ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Ἐκδίδεαι ἀπό τό Κέντρο Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη,

(Διεύθυνσις: Στρογγύλη 194.00 Κορωπί Τ.Θ. 54. Τηλ. 210 60 20 176)

Ὑπεύθυνος: Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος

ΑΡΙΘΜ. 208 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2008


Ο ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ – ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

Από το βιβλίο του π. Ιουστίνου Πόποβιτς:
«Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ»,
σελ. 226-228. Στο κείμενο έγινε γραμματική και γλωσσική απλοποίηση.

Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ό οποίος τελείται υπό τη μορφή γυμνού συναισθηματισμού, είναι στην πραγματικότητα ολιγόπιστη άρνηση του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αλήθειας (Β' Θεσ. 2, 13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους «αγάπης της αληθείας» (Β' Θεσ.2,10). Ή ουσία της αγάπης είναι ή αλήθεια ή αγάπη ζει και υπάρχει αληθεύουσα. Ή αλήθεια είναι ή καρδιά κάθε θεανθρώπινης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και κάθε μία από αυτές κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού ως τον μόνο ό όποιος είναι ή σάρκωση και ή εικόνα της Θείας Αλήθειας, δηλαδή της Παναλήθειας. Εάν τυχόν υπήρχε περίπτωση να είναι ή αλήθεια οτιδήποτε άλλο και όχι ό Θεάνθρωπος Χριστός, τότε αυτή θα ήταν μικρή, ανεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τέτοια θα ήταν ή αλήθεια, εάν ήταν νόημα, Ιδέα, θεωρία, νους, επιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα, ό άνθρωπος, ή ανθρωπότητα, ό κόσμος ή όλοι οί κόσμοι, ή οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ή όλα αυτά μαζί. Ή αλήθεια όμως είναι Πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατη και μη πεπερασμένη, αιώνια. Διότι στον Κύριο Ιησού ή Αλήθεια και ή Ζωή είναι ομοούσιες: ή Αλήθεια ή αιώνια και ή Ζωή ή αιώνια (πρβλ. Ίω. 14, 6' 1,4' 17,3). Εκείνος ό όποιος πιστεύει στον Κύριο Ιησού αυξάνει ακαταπαύστως δια της Αλήθειας Του στις θείες της απεραντοσύνες. Αυξάνει με όλο το είναι του, με όλη τη διάνοια του, με όλη την καρδιά και την ψυχή του. Εν Χριστώ οί άνθρωποι ζούμε «αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον έτσι μπορούμε να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ός εστίν ή κεφαλή, ό Χριστός» (Εφ. 4, 15), πάντοτε μέσα στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι αλλιώς δεν μπορεί ό άνθρωπος να αυξάνει σ' Εκείνον, «ος εστίν ή κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή στον Χριστό. Ας μην απατούμε τον εαυτό μας. Υπάρχει και ό «διάλογος του ψεύδους», όταν οί διαλεγόμενοι συνειδητά ή ασυνείδητα ψεύδονται ό ένας στον άλλο. Τέτοιος διάλογος είναι οικείος στον «πατέρα του ψεύδους», τον Διάβολο, «ότι ψεύστης εστί και ό πατήρ αυτού» (Ιω. 8,44). Οικείος είναι και σ' όλους τους εκούσιους ή ακούσιους συνεργάτες του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το «καλό» τους δια του κακού, να φθάσουν στην «αλήθεια» τους με τη βοήθεια του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» χωρίς τον διάλογο της αλήθειας. Διαφορετικά τέτοιος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Γι' αυτό και ή εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «ή αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12,9).
Ό αιρετικό-ουμανιστικός χωρισμός και ή διαίρεση της αγάπης και της αλήθειας είναι σημάδι ελλείψεως της θεανθρώπινης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής θεανθρώπινης ισορροπίας και ορθοφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήταν ποτέ ούτε είναι ή οδός των Πατέρων. Μόνο οί Ορθόδοξοι, ριζωμένοι και θεμελιωμένοι «συν πάσι τοις άγίοις» στην αλήθεια και στην αγάπη, έχουν και αναγγέλλουν, από την εποχή των Αποστόλων μέχρι σήμερα, αυτή τη θεανθρώπινη σωτηριώδη αγάπη προς τον κόσμο και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ό γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός [=μειωμένη χριστιανική ηθική] και ό ανθρωπιστικός ειρηνισμός του σύγχρονου Οικουμενισμού πράττουν μόνο ένα πράγμα: φέρνουν στο φως τις φυματικές ουμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή την αρρωστημένη φιλοσοφία τους και την ανθρώπινη, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2,8),ανίσχυρη ηθική τους. Φανερώνουν επιπλέον την κρίση της ανθρωπιστικής πίστεως τους στην αλήθεια και την δοκητιστική [=μή πραγματική αντίληψη] αναισθησία τους για την Ιστορία της Εκκλησίας, δηλαδή για την αποστολική και καθολική συνέχεια της στην αλήθεια και στη χάρη. Ενώ ό αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και ή ορθοφροσύνη ευαγγελίζονται με το στόμα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την έξης αλήθεια της πίστεως: «Ή πίστη είναι ή βάση των αρετών πού ακολουθούν, εννοώ της ελπίδας και της αγάπης, θέτοντας έτσι σαν βάση την αλήθεια με τρόπο ασφαλή» (Ρ.G. 90, 1189Α).
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικό μέτρο της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, πού κληρονομήθηκε από τους Αποστόλους, έχει όλοτελώς Θεανθρώπινο χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν Θεόπνευστος οι εξής λόγοι του ίδιου Αγίου: «Και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω να θλίβονται οί αιρετικοί, ούτε νοιώθοντας χαρά για την κακοποίηση τους, αλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι και αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τι είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε τα γράφω αυτά παρακινώντας σας να δείξετε τη σκληρότητα του Φιλάνθρωπου. Όχι τέτοια μανία! Αλλά τα γράφω αυτά για να σας παρακαλέσω να εκτελείτε και να εφαρμόζετε, με προσοχή και μετά από εξέταση, τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε τα πάντα σε όλους, ανάλογα με το τι χρειάζεται καθένας τους από εσάς.
Και θέλω και εύχομαι να είστε απόλυτα σκληροί και αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη σύσταση και συγκρότηση της φρενοβλαβούς (αιρετικής) δοξασίας τους. Και τούτο διότι εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και ως χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια ενισχύσεως της πλάνης (της αιρέσεως), πού έχει ως συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη φθορά εκείνων πού έχουν ήδη πέσει σ' αυτήν ( Ρ.G. 91,4650).

Καί ἕν μικρόν ἐπίκαιρον σχόλιον διά τά καθ’ ἡμᾶς:

Δέν εἶναι μόνον οἱ νεοημερολογῖται οἰκουμενισταί, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν «διαλόγους ψεύδους πρός ἀπόκρουσιν τῆς ἀληθείας», ἀλλά καί οἱ παλαιοημερολογῖται οἰκουμενισταί. Τοιοῦτον «διάλογον ψεύδους» μετά τῶν Φλωρινικῶν τοῦ Χρυσοστόμου Κιούση, ἐπεδίωξαν ἐν ἔτει 1998 οἱ πράκτορες τοῦ νεοημερολογιτισμοῦ εἰς τόν χῶρον τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου (Κάτσουρας, Μάξιμος, Σακαρέλλος καί Καλλίνικος). Στόχος των ἦτο ἡ ἀθώωσις τοῦ Φλωρινικοῦ σχίσματος τοῦ 1937, διά τῆς ἐπί σχισματικῶν χειροθεσίας τοῦ 1971 ἐπί τῶν δύο Ἀρχιερέων Καλλίστου καί Ἐπιφανίου, ἡ «ἐδῶ καί τώρα» ἕνωσις μετά τῶν Φλωρινικῶν καί ἐν συνεχεία ὑπαγωγή των ὑπό τόν Νεοημερολογιτισμόν, συνωδά τῆ ἀποφάσει τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, καθώς καί κατόπιν τῶν ὑπ’ ἀριθμ. 54/76 καί 46/91 βλασφήμων Ἀπαλλακτικῶν Βουλευμάτων (Πλημμελειοδικείου Πειραιῶς καί Δράμας ἀντιστοίχως), ἤτοι ἡ ἐνίσχυσις τῆς φρενοβλαβοῦς παναιρετικῆς δοξαξίας τῶν οἰκουμενιστῶν νεοημερολογιτῶν καί παλαιοημερολογιτῶν.
Ἡμεῖς τότε ἀντεδράσαμεν σθεναρῶς ἐπ’ αὐτῶν, ἀλλά δυστυχῶς οὗτοι παρέσυραν εἰς τήν προδοσίαν τήν ἄβουλη πλειοψηφία τῶν Ἀρχιερέων καί τελικῶς εἰς τήν σχισματοαίρεσιν τῶν Νικολαϊτῶν. Μετά ἀπό μίαν δεκαετίαν, (1998-2008), ἀναλογιζόμενοι, τά ὅσα συνέβησαν τότε, καί προπάντων τήν πανουργίαν τῶν ἀνωτέρω πρακτόρων καί τήν ἐπιμονήν των νά περάσουν τό ψεῦδος καί νά ἀποσκορακίσουν τήν ἀλήθεια (τήν ἀκαινοτόμητον Πίστιν καί Ὁμολογίαν καί τήν γνησίαν καί ἀνόθευτον Ἀποστολικήν Διαδοχήν), διαπισώνομεν πόσον σημαντική ἦτο ἐκείνη ἡ ἄρνησίς μας νά συμπράξωμεν μετ’ αὐτῶν εἰς «ἀθεωτάτην μεταστοιχείωσιν τῶν πάντων». Καί τώρα δι’ ἐκείνην τήν ὀρθόδοξον στάσιν καί ἐπιμονήν μας δέν εὑρίσκομεν καταλληλότερον «ὑπερασπιστήν» ἀπό τήν προτροπήν τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τήν ὁποίαν κατεχώρισεν εἰς τό ὡς ἄνω κείμενόν του ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Και θέλω και εύχομαι να είστε απόλυτα σκληροί και αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη σύσταση και συγκρότηση της φρενοβλαβούς (αιρετικής) δοξασίας τους. Και τούτο διότι εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και ως χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια ενισχύσεως της πλάνης (της αιρέσεως), πού έχει ως συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη φθορά εκείνων πού έχουν ήδη πέσει σ' αυτήν ( Ρ.G. 91,4650).

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
@ ΓΟΕΕ 2008