ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ, ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ
Ο Πέτρος, η πέτρα και το "παπικό πρωτείο"
Αυτό που πρέπει να ξεκαθαρισθεί περί της αναφερομένης σε δημοσιεύματα τινά «συμφωνίας» είναι ότι ουσιαστικά πρόκειται για απλή επαναβεβαίωση απόψεων, η οποία, βεβαίως, αφορά, όχι στο πρωτείο εξουσίας που διεκδικεί δι’ εαυτήν η Ρ/Κ Εκκλησία, αλλά στο πρωτείο τιμής, που όντως αναγνωρίσθηκε στον επίσκοπο Ρώμης από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, εξ αιτίας της πολιτικής σημασίας της πόλεως, αλλά δεν παρείχε καμμιά διοικητική ή άλλη εξουσία.
To «πρωτείο» προβάλλεται από τον Πάπα ως υπέρτατη διοικητική εξουσία σ’ ολόκληρη την χριστιανική Εκκλησία. Την εξουσία αυτή προσπάθησε να θεμελιώσει η Ρ/Κ Εκκλησία πάνω σε μια πλαστή θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο Απόστολος Πέτρος ήταν η κεφαλή των Αποστόλων και, βάσει της θεωρίας αυτής, το προνόμιο αυτό μετέδωσε στον επίσκοπο της Ρώμης, στην οποία υπήρξε πρώτος επίσκοπος. Ετσι, λένε οι Ρωμαιοκαθολικοί, η Εκκλησία πρέπει να αναγνωρίζει τον Πάπα ως κεφαλή της και τοποτηρητή του Χριστού στη γή.
Οι απόψεις αυτές των Ρωμαιοκαθολικών, όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής του τομέα Δογματικής στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Δημ. Τσελεγγίδης («Δυτική Θεολογία και πνευματικότητα», εκδ. υπ. Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/νίκη, σελ. 42 - 43), είναι βιβλικά και ιστορικά αστήρικτες. Στο χωρίο Εφεσ. 5, 23 σημειώνεται απερίφραστα ότι «ο Χριστός έστι η κεφαλή της εκκλησίας», στην οποία παραμένει αυτός κατά τη διαβεβαίωσή του «έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αλλά και από την Καινή Διαθήκη δεν προκύπτει ότι ο Απόστολος Πέτρος ήταν κεφαλή των Αποστόλων με την έννοια της διοικητικής εξουσίας. Βέβαια οι Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθούν να θεμελιώσουν την εξουσία αυτή στο Ματθ. 16, 18 («Σύ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»), το οποίο ερμηνεύουν έτσι ώστε χωρίς τον Πάπα, διάδοχο του Απ. Πέτρου, να μην μπορεί να νοηθεί η ύπαρξη της Εκκλησίας.
Εδώ όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί παραβλέπουν σκόπιμα τη σωστή ερμηνεία των χωρίου από τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι στηρίζουν τη σωστή αυτή ερμηνεία στο χωρίο Α’ Κορ. 3, 11 – 12: «Θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος έστι Ιησούς Χριστός». Κατά την Καινή Διαθήκη όλοι οι Απόστολοι είχαν τα ίδια προνόμια απ’ το Χριστό, ο οποίος απέκρουσε κάθε φιλόδοξη επιθυμία για υπεροχή ορισμένων μόνο Αποστόλων (των παιδιών του Ζεβεδαίου Ιακώβου και Ιωάννη. Βλ. σχετ. Ματθ. 20, 25 – 26 και 23, 8 – 11, Μαρκ. 10, 35 – 45).
Στέλνοντας ο Χριστός τους μαθητές για κήρυγμα δεν όρισε κανένα για αρχηγό τους και μετά την ανάσταση έδωσε σε όλους ίδια δικαιώματα. Οπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων και οι άλλες Επιστολές, ο Πέτρος δεν είχε λάβει από τον Κύριο καμμιά υπεροχή έναντι των άλλων Αποστόλων. Αλλά και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ουδέποτε το προνόμιο αυτό θα μεταβιβαζόταν στον επίσκοπό Ρώμης ως διάδοχου του Πέτρου, απλούστατα γιατί ο Πέτρος μαρτύρησε μεν στη Ρώμη, ποτέ όμως δεν χρημάτισε πρώτος επίσκοπός της, καθώς οι Απόστολοι ήταν καθολικοί επίσκοποι της Εκκλησίας και όχι μιας επιμέρους τοπικής Εκκλησίας (βλ. Θεοδώρου Ανδ., «Απαντήσεις σε ερωτήματα ιστορικοδογματικά», εκδ. Αποστολικής Διακονίας,1999, σελ. 155 – 156).
Και βέβαια είχε πρεσβεία ο Ρώμης στην αρχαία Εκκλησία, αυτά, όμως, δεν ήταν πρεσβεία εξουσίας και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, αλλά απλά πρεσβεία τιμής, επειδή ήταν επίσκοπος της Ρώμης, της λαμπρής και δοξασμένης πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της μητέρας των αγίων και των μαρτύρων. Εννοείται ότι μετά το σχίσμα του 1054 έπαυσε να ισχύει αυτή η αναγνώριση του πρωτείου τιμής στον επίσκοπο (της μέχρι τότε αδιαιρέτου, αρχαίας Εκκλησίας) της Ρώμης και ως έχων τα πρεσβεία τιμής θεωρείται έκτοτε ο επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας. "Η Καθολική η μόνη αληθινή Εκκλησία"
Δυστυχώς, η Ρ/Κ Εκκλησία μέχρι σήμερα επιμένει στις πλάνες της περί «πρωτείου» θέλοντας να επιβάλλει τις φίλαρχες αξιώσεις της στην Ανατολική, τη δική μας Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην «Οδηγία» που εξέδωσε το «Συμβούλιο για το Δόγμα της Πίστεως» της Ρ/Κ Εκκλησίας τον Ιούλιο του 2007 καταγράφεται ο ισχυρισμός ότι μόνον η Ρ/Κ Εκκλησία εξασφαλίζει σωτηρία των πιστών, διότι είναι εκείνη που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός.
Η «κοινωνία των επισκόπων μετά του διαδόχου του Πέτρου» (που κατ’ αυτούς είναι ο Πάπας) καθορίζεται ως η ουσιαστική προϋπόθεση με την οποία οριοθετούνται και όλες οι εκκλησιαστικές δομές και περιγράφονται οι εσωτερικές αρχές και οι όροι, δι’ έκαστην «ιδιαιτέραν» Εκκλησία, αλλά δι’ αυτήν την «καθολική Εκκλησία». Η μη επίτευξη της κοινωνίας αυτής αποτελεί, κατά την ως άνω «Οδηγία», το εμπόδιο για την μη φανέρωση μέσα στην ιστορία εκάστης «Εκκλησίας» ως Εκκλησίας.
Και η «Οδηγία» καταλήγει στη διαπίστωση ότι «η μόνη αληθινή Εκκλησία, η οποία διατηρεί τα γνήσια στοιχεία, τα οποία καθώρισεν ο Χριστός δια την Εκκλησίαν, είναι η «Καθολική Εκκλησία», αυτή είναι η πραγματική και ορατή Εκκλησία εντός της ιστορίας, η οποία ιδρύθηκε υπό του Χριστού επί της γης». Σύμφωνα με την ίδια «Οδηγία»: Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μεν «αυθεντική Εκκλησία», διατηρεί χάρη στην Αποστολική διαδοχή πραγματικά μυστήρια και επομένως δικαιούται να λέγεται ιδιόρρυθμη και τοπική, είναι «αδελφή Εκκλησία» με την Καθολική, αλλά παρουσιάζει ένα «μειονέκτημα», μία σημαντική «ατέλεια» και η «ατέλεια» αυτή, συνίσταται εις το ότι η Ορθόδοξη δεν αναγνωρίζει το «πρωτείο της Ρώμης», δηλαδή δε αναγνωρίζει τον Πάπα ως «ορατή κεφαλή» της Εκκλησίας, ως «τοποτηρητή του Χριστού στη Γη» (εφημ. «Καθολική», τ. 3.078/24-7-07, σελ.3).
Ιδιαίτερα δυσάρεστη εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι η Ρ/Κ Εκκλησία επανέλαβε (Ιούλιος 2007) τις παραπάνω αιρετικές δοξασίες της, δύο μήνες πριν την προγραμματισμένη (για τον Οκτώβριο του 2007) συνεδρίαση στη Ραβέννα της Ιταλίας της μικτής Επιτροπής εκπροσώπων της Ρ/Κ και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που είχε σαν θέμα το επίμαχο πρωτείο. Δηλαδή η Ρ/Κ Εκκλησία έσπευσε να προκαταλάβει τα συμπεράσματα της Eπιτροπής, υπονομεύοντας σοβαρά τον ίδιο τον διάλογο. Ετσι, στη συνεδρίαση της Ραβέννας, όχι μόνο δεν υπήρξε συμφωνία για το πρωτείο του Πάπα (πως θα μπορούσε άλλωστε, τη στιγμή που η περί πρωτείου αντίληψη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ορθόδοξη εκκλησιολογία;), αλλά διαπιστώθηκε ότι ούτως εχόντων των πραγμάτων ο δρόμος για την ενότητα είναι ακόμη μακρύς. Πολύ μακρύς.
Η κατάργηση του τίτλου του "Πατριάρχη της Δύσεως"
Ενα άλλο πλήγμα στο διαχριστιανικό διάλογο - στο οποίο αναφέρθηκε εκτενώς ο καθηγητής του τομέα Δογματικής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, κ. Γεώργιος Μαρτζέλος στην επιστημονική ημερίδα που διεξήχθη τη περασμένη Τετάρτη (20.5.2009) στη Θεσσαλονίκη - αποτέλεσε και η κατάργηση του τίτλου του «Πατριάρχη της Δύσεως» από τους τίτλους του Πάπα Βενέδικτου ΙΣτ', η οποία θα δυσχεράνει αντί να διευκολύνει τις σχέσεις της Δυτικής Καθολικής με την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία.
Ο τίτλος «Πατριάρχης της Δύσεως» παρελείφθη από την έκδοση του 2006 της Επετηρίδας (Annuario) της Αγίας Έδρας, ενώ διατηρούνται οι τίτλοι του «Βικάριου του Χριστού» και του «Ύπατου Ποντίφικος της Παγκοσμίου Εκκλησίας». Ο κ. Μαρτζέλος επεσήμανε ότι ο μόνος τίτλος από αυτούς που χρησιμοποιεί ο Πάπας ο οποίος ανάγεται στην περίοδο της πρώτης χιλιετίας, την περίοδο της ενιαίας Εκκλησίας και γίνεται αποδεκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν ο τίτλος του «Πατριάρχου της Δύσεως», η κατάργηση του οποίου θα περιπλέξει την πολύ δύσκολη συζήτηση περί των πρωτείων του Πάπα.
Για το ίδιο θέμα και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης (Ζηζιούλας) είχε επισημάνει (εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 14.6.2006, σελ. 12) παλαιότερα άρθρα του καθηγητού Joseph Ratzinger (σημερινού Πάπα Βενέδικτου ΙΣτ') τα οποία υποδεικνύουν ότι ο μόνος τρόπος για την αντιμετώπιση του ζητήματος των πρωτείων του Πάπα θα ήταν η αναγνώριση μόνον όσων ήσαν αποδεκτά κατά την πρώτη χιλιετία, της ενιαίας Εκκλησίας, υποστηρίζοντας εν προκειμένω ο Σεβασμιώτατος Περγάμου ότι η κατάργηση του τίτλου του «Πατριάρχου της Δύσεως» υπονομεύει εντελώς αυτή τη δυνατότητα.
Προφανώς τις θέσεις αυτές θα ανέλυε περαιτέρω ο σεβασμιώτατος στην πρόσφατη ημερίδα στη Θεσσαλονίκη, αλλά, δυστυχώς, ομάδα «υπερορθοδόξων» που διαμαρτύρονταν με φωνασκίες εντός της αιθούσης για τον διάλογο με την Ρ/Κ Εκκλησία, του στέρησε αυτή τη δυνατότητα, καθώς, λόγω του επεισοδιακού κλίματος που δημιούργησαν οι εξωπανεπιστημιακοί, αναγκάσθηκε να κατέλθει του βήματος.
Αξίζει, να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο του διαχριστιανικού διαλόγου η Ορθόδοξη Εκκλησία, δια του συντονιστικού αυτής κέντρου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξαίροντας το οικουμενικό κύρος του Συμβόλου της Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, έχει δηλώσει ευθύς εξ αρχής και χωρίς περιστροφές ότι «πάσα ένωσις δέον να στηρίζηται επί της κοινής πίστεως και ομολογίας της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των οκτώ πρώτων αιώνων». (Σταυρίδη Βασ. «Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως», Θεσ/νίκη, 1984, σελ. 349) και μόνο επί αυτής της βάσεως συζητά και προσεύχεται για την ενότητα της διαιρεμένης χριστιανοσύνης.
Που σημαίνει ότι δεν νοούνται ορθόδοξες υποχωρήσεις στ’ όνομα του διαλόγου, αλλά αγώνας και μόνο για την επάνοδο των πεπλανημένων ετερόδοξων αδελφών μας στο χώρο της μιάς και μοναδικής, εν Χριστώ, αληθείας, όπως την εξέφρασαν με τα δόγματα και τους κανόνες οι Οικουμενικές Σύνοδοι της αδιαίρετης αρχαίας μας Εκκλησίας. Αν συμφωνήσουμε σ’ αυτή την αρχή και το πλαίσιο διαλόγου, τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι το όραμα υπέρ «της των πάντων ενώσεως» μπορεί να γίνει πραγματικότητα, να σημάνει την ενότητα..........
*'Από αρθρο τού Χάρη Ανδρεόπουλου δημοσιογράφου – θεολόγου ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτου της εφημ. «Ελευθερία» και καθηγητος Β/βάθμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο – Λύκειο Αρμενίου ν. Λάρισας). Τό ?ρθρο ?χει τόν τίτλο |ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΑΒΕΝΝΑΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ".