Ἀντωνίου Μάρκου
ΘΕΜΑΤΑ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν

Πρόλογος

Ἀπό τῆς ἱδρύσεώς του (1982) τό Κέντρο Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής» δραστηριοποιεῖται συστηματικά στήν ἔρευνα καί μελέτη ἁγιολογικῶν θεμάτων ὅλων τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τά ἀποτελέσματα τῶν ἐρευνῶν καί μελετῶν αὐτῶν ἔχουν δημοσιοποιηθεῖ μέ δημοσιεύσεις ἄρθρων σέ διάφορα ἐκκλησιαστικά περιοδικά, καθώς καί μέ ἐκδόσεις μικρῶν ἤ μεγάλων ἐργασιῶν. Ἀκόμη, ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἐρευνητικοῦ ἔργου τοῦ Κέντρου παραμένει ἀνέκδοτο.
Στήν συνέχεια καταχωροῦνται θέματα Ἁγιολογίας τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δημοσιευμένα ἤ μή, καθώς καί θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, μέ σκοπό ἀφ' ἑνός μέν τήν κωδικοποίηση τῶν μέχρι τώρα ἐργασιῶν τοῦ Κέντρου, ἀφ' ἑτέρου δέ τήν διευκόλυνση τῶν μελετητῶν καί ἐνδιαφερομένων.
Οἱ καταχωρήσεις ἔχουν τήν μορφή αὐτοτελῶν σημειωμάτων.
Τά Σημειώματα ὡς τίτλος, θέμα καί περιεχόμενο κειμένου ἔχουν κατωχυρωθεῖ σύμφωνα μέ τά προβλεπόμενα ἀπό τόν Νόμο περί Πνευματικῆς Ἰδιοκτησίας.


Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν

«ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ»
14η Σεπτεμβρίου 2006
Ἡ Παγκόσμιος Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
Ἀντ. Μάρκου                                        

 

Β. ΘΕΜΑΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑΣ

Εἰσαγωγικό Σημείωμα Α'
Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ*
Ἡ σημερινή Ρουμανία ἀπαρτίζεται ἀπό τρεῖς μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, Ἡγεμονίες παλαιότερα, τήν Βλαχία, τήν Μολδαβία καί τήν Τρανσυλβανία. Τά ὅρια τῶν περιοχῶν αὐτῶν ὑπέστησαν κατά τήν πορεία τῆς Ἱστορίας σημαντικές διακυμάνσεις, λόγῳ τῶν κατακτήσεων τῶν Οὔγγρων (δυτικά), τῶν Βουλγάρων (νότια) καί τῶν Ρώσων (βόρεια).
Κατά τήν προχριστιανική ἐποχή, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Ρουμανίας (βορείως τοῦ Δουνάβεως καί μέ ὅρια βορειοἀνατολικά τόν ποταμό Προύθο καί δυτικά τά Καρπάθια Ὄρη), κατοικοῦσαν οἱ Δάκες, λαός Θρακικῆς καταγωγῆς, συγγενεῖς μέ τούς Γέτες. Ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες — ἀπό τούς ὁποίους ἀποικίστηκε ἡ Παριστρία (γιά τούς Βυζαντινούς Μικρή Σκυθία, στήν συνέχεια Δοβρουτσᾶ) — ὀνομάζονταν ἀρχικά «Δάοι» καί προμήθευαν στίς Ἑλληνικές πόλεις — κράτη δούλους, σέ σημεῖο ὥστε τό ὄνομα «Δάος» νά εἶναι συνώνυμο τοῦ «δοῦλος» κατά τόν Μένανδρο.
Ἄποικοι ἀπό τήν Μίλητο, τήν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου κ. ἄ. Ἑλληνικές πόλεις, ἵδρυσαν τίς πόλεις Ἰστρία (στίς ἐκβολές τοῦ Δουνάβεως), Τόμι (σημερινή Κωνστάντζα), Κάλλατι (σημερινή Mangalia) καί Διονυσόπολι (σημερινό Balcic) καί ἐπεκτάθηκαν σταδιακά στήν ἐνδοχώρα τῆς Δοβρουτσᾶς, ὅπου ἀνέπτυξαν ἐμπορικά κέντρα κοντά στό σημερινό Γαλάτσι ἐπί τοῦ Δουνάβεως, ὅπως τήν Ἀξιούπολι, στήν περιοχή τῆς Τσερναβόντας. Γιά λόγους οἰκονομικούς, οἱ προηγούμενες Ἑλληνικές πόλεις μαζί μέ τήν Τύρα (σημερινή Cetatea Aliba), δημιούργησαν τήν Πεντάπολι καί προχώρησαν καί στόν σχηματισμό ἀμυντικοῦ σώματος.
Ὁ Ἑλληνικός ἀποικισμός τῆς Ἰστρίας χρονολογεῖται ἀπό τόν 7ο π.χ. αἰ., ἡ πόλις δέ ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἡρόδοτο καί τόν Στράβωνα.
Ὅταν στήν Μακεδονία βασίλευε ὁ Φίλιππος Ε', ὁ Ἡγεμόνας Βοιρεβίστα πέτυχε νά ἑνώσει τούς Δάκες ὑπό τήν ἐξουσία του. Τό νέο κράτος σταδιακά ἐξελίχθηκε σέ ἀντίπαλο τῆς Ρώμης. Ἔτσι τό 109 π. Χ. οἱ Ρωμαῖοι ἐπιτέθηκαν στήν Δακία μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἀνθύπατο τῆς Μακεδονίας Μινούκιο Ροῦφο καί πέτυχαν τήν ὑποτέλεια τῶν κατοίκων, τούς ὁποίους ὁ Ἡγεμόνας Δεκέβαλος ὠργάνωσε κατά τά ἑλληνορωμαϊκά πρότυπα. Τό 107 μ. Χ. ὁ Αὐτοκράτορας Τραϊανός κατέκτησε τήν Δακίακαί τήν μετέτρεψε σέ Ρωμαϊκή ἐπαρχία (ὁ Δακικός Πόλεμος ἔχει ἀποθανατιστεῖ στήν περίφημη Στήλη τοῦ Τραϊανοῦ πού σώζεται στήν Ρώμη καί ἀντίγραφό της στό Ἱστορικό Μουσεῖο τοῦ Βουκουρεστίου).
Παρά τήν Ρωμαϊκή κατάκτηση ὁ Ἑλληνικός πολιτισμός εἶχε ἐπιδράσει καταλυτικά στούς λαούς τῆς περιοχῆς. Ὁ μαγάλος Ρουμάνος Ἱστορικός Νικ. Γιόργκα ἔγραψε σχετικά τό 1937: «Ὁλοκληρωτικός ἐκρωμαϊσμός ἐντός τόσον βραχέως διαστήματος καί μέ τόσον ἰσχυράς καί βαθείας ἑλληνικάς ρίζας, δέν ἦτο δυνατόν νά γίνη εἰς τά μέρη ταῦτα. Πανταχοῦ εἶχε παραμείνει ὁ αὐτός «Πολιτικός λαός» (ὁ Δῆμος), τό αὐτό Συμβούλιον τῆς πόλεως (ἡ Βουλή), οἱ αὐτοί Δικασταί, ἐνίοτε αὐτόχθονες τήν καταγωγήν καί τό ἴδιον Μιλησιακόν Ἡμερολόγιον. Ὁ ἐξόριστος εἰς Τόμιν Ὀβίδιος παρέμενε πάντοτε ξένος. Ματαίως καί ἐπί μακρόν ἀνέμενεν ἰστιοφόρα ἐξ Ἰταλίας, διότι οἱ ἔμποροι τοῦ τόπου δέν διέσχιζον εἰμή μόνον τά γειτονικά ὕδατα. Ἐν τούτοις εἰς τούς Τόμους ὑπῆρχον πολλοί Ἕλληνες ἐξ Ἀνατολῆς. Οἱ Ἀλεξανδρινοί μάλιστα ἔμποροι εἶχον καί ἴδιον «οἷκον», διάφορων ἐκείνου τῶν καραβοκύρηδων τῶν Τόμων» (N. Jorga, «Istoria comertului roman pana la 1700», σελ. 17 — 84).
Τόν 3ο αἰ. (271 μ. Χ.), λόγῳ τῆς γενικῆς καταπτώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ Αὐτοκράτορας Αὐρηλιανός ἀπέσυρε τά Ρωμαϊκά στρατεύματα ἀπό τήν Δακία καί τά Ρωμαϊκά σύνορα περιορίστηκαν στόν Δούναβη. Ἀπό τόν 3ο μέχρι καί τόν 13ο αἰ. ἡ Δακία κατακτήθηκε διαδοχικά ἀπό τούς Γότθους, τούς Ἀβάρους, τούς Σλάβους, τούς Βουλγάρους (ὅταν ὁ Βυζαντινός Αὐτοκράτορας Βασίλειος Β' ὁ Βουλγαροκτόνος κατέλυσε τό πρῶτο Βουλγαρικό Βασίλειο, ὑπέταξε καί τήν σημερινή Ρουμανία), τούς Οὔγγρους, τούς Πετσενέγους, τούς Κουμάνους καί τούς Τατάρους.
Τόν 14ο αἰ. δημιουργήθηκαν οἱ λεγόμενες Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, ἡ Βλαχία καί ἡ Μολδαβία, ἀνεξάρτητα κράτη μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἡγεμόνα. Προηγουμένως, τόν 11ο — 12ο αἰ. — ἡ Τρανσυλβανία προσαρτήθηκε στήν Οὐγγαρία.
Πρώτη πρωτεύουσα τῆς Βλαχίας ἦταν τό Ἄρτζες καί δεύτερη ἡ Τιρκόβιστα (πού ἄνθησε περίπου ἀπό τό 1400 — 1800). Τρίτη πρωτεύουσα εἶναι τό Βουκουρέστι, τό ὁποῖο ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά σέ ἔγγραφο τοῦ 1459, τοῦ Ἡγεμόνα Βλάντ Δ' Τσέπες (τοῦ Παλουκωτή).
Στήν Μολδαβία πρώτη πρωτεύουσα ὑπῆρξε ἡ Σουτσεάβα καί δεύτερη τό Ἰάσιο (ἀπό τά τέλη τοῦ 15ου αἰ.).
Παρά τήν ἀντίσταση τῶν Ἡγεμόνων (λ.χ. τοῦ ἁγ. Στεφάνου τοῦ Μεγάλου τῆς Μολδαβίας, 1457 — 1504), τό 1489 ἡ Μολδαβία καί τό 1496 ἡ Βλαχία ἔγιναν φόρου ὑποτελεῖς στούς Τούρκους. Μεταξύ ἄλλων ὁ Σουλτάνος εἶχε καί τό δικαίωμα ἐγκρίσεως τῆς ἐξουσίας τῶν Ἡγεμόνων καί ἔτσι σέ πολλές περιπτώσεις ὁ Ἡγεμονικός Θρόνος ἔγινε ἀντικείμενο ἀγοραπωλησίας. Μετά τήν Μάχη τοῦ Μόχατς καί τήν διάλυση τοῦ Οὐγγρικοῦ Βασιλείου (1526), δημιουργήθηκε ἡ Ἡγεμονία τῆς Τρανσυλβανίας, ἐπίσης ὑπό τήν ἐπικυριαρχία τοῦ Σουλτάνου.
Ἡ πρώτη συνένωση τῶν τριῶν Ἡγεμονιῶν σέ ἕνα κράτος ἐπιτεύχθηκε στήν ἀρχές τοῦ 17ου αἰ. ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Μιχαήλ τόν Γενναῖο (1593 — 1601), ἀλλά εἶχε προσωρινό χαρακτήρα. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. ὁ Σουλτάνος ἄρχισε νά διορίζει Ἡγεμόνες στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες Ἕλληνες Φαναριώτες. Γιά τήν διοίκηση τῶν Φαναριωτῶν ὁ Ἱστορικός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, γράφει τά ἀκόλουθα:
«Ἀπό τοῦ 1711 ἐν Μολδαβίᾳ καί ἀπό τοῦ 1716 ἐν Βλαχίᾳ, διωρίζοντο Ἕλληνες Ἡγεμόνες, οἵτινες μετά τόν διορισμόν των ὑπό τοῦ Σουλτάνου, ἐγκαθιδρύοντο ἐπισήμως ἐν τῷ ἀξιώματι τοῦ Ἡγεμόνος ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς τό πάλαι οἱ Βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου, δι' ἰδίας ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς.
Ἐν τῷ προσώπῳ τῶν Ἡγεμόνων ἐκείνων καί αἱ Παραδουνάβιαι Ἡγεμονίαι καί ἡ Ἐκκλησία εὗρον γενναίους προστάτας, χορηγούς καί εὐεργέτας. Ναοί καί μοναστήρια καί φιλανθρωπικά ἱδρύματα ἱδρύθησαν καί ἐν ταῖς Ἡγεμονίαις καί πολλαχοῦ τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ Ἕλληνες Ἡγεμόνες ἀπήλλαξαν τούς ἰθαγενεῖς γεωργούς τῆς δουλείας ὑπό τούς μεγαλοκτηματίας, ὑπερκέρασαν τά μεγάλα δεινά τῆς ἀγγαρείας, ἐνεκαίνισαν παρά τοῖς Μολδαβοβλάχοις ἀρχάς πολιτισμοῦ, ἀνέπτυξαν τό ἐθνικόν αὐτῶν φρόνημα καί τήν ἐθνικήν γλῶσσαν, μετέφρασαν εἰς αὐτήν τήν Ἁγίαν Γραφήν καί τά ἐκκλησιαστικά βιβλία, ἵδρυσαν καί λαϊκά σχολεῖα καί ἀνώτερα Ἑλληνικά σχολεῖα καί κατέστησαν τάς χώρας ἐκείνας σπουδαιότατον πνευματικόν κέντρον» (Χρ. Παπαδοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία», Ἀθῆναι 1954, σελ. 166 — 167).
Μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί οἱ τρεῖς Ἡγεμονίες ὑπέστησαν εἰσβολές, προσαρτήσεις (λ.χ. τό 1778 — 1792 ἡ Μολδαβία καταλήφθηκε ἀπό τούς Ρώσους καί ἡ Βλαχία ἀπό τούς Αὐστριακούς), καταστροφές κ.ἄ. δεινά.
Ἡ Μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἡ ὁποία ὅπως εἶναι γνωστό ξεκίνησε ἀπό τίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες ἀπό τόν Πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων καί τήν χάραξη ἐνδόξων σελίδων τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας στό Ρουμανικό ἔδαφος (Μάχη στό Δραγατσάνι, ἀνατίναξη τῆς Μονῆς Σέκου ἀπό τόν Γεωργάκη Ὀλύμπιο, κ.ἄ.). Ἡ καταστολή τῆς ἐξεγέρσεως εἶχε σάν ἀποτέλεσμα μεταξύ ἄλλων καί τήν διακοπή τῆς Φαναριώτικης κυριαρχίας, μέ τήν ἀναγνώριση ἀπό τόν Σουλτάνο στούς Ρουμάνους τοῦ δικαιώματος ἐκλογῆς τοῦ Ἡγεμόνα, δικαίωμα πού ἐπικυρώθηκε καί ἀπό τήν Συνθήκη τοῦ Ἄκερμαν (1826). Τό 1828 — 29 οἱ Ἡγεμονίες καταλήφθηκαν ἀπό τούς Ρώσους καί μέ τήν Συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως οἱ Τοῦρκοι ἀναγνώρισαν τήν αὐτονομία τους.
Τό 1859 ἡ ταυτόχρονη ἐκλογή τοῦ Πρίγκιπα Ἀλεξάνδρου Κούζα στόν Ἡγεμονικό Θρόνο Βλαχίας καί Μολδαβίας, ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τήν συνένωση τῶν Ἡγεμονιῶν καί τήν δημιουργία τῆς σύγχρονης Ρουμανίας. Τό 1861 οἱ Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν γιά τήν ἕνωση τῶν δύο Ἡγεμονιῶν. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1862 συνῆλθε στό Βουκουρέστι ἑνιαία Ἐθνοσυνέλευση καί σχηματίστηκε ἑνιαία Κυβέρνηση πού ἐπισφράγισε τήν ἕνωση Βλαχίας καί Μολδαβίας.
Τό 1866 παραιτήθηκε ὁ Κούζας, ἐπειδή ἀπέτυχε νά λύση τό ἀγροτικό ζήτημα, καί ἐξελέγη ὁ Γερμανικῆς καταγωγῆς Πρίγκιπας Κάρολος, τοῦ Οἴκου τῶν Χοεντσόλερν — Ζιγκμαρίνγκεν. Τό 1876 ἡ Ρουμανική Βουλή ἀνακήρυξε τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ρουμανίας, ἡ ὁποία ἀναγνωρίστηκε τό ἑπόμενο ἔτος 1877 ἀπό τό Συνέδριο τοῦ Βερολίνου. Τό 1881 ἡ Ρουμανία ἀνακηρύχθηκε βασίλειο καί ὁ Πρίγκιπας Κάρολος βασίλευσε σάν Κάρολος Α'. Κατά τήν περίοδο 1914 — 27 βασίλευσε ὁ Φερδινάνδος Α', ἀπό τό 1927 μέχρι τό 19 30 ὁ Μιχαήλ μέ συμβούλιο ἀντιβασιλείας, ἀπό τό 1930 μέχρι τό 1940 ὁ Κάρολος Β' καί ἀπό τό 1940 μέχρι τό 1947 (ὁπότε καί παριτήθηκε) καί πάλι ὁ Μιχαήλ.
Τό 1945 ἡ Ρουμανία πέρασε στήν Σοβιετική ζώνη ἐπιρροῆς καί ἐγκαθιδρύθηκε κομμουνιστικό καθεστώς, τό ὁποῖο ἀνατράπηκε μέ αἱματηρή ἐπανάσταση κατά τοῦ δικτάτορος Τσαουσέσκου, τό 1990. Τό 2007 ἡ Ρουμανία γίνεται μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης.
(*Ἡ Ἱστορία τῆς Ρουμανίας δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἐργασίας. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐδῶ δημοσιεύεται μόνον ἕνα μικρό ἱστορικό σημείωμα, γιά τήν ἐνημέρωση τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ. Τό σημείωμα ὡς κείμενο εἶναι ἀδημοσίευτο. )

Εἰσαγωγικό Σημείωμα Β''

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ*
Πρωτοχριστιανικοί Ἐποχή καί Μέσοι Χρόνοι
Οἱ ΘρακοΔακικοί πληθυσμοί βορείως καί νοτίως τοῦ Δουνάβεως (πρόγονοι τῶν σημερινῶν Ρουμάνων), δέχθηκαν τόν Χριστιανισμό ἤδη ἀπό τούς Ἀποστολικούς Χρόνους, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς Πράξεις (κεφ. 16) καί τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (15, 19). Κατά τόν ἐκκλησιαστικό ἱστορικό Εὐσέβειο Καισαρείας ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν περιοχή τοῦ Κάτω Δουνάβεως. Ὁ Τερτυλλιανός (196 μ. Χ.) στό κατά Ἰουδαίων σύγγραμμά του μνημονεύει καί τούς Δάκες μεταξύ τῶν ἐκχριστιανισθέντων λαῶν.
Κατά τούς διωγμούς τῶν Ρωμαίων κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπῆρξαν καί Μάρτυρες Δακικῆς καταγωγῆς. Τήν 25η Νοεμβρίου μνημ0νεύεται ὁ Μάρτυς Μερκούριος, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε κατά τόν διωγμό τοῦ Αὐρηλιανοῦ (255 μ. Χ.). Κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ (304) μαρτύρησαν ὁ Ἐπίσκοπος Τόμεως (σημ. Κωνστάτζα) Ἐφραίμ, οἱ Ἱερεῖς Μοντανός καί Ἐπίκτητος καί οἱ Διακόνοι Δημήτριος καί Σιλβιανός. Ἀπό αὐτό προκύπτει, ὅτι στήν Δακία ἤδη ἀπό τούς πρωτοχριστιανικούς αἰώνες ὑπῆρχε ὀργανωμένη Ἐκκλησία. Κατά τόν διωγμό τοῦ Λικινίου (310 μ. Χ.), μαρτύρησε ὁ Ἐπίσκοπος Σισανίας Κυρῖνος. Τό 325 μ. Χ. στήν Ἁγία Α' Οἰκουμενική Σύνοδο, συμμετεῖχε ἕνας Ἐπίσκοπος ἀπό τήν Δακία μέ τό ὄνομα Θεόφιλος. Τό 337 μ. Χ. συμμετεῖχαν στά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως στά Ἱεροσόλυμα πολλοί Δάκες νέοι. Τό 337 μ. Χ. ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μνημονεύει στόν Β' Ἀπολογητικό του Λόγο τούς Δάκες Ἐπισκόπους Οὐρσάκιο καί Οὐάλη, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποπέσει στόν Ἀρειανισμό.
Δάκες Ἐπίσκοποι συμμετεῖχαν στήν Β', Γ' καί στίς λοιπές Οἰκουμενικές Συνόδους. Κατά τόν Δ' αἰ. οἱ Δάκες Χριστιανοί συνδέθηκαν μέ τόν Μεγ. Βασίλειο καί ὁ Ἐπίσκοπος Τόμεως Θεότιμος μέ τόν Ἱερό Χρυσόστομο. Τό 372 πνίγηκε στόν ποταμό Μπουζάου ὁ ἅγ. Σάββας ὁ Γότθος.
Μέχρι τήν βασιλεία τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς Δακίας ὑπήγονταν στήν Ἐπισκοπή Σιρμίου (σημ. Σερβία). Τό 535 ὁ Ἰουστινιανός ἵδρυσε τήν Ἐπισκοπή Πρώτης Ἰουστιανιανῆς, στήν ὁποία ὑπήγαγε καί τίς περιοχές βορείως τοῦ Δουνάβεως. Εἶναι ἄξιο σημειώσεως, ὅτι μέχρι τόν 7ο αἰ. ἡ ἐκκλησιαστική γλῶσσα τῆς Δακίας ἦταν ἡ Λατινική. Στήν συνέχεια, μέ τήν ἀνάμειξη τῶν ΘρακοΔακικῶν φύλων μέ Σλαβικά καί τήν δημιουργία τῆς ἐθνότητας τῶν Βλάχων, ἐκκλησιαστική γλῶσσα ἦταν ἡ Σλαβική (864 — 1640).
Ὅταν κατά τόν 11ο αἰ. ὁ Βασίλειος Β' ὁ Βουλγαροκτόνος κατέλυσε τό Βουλγαρικό κράτος καί ἱδρύθηκε ἡ Ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδας, οἱ βορείως καί νοτίως τοῦ Δουνάβεως Ἐπισκοπές Σιλίστριας καί Βιδινίου ὑπήχθησαν σ' αὐτήν. Μέ τήν δημιουργία τοῦ β' Βουλγαρικοῦ Κράτους τῶν Ἀσανιδῶν ἱδρύθηκε ἡ Ἐπισκοπή Τυρνόβου (1241), πού στήν συνέχεια ἐξελίχθηκε σέ Πατριαρχεῖο. Ὁ πρῶτος Πατριάρχης, ὁ Βασίλειος, ἔφερε τόν τίτλο «Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου καί Πριμᾶτος Βουλγάρων καί Βλάχων»
(
* Τό σημείωμα ὡς κείμενο εἶναι ἀδημοσίευτο).

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας
ὡς ἐπαρχία τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ὀργανώθηκε σέ ἰδιαίτερες Μητροπόλεις ὑπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως κατά τόν 14ο αἰ., μέ τήν δημιουργία τῶν Παραδουναβίων Ἡγεμονιῶν Βλαχίας καί Μολδαβίας.
Τό 1359, μετά ἀπό ἐπανειλημμένες αἰτήσεις τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Ἀλεξάνδρου Μπασαράμπη, ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Κάλλιστος Α' ἐνέκρινε μέ τήν συγκατάθεση τῆς Συνόδου του καί τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε' Παλαιολόγου (1341 — 1391), τήν μετάθεση τοῦ Ἕλληνα Μητροπολίτη Βιτζίνης (στό στόμιο τοῦ Δουνάβεως) Ὑακίνθου Κριτοπούλου στήν πρωτεύουσσα τῆς Ἡγεμονίας Ἄρτζες. Μέ τόν τρόπο αὐτό δημιουργήθηκε ὁ Μητροπολιτικός Θρόνος τῆς Οὐγγροβλαχίας, τῆς ὁποίας οἱ Ἐπίσκοποι — Ἕλληνες στήν ἀρχή — ἔφεραν τόν τίτλο «Μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας, Ὑπέρτιμος καί Ἔξαρχος πάσης Οὐγγαρίας καί Πλαγηνῶν». Τόν Ὑακίνθο διαδέχθηκε τό 1380 ὁ τέως Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Χαρίτων καί αὐτόν ὁ ἀδελφός τοῦ Ὑακίνθου Ἄνθιμος.
Τό 1517 ὁ Ἡγεμόνας Νεάγος Μπασαράμπης μετέφερε τήν πρωτεύουσα καί τήν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως στήν Τιργκόβιστα. Ἀργότερα ἡ ἕδρα μεταφέρθηκε στό Βουκουρέστι, ὅπου ὁ πρῶτος ναός κτίσθηκε περί τό 1300 ἀπό τόν Ἡγεμόνα Βλαδισλαύο Μπασαράμπη.
Σημειώνεται, ὅτι στήν Βλαχία βρῆκαν καταφύγιο πολλοί διωκόμενοι Πατριάρχες ΚΠόλεως, ὅπως ὁ ἅγ. Νήφων Β' τόν ὁποῖο ὁ Ἡγεμόνας Ράδος ὁ Μέγας ἀπελευθέρωσε ἀπό τίς φυλακές τῆς Ἀδριανουπόλεως καί ἔφερε στήν Βλαχία γιά νά ἀναδιοργανώσει τήν τοπική Ἐκκλησία.
Ὁ Βυζαντινός Ναός τοῦ ἁγ. Νικολάου τοῦ Ἄρτζες, κτίσθηκε κατά τήν Παλαιολόγεια περίοδο (τό 1392) καί τοιχογραφήθηκε ἀπό Ἕλληνες ἁγιογράφους. Πρόκειται γιά τό Ἀνακτορικό Παρεκκλήσιο τοῦ Ἡγεμόνα Ματθαίου Μπασαράμπη καί εἶναι ὁ παλαιότερος σωζόμενος ναός τῆς χώρας.
Μέσα στόν ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου εἶναι ἐνταφιασμένοι διάφοροι Ἡγεμόνες, ὅπως ὁ Βλάϊκος Βόδας, δεύτερος κτίτορας τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Τό 1393, μέ τήν κατάκτηση τῆς Βουλγαρίας ἀπό τούς Τούρκους, οἱ περισσότεροι Ἐπίσκοποι τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κατέφυγαν στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες.
Τόν 16ο αἰ. ὁ Ἡγεμόνας Νεάγος Μπασαράμπης ὕψωσε στό Ἄρτζες τόν περίφημο Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (1512 — 17), ἕνα ἀριστούργημα ἐκκλησιαστικῆς τέχνης πού ἐγκαινιάσθηκε τό 1521 μέ τήν συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἰδίου Ἡγεμόνα (1512 — 1521), σημειώθηκε εἴσοδος μεγάλου πλήθους Ἁγιορειτῶν Μοναχῶν στήν Βλαχία, Ἑλλήνων καί Σλαύων, καί ἄρχισε ἡ ἐπίσημη προστασία τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν Ὀρθοδόξων Καθιδρυμάτων τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τούς Μολδοβλάχους Ἡγεμόνες, τῶν ὁποίων ἡ γενναιοδωρία ὑπῆρξε παροιμιώδης.
Ἡ Ἡγεμονία τῆς Μολδαβίας (β' μισό 14ου αἰ.), βρέθηκε ἀπό τήν ἵδρυσή της κάτω ἀπό ἰσχυρή λατινική πίεση (ἀπό τήν Οὐγγαρία καί τήν Πολωνία) καί γι' αὐτό οἱ δεσμοί μέ τήν Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως ὑπῆρξαν χαλαροί. Ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀντώνιος Δ' ἔστειλε στήν Μολδαβία τόν Μητροπ. Ἱερεμία, ὁ τελευταῖος δέν ἔγινε δεκτός καί γι' αὐτό ἀφόρισε τούς δύο τοπικούς Ἐπισκόπους Ἰωσήφ καί Μελέτιο, τόν Ἡγεμόνα καί τόν λαό. Ἡ διένεξη ἐπιλύθηκε κατά τήν ἡγεμονεία τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Καλοῦ (1400 — 1432), μέ τήν ἀναγνώριση ἀπό τόν Πατριάρχη Ματθαῖο Α' (1397 — 1410) τῆς ἐκλογῆς τοῦ Ἰωσήφ σέ Μητροπολίτη Μολδαβίας, μέ ἕδρα τήν Σουτσεάβα. Τό 1565 ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως μεταφέρθηκε στό Ἰάσιο.
Ἡ διοργάνωσις τοῦ Ρουμανικοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος στήν πορεία σημείωσε σημαντική ἀνάπτυξη, ἔγινε κυρίως ἀπό Ἕλληνες Ἁγιορείτες Μοναχούς. Λ. χ. ὁ ὅσ. Νικόδημος τῆς Τισμάνας (τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας ἦταν Ἕλληνας ἀπό τήν Καστοριά καί ἡ μητέρα Σερβίδα), μετέφερε μέ τήν ἵδρυση τῆς Μονῆς του στόν Ἀθωνικό Μοναχισμό στήν Ρουμανική γῆ. Ἀργότερα ἡ Φιλοκαλική Παράδοση τοῦ Ἄθωνα θά μεταφερθεῖ στήν Ρουμανία (καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ρωσία), ἀπό τόν Πατέρα τῆς Σλαβωνικῆς Φιλοκαλίας ὅσ. Παϊσιο Βελιτσκόφσκυ.
Στά πολλά καί ἀκμάζοντα Ρουμανικά Μοναστήρια καλλιεργήθηκε ἡ Μεταβυζαντινή Ἐκκλησιαστική Τέχνη, τά Γράμματα καί ἡ Βυζαντινή Μουσική (τήν ὁποία προστάτευσαν πολλοί φιλόμουσοι Ἡγεμόνες, ὅπως οἱ Ἀλέξανδρος Λαπουσεάνου καί Πέτρος ὁ Χωλός, ἐπί ἡγεμονίας δέ Ἀλεξάνδρου Σούτσου ἱδρύθηκε στό Βουκουρέστι Μουσικό Τυπογραφεῖο), λειτούργησαν Σχολές καί ἐκκλησιαστικά Τυπογραφία καί δημιουργήθηκαν βιβλιοθήκες.
Τό 1588 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἱερεμίας Β' ὁ Τρανός, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Ρωσία, μέ τήν βοήθεια τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Ἰωακείμ Στ' (1593 — 1604) καί Ἱεροσολύμων Σωφρονίου (1579 — 1608), ἀντιμετώπισε τήν δραστηριότητα τῶν Ἰησουϊτῶν στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες. Λίγο ἀργότερα, τό 1613, ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Κύριλλος Λούκαρης, ἀγωνίσθηκε στήν Βλαχία κατά τῶν Λατίνων καί τῶν Λατινοφρόνων. Μετά τόν Λούκαρη ἐργάσθηκε στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Μελέτιος Συρίγος (+ 1664), ὁ ὁποῖος πρωτοστάτησε στήν Σύνοδο τοῦ Ἰασίου (1641 — 1642), κατά τήν ὁποία ἐπικυρώθηκε σάν κατήχησι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ «Ὁμολογία» τοῦ Μητροπ. Κιέβου Πέτρου Μογίλα).
Μετά τόν Μελέτιο Συρίγο γιά τήν στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες ἐργάσθηκαν οἱ Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεος (+ 1707), ὁ ὁποῖος ἵδρυσε τό Ἐκκλησιαστικό Τυπογραφεῖο τοῦ Ἰασίου, καί Χρύσανθος (+ 1731), οἱ Νοταράδες.
Σημειώνεται, ὅτι ἀπό τό 1697 σημειώθηκε στήν Ρουμανία σοβαρή μεταστροφή πιστῶν πρός τήν Οὐνία, μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ Ἰησουϊτη Baranyi. Τό 1698 ὁ Οὐνίτης Μητροπολίτης Ἀθανάσιος Angel Popa δημοσίευσε στήν Τρανσυλβανία «Ὁμολογία Πίστεως» μέ τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς περιοχῆς ἑνώθηκαν μέ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Κατά τοῦ Popa ἀγωνίσθηκε ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος.
Καθηγητής Δημ. Οἰκονομίδης, ἀναφερόμενος στήν ἐξάρτηση τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως σημειώνει, ὅτι «εἰδικῶς ἡ Μητρόπολις Μολδαβίας διεσώθη ὡς Ὀρθόδοξος μόνον διά τοῦ στενοῦ αὐτῆς συνδέσμου μετά τῆς Ἐκκλησίας τῆς ΚΠόλεως» (Θ. Η. Ε. τ. 10ος, σελ. 843). Γιά δέ τήν διοίκηση τῶν Φαναριωτῶν Ἡγεμόνων γράφει: «Οἱ ἐπί δύο καί πλέον αἰῶνας διοικήσαντες τήν Μολδοβλαχίαν Ἕλληνες Φαναριῶται εὐηργέτησαν τήν Ρουμανίαν, διότι ἀπήλλαξαν τούς γεωργούς ἀπό τήν δουλείαν τῶν βογιάρων, ἐμερίμνησαν διά τήν ἵδρυσιν σχολείων, τήν ἔκδοσιν παντοειδῶν βιβλίων, τήν ἐνίσχυσιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί γενικῶς συνέβαλον εἰς τήν ἀνάπτυξιν τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ καί τήν ἡμέρωσιν τῶν ἠθῶν τῆς χώρας. Ἀποτέλεσμα τῆς δράσεως τούτων ὑπῆρξεν ὁ ὁριστικός ἐξοβελισμός τῆς Σλαβικῆς γλώσσης καί ἡ ἐπικράτησις τῆς Ρουμανικῆς» (αὐτ. σελ. 846).
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει τά ἀκόλουθα σχετικά μέ τήν διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως: « Ἡ Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως ἐσεβάσθη ἀπολύτως τήν ἐθνικήν αὐτοτέλειαν τῶν Σλαυϊκῶν κ. ἄ. πληθυσμῶν. Οἱ Ρουμάνοι, οἱ Βούλγαροι καί οἱ Σέρβοι ἔζησαν μετά τῶν Ἑλλήνων ὡς ἀδελφοί, κατά τούς χρόνους τῆς Τουρκικῆς δουλείας καί διά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διέσωσαν τήν θησκείαν, τήν γλῶσσαν, τά ἤθη καί τά ἔθιμα αὐτῶν, διά τῆς Ἐκκλησίας δέ προπαρεσκευάσθησαν καί διά τήν κατά τόν ΙΘ' αἰ. ἐπελθοῦσαν ἀπελευθέρωσιν.
Ἐπειδή ἐπρώτευον ἐν τῇ πνευματικῇ ἀναπτύξει οἱ Ἕλληνες, τό πλεῖστον τῶν Ἱεραρχῶν ἐξ αὐτῶν ἀπηρτίζετο, ἀλλ' οὐδέποτε ἀπεκλείσθησαν ἐκ τῆς τάξεως τῶν Ἱεραρχῶν, οἱ δυνάμενοι νά εἰσέλθωσιν εἰς αὐτήν ἐκ τῶν Ρουμάνων, Βουλγάρων καί Σέρβων. Κατά τάς πρώτας ἔτι δεκαετηρίδας τοῦ ΙΘ' αἰ. ἀναδεικνύονται Πατριάρχαι ΚΠόλεως Βουλγαρικῆς καταγωγῆς. Δέν ὑπῆρχον τότε αἱ ἐθνικιστικαί ἰδέαι, αἱ διαιρέσασαι — δυστυχῶς — τούς λαούς κατά τούς νεωτέρους χρόνους» (Χρ. Παπαδοπούλου αὐτ., σελ. 182 — 183).
Ἡ εὐεργετική διοίκηση τῶν Φαναριωτῶν καί οἱ δωρεές τῶν Ἑλλήνων ὁμογενῶν ἀποδεικνύονται ἀπό πολλά ἐκκλησιαστικά μνημεῖα καί κοινωφελῆ ἔργα πού ἔχουν διασωθεῖ. Λ. χ. στό Βουκουρέστι:Ὁ Ναός τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου καί τό πανδοχεῖο πού ὑπῆρχε δίπλα του, δωρήθηκαν ἀπό τόν ὁμογενῆ Ἀπόστολο Λαζαρῆ. Ὁ περίφημος Ναός Σταυροπόλεως — ἕνα πραγματικό ἀριστούργημα τῆς Ρουμανικῆς πρωτεύουσας, πού ἀναστηλώθηκε πρόσφατα μέ χορηγεία τοῦ Διαδόχου τοῦ Βρεττανικοῦ Θρόνου Πρίγκιπος Καρόλου — κτίστηκε τό 1720 ἀπό τόν Ἰω. Σταυροπόλεως, ἀπό τήν Πωγωνιανῆ τῆς Ἠπείρου. Ὁ Ναός τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης κτίστηκε τό 1774 ἀπό τήν σύζυγο τοῦ Ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη Αἰκατερίνη. Ὁ Ναός τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς (κ.ἄ. κοινωφελῆ ἔργα κατά τόν Α. Mirοnescou), κτίστηκαν ἀπό τόν Ἡγεμόνα Νικόλαο Μαυρογένη (1786 — 1790). Ὁ Ναός Μαρκούτσα (μέσα στόν ὁποῖο βρίσκονται οἱ τάφοι τῆς Οἰκογενείας Ὑψηλάντη), ἀνακαινίσθηκε τό 1935 ἀπό τόν ὁμογενῆ Ἰω. Μπαλάση.
Ἐπίσης στό Βουκουρέστι ἡ Μονή τοῦ Μιχαήλ Βόδα κτίσθηκε τό 1598 ἀπό τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ τόν Γενναῖο (τοῦ ὁποίου ἡ μητέρα Θεοδώρα ἦταν Ἑλληνίδα) καί στήν συνέχεια στέγασε τά Ἀρχεῖα τοῦ Ρουμανικοῦ Κράτους. Οἱ Μονές τοῦ ἁγ. Ἀνθίμου (σήμερα ἕδρα τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας) καί Βακαρέστου (κεντρικές φυλακές τῆς Ρουμανικῆς πρωτεύουσας) κτίσθηκαν ἀπό τόν Ἡγεμόνα Νικόλαο Μαυροκορδάτο, τοῦ ὁποίου ὁ τάφος σώζεται στήν δεύτερη. Σημειώνεται, ὅτι τό σημερινό Προεδρικό Μέγαρο τῆς Ρουμανίας στεγάζεται στήν Μονή Κοτροτσένι, πρ. Μετόχιο τοῦ Παναγίου Τάφου, τό ὁποῖο ὁ Ἡγεμόνας Μουρούζης μετέτρεψε σέ ἀνάκτορο.
Γιά τούς λόγους αὐτούς ὁ κορυφαῖος Ρουμανός Ἱστορικός Ν. Jorga ὀνομάζει τήν χώρα του «Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο»!

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ὡς αὐτοκέφαλος

Τό θέμα τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, τέθηκε ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. ἀπό τόν Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν Κωστάκε, διότι ἡ Τουρκία μέσῳ τῶν Φαναριωτῶν Ἡγεμόνων καί τῆς ἐξαρτήσεως ἀπό τό Πατριαρχεῖο, προσπαθοῦσε νά ἐλέγξει τίς πολιτικές ἐξελίξεις στήν Ρουμανία καί τήν ἐθνική ἀφύπνιση τῶν Ρουμάνων πού εἶχε ἤδη ἀρχίσει.
Ὅταν τό 1808 οἱ Ρώσοι κατέλαβαν τίς Ἡγεμονίες, ὁ διάδοχος τοῦ Βενιαμίν Μητροπ. Γαβριήλ ἕνωσε ὡς Ἔξαρχος σέ μία δικαιοδοσία ἀνεξάρτητη ἀπό τό Πατριαρχεῖο τίς ἐπαρχίες τῆς Βλαχίας, τῆς Μολδαβίας καί τῆς Βεσσαραβίας. Τό 1812, μέ τήν ὑπαγωγή τῶν Ἡγεμονιῶν καί πάλι στήν Τουρκία, ἡ ἀνεξαρτησία καταργήθηκε καί οἱ ἐπαρχίες ὑπήχθησαν καί πάλι στό Πατριαρχεῖο.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 δημιουργήθηκε στήν Ρουμανία ἔντονο ἀνθελληνικό ρεῦμα καί ἀναπτύχθηκαν ἐχθρικές τάσεις κατά τοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ὀρθοδοξίας γενικώτερα. Ὅταν τό 1859 ἐκλέχθηκε κοινός Ἡγεμόνας Βλαχίας καί Μολδαβίας ὁ Ἀλέξανδρος Κούζας, προκλήθηκε σοβαρή ἀναταραχή στά ἐκκλησιαστικά πράγματα, διότι αὐτός προσπάθησε νά ὀργανώσει τήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας κατά τά Προτεσταντικά πρότυπα. Ἀμέσως μετά τήν ἐκλογή του προχώρησε στήν δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων, ἔκλεισε τά ἐκκλησιαστικά τυπογραφεῖα, θεσμοθέτησε τόν πολιτικό γάμο καί προχώρησε καί σέ ἄλλες ἀντεκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Τό 1861, μέ τήν συγχώνευση τῶν δύο Ἡγεμονιῶν σέ ἕνα κράτος, ὁ Κούζας ἀνακηρύχθηκε Ἡγεμόνας τῆς Ρουμανίας καί τό 1864 κηρύχθηκε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀνεξάρτητη διοικητικά ἀπό κάθε ξένη Ἀρχή καί δογματικά μόνον ἑνωμένη μέ κάθε ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐπικεφαλῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ὁρίσθηκε ἡ Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν Μολδαβίας καί Βλαχίας, τῶν Ἀρχιερέων καί τριῶν ἐκπροσώπων (Κληρικῶν ἤ λαϊκῶν) ἀπό κάθε ἐπαρχία, μέ Πρόεδρο τόν Μητροπολίτη — Πριμᾶτο τῆς Ρουμανίας. Ὁ Κούζας ἀκόμη εἰσηγήθηκε νόμο σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο οἱ Ἐπίσκοποι θά διορίζονταν ἀπό τόν Ἡγεμόνα, μετά ἀπό πρόταση τοῦ Ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων.
Ἡ κατά τά προτεσταντικά πρότυπα διοργάνωσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, προκάλεσε «διαγνώμη» τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως Σοφρωνίου, μέ τήν ὁποία ἐπεκρίνονταν οἱ ἐνέργειες αὐτές. Ἡ «διαγνώμη» τοῦ Πατριαρχείου ἔγινε εὐμενῶς δεκτή ἀπό μέρος τοῦ Ρουμανικοῦ Κλήρου (ὅπως τούς ἀδελφούς Ἐπισκόπους Φιλάρετο καί Νεόφυτο Σκριμπάν), ἐνῶ ἄλλοι τάχθηκαν ὑπέρ τῶν μεταρρυθμίσεων.
Μετά τήν πτῶση τοῦ Κούζα (1866), ὁ διάδοχός του Γερμανικῆς καταγωγῆς Βασιλιάς Κάρολος, καίτοι Προτεστάντης, προσπάθησε νά ὁμαλοποιήσει τά ἐκκλησιαστικά πράγματα. Τό 1872 ψηφίσθηκε νόμος σχετικά μέ τήν ἐκλογή τῶν Μητροπολιτῶν Βλαχίας καί Μολδαβίας καί τῶν ἐπαρχιακῶν Ἐπισκόπων, τήν λειτουργία τῆς Συνόδου, κ.ἄ. καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας κηρύχθηκε αὐτοκέφαλος. Τό 1885 ὁ Μητροπολίτης Βλαχίας Καλλίνικος Μικλέσκου, διαβίβασε στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως αἴτηση γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ αὐτοκεφάλου, ἡ ὁποία καί δόθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ μέ τήν ἔκδοση Συνοδικοῦ Τόμου.
Μετά τήν ἕνωση ὅλων τῶν Ρουμανικῶν ἐπαρχιῶν μετά τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ὁ Πριμᾶτος τῆς Ρουμανίας Μύρων Κριστέα ὀνομάσθηκε Πατριάρχης μέ τόν τίτλο «Ἀρχιεπίσκοπος Βουκουρεστίου, Μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας καί Πατριάρχης Ρουμανίας» (1925) καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως.
Τό 1924, ὁ Μητροπ. Μύρων προχώρησε στήν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου καί σέ σφοδρούς διωγμούς ἐναντίον τῶν ἀντιδρώντων στήν ἀλλαγή. Κύριος ἀντίπαλος τῆς ἀλλαγῆς ὑπῆρξε ὁ Ἱερομόναχος τῆς Σκήτης Ποκρώβ Μολδαβίας Γλυκέριος Tanase, ἱδρυτής τῆς Μονῆς Μεταμ. Σωτῆρος Σλατιοάρας (σημ. 100 Μοναχοί). Τό 1955 ἡγήθηκε τῶν Ρουμάνων Παλαιοημερολογιτῶν ὁ βοηθός Ἐπίσκοπος τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας Γαλακτίων Kordun (+ 1956), ἀπό τόν ὁποῖο χειροτονήθηκαν Ἐπίσκοποι οἱ Ἱερομόναχοι Γλυκέριος, Μεθόδιος καί Εὐλόγιος καί προέκυψε ἡ Παλαιοημερολογιτική Ρουμανική Ἱεραρχία τῆς Μονῆς Σλατιοάρας, τῆς ὁποίας σήμερα ἡγεῖται ὁ Μητροπ. Βλάσιος Mogrizan, Πρόεδρος 9μελούς Συνόδου. Ὁ ἐπ. Γλυκέριος ἀπεβίωσε τό 1985 ὡς Μητροπολίτης καί τόν διαδέχθηκε ὁ Μητροπ. Σίλβεστρος (+ 1992). Τό 1995 διακηρύχθηκε ἡ ἁγιότητα τοῦ Μητροπ. Γλυκερίου ἀπό τήν ὑπό τόν Μητροπ. Βλάσιο Σύνοδο.
Ἡ ὑπό τόν Μητροπ. Βλάσιο Ἱεραρχία δραστηριοποιεῖται σέ ὁλόκληρη τήν Ρουμανία καί ποιμαίνει περί τό 1.000.000 πιστούς. Σύμφωνα μέ τά στοιχεῖα τῆς Ἰστοσελίδας τῆς «Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων», διαθέτει 130 ἐνορίες, 13 Μονές καί 21 Ἡσυχαστήρια μέ 272 Μοναχούς καί 490 Μοναχές, 152 Ἱερεῖς καί 30 Διακόνους.
Μία δεύτερη Παλαιοημερολογιτική Ρουμανική Ἱεραρχία δημιουργήθηκε ἀπό τόν ἀντικαθεστωτικό Ρουμάνο Ἐπίσκοπο Βίκτωρα Leu τό 1960. Τήν Ἱεραρχία αὐτή σήμερα συγκροτοῦν οἱ Ἐπίσκοποι Κασσιανός καί Γερόντιος πού δραστηριοποιοῦνται στήν Μολδαβία, μέ 10 Κληρικούς καί ἰσάριθμες ἐνορίες, 2 Μονές καί 10.000 περίπου πιστούς.
Μετά τήν πολιτική ἀλλαγή καί τήν ἐπικράτηση τοῦ Κομμουνισμοῦ στήν Ρουμανία, τό 1944, τό μέν Πατριαρχεῖο ἀκολούθησε τήν πορεία τῶν ἀντιστοίχων Ἐκκλησίων τῶν κατά παράδοσι Ὀρθοδόξων χωρῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Συνασπισμοῦ (τῆς πλήρους ὑποταγῆς καί σκανδαλώδους συνεργασίας μέ τό καθεστώς), οἱ δέ Οὐνίτες τῆς Ρουμανίας (πού ἀριθμοῦσαν πλέον τοῦ 1.500.000 πιστῶν, συγκροτημένων σέ μία Μητρόπολη καί δύο Ἐπισκοπές), ὑποχρεώθηκαν μετά ἀπό συμφωνία τῆς Κομμουνιστικῆς Κυβερνήσεως μέ τό Βατικανό, νά ἑνωθοῦν μέ τό Πατριαρχεῖο (1948). Τό 1990, μετά τήν πτώση τοῦ καθεστῶτος Τσαουσέσκου, οἱ Ρουμάνοι Οὐνίτες ἐπανενώθηκαν μέ τόν Πάπα.
Σύμφωνα μέ τά στοιχεῖα τῶν «Διπτύχων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας συγκροτεῖται ἀπό 22 ἐπαρχίες (στίς ὁποίες ὑπηρετοῦν 41 Ἀρχιερεῖς), 123 Πρωθιερίες, 8.400 κύριες ἐνορίες καί 3.400 μικρότερες (στίς ὁποίες ὑπηρετοῦν 9.400 Ἱερεῖς καί Διάκονοι). Μέ εξαιρετικῶς ἀκμάζοντα Μοναχισμό, διαθέτει 324 Μονές καί Σκήτες (στίς ὁποίες μονάζουν 4. 100 Μοναχοί καί Μοναχές). Διαθέτει δέ 11 Θεολογικές Σχολές καί 31 Θεολογικά Σεμινάρια. Ἐπισήμως οἱ πιστοί ἀριθμοῦνται πλέον τῶν 20.000.000. Μετά τόν Μύρωνα (1925 — 1939) Πατριάρχες ἀναδείχθηκαν ὁ Νικόδημος (1939 — 1948), ὁ Ἰουστινιανός (1948 — 1977), ὁ Ἰουστῖνος (1977 — 1986) καί ὁ σημερινός Πατριάρχης Θεόκτιστος (1986).

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
@ Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ» 2006
Hosted by uCoz