ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΙΤΙΟΥ κ. ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΙΝ
Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κιτίου κ. Παρθενίου εἰς τὴν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως.
«Και ἐγένετο ἐν τῶ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτοῦς, διέστη ἀπ’ αὐτῶν και ἀνεφέρετω είς τον οὐρανόν».
Κάθε χρόνο, τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα μετὰ τὸ Πάσχα, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτάζει μιᾷ ἅλλῃ μεγάλῃ ἑορτῇ: τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἀκούσαμε σήμερα διαβάζοντας στις Πράξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ Σωτῆρας ἠμῶν, μετὰ τὴν ἐκ νεκρὼν Ἀνάστασή του, παρέμεινε στην γῇ σωματικά, μόνο για σαράντα μέρες. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀποκαλύφθηκε ἀρκετὲς φορὲς τόσο στους μαθητὲς Τοῦ, ὄσο καὶ στους ἄλλους πιστούς. Ὅπως μας ἀναφέρουν τὰ ἕνδεκα ἑωθινὰ εὐαγγέλια, πρῶτα φανερώθηκε, «ὄρθρου βαθέως» ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, στον κῆπο ὅπου βρισκόταν τὸ ζωηφόρο μνημεῖο. Μετά, τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας, φανερώθηκε στους δέκα μαθητές, δείχνοντας τοὺς τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια Τοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ ὀχτὼ μέρες, πάλι φανερώθηκε αὐτὴ τὴν φορὰ παρόντος καὶ τοῦ ἑνδεκάτου, τοῦ Θωμά, τὸν ὁποῖο βεβαίωσε για τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀνάστασης, ἐπιτρέποντάς του να ψηλαφίσει τὴν λογχευθεισα πλευρὰ Τοῦ. Μετὰ φανερώθηκε σὲ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ, στον Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα, καθ΄ὁδὸν πρός τις Ἐμμαούς΄ καὶ φτάνοντας στον προορισμὸ τοὺς, ἔφαγε μαζὶ τοὺς. Ἀκόμα, φανερώθηκε ξανὰ στους μαθητὲς τοῦ καὶ στο ὅρος τῆς Γαλιλαίας καὶ μετὰ στην Θάλασσα τῆς Τιβεριάδος, ὅπου, κατὰ τὴν ἐντολὴ Τοῦ, ἔρριξαν στα δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὰ δίκτυα καὶ πρὸς ἔκπληξῃ Τοὺς, ψάρευσαν ἑκατὸ πενήντα τρία μεγάλα ψάρια΄ καὶ ἐκεῖ πάλι, ἔφαγε μπροστὰ τοὺς, για να τοὺς δείξει ὅτι δεν εἶναι πνεῦμα ὅπως θεωροῦσαν, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἀληθινός, ὁ ἐσταυρωμένος Χριστός, ὁ Διδάσκαλος τοὺς. Ἐπιπλέον, φανερώθηκε σὲ πεντακοσίους ἀδελφοὺς ξαφνικά, στους ὁποίους μίλησε για τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τελευταία φορά, φανερώθηκε τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τῆς Ἀναστάσεως, πάνω στο ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου ἤταν οἱ μαθητὲς συνηθροισμένοι αὐτὴ τὴν φορὰ παρούσης, καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κάθε φορά που τοὺς ἐμφανιζόταν, τοὺς προετοίμαζε για τὸν ἀποχωρισμὸ τοὺς καὶ τοὺς παρέδιδε μερικὲς διδασκαλίες ὅσον ἀφορᾷ τὴν μελλοντικὴ ἱεραποστολὴ τὴν ὁποία, ἔπρεπε να ἐκπληρώσουν, διαβεβαιώνοντας τοὺς ὅτι, ἀοράτως θὰ εἶναι μαζὶ τοὺς καὶ κατ’ ἐπέκταση μαζὶ μας, «πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Ὅπως ἔχουμε πεῖ καὶ πιὸ πάνω, ὅταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες ἀπὸ τὴν ἁγία Του Ἀνάσταση, πῆρε ἐκείνους τοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ τὴν Πανάχραντόν Του Μητέρα καὶ ἀνέβηκε πάνω στο ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, διδάσκοντας τους. Φτάνοντας ἐκεῖ, καθὼς μιλοῦσε μαζὶ τοὺς καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, ἰδοὺ νεφέλη φωτεινή, Τὸν πῆρε μπροστὰ ἀπὸ τὰ μάτια τοὺς καὶ ἄρχισε να Τὸν ἀνεβάζει πρὸς τὸν οὐρανό. Εἶναι εὔκολο να καταλάβουμε ὅτι τότε, οἱ μαθητὲς ἔμειναν μὲ τὰ μάτια καρφωμένα στον οὐρανὸ παρακολουθώντας Τὸν, μέχρι που ἀπομακρύνθηκε καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοὺς. Ἀλλά, καθὼς ὑψωνόταν καὶ αὐτοὶ παρακολουθοῦσαν ἔκπληκτοι, δύο ἄνδρες περιβεβλημένοι στολὴ λευκή, ἐξαστράπτουσα καὶ τοὺς εἴπαν: «Ἄνδρες Γαλιλαίοι, τὶ ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ’ ἠμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὗτος ἐλεύσεται ὃν τρόπον ἐθεάσαθε Αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν». Δηλαδή, γιατὶ ἐσταθήκατε ἐδῶ μὲ τὰ μάτια καρφωμένα εἰς τὸν οὐρανό. Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγου ἀνελήφθη ἐκ μέσου ἡμῶν εἰς τὸν οὐρανό, θὰ ἔλθει καὶ πάλιν ἔτσι, ὅπως τὸν εἴδατε ἔνδοξον, ἐπάνω εἰς ἔνα σύννεφο να πηγαίνει πρὸς τὸν οὐρανό. Μέχρι ἐδῶ φτάνει ἡ ἀφήγησῃ τῶν Εὐαγγελιστῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων. Ἡ Ἐκκλησία, ὀνόμασε αὐτὸ τὸ γεγονὸς «Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου» καὶ θέσπισε να τιμᾶται κάθε χρόνο, τὴν Πέμπτη τῆς ἕκτης ἑβδομάδας ἀπὸ τοῦ Πάσχα, αὐτὸ τὸ σπουδαῖο καὶ παράδοξο Θαῦμα. Ὅπως οἱ ἄλλες δεσποτικὲς πανηγύρεις, ἔχουν ἀρκετὰ μεγάλη σημασία, ἔτσι καὶ ἡ σημερινὴ τῆς Ἀναλήψεως, κατέχει ἐξέχουσα θέση ὅσον ἀφορᾷ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Τόσο μεγάλο εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ, ὄσο πολλὲς εἶναι καὶ οἱ ἐρμηνεῖές που θεολογούνται για τὴν σημερινὴ ἑορτή. Ὅπως ξέρουμε, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενής, δι’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέρα σωτηρία, κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ ἐσαρκώθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρώπησε. Παρέμεινε μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, μας ἔβγαλε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ Παλαιοῦ Νόμου καὶ μας ἔφερε στο φῶς τοῦ Καινούργιου Νόμου τῆς Χάριτος, δείχνοντας μας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν ὀδὸ ἡ ὁποία ὁδηγεὶ στην τελειότητα. Ἡ Γέννησῃ, ἡ Ὑπαπαντή, ἡ Βάπτιση, τὰ Θεοφάνεια, ἡ Μεταμόρφωση, ἡ Εἴσοδος στα Ἱεροσόλυμα, ἡ Σταύρωση καὶ ἡ Ἀνάσταση, εἶναι γεγονότα τὰ ὁποῖα συμβάλλουν στην σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἀνάληψη ὅμως, εἶναι τὸ τέλος τῆς ἐνσάρκου Θεϊκὴς οἰκονομίας. Γιατί; Ἐπειδὴ σήμερα, ἡ ἀνθρώπινη φύσῃ, τοποθετήθηκε στην ὑπερύψιστη τιμή, δηλαδή, ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος λόγος, για τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀνελήφθηκε ἀπὸ τῇ γῇ. Αὐτὸς μποροῦσε να μένει ὀρατὼς μαζὶ μας, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Ἀλλά, τὸ Ἀδαμιαῖο γένος, ἔπρεπε να ὑψωθεὶ πάλι ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἐξέπεσε΄ καὶ αὐτὸ δεν μποροῦσε να τὸ κάνει κανείς, παρὰ μόνο ὁ Χριστός, ὡς ὁ πρωτεύων τῶν πάντων. Ἡ δεύτερη ἑρμηνεία ποῦ δίνεται στην Ἀνάληψη, εἴναι ἡ ἑξῆς: ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε στους Ἰουδαίους, «κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανό», αὐτοὶ ἀναρωτιούνταν: πῶς λέγει Αὐτὸς ὅτι κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό; Ἀλλὰ ἡ κατάβασή Του ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἶναι ἡ ἀνεξήγητος καὶ ἀνέκφραστος Τοῦ Γέννησῃ. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δεν ἤθελαν να πιστέψουν.
Ὅταν ἀναλήφθηκε ἀπὸ τὴν γῆ, οἱ Ἀπόστολοι, τοὺς ἔλεγαν: Δεν πιστεύσατε ὅτι κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐπειδὴ δεν μπορεὶ να καταλάβει κανεὶς τὴν κατάβασή Του στην κοιλία τῆς Παρθένου. Τώρα να πιστέψετε, τουλάχιστον ὅτι εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας. Καθὼς ἤμασταν μαζεμένοι εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, μία νεφέλη τὸν πῆρε ἀπὸ τὰ μάτια μας ἀνυψώνοντας Τὸν στον οὐρανό». Γι’ αὐτὸ ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ ἑορτή, κλείνει τὸ κεφάλαιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ λόγια τὰ ὁποῖα λάλησαν οἱ ἄγγελοι, εἶναι ἡ ἐγγύησῃ τῆς δευτέρου ἐνδόξου Παρουσίας, ποὺ θὰ γίνει στο τέλος τῶν αἰώνων ὅπου θὰ κριθοὺν ζῶντες καὶ νεκροί. Ἀκόμα ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου φέρει μέσα τῆς συμβολικά, τὸ μυστήριο τῆς προσωπικῆς ἀνάληψης τοῦ καθενός, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «ὅταν θὰ ἀναληφθὼ ἀπὸ τὴν γῆ, θὰ ἑλκύσω ὅλους πρὸς Μέ». Αὐτὸ λοιπόν, σημαίνει ὅτι ὅλοι ἔχουμε τὴν δυνατότητα να εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ στους οὐρανούς΄ αὐτὸ ὅμως, ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους. Καὶ πῶς μποροῦμε να δείξουμε ὅτι θέλουμε να εἴμαστε μαζὶ Τοῦ; Μποροῦμε μὲ τὴν ἀγάπη τὴν ὁποία πρέπει να δείξουμε ἀπέναντί Του. Καὶ πῶς μποροῦμε να δείξουμε ὅτι ἔχουμε ἀγάπη ἀπέναντί Του; Μποροῦμε, φυλάτοντάς τις ἐντολές. Διότι εἶπε: Ἂν Μὲ ἀγαπᾶτε, φυλάττετε τις ἐντολές Μου.
Ἀδελφὲ χριστιανέ. Ἂν εἶσαι ὑπερήφανος, ἂν κοιτὰς ἀφ’ ὑψηλοῦ, ἂν εἶσαι ἰσχυρογνώμων, ἂν εἶστε λαίμαργος, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἂν ἀγαπᾷς τὰ ἀργύρια, ἂν ἀγαπᾷς τὴν χλιδή, ἂν ἀγαπᾷς τις διασκεδάσεις, ἂν ἀγαπᾷς τὸ ψέμμα καὶ ἐναντιώνεσαι στην ἀλήθεια, ἢ κλείνεις τὰ μάτια καὶ ἐθελοτυφλείς, σημαίνει ὅτι δεν ἀγαπᾷς τὸν Χριστό. Ὅποιοι Τὸν ἀγαπούν, προσπαθοὺν να υἱοθετοὺν τὴν ταπείνωση, τὴν ὑποταγή, τὴν ὑπακοή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἐγκράτεια, τοὺς ἀρέσει να βρίσκονται μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανούς. Ἀκόμα, θέλουν να Τὸν ὁμολογοῦν, φανερὰ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοὶ ἀγαποὺν ἀληθινὰ τὸν Χριστό. Αὐτούς, οὔτε οἱ γονεῖς, οὔτε τὰ ἀδέλφια, οὔτε οἱ φίλοι, οὔτε οἱ συγγενεῖς, οὔτε ἡ πολυτέλεια, οὔτε οἱ κοσμικὲς ἀπολαύσεις, οὔτε ἀκόμη καὶ ὁ θάνατος, μποροὺν να τοὺς χωρίσουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, ἐπειδὴ τὸν ἀγαποὺν μὲ τελεία ἀγάπη καὶ θέλουν να ζουν πνευματικὰ ὑπερυψωμένοι, Αὐτός, τοὺς ἐκπληρώνει τις ἐπιθυμίες ὅπως ἀκριβῶς κάνει μὲ τοὺς ἀγαπημένους Τοῦ΄ καὶ στο τέλος τῆς ζωῆς τοὺς, θὰ τοὺς ὑψώσει τις ψυχὲς πρὸς Αὐτὸν καὶ θά τις τοποθετήσει ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, τὸν ὁποῖο λαμπρύνει τὸ φῶς τοῦ θεϊκοὺ Τοῦ προσώπου΄ τὸ ὁποῖο φῶς, να ἀξιωθοῦμε να κληρονομήσουμε καὶ ἐμεὶς οἱ ἀνάξιοι διὰ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν Τοῦ, καὶ ταῖς πρεσβεῖες πάντων τῶν ἀπ΄αἰώνων εὐαρεστησάντων Αὐτόν. Ἀμήν.
† Ὁ Κιτίου Παρθένιος
[ Home | Update Journal | Login/Logout | Search | Account | Site Map ]