτοι έσχισαν, υποστηρίζοντας και δεχόμενοι καινοτομίες αιρετικές, διαφορετικές από αυτά που παραδόθηκαν σε μας και καθορίστηκαν από τους κοινούς Διδασκάλους και Πατέρες μας, αυτή η αγάπη, λέμε, ενεργεί και σήμερα στις ψυχές των χριστιανικών λαών και ιδιαίτερα των [πνευματικών] ηγετών τους. Ομολογούμε με τόλμη μπροστά στον Θεό και στους ανθρώπους ότι η προσευχή του Σωτήρα μας[40] στον Θεό και Πατέρα Του για την κοινή αγάπη και ενότητα των Χριστιανών σε μία, άγια. καθολική και αποστολική Εκκλησία, στην οποία και πιστεύουμε, «ώστε να είναι ένα, όπως και εμείς είμαστε ένα»[41], ενεργεί σε μας όπως και στην Μακαριότητά του. Γι’ αυτό και η δική μας αδελφική αγάπη και ο ζήλος συναντούν [τα αντίστοιχα] της Μακαριότητάς του, με την μόνη διαφορά ότι σε μας επιδρά με συνέπεια την διατήρηση ακέραιου και άθικτου του θείου, άσπιλου και τέλειου Συμβόλου της Πίστης των Χριστιανών, σύμφωνα με την φωνή του ευαγγελίου, τους όρους των επτά αγίων οικουμενικών Συνόδων και τις διδασκαλίες της αιώνιας Καθολικής Εκκλησίας, ενώ στην Μακαριότητά του [επιδρά] προς την ενίσχυση και υπερίσχυση του κύρους και του αξιώματος των καθισμένων πάνω στον αποστολικό θρόνο και της καινούργιας διδασκαλίας τους.
Ιδού η ανακεφαλαίωση, όπως θα λέγαμε, όλης της διαφοράς και διένεξης που συνέβη ανάμεσα σε μας και σε εκείνους, και ο διαχωριστικός μεσότοιχος, ο οποίος, όπως προείπε ο Θεός σε μας ότι, «και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι από αυτή την αυλή, και εκείνα πρέπει να τα οδηγήσω και την φωνή μου («αυτός που εκπορεύεται από τον Πατέρα») θα ακούσουν»[42], ελπίζουμε ότι, με την βοήθεια της φημισμένης φρόνησης της Μακαριότητάς του, θα απομακρυνθεί επί των ημερών του. Ας πούμε λοιπόν αμέσως και το τρίτο· ότι αν έχει υποτεθεί, σύμφωνα με τα λόγια της Μακαριότητάς του, ότι η ίδια η προσευχή του Κυρίου μας για τον Πέτρο όταν επρόκειτο να αρνηθεί και να επιορκήσει, παραμένει προσκολλημένη και ενωμένη με τον θρόνο του Πέτρου, και ότι αναφέρεται ενεργώς και σε εκείνους που από καιρό σε καιρό κάθονται σε αυτόν, αν και, όπως προειπώθηκε (παρ. 11), καθόλου δεν συμβάλλει στην επικύρωση γνώμης (όπως πληροφορούμαστε από την Αγία Γραφή και με το παράδειγμα του ίδιου του ευλογημένου Πέτρου, ακόμη και μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος), βεβαιωνόμαστε όμως από τα λόγια του Κυρίου ότι θα έρθει καιρός, κατά τον οποίο η θεία αυτή προσευχή για την άρνηση του Πέτρου, να μην εξαλειφθεί μέχρι τέλους η πίστη του, θα ενεργήσει και σε κάποιον από τους διαδόχους του θρόνου του, ο οποίος και θα κλάψει όπως κι εκείνος πικρά και επιστρέφοντας κάποτε θα στηρίξει εμάς τους αδελφούς του ακόμη περισσότερο στην ορθόδοξη ομολογία, την οποία κατέχουμε από τους προγόνους μας· και μακάρι! ας είναι η Μακαριότητά του αυτός ο αληθινός διάδοχος του ευλογημένου Πέτρου. Αλλά σε αυτή την ταπεινή μας προσευχή τι μας εμποδίζει να προσθέσουμε την ειλικρινή και εγκάρδια συμβουλή μας στο όνομα της Καθολικής αγίας Εκκλησίας; Πάντως εμείς δεν τολμούμε να πούμε, όπως είπε[43] η Μακαριότητά του, «χωρίς άλλη αναβολή»· αλλά λέμε χωρίς βιασύνη, μετά από ώριμη σκέψη, και ακόμη, αν χρειαστεί, μετά από σύσκεψη των πιο σοφών, πιο ευλαβών, πιο ειλικρινών και των συνετών επισκόπων και θεολόγων και δασκάλων, που διαθέτει σήμερα, από τη φροντίδα του Θεού, κάθε έθνος της Δύσης.
(γ. Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών)
13. Η Μακαριότητά του λέει ότι ο επίσκοπος της Λυών άγιος Ειρηναίος γράφει προς έπαινο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, «ότι όλη η Εκκλησία, δηλαδή οι πιστοί από παντού, πρέπει να συγκεντρώνονται λόγω του πρωτείου σε αυτήν την Εκκλησία, στην οποία η παράδοση που δόθηκε από τους Αποστόλους διατηρήθηκε από όλους τους πιστούς από οποιοδήποτε μέρος για πάντα». Αν και αυτός ο άγιος λέει κάτι εντελώς διαφορετικά από αυτό που στοχάζονται οι Βατικανοί, ακόμα κι αν δεχτούμε την εκδοχή και ερμηνεία που τους αρέσει, θα τους ρωτήσουμε, ποιος αρνείται ότι η αρχαία Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν αποστολική και ορθόδοξη; Κανείς από εμάς δεν θα αμελήσει να πει ότι ήταν και πρότυπο Ορθοδοξίας. Μάλιστα εμείς θα προσθέσουμε, προς μεγαλύτερο έπαινο της, από τον ιστορικό Σωζόμενο[44], και τον τρόπο, τον οποίο παρέβλεψε η Μακαριότητά του, με τον οποίο κάποτε μπόρεσε να διατηρήσει την Ορθοδοξία της, την οποία επαινούμε· «όπως συνολικά η Εκκλησία σε όλη την Δύση, οδηγούμενη καθαρά από τα δόγματα των Πατέρων, απαλλάχτηκε από τις έριδες και τις αγυρτείες σχετικά με αυτά τα πράγματα». Μήπως κάποιος από τους Πατέρες ή από εμάς τους ίδιους αρνήθηκε τα κανονικά πρωτεία της στην σειρά της ιεραρχίας, μέχρι που οδηγούνταν καθαρά από τα δόγματα των Πατέρων, προχωρώντας σύμφωνα με τον αλάνθαστο κανόνα της Γραφής και των ιερών Συνόδων; Όμως τώρα δεν βρίσκουμε διατηρημένο σε αυτήν ούτε το δόγμα της αγίας Τριάδας σύμφωνα με το Σύμβολο των αγίων Πατέρων που συγκεντρώθηκαν στην Α΄ οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια και στην Β΄ στην Κωνσταντινούπολη (το οποίο οι άλλες πέντε οικουμενικές Σύνοδοι ομολόγησαν και επικύρωσαν και σε τόσα αναθέματα υπέβαλαν, ως καθαιρεμένους, αυτούς που θα το νόθευαν έστω και στις μικρότερες λεπτομέρειες), ούτε τον αποστολικό τύπο του θείου βαπτίσματος, ούτε την επίκληση του τελεταρχικού Πνεύματος στα άγια, αλλά βλέπουμε σε αυτήν το θείο ποτήριο – τι ασέβεια! – να θεωρείται περιττή πόση, και άλλα πάρα πολλά, άγνωστα όχι μόνο στους δικούς μας άγιους Πατέρες, που πάντα υπήρξαν ο καθολικός αλάνθαστος κανόνας και γνώμονας της Ορθοδοξίας, όπως η Μακαριότητά του, σεβόμενος την αλήθεια[45], διδάσκει, αλλά και στους ιερούς αρχαίους Πατέρες της Δύσης· ακόμη και αυτό το πρωτείο, για το οποίο η Μακαριότητά του τώρα παλεύει με όλες τις δυνάμεις του, όπως και οι προκάτοχοί του, να έχει εκπέσει από αδελφικό συμβολισμό και ιεραρχικό προνόμιο σε κυριαρχικό.
Τι λοιπόν να υποθέσουμε για τις άγραφες παραδόσεις της [Ρωμαϊκής Εκκλησίας], αν τα αναφερόμενα υπέστησαν τόση μεταβολή και αλλοίωση προς το χειρότερο; Ή ποιος έχει τόσο θάρρος και εμπιστοσύνη στο αξίωμα του αποστολικού θρόνου, ώστε να τολμήσει να πει ότι, αν ξαναζούσε ο άγιος Πατέρας μας Ειρηναίος, βλέποντάς την σήμερα να έχει αποσχιστεί από την αρχαία και πρωτογενή αποστολική διδασκαλία σε τόσα ουσιωδέστατα και καθολικά άρθρα του Χριστιανισμού, δεν θα αντιστεκόταν πρώτος στις καινοτομίες και στις αυθαίρετες διατάξεις αυτής της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, που τότε δίκαια την εξυμνούσε ως οδηγούμενη καθαρά από τα δόγματα των Πατέρων; Για παράδειγμα, όταν βλέπει την Ρωμαία Εκκλησία όχι μόνο να αποβάλλει από τον δικό της λειτουργικό της κανόνα, κατ’ εντολήν των σχολαστικών, την πανάρχαια και αποστολική επίκληση του τελεταρχικού Πνεύματος και να ακρωτηριάζει οικτρά την ιερουργία στο πιο ουσιώδες σημείο της, αλλά και να προσπαθεί έντονα να την εξαφανίσει από τις λειτουργίες των υπόλοιπων χριστιανικών κοινωνιών, συκοφαντώντας την (τόσο ανάξια για τον αποστολικό θρόνο, για τον οποίο καυχιέται), ότι «τρύπωσε μετά την διαίρεση»[46], τι θα έλεγε γι’ αυτή την καινοτομία εκείνος ο άγιος Πατέρας, ο οποίος μας βεβαιώνει «ότι ο άρτος από την γη, προσλαμβάνοντας την έκκληση του Θεού, δεν είναι πλέον κοινός άρτος κ.τ.λ.»[47], έκκληση λέγοντας την επίκληση; Το ότι ο Ειρηναίος πίστευε πως με αυτήν τελειοποιείται το μυστήριο της ιερουργίας, [το επισημαίνει] ακόμη και ο Φραγκίσκος Φευ-Αρδένιος, από το τάγμα των λεγόμενων «ελασσόνων» [ΟΟΔΕ: μικρότερων] παπικών μοναχών, ο οποίος το 1639 εξέδωσε σχολιασμένα τα συγγράμματα του ίδιου αγίου και γράφει, ιδιαίτερα στο κεφ. 18 του Α΄ βιβλίου, σελ. 114: panem et calycem commixtum per invocationis verba corpus et sanguine Christi vere fiery (ότι ο Ειρηναίος διδάσκει ότι ο άρτος και το αναμεμειγμένο ποτήριο γίνονται αληθινά σώμα και αίμα του Χριστού μέσω των λόγων της επικλήσεως).
Ακούγοντας την τοποτηρητική και διαιτητική [αξίωση] του Πάπα [ΟΟΔΕ: δηλ. ότι είναι τοποτηρητής (εκπρόσωπος της εξουσίας) του Χριστού και διαιτητής, δηλ. αρμόδιος να λύνει τις διαφορές ανάμεσα στις Εκκλησίες], τι λοιπόν θα έλεγε εκείνος, ο οποίος, ακόμη και για μια μικρή και σχεδόν αδιάφορη διένεξη για την τελετή του Πάσχα[48], τόσο γενναία και θριαμβευτικά αντιτάχθηκε και ακύρωσε την έντονη πίεση του Πάπα Βίκτωρα στην ελεύθερη Εκκλησία του Χριστού; Έτσι αυτός, ο οποίος προσκλήθηκε από την Μακαριότητά του ως μάρτυρας της πρωτοκαθεδρίας της Ρωμαίας Εκκλησίας, δείχνει ότι το αξίωμά της δεν είναι κυριαρχικό, ούτε καν διαιτητικό, όπως ούτε ο ίδιος ο ευλογημένος Πέτρος το όρισε ποτέ, αλλά αδελφικό προνόμιο στα πλαίσια της Καθολικής Εκκλησίας και βραβείο, που απονεμήθηκε τιμητικά στους Πάπες για το σπουδαίο όνομα και το προνόμιο της πόλης [Ρώμης]. Έτσι και η τέταρτη οικουμενική Σύνοδος, για να διατηρήσει την κανονισμένη ανεξαρτησία των Εκκλησιών όπως αποφασίσθηκε στην τρίτη οικουμενική Σύνοδο (καν. η΄), ακολουθώντας την δεύτερη οικουμενική (καν. γ΄), και αυτή πάλι [ακολουθώντας] την πρώτη οικουμενική (καν. ς΄), η οποία αποκάλεσε την διαιτητική κυριαρχία του Πάπα στην Δύση «έθιμο», αποφάνθηκε ότι «επειδή βασιλεύει εκείνη η πόλη, οι Πατέρες δικαιολογημένα της έχουν παραχωρήσει τα προνόμια» (καν. κη΄)[49], χωρίς να πει τίποτα για την ιδιαίτερη αποστολική τους προέλευση από τον Πέτρο, και ακόμα λιγότερο για το τοποτηρητικό και την παγκόσμια ποιμαντορία των επισκόπων της. Αυτή η βαθειά σιωπή για τόσο μεγάλα προνόμια, κι όχι μόνο, αλλά και η αιτιολόγηση της πρωτοκαθεδρίας (όχι για το «ποίμενε τα πρόβατά μου», ούτε για το «σε αυτή την πέτρα θα χτίσω την Εκκλησία μου», αλλά απλώς για το έθιμο και για το ότι «βασιλεύει εκείνη η πόλη», και αυτά όχι από τον Κύριο, αλλά από τους Πατέρες), είμαστε σίγουροι ότι θα φανεί τόσο παράξενη στην Μακαριότητά του, που φαντάζεται διαφορετικά τα προνόμιά του[50], όσο αυτός, όπως θα δούμε (§ 15), εκτιμά πολύ την μαρτυρία υπέρ του θρόνου του, που νομίζει ότι βρήκε στην προαναφερόμενη τέταρτη οικουμενική Σύνοδο, και ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος ο χαρακτηριζόμενος Μέγας[51], συνήθιζε να αποκαλεί αυτές τις τέσσερις οικουμενικές Συνόδους περίπου τέσσερα ευαγγέλια και τετραγωνιαίο λίθο, πάνω στον οποίο έχει οικοδομηθεί η Καθολική Εκκλησία.
(δ. Ο άγιος Κλήμης Ρώμης και οι Κορίνθιοι)
14. Η Μακαριότητά του είπε[52] ότι οι Κορίνθιοι, συγκρουόμενοι μεταξύ τους, ανέφεραν τον θέμα στον Κλήμεντα τον Πάπα της Ρώμης, ο οποίος κρίνοντας την υπόθεση έγραψε προς αυτούς· και εκείνοι τόσο εκτίμησαν την απόφασή του, ώστε την διάβαζαν και στις εκκλησίες. Όμως αυτό το συμπτωματικό γεγονός παρέχει πολύ αδύναμη υποστήριξη της παπικής εξουσίας στον οίκο του Θεού, γιατί τότε η Ρώμη ήταν κέντρο της διοικήσεως και πρωτεύουσα, στην οποία ζούσαν οι αυτοκράτορες, και έπρεπε κάθε υπόθεση σχετικά επίσημη, όπως εμφανίζεται [η υπόθεση] των Κορινθίων, να κρίνεται εκεί, ειδικά αν κάποιο από τα χωρισμένα μέρη κατέφευγε σε εξωτερική βοήθεια. Έτσι συμβαίνει και μέχρι σήμερα· οι Πατριάρχες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων, όταν προκύπτουν αναπάντεχα και δυσεπίλυτα [προβλήματα], γράφουν στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, επειδή είναι η έδρα της αυτοκρατορίας, καθώς και για το συνοδικό προνόμιο [ΟΟΔΕ: πρώτος μεταξύ ίσων]· κι αν η αδελφική βοήθεια διορθώσει αυτό που μπορεί να διορθωθεί, καλώς έχει· αν όμως όχι, η υπόθεση αναφέρεται στην διοίκηση σύμφωνα με το ισχύον σύστημα. Αλλά αυτή η αδελφική συνδρομή, στην χριστιανική πίστη, δεν εξαγοράζεται με την υποδούλωση των Εκκλησιών του Θεού.
Ας είναι αυτή η απάντηση μας και στα παραδείγματα αδελφικής και σωστής προστασίας των προνομίων των επισκόπων της Ρώμης Ιουλίου και Ιννοκέντιου, από τους αγίους Αθανάσιο τον Μέγα και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τα οποία αναφέρονται[53] από την Μακαριότητά του, και που οι διάδοχοί τους σήμερα ζητούν να τους την ξεπληρώσουμε με την νόθευση του θείου Συμβόλου· παρόλο που ο ίδιος ο Ιούλιος αγανακτούσε εναντίον κάποιων, γιατί «ενοχλούσαν τις Εκκλησίες με το να μην παραμένουν στις απόψεις της Νίκαιας» και απειλούσε ότι «… δεν θα τους ανεχθεί άλλο, αν δεν σταματήσουν τις καινοτομίες»[54]. Επιπλέον στην υπόθεση των Κορινθίων πρέπει να επισημανθεί και τούτο, ότι τότε υπήρχαν τρεις μόνο πατριαρχικοί θρόνοι, και ο κοντινότερος και πιο προσιτός στους Κορινθίους ήταν της Ρώμης, και γι’ αυτό ήταν σωστό σε αυτόν να αναφερθούν. Σε αυτά λοιπόν δεν βλέπουμε τίποτε ασυνήθιστο ούτε κάποια απόδειξη για την εξουσία του Πάπα στην ελεύθερη Εκκλησία του Θεού.
(ε. Ο άγιος Λέων Α΄ και η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος)
15. Αλλά, τέλος, η Μακαριότητά του λέει[55] ότι η τέταρτη οικουμενική Σύνοδος (την οποία κατά λάθος μετέφερε από την Χαλκηδόνα στην Καρχηδόνα), όταν διαβάσθηκε η επιστολή του Πάπα Λέοντα Α΄, φώναξε· «ο Πέτρος μίλησε έτσι μέσω του Λέοντα». Αυτό είναι αλήθεια, αλλά όφειλε η Μακαριότητά του να μην παραβλέψει το πώς και μετά από ποια διεργασία οι Πατέρες μας φώναξαν αυτό που φώναξαν προς έπαινο του Λέοντα. Επειδή όμως, ίσως από βιασύνη, δεν φαίνεται επαρκής σ’ αυτό το σπουδαιότατο [σημείο], που αποδεικνύει περίτρανα ότι μία οικουμενική Σύνοδος είναι ανώτερη όχι μόνο από τον Πάπα αλλά και από κάθε Συνόδου γύρω απ’ αυτόν, ας εξηγήσουμε το γεγονός στο κοινό όπως ακριβώς έγινε. Από τους περισσότερους από εξακόσιους Πατέρες, που συγκεντρώθηκαν στην Σύνοδο της Χαλκηδόνας, περίπου διακόσιοι, οι πιο σοφοί, διατάχθηκαν από την Σύνοδο να εξετάσουν κατά γράμμα και κατά νόημα την προαναφερόμενη επιστολή του Λέοντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά και να αναφέρουν εγγράφως και με υπογραφή την δική τους άποψη γι’ αυτήν, εάν είναι ορθόδοξη ή όχι· αυτές οι διακόσιες κρίσεις και αναλύσεις της επιστολής βρίσκονται μία προς μία κυρίως στην τέταρτη συνέλευση της αναφερόμενης ιεράς Συνόδου, στο αντίστοιχο σημείο. Παραδείγματος χάριν:
«Ο Μάξιμος της Αντιόχειας της Συρίας είπε· η επιστολή του άγιου αρχιεπισκόπου της βασιλεύουσας Ρώμης Λέοντα συμφωνεί με όσα εξέφρασαν οι τριακόσιοι δέκα οκτώ άγιοι Πατέρες στην Νίκαια και οι εκατόν πενήντα στην Κωνσταντινούπολη, τη νέα Ρώμη, και με την πίστη που εκφράστηκε στην Έφεσο από τον αγιότατο επίσκοπο Κύριλλο· και την υπέγραψα». Και πάλι· «ο Θεοδώρητος, ο ευλαβέστατος επίσκοπος Κύρου· η επιστολή του αγιότατου αρχιεπισκόπου, του κυρίου Λέοντα, συμφωνεί με την πίστη που εκφράστηκε στην Σύνοδο της Νίκαιας από τους άγιους και ευλογημένους Πατέρες και με το Σύμβολο της πίστης που υπαγορεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους εκατόν πενήντα και με τις επιστολές του ευλογημένου Κυρίλλου· και αποδεχόμενος την προαναφερόμενη επιστολή, υπέγραψα». Και με αυτό τον τρόπο όλοι ομολογούν· «η επιστολή ανταποκρίνεται», «η επιστολή είναι σύμφωνη», «η επιστολή συμφωνεί στο νόημα» κ.τ.λ. Μετά από τόση και τέτοια ακριβή εξέταση σε αντιπαραβολή με τις προηγούμενες ιερές Συνόδους, και από πλήρη εξακρίβωση της ορθότητας των εννοιών, και όχι απλώς επειδή ήταν επιστολή του Πάπα, φώναξαν αγόγγυστα αυτή την πασίγνωστη φράση, για την οποία καυχιέται τώρα και η Μακαριότητά του. Όμως αν η Μακαριότητα μας είχε στείλει δηλώσεις που είναι σύμφωνες και σε αρμονία με τις επτά προηγούμενες άγιες οικουμενικές Συνόδους, αντί να καυχιέται για την ευσέβεια των προκατόχων του, η οποία κηρυσσόταν από τους προκατόχους και πατέρες μας σε μία οικουμενική Σύνοδο, μπορούσε δίκαια να υπερηφανευθεί για την δική του ορθοδοξία, κηρύττοντας την δική του ανδραγαθία αντί αυτή των πατέρων του· εξαρτάται λοιπόν και τώρα από τη Μακαριότητά του, αν μας γράψει λόγια, που διακόσιοι Πατέρες, εξετάζοντας και συγκρίνοντας, τα βρουν σύμφωνα και αρμονικά με τις προαναφερόμενες προηγούμενες Συνόδους, εξαρτάται από αυτήν, λέμε, να ακούσει και από εμάς τους αμαρτωλούς σήμερα όχι μόνο το «ο Πέτρος έτσι μίλησε, και ό,τι άλλο τιμητικό, αλλά και το «ας είναι ασπασμένο το άγιο χέρι, που σκούπισε τα δάκρυα της Καθολικής Εκκλησίας».