ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
Ἐκδίδεαι ἀπό τό Κέντρο Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη,
(Διεύθυνσις: Στρογγύλη 194.00 Κορωπί Τ.Θ. 54. Τηλ. 210 60 20 176)
Ὑπεύθυνος: Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος
ΑΡΙΘΜ. 151


ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
 
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΑΙ
 
Τοῦ κ. Ἀντωνίου Μάρκου
 
Κατά καιρούς διατυπώνεται ἀπό εὐλαβεῖς (κυρίως νέους ἀνθρώπους), τό ἐρώτημα: «Ἔχουν ἀναδειχθεῖ Ἅγιοι ἐντός τῶν κόλπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά τό 1924;» Ἡ ἀπάντησις εἶναι θετική. Ναί, ὁ Θεός ἐλέησε τήν ἐποχή μας, τήν ἐποχή τῆς ἀρνήσεως καί τῆς ἀποστασίας, μέ τήν ἀνάδειξιν ἁγίων πρός δόξαν τοῦ ἁγίου Του ὀνόματος.  Τήν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τῶν Ἁγίων αὐτῶν δέν ἐπέτρεψε ἀκόμη ἡ ἐμπερίστατη κατάστασις τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τά σχίσματα πού ἐτραυμάτισαν τό σῶμα Αὐτῆς.  Ὅμως, θά πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι οἱ διακηρύξεις ἁγιότητος ἀπό Ἐκκλησιαστική (Πατριάρχη ἤ Σύνοδο) ὡς θεσμός εἶναι κάτι σχετικῶς πρόσφατο εἰς τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας (16ος αἰών κ. ἑξ.). Ἡ μή εἰσέτι διακήρυξις τῆς ἁγιότητος τῶν ὑπό τοῦ Θεοῦ δεδοξασμένων προσώπων, οὐδόλως δεσμεύει τούς πιστούς νά τιμοῦν ὡς Ἁγίους τά πρόσωπα αὐτά καί νά ἐπικαλοῦνται τίς πρεσβεῖές τους πρός τόν Θεό.
    Τά ἐπ’ ἁγιότητι μαρτυρούμενα πρόσωπα ἐντός τῶν κόλπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἶναι – κατά χρονολογική σειρά - τά ἀκόλουθα:
 
Νεομάρτυς Αἰκατερίνη τῆς Μάνδρας (+1927)
 
Τραυματίσθηκε θανασίμως κατά τήν ἱστορική ἀγρυπνία τῆς 7ης πρός 8ην Νοεμβρίου 1927, στόν Ι.Ν. Ἁγίων Ταξιαρχῶν Μάνδρας Ἀττικῆς, ὅταν δυνάμεις τῆς Χωροφυλακῆς ἐπετέθησαν κατά τῶν προσευχομένων πιστῶν, κατ’ ἐντολήν τοῦ καινοτόμου Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου. Ἀπεβίωσε συνεπείᾳ τῶν τραυμάτων στό Θεραπευτήριο «Εὐαγγελισμός» τῶν Ἀθηνῶν, σέ ἡλικία 26 ἐτῶν. Ἡ τιμία της κάρα φυλάσσεται στήν Ι.Μ. Παναγίας Κερατέας, «ὡς Λείψανον μαρτυρικόν».
Σχετικές δημοσιεύσεις ἔχουν γίνει στήν Ἐφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» (τῆς ἐποχῆς τοῦ συμβάντος), τό Περιοδικό «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων» καί τό ἱστορικό περιοδικό «Τά Πάτρια», ἐνῶ ἔχει ἁγιογραφηθεῖ Εἰκόνα Της καί ἔχουν φιλοπονηθεῖ Ἀπολυτίκιο – Κοντάκιο καί Μεγαλυνάριο πρός τιμήν της.

Γέρων  Μωϋσῆς τῶν Ἀθηκίων (+1946)
 
Πνευματικό ἀνάστημα τοῦ ὁσίου Παχωμίου τῆς Χίου (1905) καί παραδελφός τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Μητροπ. Πενταπόλεως (+1920), μόνασε στό Προβάτειο Ὅρος τῆς Χίου. Γιά τήν στήριξη τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας ἵδρυσε τίς Μονές τῆς ἁγίας Μαρίνης Σοφικοῦ, Ἁγίων Ταξιαρχῶν Ἀθηκίων καί Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων (ν. Κορινθίας), ὑπό τήν ποιμαντικήν σκέπην τοῦ τότε Ἐπισκόπου Βρεσθένης καί ἔπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ματθαίου(+1950), μετά τοῦ ὁποίου συνεργάσθηκε γιά τήν πρόοδο τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος ὑπέρ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1946 καί ἐνταφιάσθηκε στήν Μονή Εὐαγγελιστρίας, ὅπου ὁ τάφος του. Τά λείψανά του ἐκτίθενται σέ προσκύνηση στήν Μονή ‘Αγίων Ταξιαρχῶν.
Κατά τήν δεκαετία τοῦ 1970, τό πνευματικό του τέκνο Ἐπίσκοπος (τότε)  Κορινθίας Κάλλιστος συνέγραψε καί ἐξέδωσε τήν ἱστορία τῶν Μονῶν Ταξιαρχῶν καί Εὐαγγελιστρίας καί τόν βίο τοῦ μακαρίου Γέροντος. Ἐκεῖ δημοσιεύονται ἀρκετά ἀξιόλογα περιστατικά, ἀναφερόμενα στό προορατικό τοῦ γ. Μωϋσέως, τήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρρησία του καί τό ὁσιακό του τέλος.
 
Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος, ὁ νέος Ὁμολογητής (+1950).
 
Ἐπωνομάσθηκε «σύγχρονος Ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας» καί «Ἅγιος Πατήρ» ἔτι ζῶν.  Κορυφαῖο στέλεχος τῶν Ζηλωτῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων, διακεκριμένος Πνευματικός καί μεγάλος ἀσκητής, κατῆλθε στόν κόσμο μετά τήν εἰσαγωγήν τῆς Παπικῆς καινοτομίας στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος  γιά τήν στήριξη τῶν ἀποιμάντων πιστῶν. Τό 1927  ἵδρυσε τήν γυναικεία Ἰ. Μονή Παναγίας Κερατέας καί τό 1934 τήν ἀνδρώα Ἰ. Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κουβαρᾶ, στίς ὁποῖες τό 1950 μόναζαν 400 μοναχές καί 150 μοναχοί ἀντιστοίχως, ἀναδειχθείς Μοναστικός Ἀββᾶς. Τό 1935 ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Βρεσθένης. Χειροτόνησε περί τούς 20 Κληρικούς καί τό 1948 Ἐπισκόπους. Μέ τίς χειροτονίες αὐτές μετέδωσε γνησία καί ἀνόθευτο τήν πρό τοῦ σχίσματος τοῦ 1924 Ἀποστολική Διαδοχή στήν ὑπ’ αὐτόν Ἱεραρχία τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἵδρυσε τό Τυπογραφεῖο τῆς Ἱ.  Μονῆς Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης καί ἐξέδωκε τό περιοδικό «Πολύτιμος Θησαυρός Μετανοίας», τόν «Μέγα Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καί πληθώρα βιβλίων, φυλλαδίων, Ἐγκυκλίων καί ἐπιστολῶν διά τῶν ὁποίων συνετέλεσε τά μέγιστα στήν διαμόρφωση, διάδοση καί διάσωση τῆς Ὁμολογίας – Ἐκκλησιολογίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τό 1949 ἀναδείχθηκε πρῶτος γνησίως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος  Ἀθηνῶν μετά τό σχίσμα τοῦ1924. Τό αὐτό ἔτος ἀφώρισε «ἐν ἐπιτραχηλίῳ καί ὠμοφορίῳ» μετά τῆς περί αὐτόν Ἱερᾶς Συνόδου τήν Μασωνία.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 14.5.1950 καί ἐνταφιάσθηκε στήν Ἰ.  Μονή Παναγίας, ὅπου ὁ τάφος του.  Τά Λείψανά του ἐκτίθενται σέ προσκύνηση στό Δεσποτικό τῆς  Ἱ.  Μονῆς Παναγίας.
Γιά τόν βίο καί τό ἔργο του ἔχουν γίνει ἐκτεταμένες δημοσιεύσεις στόν «Κήρυκα Γνησίων Ὀρθοδόξων» κ.ἄ. περιοδικά. Ἀπό τό πνευματικό του τέκνο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα, δημοσιεύθηκαν σέ ἰδιαίτερο τόμο οἱ ἐπιστολές του, ἐνῶ ὁ βίος του συνεγράφη ἀπό τόν Πρωθιερέα Εὐγένιο Τόμπρο καί ἐπίσης ἐκδόθηκε σέ ἰδιαίτερο Τόμο.
Ἡ μνήμη τῆς κοιμήσεώς του (14η Μαϊου) τιμᾶται ἀπ’ ἀρχῆς στήν Ι. Μονή Παναγίας μέ ὁλονύκτιο Ἀγρυπνία καί κατά τήν τελευταία 5ετία στήν Ἱερά Μητρόπολη Μεσογαίας  μέ Ἀρχιερατική θ.  Λειτουργία. Τό 2006 κατά τά Ἐγκαίνια τοῦ Ἱ.  Ναοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Καρέα, ἡ καθαγιασθεῖσα Ἁγία Τράπεζα ἀφιερώθηκε κοινῶς «Εἰς τούς ὁμολογητάς τῆς Πίστεως Σπυρίδωνα Ἐπ.  Τριμυθοῦντος, Μάρκον τόν Εὐγενικόν καί Ματθαῖον τόν νέον Ὁμολογητήν».
Ἔχουν ἁγιογραφηθεῖ Εἰκόνες του καί ἔχουν φιλοπονηθεῖ δύο Ἀσματικές Ἀκολουθίες πρός τιμήν του.
Τό 2006 ἡ περί τόν Μητροπολίτην Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκον Ἱερά Μητροπολιτική Σύνοδος, ἀνεκήρυξε τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ματθαῖον Ὁμολογητήν τῆς Πίστεως.
Στό ἀρχεῖο τοῦ γράφοντος ἔχουν καταχωρηθεῖ 41 περιπτώσεις σημείων – θαυμάτων (προοράσεως, προφητείας καί θεραπειῶν) ἀπό τίς ὁποῖες οἱ τρεῖς ἀφοροῦν τήν μετά τήν μακαρίαν του κοίμηση περίοδο (μία ἐμφάνιση καί δύο θεραπεῖες).
 
Ἱερομόναχος Ἰγνάτιος, ὁ νέος Παντελεήμων (+1971)
 
Χαρισματικός Κληρικός, κατά κόσμον Ἱατρός, ὁδηγήθηκε στήν Γνησία Ὀρθοδοξία μετά ἀπό ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὑπηρετοῦσε στήν Νεοημερολογιτική ’Αρχιεπισκοπή Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεττανίας.  Ὑπηρέτησε ὡς Ἱεραποστολικός Ἱερεύς σέ ἀκριτικές κυρίως περιοχές (Σάμο, Κρήτη, Κάλυμνο, Ξάνθη),  ὅπου διακρίθηκε ὡς Πνευματικός. Ὑπηρέτησε ἐπίσης ἕνα διάστημα καί ὡς Β΄ Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἀσκητής μέσα στόν κόσμο, μεγάλος νηστευτής καί ἐγκρατευτής, εὐεργέτησε πολλούς δι’ εὐχῶν του, ἀλλά προκάλεσε καί τήν ἔχθρα ὑψηλοβάθμιων συναδέλφων του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξορισθεῖ (!) στό Ἅγιον Ὄρος.
Ἀπεβίωσε στό Σανατόριο Ἀσβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης, καταβεβλημένος ἀπό τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως, ἀφοῦ προεῖδε τόν θάνατό του. Ἐνταφιάσθηκε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἡ τιμία του Κάρα φυλάσσεται στήν Καλύβη Γεννήσεως Χριστοῦ Κατουνακίων καί ἡ δεξιά ἀπό πιστή τῆς Ξάνθης. Τόν βίο του κατέγραψε καί ἐξέδωσε σέ ἰδιαίτερο Τόμο ὁ Θεσσαλονικεύς θεολόγος κ. Σωτήριος Χρυσανθόπουλος. Σέ πολλές μετά θάνατον ἐμφανίσεις του, σέ πιστούς πού δέν τόν γνώριζαν συστήθηκε ὡς «Ἰγνάτιος ὁ νέος Παντελεήμων».
 
Ὁ διά Χριστόν Σαλός Χαράλαμπος τῶν Καλαμῶν (+1974).
 
Γόνος τῆς Μεσσηνιακῆς γῆς, ἔζησε ὅλην του τήν ζωή ὑποκρινόμενος τόν σαλό γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ξυπόλυτος, ντυμένος μία λινάτσα, μέ τά μαλλιά ἀχτένιστα καί κρατώντας ἕνα ξύλινο σταυρό, «ζητιάνευε στά σπίτια πού εἶχαν, γιά τά σπίτια πού δέν εἶχαν» βρίσκοντας καταφύγιο σέ ἐξωκκλήσια.
Μορφή ὄντως βιβλική, μέ τό ἁπλό του κήρυγμα ἤλεγχε τήν ἐκκλησιαστική ἀποστασία καί τό κοινωνικό κακό (κυρίως τήν ἀδικία καί τήν ἀνηθικότητα).  Φοβερός στίς προφητεῖές του, οἱ ὁποῖες ἐπαληθεύθηκαν μέ καταπληκτική ἀκρίβεια, κατέλιπε μνήμην προφήτου καί ἐναρέτου ἀνδρός, ὀργάνου τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά καί ἐνταφιάσθηκε στήν Μονή Εὐαγγελιστρίας – Σκήτη Παναγουλάκη Καλαμῶν, ἡ ἀδελφότητα τῆς ὁποίας ἐξέδωσε τόν βίο του.
 
Ὁ Ἐρημίτης Γεννάδιος τῶν Ἀκουμίων (+1983)
 
Ἀρχικά κοινοβιάτης μοναχός τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Κουδουμᾶ (στή νότια Κρήτη), τῶν Ὁσίων Γερόντων Παρθενίου καί Εὐμενίου, στήν συνέχεια ἔζησε ἐρημητικά - ἡσυχαστικά γιά 70 περίπου χρόνια, σέ ἕνα πτωχό κελλί δίπλα στό ἐξωκκλήσιο τῆς ἁγίας Ἄννης, στήν Γυαλιά τῶν Ἀκουμίων Κρήτης. Ἀγωνιζόμενος ἀξιώθηκε ὑπερβατικῶν καί ὑπερφυῶν ἁγιοπνευματικῶν καταστάσεων καί θείων ἀποκαλύψεων. Ἐλεημένος μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως, εὐεργέτησε πολλούς πιστούς ἀποκαλύπτοντας κρυφές ἁμαρτίες καί ἐπερχόμενα δεινά..
Χωρίς νά μετακινηθεῖ σωματικῶς ἀπό τό ἀσκητήριό του, βρέθηκε «ἐν πνεύματι» στήν Ἀμερική καί στήν Γεωργούπολη Χανίων (κατά τήν διάρκεια τοῦ φοβεροῦ δυστυχήματος τοῦ πνιγμοῦ 21 μαθητριῶν, τό 1971), ἐνῶ «ἠρπάγη εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» καί «εἰς τόν τόπον τῆς βασάνου».
Κοιμήθηκε ὁσιακά, ἀφοῦ προεῖδε τόν θάνατό του, καί ἐνταφιάσθηκε στό ἀσκητήριό του. Κατά τήν ἀνακομιδή του τό Λείψανό του βρέθηκε συγκρατούμενο μέ τό Ἀγγελικό σχῆμα καί τά μοναχικά ἐνδύματα ἀνέπαφα.
Τόν βίο του συνέγραψε καί ἐξέδωσε σέ ἰδιαίτερο τόμο ὁ Ρεθύμνιος θεολόγος κ. Στυλιανός Παπαδογιαννάκης.
Ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά μετά θάνατον ἐμφανίσεις του καί διά πρεσβειῶν του θεραπεῖες.
 
Ἡ διά Χριστόν Σαλή Ταρσώ τῆς Μονῆς Κερατέας (+1984)
 
Καταγομένη ἀπό ναυτική οἰκογένεια τῆς Ἄνδρου, κατά τήν νεανική της ἡλικία ἀσθένησε ἀπό ψυχική νόσο. Τό 1949 ἡ μητέρα της τήν ἔφερε στήν Ἱ. Μονή Παναγίας Κερατέας, ὅπου δι’ εὐχῶν τοῦ Ἁγίου Πατρός Ἀρχιεπισκόπου Ματθαίου θεραπεύθηκε, ἀλλά καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου σήκωσε θεληματικῶς τόν σταυρό τῆς ἐπιπλάστου μωρίας καί ἔζησε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της ὡς διά Χριστόν Σαλή.
Γιά διάστημα 50 ἐτῶν ἔζησε στό δάσος ἔξω ἀπό τήν Μονή, σέ καλύβες πού ἔφτιαχνε ἡ ἴδια, ἐκτεθειμένη στό ψῦχος τόν χειμώνα καί στόν καύσωνα τό Καλοκαίρι, μέ ἕνα πέτσινο λουρί σφιγμένο στό πρόσωπό της!  Τά Καλοκαίρια μέ τίς μεγάλες ζέστες, μέ τίς τσέπες γεμάτες πέτρες, μετέφερε τενεκέδες μέ νερό γιά νά καταπονεῖ τό σῶμά της!
Σύμφωνα μέ ἀκριβέστατες μαρτυρίες ἦταν ἠλεημένη μέ τό προορατικό χάρισμα καί ἡ προσευχή της ἦταν δεκτή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της δέχθηκε νά κατοικήσει στό κελλί, ὅπου καί τελειώθηκε εἰρηνικά. Ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς. Μετά τήν ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων της, κάποια ἀποτμήματα διεσπάρησαν μέχρι καί τήν Κύπρο, ὅπου φυλάσσονται εὐωδιάζοντα.
Τόν βίο της ἔγραψε ὁ Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἰω. Κορναράκης, ὁ δέ ἐκδοθείς σχετικός Τόμος ἐξαντλήθηκε ἐνωρίτατα.
 
Ἡ Μοναχή Σαλώμη τῆς Λάρισας (+1978)
 
Μία ἔγγαμη χριστιανή τῆς Λαρίσης, ἔζησε κατά Χριστόν μέ τόν σύζυγό της, ἐργαζόμενοι καί οἱ δύο τήν ἀρετή τῆς ἀκτημοσύνης. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της δέχθηκε τό Ἀγγελικό σχῆμα μέ τό ὄνομα Σαλώμη στό Ἱ. Ἡσυχαστήριο Ἁγίων Ἀποστόλων Ραψάνης Λαρίσης (τοῦ μακαριστοῦ Ἰερομονάχου Θωμᾶ Γκαραγκούνη), ὅπου ἔμεινε μέχρι τόν θάνατό της, διαρκῶς καί συνεχῶς προσευχομένη.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1978 καί ἐνταφιάσθηκε στό Ἡσυχαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ ἁγιότητα τῆς μακαρίας της ψυχῆς ἔγινε ἀντιληπτή ὅταν κατά τήν ἀνακομιδή της (ἀπό τόν μακαριστό Ἱερέα π. Ἰωαννίκιο Ἰωάννου), τά Λείψανά της βρέθηκαν εὐωδιαστά καί ἡ εὐωδία της διαχύθηκε στήν γύρω περιοχή, σέ ἀπόσταση δεκάδων μέτρων!  Σήμερα φυλάσσονται στό Ἡσυχαστήριο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ἀποτμημά τους στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης Μάνδρας Ἀττικῆς.
 
Ὁ διά Χριστόν Σαλός Λεόντιος τῆς Σάμου (+1993)
 
Ἀρχικῶς Κληρικός τῆς Νεοημ. Μητροπόλεως Σάμου, ἀναμείχθηκε ἐνεργά στήν Ἐθνική Ἀντίσταση (τήν περίοδο 1941-44), ἀλλά μόλις ἐκδηλώθηκε ὁ Ἐμφύλιος Πόλεμος κατέφυγε στά Ἱεροσόλυμα καί ὑπηρέτησε στόν Πανάγιο Τάφο. Μετά τήν λήξη τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου ἐπέτρεψε στήν Ἑλλάδα καί ἐντάχθηκε στήν Γνησία Ὀρθόδοξο Έκκλησία, ὑπό τόν Ὁμολογητή Ἀρχιεπίκοπο Ματθαῖο. Στήν συνέχεια μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε σέ σπήλαιο. Ἀσκούμενος καί ἀγωνιζόμενος ἀπέκτησε φήμη μεγάλου πνευματικοῦ. Ἐκτός ἄλλων (Μοναχῶν καί Συνοδειῶν) ἦταν πνευματικός καί τῶν 12 λεγομένων ἀνωνύμων ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐπεξηγοῦσαν θεῖα μυστήρια, τοῦ ἑρμήνευαν τά κάλλη τοῦ Παραδείσου, τοῦ προέλεγαν γιά τό μέλλον τοῦ Ὄρους καί τελικά τοῦ συνέστησαν νά ἐπιστρέψει στήν Σάμο γιά νά βοηθήση πνευματικά τόν λαό.
Στήν Σάμο ὁ π. Λεόντιος ἔζησε περίπου 40 χρόνια ὡς διά Χριστόν Σαλός. Χωρίς μόνιμη κατοικία, ζητοῦσε καταφύγιο στά ἐξωκκλήσια τοῦ νησιοῦ. Ξυπόλυτος, ρακένδυτος, μέ αὐστηρή νηστεία, κήρυττε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στίς πλατεῖες τῶν χωριῶν καί τῶν πόλεων, ἀκόμη καί στήν πλατεία Ὁμονοίας τῶν Ἀθηνῶν. Κύρια θέματά του ἦταν ἡ ἡμερολογιακή ἀλλαγή καί τά ἐσχατολογικά ὑπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Συνήθως δέν ἔμπαινε σέ αὐτοκίνητο καί ὅταν χρησιμοποιοῦσε λεωφορεῖο καθόταν στό πάτωμα.Ὁ λόγος του ἦταν αὐστηρά ἐλεγκτικός, τόσο ἀπέναντι στήν ἐκκλησιαστική ἀποστασία, ὅσο καί ἀπέναντι στήν κοινωνική ἀδικία, τήν χαλάρωση τῶν ἠθῶν καί τίς παρεκτροπές τῶν ἀρχόντων τοῦ λαοῦ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1993 καί ἐνταφιάσθηκε παγκοίνως στό κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ του Πλάτανος. Κατά τήν ἀνακομιδή του τά Λείψανά του ἀνακομίσθησαν εὐδιάζοντα. Ἀπότμημά τους φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο ὁσ.  Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
Τήν περίοδο αὐτή ἀπό τόν γράφοντα γίνεται συλλογή στοιχείων καί μαρτυριῶν γιά τήν συγγραφή τοῦ βίου του.
 
Πέραν τῶν προηγουμένως ἀναφερομένων ἐννέα περιπτώσεων μαρτυρουμένων «ἐπ’ ἁγιότητι» προσώπων, ἀναδειχθέντων ἐντός τῶν κόλπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀσφαλῶς ὑπάρχουν καί οἱ ἀνώνυμοι, οἱ ἀφανεῖς, οἱ γνωστοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Ἅγιοι, τῶν ὁποίων τίς εὐχές ἐπιζητεῖ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά τούς γνωρίζει. Ἐντός πάντως τῶν στόχων τοῦ Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής» εἶναι καί ἡ συγκέντρωσις – καταγραφή στοιχείων καί μαρτυριῶν πού ἀφοροῦν τίς γνωστές ἐννέα περιπτώσεις «ἐπ’ ἁγιότητι» μαρτυρουμένων προσώπων. Γιά τόν λόγο αὐτό παρακαλοῦνται καί ἀπό τῆς θέσεως αὐτῆς οἱ πιστοί πού γνωρίζουν κάποια στοιχεῖα νά ἐπικοινωνήσουν μαζί μας καί νά καταθέσουν γραπτῶς καί ἐπωνύμως τήν μαρτυρία τους, πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι θαυμαστοῦ Θεοῦ καί τῶν δούλων Του.

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
@ ΓΟΕΕ 2007