Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ 1848 (Γ΄ΣΥΝΕΧΕΙΑ)
(Ευχή και επιχειρηματολογία για μεταστροφή του Πάπα)
16. Και σίγουρα έχουμε το δικαίωμα να περιμένουμε από την σύνεση της Μακαριότητάς του έργο άξιο του πραγματικού διαδόχου του ευλογημένου Πέτρου, του Λέοντος Α΄ και του Λέοντος Γ΄, ο οποίος για την ασφάλεια της ορθόδοξης πίστης χάραξε το θείο Σύμβολο αμετάβλητο σε άφθαρτες ασπίδες, έργο που θα ενώσει τις Εκκλησίες της Δύσης με την αγία Καθολική Εκκλησία, στην οποία και η κανονική πρωτοκαθεδρία της Μακαριότητάς του και οι έδρες όλων των επισκόπων της Δύσης παραμένουν άδειες και έτοιμες [να καταληφθούν]· γιατί η Καθολική Εκκλησία, που περιμένει πάντα την επιστροφή των ποιμένων που έχουν αποστατήσει και των ποιμνίων τους, δεν διορίζει με κενούς τίτλους παρείσακτους στην αρμοδιότητα άλλων, καπηλευόμενη την ιεροσύνη. Περιμένουμε λοιπόν «λόγο παρηγοριάς» και ελπίζουμε ότι αυτός, όπως έγραψε ο άγιος Βασίλειος προς τον άγιο Αμβρόσιο, επίσκοπο του Μιλάνου, «θα ανανεώσει τα αρχαία ίχνη των Πατέρων»[56]· όταν, όχι χωρίς μεγάλη έκπληξη, διαβάσαμε την προαναφερόμενη εγκύκλιο προς τους Ανατολικούς, στην οποία βλέπουμε με μεγάλο και απαρηγόρητο πόνο ψυχής την Μακαριότητά του (που επαινείται για σύνεση), όπως οι προκάτοχοι του από την εποχή του σχίσματος, να λέει λόγια, τα οποία μας παρακινούν στην νόθευση: δηλαδή σε παραχάραξη του αγνού ιερού μας Συμβόλου, στο οποίο οι οικουμενικές Σύνοδοι έχουν ήδη βάλει την σφραγίδα τους· σε παραβίαση των ιερών λειτουργιών, των οποίων μόνον η ουράνια υφή και τα ονόματα των συντακτών τους και η βεβήλωση της σεβαστής αρχαίας παράδοσης και το κύρος που της αποδόθηκε από την έβδομη οικουμενική Σύνοδο[57] θα μπορούσε να ναρκώσει και να στρέψει στα οπίσω το ιερόσυλο και θρασύτατο χέρι που χαστούκισε τον Κύριο της δόξας[58].
Από αυτά φανταστήκαμε σε τι απερίγραπτο λαβύρινθο βλάβης και αδιέξοδο κυκεώνα έριξε ο Παπισμός ακόμη και τους πιο συνετούς και ευλαβείς επισκόπους της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ώστε να μη μπορούν να κάνουν κάτι άλλο για τη διατήρηση του αλαθήτου, και επομένως και του τοποτηρητικού αξιώματος, για το οποίο αγωνίζονται, και της δεσποτικής πρωτοκαθεδρίας, μαζί με όσα την ακολουθούν, παρά να προσβάλλουν μεν τα αγιότατα και άθικτα και να αποθρασύνονται εναντίον όλων συλλήβδην. Και αυτά, στα λόγια, υποκρινόμενοι ευλάβεια για «την αξιοσέβαστη αρχαιότητα»[59], στην πράξη όμως παραμένει εσωτερικά ο νεωτεριστικός θυμός, αμείλικτος κατά της αγιότητας, όταν λέει ότι «οφείλουν να απορριφθούν από αυτές όσα μετά την διαίρεση!!! τρύπωσαν σ’ αυτές» κ.τ.λ.[60], αναμιγνύοντας έτσι τον ιό του νεωτερισμού μέχρι και στο δεσποτικό δείπνο [ΟΟΔΕ: τη θεία Μετάληψη]. Και φαίνεται από τα λόγια αυτά, όπως φαντάζεται η Μακαριότητά του, ότι και στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία συνέβη ό,τι γνωρίζει ότι έχει συμβεί και στην Εκκλησία της Ρώμης μετά τον Παπισμό, δηλαδή πλήρης αλλοίωση σε όλα τα μυστήρια από σχολαστική ταχυδακτυλουργία, από την οποία παίρνοντας θάρρος αρκείται στην [υπεροπτική] συμπάθεια προς τις δικές μας ιερές λειτουργίες και μυστήρια και δόγματα, πάντοτε όμως σεβόμενος «την αξιοσέβαστη αρχαιότητά μας»! Και όλα αυτά για συγκατάβαση αποστολική! Χωρίς, όπως λέει[61], «να μας στενοχωρήσει με κάποια σκληρή απόφαση»! Από μια τέτοια άγνοια των αποστολικών και καθολικών καταβολών μας προήλθε πάντως και η άλλη διακήρυξη του[62]· «αλλά ούτε μεταξύ σας μπόρεσε να διατηρηθεί η ενότητα της διδασκαλίας και της ιερής επιστασίας»· αποδίδοντας παραδόξως το δικό του πάθημα σε μας, ακριβώς όπως ο Πάπας Λέων ο ένατος έγραφε στον μακάριο Μιχαήλ τον Κηρουλάριο, κατηγορώντας τους Γραικούς ότι άλλαξαν το Σύμβολο της Καθολικής Εκκλησίας, χωρίς να ντρέπεται ούτε για το αξίωμά του ούτε για την Ιστορία.
(Ας ανατρέξει ο Πάπας στις αρχαίες χριστιανικές πηγές)
Αλλά είμαστε πεπεισμένοι ότι, αν η Μακαριότητά του ανακαλέσει στην μνήμη την Εκκλησιαστική αρχαιολογία και ιστορία, την διδασκαλία των θείων Πατέρων και τις αρχαίες λειτουργίες της Γαλλίας, της Ισπανίας και το Ευχολόγιο της αρχαίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, θα εκπλαγεί ανακαλύπτοντας αφενός πόσες άλλες τερατώδεις θυγατέρες γέννησε ο Παπισμός στην Δύση, ακόμη και τώρα ζωντανές, ενώ η Ορθοδοξία σε εμάς διατήρησε την Καθολική Εκκλησία ως αδιάφθορη νύφη για το νυμφίο της, αν και δεν έχουμε καμία κοσμική δύναμη, ή, όπως λέει η Μακαριότητά του, «ιερή επιστασία»[63], αλλά μόνο με τον σύνδεσμο της αγάπης και με την στοργή προς την κοινή μητέρα συνδεόμαστε σε ενότητα πίστης σφραγισμένης με τις επτά σφραγίδες του Πνεύματος[64], δηλαδή τις επτά οικουμενικές Συνόδους, και σε υπακοή της αλήθειας· [ανακαλύπτοντας] αφετέρου πόσα «οφείλουν πράγματι να απορριφθούν από τα σημερινά παπικά δόγματα και μυστήρια» ως «διαταγές ανθρώπων», για να μπορέσει να συμφιλιωθεί η Εκκλησία της Δύσης, που έχει καινοτομήσει στα πάντα, προς την αναλλοίωτη καθολική ορθόδοξη πίστη των κοινών μας Πατέρων, στην οποία, όπως γνωρίζει, καθώς λέει[65], τον κοινό μας πόθο, «να είμαστε στραμμένοι στην διδασκαλία που διατηρήθηκε από τους προγόνους μας», έτσι κάνει καλά και μας διδάσκει[66] να «ακολουθούμε τους αρχαίους ιεράρχες και τους πιστούς των ανατολικών επαρχιών», οι οποίοι, για το πώς εννοούσαν το διδασκαλικό αξίωμα των αρχιεπισκόπων της παλαιάς Ρώμης και ποια ιδέα οφείλουμε να έχουμε γι’ αυτούς στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με ποιο τρόπο οφείλουμε να δεχόμαστε τις διδασκαλίες τους, μας έχουν δώσει συνοδικώς ένα υπόδειγμα (§ 15), και ο ουρανοφάντορας Βασίλειος με σαφήνεια ερμήνευσε (§ 17)· και πώς [εννοούσαν] το κυριαρχικό, επειδή εδώ δεν εκθέτουμε πραγματεία, ο ίδιος ο μέγας Βασίλειος πάλι σημείωσε με λίγα λόγια, «σκεφτόμουν να στείλω επιστολή στον κορυφαίο τους»[67].
17. Από όλα αυτά συμπεραίνει κάθε μέτοχος της υγιούς καθολικής διδασκαλίας, αλλά ιδίως η Μακαριότητά του, πόσο ανόσιο μεν και αντισυνοδικό είναι να επιχειρεί την αλλοίωση των δικών μας δογμάτων και λειτουργιών και των λοιπών ιερουργιών, που είναι, και υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτό, συνομήλικα με το χριστιανικό κήρυγμα, λόγω του σεβασμού που τους απονέμονταν πάντοτε και του ότι θεωρούνταν άθικτα ακόμη και από τους αρχαίους ορθόδοξους Πάπες, για τους οποίους κάποτε ήταν κληρονομιά κοινή με εμάς. Πόσο δε ευπρεπές και όσιο [θα ήταν] η βελτίωση των καινοτομιών, που εμείς ξέρουμε χρονολογικά πότε εισήχθη η καθεμία στην Εκκλησία της Ρώμης, ενώ και οι αείμνηστοι Πατέρες μας είχαν διαμαρτυρηθεί έγκαιρα κατά του νεωτερισμού.
Όμως υπάρχουν και άλλοι λόγοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Μακαριότητά του σε αυτή την αλλαγή. Πρώτον, ότι δικά μας ήταν κάποτε σεβάσμια και στους Δυτικούς, που είχαν τις ίδιες ιερουργίες και ομολογούσαν το ίδιο Σύμβολο· ενώ οι καινοτομίες ούτε ήταν γνωστές στους Πατέρες μας, ούτε μπορούν να αποδειχθούν από τα συγγράμματα των ορθόδοξων δυτικών Πατέρων, καθώς δεν έχουν την καταγωγή τους ούτε στην αρχαιότητα ούτε στην καθολικότητα. Έπειτα, σε μας ούτε Πατριάρχες ούτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτέ να εισαγάγουν καινοτομίες, γιατί ο υπερασπιστής της θρησκείας είναι το ίδιο το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο λαός, ο οποίος θέλει το θρήσκευμά του να είναι αιώνια αμετάβλητο και όμοιο με αυτό των Πατέρων του (όπως προσπάθησαν πολλοί από τους μετά το σχίσμα Πάπες και Λατινόφρονες Πατριάρχες, χωρίς να καταφέρουν τίποτε), ενώ στη Δυτική Εκκλησία, όπως οι κατά καιρούς ή εύκολα ή με την βία κανόνισαν τις καινοτομίες για λόγους οικονομίας, όπως απολογούνταν προς τους Πατέρες μας, αν και [με αυτό τον τρόπο] διαμέλιζαν το σώμα του Χριστού, έτσι πάλι ένας Πάπας για χάρη της αληθινής θείας και δικαιότατης οικονομίας μπορεί, επιδιορθώνοντας όχι δίκτυα αλλά τον ίδιο τον σχισμένο χιτώνα του Σωτήρα, να αποκαταστήσει τα σεβάσμια αρχαία, «ικανά να τηρήσουν την ευσέβεια», όπως λέει και η Μακαριότητά του[68], τα οποία και ο ίδιος τιμά, όπως λέει[69], και οι προκάτοχοί του, επαναλαμβάνοντας τον αξιομνημόνευτο λόγο κάποιου από τους μακάριους προκατόχους του (που είναι ο Κελεστίνος, την εποχή της Γ΄ οικουμενικής Συνόδου)· «desinat novitas incessere vetustatem» (η καινοτομία ας παύσει να μολύνει την αρχαιότητα). Και η Καθολική Εκκλησίας ας απολαύσει έστω αυτό το όφελος από τις μέχρι τώρα αλάθητες αποφάσεις των Παπών.
(Οι ορθόδοξοι θα υποστηρίξουν μια τέτοια δύσκολη προσπάθεια)
Πάντως πρέπει να ομολογήσουμε ότι σε μια τέτοια προσπάθεια, ακόμα και ο Πίος Θ΄ με την σοφία του και την ευλάβεια και τον ζήλο του, όπως λέει, για την χριστιανική ένωση στην Καθολική Εκκλησία, θα συναντήσει, εντός και εκτός, δυσκολίες και κόπους. Αλλά εδώ εμείς πρέπει να υπενθυμίσουμε στην Μακαριότητά του, και ας επιστρέψει την τόλμη μας, το ίδιο το θέμα της επιστολής του[70], ότι «σε όσα αφορούν την ομολογία της θείας θρησκείας δεν υπάρχει κανένα δεινό, που να μην οφείλει κάποιος να υπομένει και για την δόξα του Χριστού και για την ανταπόδοση στην αιώνια ζωή». Και εξαρτάται από την Μακαριότητά του να αποδείξει ενώπιον Θεού και ανθρώπων ότι, όπως δίδει θεάρεστες συμβουλές, έτσι είναι και πρόθυμος υπερασπιστής της αδικούμενης ευαγγελικής και συνοδικής αλήθειας, ακόμη και με τη θυσία των ίδιων του των συμφερόντων, ώστε να είναι, κατά τον Προφήτη[71], «άρχοντας με ειρήνη και επίσκοπος με δικαιοσύνη». Μακάρι! Αλλά, μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτή η επιθυμητή επιστροφή των Εκκλησιών που αποστάτησαν στο σώμα της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, της οποίας είναι «ο Χριστός κεφαλή»[72] και ο καθένας από εμάς «μέλη εκ μέρους»[73] [ΟΟΔΕ: δηλ. μέλη με τη δική τους θέση και αξία στο σώμα], κάθε συμβουλή προερχόμενη από αυτούς και κάθε αυτεπάγγελτη παραίνεση, που οδηγεί στην κατάλυση της πατροπαράδοτης αγνής πίστης μας, δίκαια κατακρίνεται συνοδικά όχι μόνο ως ύποπτη και αποφευκτέα, αλλά και ως ασεβής και ψυχοφθόρα· και σε αυτή την κατηγορία υπάγεται εν πρώτοις και η αναφερόμενη εγκύκλιος «προς τους Ανατολικούς» του επισκόπου της παλαιάς Ρώμης Πάπα Πίου Θ΄, και έτσι την ανακηρύσσουμε στην Καθολική Εκκλησία.