ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Ἐκδίδεαι ἀπό τό Κέντρο Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη,

(Διεύθυνσις: Στρογγύλη 194.00 Κορωπί Τ.Θ. 54. Τηλ. 210 60 20 176)

Ὑπεύθυνος: Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος

ΑΡΙΘΜ.  ΤΕΥΧΟΥΣ 95


Μετάφρασις ἐκ τοῦ Ρωσικοῦ

Ἀνάλυσις τῶν δογματικών κατηγοριών, τῶν διατυπωθεισῶν ὑπό τοῦ Μητρ. Πειραιώς Νικολάου εἰς τήν ἀναφοράν του («Εἰσήγησιν») ἀπό 14 Φεβρουαρίου 2002 (ε. η.), κατά τοῦ Ελ. Γκουτζίδη, ὁ ὁποίος ὠνόμασε τήν Ὑπεραγία Τριάδα «πρώτην ἄναρχον Ἐκκλησίαν»
 
‘Υπό Δημητρίου Καποῦστιν Πετρούπολις Ρωσίας

Ἐξετάζοντας αυτές τις κατηγορίες, θα ήθελα κατ’ αρχάς να δώσω προσοχή στο γεγονός, ότι ο κατήγοροςόχι μόνο επιμένει στην απουσία των αγιοπατερικών μαρτυριών σχετικώς με το να ονομάζει κανείς τηνΥπεραγία Τριάδα την πρώτη, άναρχο Εκκλησία, αλλά επίσης ισχυρίζεται ότι είναι απαραδέκτη η ιδέα ότιη γήϊνη Εκκλησία έχει καλεστεί να υπάρχει η εικόνα της Υπεραγίας Τριάδος, που προσομοιώνεται με την ενότητα της με την ενότητα των τριών Θεϊκών Προσώπων. Ο κατήγορος δηλώνει ότι μια τέτοια ιδέα διαψεύδεται από την απουσία της ταυτότητας μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ενότητας. Ωστόσο, η έννοια της εικόνας υπονοεί μόνο κάποια ομοιότητα με το πρωτότυπο, μην αποκλείοντας όμως την δυνατότητα ότι υπάρχουν διαφορές απ’ αυτό.

Να πως ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός ορίζει την έννοια εικόνας στον «Πρώτο λόγο απολογητικό προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας». Από το κεφάλαιο 9: «Εικών μεν εστί ουν ομοίωμα χαρακτηρίζον το πρωτότυπον μετά του καί τινα διαφοράν έχειν προς αυτό».
Θα ασχοληθώ τώρα με την ανάλυση της αναφοράς του Μητρ. Νικολάου.

М
ητρ. Νικόλαος: Δεν γνωρίζει ο θεολόγος Ελ. Γκουτζίδης ότι εις την περίπτωσιν της Αγ. Τριάδος έχομε εκ φύσεως ενωσιν, λόγω της ομοουσιότητος και αρά είναι αδύνατο η Αγίας Τριάς να είναι (χαρακτηρίζε­ται), Εκκλησία, ή οποία εξ ορισμού σημαίνει κλήσι προς ενότητα των το πριν διεστώτων; Δεν κατανοεί οτι αν δεχθούμε την Άγια Τριάδα ως Εκκλησία προσβάλλε­ται το άδιαίρετον της Παναγίας Τριάδος, διότι τότε θεωρητικώς είναι ανοικτόν το ενδεχόμενον ως Εκκλησία ή Αγία Τριάς να ήτο κάποτε χωρισμέ­νη ή και η δυνατότης να χωρισθή εις το μέλλον;

 
Δ. Κ. Με αυτόν τον τρόπο ο Μητρ. Νικόλαος ισχυρίζεται, ότι η λέξη «Εκκλησία» δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην Αγία Τριάδα με καμμιά έννοια, επειδή αυτή η λέξη γλωσσολογικά εννοεί τη σύναξη τῶν τό πριν διεστώτων.. Εν τούτοις, ο Μέγας Φώτιος γράφει (Ομιλία IX, 9):  «Τί δ' ούν ό πλάστης καί κηδεμών, άρα παρείδεν είς τέλος τό πλάσμα ταλαιπωρούμενον...; Ού μέν ούν. Πώς γάρ όπερ φιλοτιμούμενος έπλασεν, ἠνέσχετ' άν ήδέως όράν συλαγωγούμενον καί πλανώμενον; Διό πρός έαυτήν μέν ή τής Τριάδος ένότης, εί θέμις ειπείν, εκκλησιάσασα, θέμις δέ τούτο λέγειν έπί τής άναπλάσεως, ότι τό «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' είκόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν» έπί τής πλάσεως είρηται· τώ ένιαίω τής γνώμης βουλήματι, τήν άνάπλασιν τού συντριβέντος διετίθετο πλάσματος».
Σ' αυτό το απόσπασμα το παράγωγον από τη λέξη «Εκκλησία» χρησιμοποείται ακριβώς σε σχέση με την ενότητα των τριών προσώπων, αφού ο πληθυντικός στη βιβλική μαρτυρία «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν καί καθ' ομοίωσιν», κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, μαρτυρεί ακριβώς περί της βουλής των Προσώπων της Υπεραγίας Τριάδος:
 
Κανών εις την Υπεραγίαν Τριάδα, ήχος β', κάθισμα:
«Ότε κατ' αρχάς, τον Αδάμ διέπλασας Κύριε, τότε τω λόγω Σου τω ενυποστάτω, εβόησας εύσπλαγχνε. Ποιήσωμεν κατά την ημετέραν ομοίωσιν, το δε Πνεύμα το άγιον συμπαρήν δημιουργόν, διό βοώμέν Σοι, Ποιητά ο Θεός ημών, δόξα Σοι»
 
Επομένως, η χρήση της λέξης «Εκκλησία» σε σχέση με την Υπεραγία Τριάδα δεν είναι γλωσσολογικά απαράδεκτη.
 
Εκτός απ' αυτό, στον ίδιο κάνονα μπορεί να βρεθεί και άλλο παράδειγμα της βουλής των Προσώπων της Υπεραγίας Τριάδας:
 
Κανών εις την Υπεραγία Τριάδα, ήχος α', ωδή α':
«Άνωθεν δεικνύς μοναδικόν, θεαρχικαίς εν τρισίν υποστάσεσι, κράτος, Πάτερ έφησας, τω ισουργώ Υιώ Σου, και τω Πνεύματι, Δεύτε καταβάντες, αυτών τας γλώσσας συγχέωμεν».
 
Мητρ. Νικόλαος: Κατ' αρχήν ό κ. Γκουτζίδης υπό τύπον ρητορικού ερωτήματος εκφράζει την πεποίθησίν του ότι η θεολογική τοποθέτησίς του περί της τελείας κοι­νωνίας και ενότητος των τριών θείων προσώπων ως «πρώτης άναρχου Εκκλησίας» είναι ορθόδοξος Τριαδολογική και εκκλησιολογική θέσις καί διατύπωσις και σπεύδει εν συνεχεία να το υποστήριξη και αποδείξη ξεκινώ­ντας από την παράθεσι σχετικών, κατ' αυτόν, Αγιογραφικών - Κυριακών μαρτυριών. Ειδικώτερον γράφει: «Ό Κύριος πρώτος κηρύσσει ότι η ενότητα καί κοινωνία των μελών της Εκκλησίας ως μελών του ιδικού Του Σώματος, θα είναι κατ' «εικόνα καί ομοίωσιν» προς την πλήρη καί τελείαν κοινωνίαν και ενότητα αγάπης της Ομουσίου και Τρισυπόστατου Θεότητας. Θέτει την Αγιοτριαδικήν κοινωνίαν και ενότητα ως ΠΡΟΤΥΠΟΝ της ενότητος και κοι­νωνίας των μελών του Σώματος της Εκκλησίας πού είναι το ιδικόν του Σώμα». Γράφων ο κ. Γκουτζίδης ότι ο «Κύριος κηρύσσει», αναφέρεται (το παραθέ­τει άλλωστε προηγουμένως) εις τους λόγους του Κυρίου εκ της Αρχιερατικής του προσευχής εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (Κεφάλαιον ΙΖ, στίχοι 20-21) «Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων διά του λό­γου αυτών εις Εμέ, ίνα πάντες εν ώσι, καθώς Συ, πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι Συ Με απέστειλας», του οποίου η μετάφρασις είναι: Δεν σε παρακαλώ μόνον γι' αυτούς (τους μαθητάς) αλλά και για κείνους πού θα πιστεύσουν με το κήρυγμα τους σε μένα, για να είναι όλοι ένα, όπως συ, πάτερ, είσαι μέσα μου και εγώ μέσα σου, να είναι και αυτοί μέσα μας ένα, για να πιστέψη ο κόσμος ότι συ με έστειλες. Είς το ανωτέρω απόσπασμα της Αρχιερατικής προσευχής Του, ο Κ.Η.Ι.Χ., κατά την έρμηνείαν των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, παρακαλεί τον Πα­τέρα του για την ενότητα των πιστών (να είναι όλοι ένα) εν τη Αγία Τριάδι («εν ημίν») πού σημαίνει ένωσι των πιστών με τον Χριστόν (μετοχή εις την άκτιστον δόξαν Του) και δι' Αυτού με την Αγίαν Τριάδα.
 
Δ. К  Ναι, οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν αυτό, αλλά όχι μόνο αυτό. Σύμφωνα με τις ερμηνείες τους στο αυτό το απόσπασμα από το Ευαγγέλιον, η ένωση των πιστών στο Θεό μπορεί να εννοηθεί με τις τρείς έννοιες:
 
1. Ὡς ομόνοια στην αληθινή πίστη και ενότητα του θελήματος,
2. Ὡς σωματική ενότητα με τον Χριστό, τον ενσαρκωθέντα Θέον Λόγον, με το να γευόμαστε το Σώμα Του στο Μυστήριο της Ευχαριστίας, καί
3. Ὡς πνευματική ενότητα μέσα στο ενιαίο Άγιο Πνέυμα, στην άκτιστη χάρη Του,  ἡ οποία είναι κοινή στα Τρία Πρόσωπα της Υπεραγίας Τριάδος.
 
О Μητρ. Νικόλαος μνημονεύει μόνο αυτόν τον τελευταίον τρόπο της ενοτήτας των πιστών.
 
Παραθέτουμε την ερμηνεία του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας σ' αυτά τα λόγια από το Ευαγγέλιον κατά Ιωάννην:
 «Τηρείσθαί γε μην εν τη καθ' ομόνοιαν τε και ταυτοβουλίαν ενώσει βούλεται τους μαθητάς ανακιρναμένους ώσπερ αλλήλους ψυχή και πνεύματι και τω της ειρήνης και φιλαλληλίας θεσμώ, προς αρραγή τινα της αγάπης δεσμόν κατασφίγγεσθαι, ως μέχρι τοσούτου προσελθείν την ένωσιν, ώστε και εικόνα της φυσικής ενότητος, της εν Πατρί και Υιώ νοουμένης, την προαιρετικήν γενέσθαι συνάφειαν, αδιάσπαστον δηλονότι και ακατάσχετον, υπό μηδενός το σύμπαν των εν τω κόσμω πραγμάτων, ήτοι φιληδονιών, εις ανομοιότητα θελημάτων εξελκομένην, διασώζουσαν δε μάλλον εν ενότητι τη κατ' ευσέβειαν και αγιασμόν, ασινή της αγάπης την δύναμιν, ό και γενέσθαι συμβέβηκεν. Ως γαρ εν τας Πράξεσι των αποστόλων ανέγνωμεν, «Του πλήθους των πιστευόντων ην η καρδία και ψυχή μία», εν ενώσει δηλονότι τη του Πνεύματος. Τούτο γάρ εστι και το δι'αυτού πάλιν ειρημένον του Παύλου˙ «Έν σώμα και έν πνεύμα˙ έν γαρ σώμα οι πολλοί εσμεν εν Χριστώ. Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν, και πάντες εν ενί διακεχρίσμεθα Πνεύματι τω του Χριστού». Ως ουν εσομένους συσσώμους, ενός τε και του αυτού συμμεθέξοντας Πνεύματος εις ενότητα πνεύματος, την ουδαμόθεν διασπωμένην και εις ομόνοιαν αρραγή διατηρείσθαι βούλεται τους εαυτού μαθητάς. Ει δε τις δοίη και κατ' εκείνον τον τρόπον ενούσθαι τούς μαθητάς, ώσπερ ουν «έν» εισιν ο Πατήρ και Υιός, ουχί μόνον κατά την ουσίαν, αλλά και κατά την βούλησιν (μία γαρ θέλησις εν τη αγία φύσει, και το εις παν οτιούν βούλημα ταυτόν), νοείτω και ούτως. Ου γαρ έξω βαδείται λογισμού του καθήκοντος, επείτοι και το εν θελήσει ταυτόν θεωρήσαι τις αν παρά γε τοις όντως Χριστιανοίς, ει και μη εν ίσω τύπω το ομοούσιον εφ' ημίν, καθάπερ επί Πατρός και του εξ Αυτού και εν Αυτώ Υιού Λόγου…
 
Ίνα, φησίν, εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί, κάγώ εν σοι, ίνα έν ημίν εν ώσιν. Αγάπης ουν άρα και ομονοίας και ειρήνης σύνδεσμον απαιτεί, συγκομίζοντα προς ενότητα την πνευματικήν τους πιστεύοντας, ως της φυσικής τε και ουσιώδους ενότητος, πρόδηλον δε ότι της εν Πατρι και Υιώ νοουμέ­νης, απομιμείσθαι τους χαρακτήρας, την εν συναινέ­σει τη κατά πάντα, και αδιατμήτοις ομοψυχίαις εις ενότητα συνδρομήν. Και ου δη που πάντως φιλονεικήσει της εν ημιν αγάπης ο σύνδεσμος και της ομονοίας η δύναμις, εις το ούτως έχειν απαραλλάκτως, ως αν είεν ο Πατήρ τε και ο Υίός, εν τη της ουσίας ταυτότητι, τον της ενότητος αποσώζοντες τρό­πον. Η μεν γαρ νοείται φυσική τε και αληθής, και εν τω της υπάρξεως λόγω θεωρουμένη· η δε το της αληθούς ενότητος υποκρίνεται σχήμα. Πως γαρ αν είεν εν' ίσω παντελώς τοίς αρχετύποις τα αντίτυ­πα; Επεί μη ταυτόν εις νόησιν, προς αλήθειαν αυ­τήν της αληθείας η μόρφωσις· αλλ’ εν ίσοις μεν  οράται σχήμασι, διεστήξει δ’ ουν όμως ουκ εντυχούσης διαφοράς.
 
…Δοκώμεν, εκείνο δη πάλιν αναγκαίως ερούμεν, ως εις εικόνα και τύπον της αδιασπάστου φιλίας τε και ομονοίας και ενότητος, της εν ομοψυχία νοουμένης, την ουσιώδη παραλαβών ενότητα Χριστός, ην έχει μεν ο Πατήρ προς αυτόν, αυτός δε αυ πάλιν προς τον Πατέρα, συνανακιρνάσθαι τρόπον τινά και ημάς αλλήλοις βούλεται, εν δυνάμει δήλον ότι της αγίας τε και ομοουσίου Τριάδος, ως εν νοείσθαι το σύμπαν της Εκκλησίας σώμα, δια συνόδου κα\ συν­δρομής των δύο λαών εις ενός τελείου σύστασιν αναβαίνον εν Χριστώ. Ως γαρ ο Παύλός φησιν, «Αυτός γάρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα έν, και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν εν τῆ σαρκί αυτού, τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον, ποιών ειρήνην, και αποκαταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ διά του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ· Ο δη και τετέλεσται, των πιστευσάντων εις Χριστόν ομοψυχησάντων αλλήλοις και καρδίαν αναλαβόντων οιονεί μίαν, δια της εις άπαν εμφερείας της κατ' ευσεβείαν και της εν τω πιστεύειν υπακοής και φιλαρέτου φρονήματος.
 
…Επειδή δε των προκειμένων η δύναμις εκβιάζεταί πως ημάς βαθυτέρων μεν είσω γενέσθαι θεωρημάτων, παραθήσει [γρ. παραθήγει] δε μάλιστα και ο Σωτήρ ειπών· «Καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί, καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσι», περιαθρητέον ευ μάλα, τίνα δη άρα προσήκει και τον επί τούτοις ημάς ποιήσασθαι λόγον.
 
Εν μεν γαρ τοις ήδη παρωχηκόσι, τον της θείας ενότητος τρόπον και την ουσιώδη της αγίας Τριάδος ταυτότητα, και την εισάπαν αναπλοκήν απομιμείσθαι δειν ουκ ασυνέτως ελέγομεν, την καθ' ομόνοιάν τε και ομοψυχίαν των πιστευόντων ένωσιν. Εν δε τούτοις ήδη πως και φυσικήν την ενότητα δεικνύναι σπουδάζομεν, καθ' ην ημείς τε αλλήλοις και οι πάντες Θεώ συνδούμεθα, ουδέ της ενότητος της κατά σώμα λειπόμενοι τάχα, φημί δε της εις αλλήλους, ει και τη των σωμάτων διαφορά διεστήκαμεν, εκάστου των καθ' ημάς προς ιδίαν αναχωρούντος περιγραφήν και υπόστασιν. Ου γαρ αν είη τε και λέγοιτο τυχόν Παύλος μεν ο Πέτρος, Πέτρος δε αυ πάλιν ο Παύλος, ει και τω τρόπω της δια Χριστόν ενώσεως εν άμφω νοοίντο.
 
Ουκούν ομολογουμένης της φυσικής ενότητος,επί τε Πατρός και Υιού, δήλον δε ότι και αγίου Πνεύματος (μία γάρ θεότης εν αγία Τριάδι πιστεύεται και δοξάζεται), φέρε δη πάλιν διασκεπτώμεθα, κατά τίνα τρόπον και ημείς αυτοί και προς αλλήλους έν σωματικώς τε και πνευματικώς και προς Θεόν ευρισκόμεθα.
 
Ουκούν εξ αυτής αναλάμψας ημίν της του θεού και Πατρός ουσίας ο Μονογενής, και όλον έχων εν ιδία φύσει τον γεννήσαντα, γέγονε σαρξ, κατά τάς Γραφάς, αναμιγνύς ώσπερ εαυτόν τη ημετέρα φύσει, διά της αφράστου συνόδου τε και ενώσεως της προς το σώμα τουτί το από της γής, ούτω τε ο φύσει Θεός κεχρημάτικέ τε και γέγονεν αληθώς ουράνιος άν­θρωπος, ού θεοφόρος κατά τινας των ακριβώς ού συνέντων του μυστηρίου το βάθος, αλλ' εν ταυτώ θεός τε και άνθρωπος ών, ίνα τα πολύ διωρισμένα κατά την φύσιν και της αλλήλων ομοφυίας εξεστηκότα συνενώσας ώσπερ εν εαυτώ, θείας δε φύσεως κοινωνόν τε και μέτοχον αποδείξει τον άνθρωπον. Διαβέβηκε γαρ και εις ημάς αυτούς η του Πνεύματος κοινωνία και διαμονή την αρχήν λαβούσα διά Χριστόν και εν πρώτω Χριστώ, ότε καθ’ ημάς νοείται, τουτέστιν άνθρωπος, χριόμενος τε και αγιαζόμενος, ει έστι φύσει θεός, καθό πέφηνεν εκ Πατρός, αυτός τω ιδίω Πνεύματι τον οικείον αγιάζων ναόν, και τήν δι’ αυτού γενομένην άπασαν κτίσιν, ήπερ αν πρέποι το αγιάζεσθαι. Ουκούν ώσπερ τις αρχή και οδός του και ημάς Πνεύματος τε αγίου μεταλαχείν, και της προς θεόν ενώσεως το επί Χριστώ κατέστη μυστήριον. Αγιαζόμεθα γαρ οι πάντες εν αυτώ, κατά γε τον ήδη προειρημένον τρόπον.
 
Ίνα τοίνυν εις ενότητα την ως προς Θεόν και αλλήλους συνίωμέν τε και συναναμισγώμεθα και ημείς αυτοί, καίτοι τη καθ’ έκαστον νοουμένη διαφορά διεστηκότες εις ιδιότητα και ψυχαίς και σώμασιν, εμηχανήσατό τινα τρόπον ο Μονογενής, διά της αυτώ πρεπούσης εξηυρημένον σοφίας και βουλής του Πατρός. Ενί γαρ σώματι, τω ιδίω δη­λαδή, τους εις αυτόν πιστεύοντας ευλογών, διά της μυστικής μεταλήψεως, εαυτώ τε συσσώμους και αλλήλοις αποτελεί. Τίς γαρ αν και διέλοι και της εις αλλήλους φυσικής ενώσεως εξοικιεί τους δι’ ενός του αγίου σώματος προς ενότητα την εις Χριστόν αναδεσμουμένους; ΕΙ γαρ οι πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν, έν οι πάντες αποτελούμεθα σώμα. Μερίζεσθαι γαρ ουκ ενδέχεται τον Χριστόν. Διά τούτο και σώμα Χριστού κεχρημάτικεν η Εκκλησία, μέλη δε και ημείς ανά μέρος, κατά τήν του Παύλου σύνεσιν. Ενί γαρ οι πάντες ενούμενοι τω Χριστώ διά του αγίου σώματος, άτε δη τον ένα λαβόντες και αδιαίρετον εν ιδίοις σώμασιν, αυτώ δη μάλλον ήπερ ουν εαυτοίς τα ίδια χρεωστούμεν μέλη.
 
Ότι δε τεταγμένου του Σωτήρος εις κεφαλήν, σώμα το λοιπόν η Εκκλησία καλείται, καθάπερ εκ μελών των καθ’ έκαστον συνηρμοσμένον, αποδείξει λέγων ο Παύλος· «Ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας εν τη κυβεία των αν­θρώπων, εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλά­νης. Αληθευόντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος έστιν η κεφαλή Χριστός, εξ ου παν το σώμα συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον διά πάσης αφής της επιχορηγίας, κατ' ενέργειαν εν μέτρω ενός εκάστου μέλους την αύξησιν του σώμα­τος ποιείται εις οικοδομήν εαυτού εν αγάπη. Ότι δε και την κατά σώμα νοουμένην ένωσιν, φημί δε την προς Χριστόν, οι της αγίας αυτού σαρκός εν μεθέξει γεγονότες αποκερδαίνομεν, μαρτυρήσει πάλιν ο Παύλος περί του της ευσεβείας μυστηρίου λέγων˙ "Ο ετέραις γενεαίς ουκ εγνωρίσθη τοις υιοίς των ανθρώ­πων, ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις αποστόλοις αυ­τού, και προφήταις εν Πνεύματι, είναι τά έθνη συγκληρονόμα και συμμέτοχα της επαγγελίας εν Χριστώ». Ει δε σύσσωμοι πάντες αλλήλοις εσμέν εν Χριστώ, και ουχί μόνον αλλήλοις, αλλά και αυτώ δήλον ότι τω εν ημίν γινομένω διά της ιδίας σαρκός· πώς ουκ ήδη σαφώς έν έσμεν οι πάντες και εν αλλήλοις, και εν Χριστώ; Χριστός γάρ εστιν ο της ενότητος σύνδεσμος, θεός τε υπάρχων εν ταυτώ και άνθρωπος. Περί δε γε της ενώσεως της εν Πνεύματι, την αυτήν ώσπερ των θεωρήματον διαθέοντες τρίβον, ερούμεν δη πάλιν, ότι πάντες έν και το αύτο δεξάμενοι Πνεύμα, φημί δη το άγιον, συνανακιρνάμεθα τρόπον τινά και αλλήλοις και Θεώ. Ει γαρ και πολλοίς ούσιν ημίν ανά μέρος, εκάστω το τε του Πα­τρός και το ίδιον ενοικίζει Πνεύμα Χριστός, αλλ' έν εστι και αμέριστον, τα της αλλήλων ενότητος δια­κεκομμένα πνεύματα, κατά γε το είναί φαμεν εν τη καθ' ύπαρξιν ιδιότητι, συνέχον εις ενότητα, δι’ εαυτού και ως εν τι τους πάντας αναφαίνεσθαι ποιούν εν εαυτώ. Ώσπερ γαρ της αγίας σαρκός η δύναμις συσσώμους αποτελεί τους εν οις αν γένοιτο, τον αυτόν, οίμαι, τρόπον, έν το εν πασιν αμέριστον ενοικήσαν Πνεύμα Θεού προς ενότητα την πνευματικήν συνάγει τους πάντας. Διά τούτο πάλιν ημίν ο θεσπέσιος προσεφώνει Παύλος˙ «Ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη, σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης, έν σώμα, και έν πνεύμα, καθώς και εκλήθητε εν μία ελπίδι της κλήσεως υμών. Είς Κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα, είς Θεός και Πατήρ πάντων, ο επί πάντων και διά πάντων, και εν πάσιν». Ενός γαρ ημίν εναυλιζομένου του Πνεύματος, είς ο των όλων Πατήρ εν ημίν έσται Θεός δι' Υιού προς ενότητα συνεχών, την εις άλληλα και προς εαυτού, τα του Πνεύματος μέτοχα. Ότι δε τω αγίω Πνεύματι κατά μέθεξιν συνενούμεθα, δήλόν πως έσται και διά τούτου. Ει γαρ, αφέντες το πολιτεύεσθαι ψυχικώς, τοις του πνεύματος νόμοις το εισάπαξ κρατείν παρακεχωρήκαμεν, πώς ου παντί τω λοιπόν αναμφίλογον, ότι την ιδίαν ώσπερ ζωήν αρνησάμενοι, και του συμπλακέντος ημίν αγίου Πνεύματος την υπερκόσμιον αναλαβόντες μόρφωσιν, μονονουχί και εις ετέραν ώσπερ μεθιστάμενοι φύσιν, ουκ άνθρωποι μόνον, αλλά και υιοί Θεού, και ουράνιοι χρηματίζοντες άνθρωποι, διά το της θείας φύσεως αποπεφάνθαι κοινωνούς; Έν τοιγαρούν οι πάντες εσμέν εν Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι, έν δε, φημί, και τη καθ’έξιν ταυτότητι (χρήναι γαρ οίμαι διαμεμνήσθαι των εν αρχαίς) και εν μορφώσει τη κατ’ ευσέβειαν και τη κοινωνία τη αγίας σαρκός του Χριστού, και τη κοινωνία του ενός και αγίου Πνεύματος καθάπερ ήδη προείρηται».

Мηтρ. Νικόλαος: Ο Έλ. Γκουτζίδης υποστηρίζει ότι εκ του συγκεκριμένου αποσπάσματος της Αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου συνάγεται το συμπέρασμα ότι η «ενό­τητα και κοινωνία των μελών της Εκκλησίας» είναι «κατ' εικόνα και ομοίωσιν» προς την ...κοινωνίαν και ενότητα αγάπης της Ομοουσίου και Τρισυπό­στατου Θεότητος! Το συμπέρασμα όμως αυτό είναι εντελώς αυθαίρετο και αστήρικτο, διότι: α) Ενώ η κοινωνία καί ενότητα των πιστών με τον Θεόν είναι «κατ' ενέργειαν» καί «κατά χάριν», η κοινωνία καί ενότητα της Αγίας Τριάδος είναι κατ' ουσίαν. Ενότητα καί κοινωνία η οποία δεν μπορεί να υπάρξη μεταξύ ανθρώπων καί Θεού, αφού ο Θεός είναι διά τον άνθρωπον αμέθεκτος κατά την ουσίαν, μεθεκτός δε μόνον κατά τις ενέργειες. «Αμέθεκτος άρα καί μεθεκτός υπάρχει ό αυτός Θεός, εκείνο μεν ως υπερούσιος, τούτο δε ως ουσιοποιόν έχων δύναμίν τε καί ενέργειαν» (Γρ. Παλαμά, «Υπέρ των ίερῶς ήσυχαζόντων, Λόγος 3,2,25) και κατά το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας «επί Θεού... και αμέθεκτον και μεθεκτόν, το μεν της ουσίας, το δε της ενεργείας»˙
 
Δ. К. Αναμφισβήτητα, για τους ανθρώπους η μέθεξη στη Θεία φύση είναι δυνατή μόνο κατά την ενέργεια (κατά τη χάρη). Η Εκκλησία όμως διδάσκει και περί της ενώσεως με τον ενανθρωπησάντα Θεόν και κατά την ανθρώπινη φύση του Χριστού στο Μυστήριο της Ευχαριστίας. Τα λόγια του Σωτήρος «ίνα πάντες εν ημίν έν ώσιν» εφαρμόζονται και στην Ευχαριστία – σύμφωνα με τα άνω αναφερθέντα λόγια του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, και ακριβώς αυτή η ένωση είναι κάποιου είδους απεικόνιση της ενότητας των Προσώπων της Υπεραγίας Τριάδος.
 
Περί της ενότητας των πιστών με τον ενανθρωπήσαντα Θεόν στην Ευχαριστία διδάσκει και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στην ομιλία του «Περί των αγίων και φρικτών του Χριστού μυστηρίων»:
 «Ίν' ούν μη κατά πνεύμα μόνον, αλλά και κατά σώμα έν ώμεν μετ' εκείνου, σαρξ εκ της σαρκός αυτού και οστούν εκ των οστών αυτού, τήν διά του άρτου τούτου προς αυτόν συνάφειαν ημίν εχαρίσατο. Πάσα μεν γαρ αγάπη δι’ ενώσεως έχει την τελείωση, την δε αρχήν εξ ομοιώσεως· διό και λόγος παλαιός έστιν ο καθωμιλημένος ούτος, «ομοιότης φιλότης». Η δε του γαμήλιου συναλλάγματος έχειν τι δοκεί των άλλων πλέον «ένεκεν γαρ τούτου», φησί, «κα­ταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και τήν μητέρα, και προσκολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν». «Το μυστήριον τούτο μέγα εστί», φησίν ο θείος Παύλος, «εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Εκεί μεν ουν προσκολληθήσεται, φησί, και εις σάρκα μίαν, αλλ' ουχί και πνεύμα έν˙ ημείς δε ου προσκολλώμεθα μόνον, αλλά και ανακιρνώμεθα τω του Χριστού σώματι διά της μεταλήψεως του θείου τούτου άρ­του, και ου σώμα μόνον έν γινόμεθα, αλλά και πνεύμα έν. Οράς ότι το υπερβάλλον μέγεθος της εις ημάς αγάπης του Θεού διά της με­ταδόσεως του άρτου και του ποτηρίου τούτου γίνεται και δείκνυται; Δια τούτο «θυσίαν και προσφοράν ουκ ηθέλησε, σώμα δε» κατά το ψαλμικδν «κατηρτίσατο ημίν».
 
Ω της πολυειδούς και αφάτου κοινωνίας! Αδελφός ημίν ο Χριστός εγένετο, κοινωνήσας ημίν παραπλησίως σαρκός και αίμα­τος και δι' αυτών ημίν ομοιωθείς· δούλους γνησίους έσχεν εαυτώ εξαγοράσας διά τούτου του αίματος· φίλους εποιήσατο οικείους χαρισάμενος ημίν των αυτού τούτων μυστηρίων την έκφασιν˙ συνέδησεν ημάς και ηρμόσατο καθάπερ νυμφίος νύμφην εαυτώ διά της μεταλήψεως τούτου του αίματος εις μίαν σάρκα μεθ' ημών γενόμε­νος. Αλλά και Πατήρ ημών εγένετο δια του θείου κατ' αυτόν βα­πτίσματος, και τρέφει μαστοίς οικείοις, ώς υπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος, και, το μείζον έτι και παραδοξότερον, ώς ουχ αίματι μόνον αντί γάλακτος, αλλά και τω ιδίω σώματι, ουδέ τω σώματι μόνον, αλλά και τω πνεύματι, την δεδομένην ημίν παρ' αυτού ευγένειαν αεί διατηρών αμείωτον και προς πόθον ενάγων μείζονα και το πλήρωμα διδούς του πόθου, ουχ οράν μόνον εαυτόν, αλλά και άπτεσθαι και κατατρυφάν και εγκάρδιον ποιείσθαι και εν εαυτοίς κατέχειν εν αυτοίς ημών τοις οικείοις σπλάγχνοις έκαστον δεύτε λέγων φάγετε μου το σώμα, πίετέ μου το αίμα οι της αιωνίου ζωής επιθυμητικώς έχοντες, ίνα μη κατ' εικόνα μόνον ήτε θεού, αλλά και θεοί και βασιλείς αιώνιοι και ουράνιοι εμέ τον βασιλέα και Θεόν του ουρανού περικείμενοι, φοβεροί μεν δαίμοσι, θαυμαστοί δε αγγέλοις, υιοί δε αγαπητοί του ουρανίου Πατρός, αείζωοι, ωραίοι παρά τους υιούς των ανθρώπων, τερπνόν ενδιαίτημα της ανωτάτω Τριάδος. Ει γαρ ο τύπος τούτου του σώματος τον Αβραάμ εδικαίωσεν, ει ο τύπος τούτου του αίματος τα πρωτότοκα του Ισραήλ εν Αιγύπτω ζώντα εφύλαξεν, ει ο τύπος τούτου την παλαιάν εκείνην του Θεού σκηνήν καθιέρωσεν, ή ο τύπος τούτου του αίματος και αυτά τα των αγίων άγια εκάθηρέ τε και ηγίασε και σκήνωμα του θείου ονόματος επί γης απέδειξε και ιερέας και αρχιερέας και χριστούς Κυρίου εποίει ει ταύτα ο τόπος, τι ουκ αν εργάσεται η αλήθεια; Ου του τύπου χωρίς εις τα άδυτα εισήει ο Ααρών, ουδ' ημίν έσται βατά τα ουράνια μη τής αληθείας μετασχούσι ταύτης, ουδέ μονήν έξομεν εν ουρανοίς, ουδέ μονή εσόμεθα του Θεού των ουρανών, ουδέ θυσία ζώσα αγία ευάρεστος τω Θεώ˙ δι' αυτού γαρ μόνου την προσαγωγήν εσχήκαμεν˙ «τίς γαρ ωφέλεια εν τω αίματί μου εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν;» ο εν βασιλεύσι και προφήτης φησί Δαβίδ. Διά τούτο αίματι Θεού το οίκείον αίμα κεράσωμεν, ίνα την εν αυτώ φθοράν αφανίσωμεν εν γαρ τούτω τω αίματι πολλή και άφατος η ωφέλεια. Τούτο ημάς καινούς αντί παλαιών ποιεί και αιδίους αντί προσκαίρων. Τούτο ημάς αποθανατίζει και αειθαλείς απεργάζεται, ως δένδρα παρά τας διεξόδους των υδάτων πεφυτευμένα του θείου Πνεύματος, αφ' ων συνάγεται καρπός εις ζωήν αιώνιον. Εκ μεν γαρ του παραδείσου πηγή ανέβαινεν, αλλ' αισθητή, και το πρόσωπον της γης επότιζε ποταμούς αφιείσα αισθητούς˙ από δε της ιεράς τραπέζης ταύτης, ην ψαλμικώς «ητοίμασεν ημίν ο Χριστός εξ εναντίας των θλιβόντων ημάς» δαιμόνων και παθών, άνεισι πηγή πηγάς αφιείσα νοητάς και ψυχάς ποτίζουσα και μέχρις ουρανών ανάγουσα και των αγγέλων επιστρέφουσα τας όψεις προς την καλλονήν, εν ή διοράται το πολυποίκιλον της σοφίας του θεού, παρακύπτειν αυτούς επιθυμείν ενάγουσα εις τα χαρισθέντα διά του τοιούτου αίματος ημίν˙ βασιλική γαρ εκτελούμεθα πορφύρα προσ­ερχόμενοι τοις μυστηρίοις, μάλλον δε βασιλικόν αίμα τε και σώμα και προς θείαν (ω του θαύματος!) υιότητα μεταποιούμεθα, της λαμπρότητος του θεού μυστικώς γενομένης εφ' ημάς και περιλαμψάσης εξαισίως και χριστούς ποιησάσης του Θεου και δύναμιν πα­ρεχούσης κατά την επαγγελίαν εν τη παρουσία του Πατρός ημών λάμψειν καθάπερ ήλιος, μόνον ει μηδεις προσταίη σπίλος εγκαθήμενος τη ψυχή του προσιόντος.
 
Δια τούτο μη μόνον προκαθαιρώμεθα και ούτω προσερχώμεθα, αλλά και μετά το τύχειν του θείου τούτου δώρου προσέχωμεν εαυτοίς, και πολλήν επιδειξώμεθα την φυλακήν, ώστε μένειν των παθών ανώτεροι και τας αρετάς καταγγέλειν του ενοικήσαι ευδοκήσαντος ημίν εκ της εν ημίν επιφαινόμενης κατά ταύτας προς αυ­τόν ομοιότητος…

Мητρ. Νικόλαος: β) Εκκλησία μας διδάσκει δια την «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού δημιουργίαν του άνθρωπου, όχι όμως καί διά την «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» της ενότητος του Τριαδικού Θεού ενότητα των ανθρώπων.
 
Δ. Κ. Αλλά γιατί; Από τα άνω αναφερθέντα λόγια του Αγ. Κυρίλλου:
«ώστε και εικόνα της φυσικής ενότητος, της εν Πατρί και Υιώ νοουμένης, την προαιρετικήν γενέσθαι συνάφειαν...»
«της φυσικής τε και ουσιώδους ενότητος, πρόδηλον δε ότι της εν Πατρι και Υιώ νοουμέ­νης, απομιμείσθαι τους χαρακτήρας....»
 
«Η μεν γαρ νοείται φυσική τε και αληθής, και εν τω της υπάρξεως λόγω θεωρουμένη· η δε το της αληθούς ενότητος υποκρίνεται σχήμα...»
 
«συνανακιρνάσθαι τρόπον τινά και ημάς αλλήλοις βούλεται, εν δυνάμει δήλον ότι της αγίας τε και ομοουσίου Τριάδος...»
 
«τον της θείας ενότητος τρόπον και την ουσιώδη της αγίας Τριάδος ταυτότητα, και την εισάπαν αναπλοκήν απομιμείσθαι δειν ουκ ασυνέτως ελέγομεν, την καθ' ομόνοιάν τε και ομοψυχίαν των πιστευόντων ένωσιν».
 
Мητρ. Νικόλαος: γ) το «καθώς» του Ευαγγελικού αποσπάσματος, όπως επισημαίνει ο Ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύων εις το Υπόμνημα του εις το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον αυτά ακριβώς τα χωρία, δεν πρέπει να εκλαμβάνωνται κυριολεκτικώς, διότι τότε θα προκύψουν πλήθος άτοπα, αφού, όπως εξηγεί εκεί ο Χρυσορρήμων, δεν υπάρχει πραγματική αναλογία μεταξύ ενώσεως και κοινωνίας Αγίας Τριάδος και Εκκλησίας, όπως δεν υπάρχει ομοιότης μεταξύ κτιστών καί ακτίστων!
 
Δ. Κ. Ο τελευταίος ισχυρισμός αντιλέγει στη Γραφή και στη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Μεταξύ κτιστών και ακτίστων μπορεί να υπάρχει η ομοιότης:
«Καί εἶπεν ὁ Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ είκόνα Ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν (Γέν. 1, 26)
Ο Άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός στην «Εκδόσει ακριβεί  της ορθοδόξου πίστεως» (II, 12) γράφει:
               «Ούτω μεν ουν την νοητήν ουσίαν υπεστήσατο ο Θεός, αγγέλους φημί και πάντα τα ατ’ ουρανόν τάγματα – ταύτα γαρ αριδήλως νοεράς εστί και ασωμάτου φύσεως. «Ασωμάτου» δε φημί συγκρινομένης προς την της ύλης παχύτητα, μόνον γαρ όντως το θείον άυλόν τε και ασώματον. Έτι δε και την αισθητήν, ουρανόν τε και γην και τα τούτων εν μέσω κείμενα, και την μεν οικείαν (οικεία γαρ θεώ η λογική φύσις και νω μόνω ληπτή), την δε πάντη που πορρωτάτω κειμένην, ώς υπό την αίσθησιν δηλαδή πίπτουσαν. Έδει δε εξ αμφοτέρων μίξιν γενέσθαι και «σοφίας μείζονος γνώρισμα και της περί τας φύσεις πολυτελείας», ώς φησιν ο θεηγόρος Γρηγόριος, οίόν τινα σύνδεσμον «της ορατής τε και αοράτου φύσεως»... Επεί δε ταύτα ούτως είχεν, εξ ορατής τε και αοράτου φύσεως δημιουργεί τον άνθρωπον οικείαις χερσί κατ' εικόνα τε και ομοίωσιν, εκ γης μεν το σώμα διαπλάσας, ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος δους αυτώ, όπερ δη θείαν εικόνα φαμέν. Το μεν γαρ «κατ' εικόνα» το νοερόν δηλοί και αυτεξούσιον, το δε «καθ' ομοίωσιν» την της αρετής κατά το δυνατόν ομοίωσιν.
 
Στον κανόνα εις την Υπεραγία Τριάδα (ήχος α', ωδή α') επίσης διασαφηνίζεται το με ποιά έννοια ο άνθρωπος είναι κτισμένος κατ' εικόνα του Θεού:
 «Ίνα τοις ανθρώποις ενικήν, τήν τριλαμπή Σου δηλώσης θεότητα, πλάσας πριν τον άνθρωπον, κατά την Σην εικόνα διεμόρφωσας, νουν αυτώ, και λόγον και πνεύμα δους, ως φιλάνθρωπος».
Όσον αφορά την ερμηνεία του Χρυσοστόμου, о Άγιος Πατέρας υπογραμμίζει το ότι δεν ύπαρχει η ταυτότητα, η ακριβής ισότητα, και όχι ότι δήθεν δεν υπάρχει η ομοιότης μεταξύ της ενότητας των Προσώπων της Τριάδος και της ενότητας των πιστών στην Εκκλησία:
 
Πάλιν το «καθώς» ουκ ακριβούς εξισώσεως επ’ αυτών˙ ουδέ γαρ δυνατόν αυτοίς ην τοσούτον, αλλά ως ανθρώποις δυνατόν˙ ώσπερ όταν λέγη: “Γίνεσθε οικτίρμονες, ως ο Πατήρ υμών”. Τι δε εστίν «εν ημίν»; Εν τη πίστει τη εις ημάς. Επειδή γαρ ουδέν ούτως σκανδαλίζει άπαντας, ως το διεσπάσθαι, τούτο κατασκευάζει ώστε γενέσθαι εν. Τι ούν; Ήνυσεν αυτό, φησί; Και σφόδρα ήνυσεν. Άπαντες γαρ οι διά των αποστόλων πιστεύσαντες εν εισίν, ει καί τινες εξ αυτών διεσπάσθησαν… εάν δε μάχονται, ουκ ερούσιν ειρηνικού Θεού είναι μαθητάς˙ μη όντα δε με ειρηνικόν, ουκ ομολογήσουσιν απεστάλθαι παρά σου… «Καγώ  την δόξαν, ην έδωκάς μοι, έδωκα αυτοίς»˙ την διά των σημείων, την διά των δογμάτων, και ίνα ομόψυχοι ώσιν. Αυτή γαρ δόξα, ίνα ώσιν εν, και των σημείων μείζων. Ώσπερ γαρ και τον Θεόν θαυμάζουσιν, ότι ουκ έστι στάσις, ουδέ μάχη παρά τη φύσει εκείνη, και μεγίστη αύτη δόξα, ούτω και αυτοί, φησίν, εντεύθεν γενέσθωσαν λαμπροί.  

Και για το ότι η δημιουργία μπορεί να φτάσει ως την ομοιότητα με τον Άκτιστο, γράφει ο Άγ. Μάξιμος Ομολογητής (Κεφάλαια περί αγάπης, Εκατοντάς τρίτη, 25):

 «Τέσσαρα τῶν θείων ἰδιωμάτων συνεκτικὰ καὶ φρουρητικὰ καὶ διασωστικὰ τῶν ὄντων δι᾽ ἄκραν ἀγαθότητα ἐκοινοποίησεν ὁ Θεός, παραγαγὼν εἰς τὸ εἶναι τὴν λογικὴν καὶ νοερὰν οὐσίαν· τὸ ὄν, τὸ ἀεὶ ὄν, τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφίαν. Τούτων τὰ μὲν δύο τῇ οὐσίᾳ παρέσχε· τὰ δὲ δύο τῇ γνωμικῇ ἐπιτηδειότητι· καὶ τῇ μὲν οὐσίᾳ τὸ ὂν καὶ τὸ ἀεὶ ὄν· τῇ δὲ γνωμικῇ ἐπιτηδειότητι τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφίαν, ἵνα ἅπερ ἐστὶν αὐτὸς κατ᾽ οὐσίαν, γίνηται ἡ κτίσις κατὰ μετουσίαν. Διὰ ταύτην κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ λέγεται γεγενῆσθαι· καὶ κατ᾽ εἰκόνα μέν, ὡς ὄν, ὄντος· καὶ ὡς ἀεὶ ὄν, ἀεὶ ὄντος· εἰ καὶ μὴ ἀνάρχως, ἀλλ᾽ ἀτελευτήτως· καθ μοωσιν δ, ς γαθς, γαθο· κα ς σοφς, σοφο· το κατ φσιν, κατ χριν. Κα κατ εκνα μν πσα φσις λογικ στι το Θεο· καθ μοωσιν δ, μνοι ο γαθο κα σοφοί».
 
Ὁ Άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, IV, 4.
«Επειδή [ο Υιός του Θεού] μετέδωκε του κρείττονος και ουκ εφυλάξαμεν, μεταλαμάβανει του χείρονος, της ημετέρας λέγω φύσεως, ίνα δε εαυτού εν εαυτώ ανακαίνιση το κατ’ είκονα και καθ’ ομοίωσιν».

Мητρ. Νικόλαος: Συνεχίζων την αυθαιρεσίαν των στοχασμών του, ο κ. Γκουτζίδης υποστηρίζει ότι «η Αγιοτριαδική κοινωνία είναι πλήρης, τελεία, σταθερά, ανεξέλικτος, απερινόητος, απερίγραπτος καί ανέκφραστος, ενώ η κοινωνία των μελών του Σώματος της Εκκλησίας είναι εξελικτική καί προοδευτική, βαίνου­σα συνεχώς, προς το καθ' ομοίωσιν» αυτής της Αγιοτριαδικής. Ή Αγιο­τριαδική ενότητα και Κοινωνία είναι το Α καί το Ω, ενώ η των μελών της Εκκλησίας είναι μία συνεχής πορεία εκ του Α προς το Ω»! Είναι προφανές ότι εν προκειμένω ο κ. Γκουτζίδης φοβούμενος μη «παρερ­μηνευθούν» οι προηγούμενοι αυθαίρετοι και αστήρικτοι ισχυρισμοί του προσεπάθησε να επισημάνη καί διευκρίνιση την «διαφορά» μεταξύ Αγιοτριαδακής κοινωνίας και κοινωνίας των μελών της Εκκλησίας με αποτέλεσμα όμως, λόγω της καταφανούς θεολογικής του συγχύσεως, μάλλον δε και αγνοίας εν προκει­μένω, αλλά και της πάση θυσία προσπάθειας του να τεκμηρίωση καί αγιογραφικώς την αμάρτυρον θέσιν του να φθάνη εις το σημείον να ισχυρίζεται την πρωτοφανή βλασφημίαν ότι «η κοινωνία των μελών του Σώματος της Εκκλησίας» προοδευτικώς βαίνει προς το «καθ' ομοίωσιν» της Άγιο­τριαδικής κοινωνίας!!! Δηλαδή εις αυτήν την περίπτωσιν όταν η πορεία ολοκληρωθή, κατά τα γραφόμενα του κ. Γκουτζίδη, θα εξομοιωθή πλήρως η κοι­νωνία των πιστών με την κοινωνία της Αγίας Τριάδος! Ιδού που οδηγεί η αυθαιρεσία καί η προσπάθεια να θεολογήση κανείς «εκ της κοιλίας του» και όχι «κατά τας των Αγίων θεοπνεύστους διδασκαλίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα»!
 
Δ. Κ. Αλλά τι αποτελεί εδώ την πρωτοφανή βλασφημία Η Εκκλησία ακριβώς είναι καλεσμένη να είναι η απεικόνιση (ομοίότης) της ενότητος των Προσώπων της Υπεραγίας Τριάδος, όπως διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες στα έργα τα οποία ανέφερα. Δεν εννοείται πλήρως το νόημα της εκφράσεως «θα εξομοιωθεί πλήρως» - η ομοιότης όμως δεν σημαίνει την ταυτότητα, όπως και στην δημιουργία του ανθρώπου.

Мητρ. Νικόλαος: Αυτή ήταν η δήθεν άγιογραφική-Κυριακή μαρτυρία την οποίαν με πρωτο­φανή ασέβειαν και επιπολαιότητα ο κ. Γκουτζίδης παρουσίασε, θέτων εις το στόμα του Κυρίου τας ιδικάς του κρίσεις και θεωρίας και εν συνεχεία επικα­λούμενος ταύτας υπό την χαρακτηριστικήν έκφρασιν «Εφ' όσον ο Κύριος θέ­λει την Εκκλησίαν Του να είναι κατ' εικόνα καί ομοίωσιν της Αγιοτριαδικής Κοινωνίας». Καί διερωτώμενος αν κατόπιν τούτου είναι «εφάμαρτον» να αποκαλέσωμεν και το αρχέτυπον της Εικόνος ως Έκκλησίαν! Ο Θεός να φυλάη από τοιαύτη πλάνη καί τόλμη προς διαστρέβλωσι. Ας έλθουμε τώρα και εις τας παρατιθεμένας υπ' αυτού «αντιπροσωπευ­τικας μαρτυρίας αγίων Πατέρων», όπως τας χαρακτηρίζει, διά των οποίων, κατ' αυτόν, τεκμηριώνονται οι απόψεις του. Εκ του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού ο κ. Γκουτζίδης επικαλείται τα όσα αναφέρει ο Αγιος εις το έργον του «Μυσταγωγία» (Α' Κεφ.), οπού όμως πουθενά δεν γίνεται λόγος (υπό του Αγίου) περί της Αγίας Τριάδος ως Εκκλησίας αλλά περί της Εκκλησίας ως εικόνος του Θεού. Έτερον εκάτερον! Και τούτο μάλιστα υπό την έννοιαν ότι, όπως εξηγεί ο ίδιος ο Άγιος Μάξιμος, η Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα του Θεού «επειδή μιμείται την ενέργεια εκείνου (σημ. συνενώνοντας τους ανθρώπους σ' ένα σώμα), (ο όποιος) συνδέει με την πρό­νοια Του το ένα με το άλλο (τα δημιουργήματα) και με τον εαυτό Του...» (Μigne 91, σελ. 668 Β-C). Ενώ λοιπόν ο Άγιος Μάξιμος κάνει λόγο περί της Εκκλησίας ως εικόνος του Θεού, ο κ. Γκουτζίδης και πάλιν αυθαιρέτως, υποτιμών και αυτήν την νοημοσύνην μας, γράφει ότι δήθεν κατά τον θείον Μάξιμον η Εκκλησία «είναι εικών της Αγιοτριαδικής κοινωνίας, ενότητος και αγάπης»!
 
Δ. Κ. Ναι, η αναφορά στη Μυσταγωγία του Αγ. Μαξίμου εδώ δεν έχει θέση, επειδή η Εκκλησία, ως εικόνα του Θεού, έχει κοινή ενέργεια με Αυτόν, συλλέγοντας τη δημιουργία ομού, αλλά σ' αυτό η Εκκλησία μιμείται την ενότητα του Θεού (των ενεργειών Του), και όχι την Τριαδικότητά Του.
 
Мητρ. Νικόλαος: Παραθέτει εν συνεχεία ένα χωρίο του Κλήμεντος του Άλεξανδρέως, οπού και πάλιν αναφέρεται η Εκκλησία ως εικών της ουρανίου Εκκλησίας. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας του Β' αιώνος αναφέρει ότι ή επίγειος Εκκλη­σία είναι εικών της ουρανίου, χωρίς βεβαίως να εννοεί ως ουράνιον Εκκλησίαν την Άγίαν Τριάδα, ενώ αλλού σημειώνει «εις μίαν αγάπην συναχθήναι οι πολλοί, κατά την της μοναδικής ουσίας ένωσιν» (Ρ.G. 8, σελ. 200). Και εδώ το «κατά», όπως προηγουμένως το «καθώς», δεν έχουν κυριολεκτικήν σημασίαν διότι τότε θα εθεωρείτο το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος ως το χαρακτηριστικόν γνώρισμα και της Εκκλησιαστικής ενότητος και κοινωνίας των πιστών, όπερ άτοπον.
 
Δ. Κ.  Να τα χωρία στα οποία αναφέρεται ο κ. Γουτζίδης:
“Ακούσατε ουν οι μακράν, ακούσατε οι εγγύς. Ουκ απεκρύβη τινάς ο Λόγος˙ φως εστί κοινόν, επιλάμπει πάσιν ανθρώποις... Σπεύσωμεν εις σωτηρίαν, επί την παλιγγενεσίαν, εις μίαν αγάπην συναχθήναι οι πολλοί, κατά την της μοναδικής ουσίας ένωσιν˙ σπεύσωμεν αγαθοεργούμενοι, αναλόγως ενότητα διώκωμεν, την αγαθήν εκζητούντες μονάδα. Η δε εκ πολλών ένωσις, εκ πολυφωνίας και διασποράς αρμονίαν λαβούσα θεϊκήν, μία γίνεται συμφωνία, ενί χορευτή και διδασκάλω τω Λόγω επομένη, επ’ αυτήν την αλήθειαν αναπαυομένη, Αββά λεγουσα, ο Πατήρ˙ ταύτην ο Θεός την φωνήν την αληθινήν ασπάζεται, παρά των αυτού παίδων πρώτην καρπούμενος... (PG 8, 200).
 
Φαίνεται ότι αυτό το χωρίο είναι κατάλληλο, επειδή, ως έχει λεχθεί και πριν, η ενότητα της ανθρώπινης φύσεως έχει καλεστεί να απομιμῆται την ενότητα των Προσώπων της Υπεραγίας Τριάδος.
  
«Εικών δε της ουρανίου Εκκλησίας η επίγειος˙όπερ ευχόμεθα και επί γης γενέσθαι το θέλημα του Θεού, ως εν ουρανώ (ibidem, 1277)».
Σε αυτήν την σύγκριση καθόλου δεν είναι ολοφάνερο ότι ως την ουράνια Εκκλησία πρέπει νακαταλάβαινει κανείς ακριβώς την Υπεραγία Τριάδα – ίσως επρόκειτο για τους πιστούς στο Θεό αγγέλους.
 
Мητρ. Νικόλαος: Την παράθεσιν των «πατερικών μαρτυριών», οι οποίες μέχρι στιγμής απε­δείχθησαν άσχετες προς την επίμαχον θέσιν του, συνεχίζει ο κ. Γκουτζίδης με ένα απόσπασμα από Ομιλίαν του Μεγ. Φωτίου εις το Γενέσιον της Θεοτόκου, οπού ο Άγιος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Διό προς εαυτήν μεν η της Τριάδος ενότης, ει θέμις ειπείν ἐκκλησιάσασα θέμις δε τούτο λέγειν επί της αναπλά­σεως ότι το ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέρα και καθ' ομοίωσιν επί της πλάσεως είρηται, τω ενιαίω της γνώμης βουλήματι, την ανάπλασιν του συντριβέντος διετίθετο πλάσματος» (Migne 102, σελ. 557 D). Τί λέγει εδώ ό Μ. Φώτιος; Ότι όπως εις την Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται το «Ποιήσωμεν άνθρωπον κ.λπ.» δια του οποίου δηλώνεται η βούλησις του θεού δια την δημιουργίαν του άνθρωπου, έτσι καί δια την ανάπλασιν του άνθρωπου μπορούμε να πούμε ότι «συνηθροίσθη» - «συνήχθη» ή ένότης της Αγ. Τριάδος (είναι προφανές δτι πρόκειται διά σχήμα λόγου, ανθρωποπαθής εκφρασις) και με ένα θέλημα προξένησε την ανάπλασι του πεπτωκότος ανθρώπου. Και επομέ­νως ούτε ο Μ. Φώτιος χαρακτηρίζει την κοινωνία των τριών Θ. Προσώ­πων και την ενότητα Των ως Εκκλησία.
 
Δ. Κ. Αυτή η διάκρισις είναι ακατανόητη. Κάθε διάκρισίς μας περί του εσωτερικού είναι της Υπεραγίας Τριάδος είναι «σχήμα λόγου», διατί η Θεία Φύσις είναι ανέκφραστη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται η χρήση π.χ. των λέξεων «γεννάται» και «εκπορεύεται» σε σχέση με τις Υποστάσεις. Απλά αυτά τα λόγια πρέπει να καταλάβουμε με την έννοια η οποία πρέπει στο Θεό.
Ο Άγ. Βασίλιος γράφει στο δεύτερο βιβλίο περί του Υιού κατά του Ευνομίου:
«Ὡς μὲν οὖν κυρίως καὶ προσηκόντως Πατὴρ λέγεται ὁ Θεὸς, καὶ ὡς οὐχὶ πάθους, ἀλλ' οἰκειώσεώς ἐστιν ὄνομα, ἢ τῆς κατὰ χάριν, ὡς ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, ἢ τῆς κατὰ φύσιν, ὡς ἐπὶ τοῦ Μονογενοῦς, ἱκανῶς εἴρηται· δῶμεν δὲ εἶναι τροπικὴν, καὶ ἐκ μεταφορᾶς λέγεσθαι, ὥσπερ καὶ ἄλλας μυρίας καὶ τὴν φωνὴν ταύτην. Ὡς τοίνυν, ὀργιζόμενον, καὶ ὑπνοῦντα, καὶ πετόμενον ἀκούοντες τὸν Θεὸν, καὶ ἄλλων τοιούτων ἀπρεπεῖς κατὰ τὸν πρόχειρον νοῦν τὰς ἐμφάσεις παρεχομένων, οὔτε τὰς φωνὰς τοῦ Πνεύματος διαγράφομεν, οὔτε σωματικῶς τῶν λεγομένων ἀκούομεν· τί δήποτε οὐχὶ καὶ, τῆς φωνῆς ταύτης οὕτω συνεχῶς παραληφθείσης ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, τὰς θεοπρεπεῖς αὐτῆς ἐννοίας διερευνώμεθα; ἢ μόνην ταύτην τῆς Γραφῆς ἀπαλείψομεν, ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης χρήσεως συκοφαντοῦντες αὐτήν»;
Βλ. επίσης τα σχόλια μου στα λόγια του Αγ. Φωτίου επάνω.

Мητρ. Νικόλαος: Άλλωστε καί η συνέχεια του «Υπομνήματος» του υπό τον τίτλον «Γ' Μαρτυρίαι Δογματολόγων - Θεολόγων» τον προδίδουν. Ο αδ. Ελευθέριος προκειμέ­νου να απόδειξη ορθή την θεολογική του τοποθέτησιν και μη εύρων στηρίγματα εις τους Αγίους Πατέρας καταφεύγει εις «συγχρόνους μεγάλους δογματολόγους και άλλους θεολόγους», όπως αναφέρει οι οποίοι εμφανώς επηρεασμένοι από την Δυτικήν (Παπικήν) Θεολογίαν και τας περί Εκκλησίας αστοχίας γνωστών οικουμενιστών σλάβων θεολόγων, όπως είναι κυρίως ο οικουμενιστής Ρώσος θεο­λόγος Παύλος Ευδοκίμωφ, συγγραφεύς του έργου «Ή Όρθοδοξία», το οποίο βρί­θει αιρετικών θέσεων, θεολογούν περί Εκκλησίας όχι επόμενοι των Αγίων Πα­τέρων αλλά διανοίγοντες νέας οδούς αι οποίαι συνδυάζονται άριστα και εξυπη­ρετούν πλήρως τας θέσεις του Οικουμενισμού!
 
Δ. Κ. Συμφωνώ, ότι αυτές οι αναφορές στους συγχρόνους θεολόγους δεν έχουν καμμία αυθεντία.

Мητρ. Νικόλαος: Είναι σκόπιμον όμως να επισημανθή ότι βασικό λάθος όσων υποστηρίζουν την αναλογίαν και αντιστοιχίαν της ενότητας της Εκκλησίας με την κοινωνία και ενότητα των τριών Θ. προσώπων είναι το ότι (κακώς) επιλέγουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος, από το δόγμα της Θ. Ενανθρωπήσεως δια να προσεγγί­σουν την περί Εκκλησίας διδασκαλίαν. Επί παραδείγματι, εις την Έκκλησίαν υπάρχει ενωσις κτιστού και ακτίστου, όπως και εις το πρόσωπο του Χρίστου (δόγμα Ενανθρωπήσεως) έχωμε ένωσι της ακτίστου θείας φύσεως με την κτιστήν ανθρωπίνην φύσιν. Αυτό όμως δεν συμβαίνει εις την ενότητα και κοινωνία της Αγίας Τριάδος (δόγμα Αγίας Τριάδος), οπού όλα είναι ακτιστα.
 
Δ. Κ. Αν δεχθούμε αυτό, απ' αυτό βγαίνει ότι «έκαναν λάθος» και οι Άγιοι Πατέρες (π.χ., ο Άγ. Κύριλλος στο απόσπασμα, το οποίο ανέφερα), οι οποίοι υποστήριζαν τον παραλληλισμό μεταξύ της ενότητας των πιστών στην Εκκλησία και της ενότητας των Υποστάσεων της Τριάδος. Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει η ενότητα της κτιστής φύσεως, μεθεκτής του ακτίστου κατα Χάρη.
 
Συμπέρασμα: έχοντας λεπτομερώς εξετάσει τις δογματικές κατηγορίες κατά του Ε. Γκουτζίδη, τις θεωρώ αβάσιμες και μεροληπτικές και ακόμα δυνάμενες να θέσουν σε αμφιβολία την ομολογία του ιδίου του κατηγόρου.
 
Ο ανάξιος Δημήτριος Καπούστιν.

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
@ ΓΟΕΕ 2007